Λέω στους συνεργούς να παρατηρούν τον κόσμο (τον μικρό, τον μέγα), να παίρνουν έμπνευση απ’ τα πάντα. Γιατί παντού υπάρχουν ιστορίες, παντού υπάρχει ποίηση, αρκεί να βλέπεις.
Αυτό μου το είχε πει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, με μια ιστορία.
Είχε βγει να περπατήσει ως το Μουσείο με τον Θεοδωράκη. Ο πληθωρικός και αιματώδης Μίκης έλεγε, αγόρευε, κουνούσε τα χέρια του σαν ανεμόμυλος, παράσερνε τα πάντα στο διάβα του.
Ο Ιάκωβος ήταν μικροσκοπικός και ήσυχος. Περπατούσε δίπλα του όπως ένα θηλαστικό δίπλα σε δεινόσαυρο.
Ο Μίκης μιλούσε. Ο Ιάκωβος παρατηρούσε.
Όταν έφτασαν στο Μουσείο, ο Ιάκωβος ρώτησε τον Μίκη: «Είδες τα παιδιά που παίζανε στις λάσπες; Άκουσες εκείνο το ζευγάρι των εραστών που τσακώνονταν στη μέση του δρόμου; Μύρισες τα γιασεμιά και τα σκατά;»
«Για ποιο πράγμα μιλάς;» του ‘πε ο Μίκης.
Ο Θεοδωράκης ήταν υπεράνω των καταστάσεων, κάτι σαν τον Μπετόβεν, ένας τιτάνας ανάμεσα σε ανθρώπους· παγκόσμιος.
Ο Καμπανέλλης ήταν εκεί κάτω, στην Ελλάδα, στα Πατήσια. Μαζί με την Καρέζη, τον Καζάκο, απλοί (όμορφοι) άνθρωποι.
~~
Σήμερα στο δρόμο πέτυχα τρία παιδιά να παίζουν με μια κρεμάστρα. Στην αρχή προσπαθούσαν να ρίξουν πουρναρόμηλα απ’ το δέντρο, μετά προσποιήθηκαν πως ήταν τόξο κι έριχναν βέλη ο ένας στον άλλον.
Ο Τζιάνι Ροντάρι έλεγε ότι αν δώσεις ένα ραβδί σ’ ένα παιδί θα σου φτιάξει μια ιστορία – σκουπόξυλο μάγισσας, σπαθί, οστό δεινόσαυρου, κατάρτι…
Αυτό ακριβώς μου είχε πει ο Καμπανέλλης. Παντού υπάρχουν ιστορίες, αρκεί να συνεχίσεις να είσαι παιδί, να συνεχίσεις να βλέπεις με τα μάτια του παιδιού.
Αρκεί να συνεχίσεις να βλέπεις τα θαύματα.