Τα ψηλότερα χέρια

0
273

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι skysports-iqra-ismail-boxpark_5823347-1024x576.jpg

από τον Παύλο Ίσαρη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κάθε χτύπημα του κουδουνιού στο σχολείο της πόλης ακολουθούνταν από ποδοβολητά παιδιών στο προαύλιο. Όχι όμως εκείνες τις ημέρες. Ο καιρός στη Χαμμαμέτ είχε αλλάξει για τα καλά. Το καλοκαίρι έκανε την εμφάνισή του απότομα αυτή τη χρονιά και κανείς δεν είχε πραγματικά όρεξη να βγει από το σχεδόν αχνιστό δωμάτιο που αποκαλούσαν τάξη. Στο προαύλιο, ο ήλιος ήταν πλέον κοφτερός και δεν συγχωρούσε.

Η Μαλέκ δεν σηκώθηκε απρόθυμα, όπως οι άλλες συμμαθήτριές της. Γιατί την επόμενη ώρα είχαν γυμναστική, κι έπρεπε να προετοιμαστεί.

“Πάλι θα έρθει αυτή να παίξει μαζί μας;”
“Πω ρε φίλε, αυτή τη φορά θα την κλοτσήσω μαζί με τη μπάλα!”
“Αυτή όλο με τα αγόρια παίζει. Να δεις που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον Αζίζ, η μαλακισμένη”

Οι κοφτεροί ψίθυροι των συμμαθητών της Μαλέκ έμοιαζαν με μαύρο τούνελ, όσο εκείνη περνούσε από μέσα του προς στις τουαλέτες. Έβγαλε τη μακριά φούστα της και φόρεσε τη φόρμα που είχε κρύψει προσεκτικά στην τσάντα της, ανάμεσα στο βιβλίο της Γεωγραφίας και των Μαθηματικών. Τα δύο αγαπημένα της μαθήματα έκλειναν τη φόρμα του ποδοσφαίρου σαν ένα χαρούμενο σάντουιτς – έτσι το σκεφτόταν όση ώρα ετοίμαζε την τσάντα της, το προηγούμενο βράδυ.

Τα παιδιά βγήκαν δειλά στο προαύλιο. Η Μαλέκ πέρασε μπροστά από το κλειστό κυλικείο και κοίταξε τα άδεια ράφια με μελαγχολία. Είχε να φάει από τις πέντε το πρωί και η ώρα ήταν ήδη έντεκα. Έπιασε ασυναίσθητα το στομάχι της και σκέφτηκε πόσο θα την επηρέαζε τη αποχή από το φαγητό στον αγώνα. “Όσο και τα αγόρια, ηλίθια!” της είπε η φωνούλα μέσα της, που έμοιαζε εκπληκτικά με τη αυτή του πατέρα της.

Το κουδούνι χτύπησε. Η Μαλέκ θα ορκιζόταν ότι χτύπησε πολύ πιο δυνατά και μελωδικά από κάθε άλλη φορά. Είδε τον Αζίζ και τα άλλα αγόρια να τρέχουν προς το κάτω προαύλιο – το “προαύλιο των μεγάλων”- όπως το έλεγαν μεταξύ τους.

Σε αυτό το προαύλιο επιτρέπονταν μόνο τα παιδιά της πέμπτης και έκτης δημοτικού και αυτό στη Μαλέκ φάνταζε τόσο μεγάλο και αυστηρό. Λόγω του ότι κατέβαινες σκαλιά από το μεγάλο προαύλιο για να φτάσεις εκεί, αποτελούσε ιδανικό στέκι για κάθε είδους παρέα καπνιστών, συναλλαγών κόμιξ, και παράνομης κατανάλωσης χουρμάδων την περίοδο του Ραμαζανιού.

Ο δάσκαλος βγήκε στο προαύλιο κρατώντας τις συνηθισμένες δύο μπάλες. Αυστηρά ποδόσφαιρο για τα αγόρια, και βόλεϊ για τα κορίτσια. Η Μαλέκ είχε πάντα την ίδια αγωνία: ότι τελευταία στιγμή θα άλλαζε γνώμη και θα την υποχρέωνε να παίξει βόλεϊ με τα κορίτσια. Έπαιρνε από νωρίς θέση στο “γήπεδο” του ποδοσφαίρου, κατοχυρώνοντας έτσι το χώρο της.

“Μαλέκ, φύγε από δω, σήμερα θα παίξουμε σκληρά!” είπε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο ο Αχράφ, περνώντας από δίπλα της και χώνοντας της μια αγκωνιά για να περάσει.

“Δεν με πειράζει. Αντέχω το σκληρό παιχνίδι”. Η Μαλέκ έπνιξε ένα βογκητό πόνου μέσα από τα δόντια της και προσπάθησε να μη μετακινηθεί ρούπι από τη θέση της.

“Έλα Μαλεκούπι, τράβα να παίξεις με τα κορίτσια” είπε λαχανιάζοντας ο Ραγιέν, ενώ έτρεχε πίσω από τη μπάλα που μόλις τους είχε πετάξει ο δάσκαλος.

“Μη με ξαναπείς Μαλεκούπι!!” Φώναξε η Μαλέκ.

“Σκάσε Μαλεκούπι! Αζίζ, πες της να φύγει!” γκρίνιαξε ο Ραγιέν.

Ο Αζίζ ήταν σιωπηλός ενώ έδενε τα κορδόνια του.

“Θα την αφήσεις πάλι να παίξει μαζί μας;” γκρίνιαξε ο Αχράφ.

“Δεν με νοιάζει τι θα κάνει. Ας παίξει όποιος θέλει μαζί μας, εφόσον αντέχει τις κλωτσιές.”

Η Μαλέκ έκρυψε ένα στραβό χαμόγελο και έχοντας πλέον την έγκριση του Αζίζ, κοίταξε σαρδόνια το Ραγιέν και έδιωξε τη μπάλα μακριά.

“Μα τι στο…” σάστισε ο Ραγιέν.

“Μη το ξανακάνεις αυτό μωρή, θα σε πλακώσω” γύρισε στη Μαλέκ.

“Παίξε μπάλα, Ραγιέν”, απάντησε λαχανιασμένη αυτή.

Το παιχνίδι ήταν άναρχο και σκληρό. Η μπάλα πήγαινε πάνω κάτω και τα νευρικά και πεινασμένα από το Ραμαζάνι παιδιά έτρεχαν ξοπίσω της κλωτσώντας. Ο Ραγιέν είχε καταφέρει πολλές κλωτσιές στη Μαλέκ, που δεν ήθελε με τίποτα να ζητήσει φάουλ. Δεν θα του έδινε αυτή την ικανοποίηση να την κοροϊδέψει επειδή ήταν κορίτσι.

Ο Αχράφ καθόταν στο τέρμα του και προσπαθούσε να προστατευθεί από τον ήλιο. Τώρα βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο του ουρανού και δεν φαινόταν καμία σκιά τριγύρω. Είδε από μακριά το μπουλούκι των παικτών να πλησιάζει, σηκώνοντας ένα σύννεφο άμμου από το προαύλιο. Προσπάθησε να σκουπίσει τον ιδρώτα κάτω από τα μάτια του, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τα γεμίσει με περισσότερη άμμο.

Το μπουλούκι, με επικεφαλής τον Αζίζ, κάλπαζε προς το τέρμα. Η μπάλα οδηγούσε ένα τσούρμο παιδιά που σπρώχνονταν και βογκούσαν από το τρέξιμο, τη ζέστη, και την πείνα. Η Μαλέκ πάλευε να πάρει μια πλεονεκτική θέση πίσω από τον Αζίζ, έτσι ώστε να είναι έτοιμη να κλωτσήσει τη μπάλα προς το τέρμα. Ο Ραγιέν ήταν ψηλότερος και πιο γεροδεμένος όμως. Με το χέρι του κρατούσε τη Μαλέκ ακριβώς πίσω του και ταυτόχρονα προσπαθούσε να βρει μια ευκαιρία να κλωτσήσει τη μπάλα μακριά από τον Αζίζ. Η Μαλέκ κρατιόταν γερά από το χέρι του Ραγιέν. Αν έπεφτε, θα έπεφτε και αυτός μαζί της.

Το μπουλούκι πλέον ήταν μια ανάσα από το τέρμα. Ο Αζίζ ζύγισε το πόδι του και ετοιμάστηκε να σουτάρει με δύναμη. Η Μαλέκ με το Ραγιέν πάλευαν σώμα με σώμα. Ο Αχράφ μισόκλεισε τα σκονισμένα και υγρά μάτια του για να καταφέρει να δει, και ύψωσε τα χέρια του προστατευτικά μπροστά από το πρόσωπο του. Και τότε συνέβη κάτι το αναπάντεχο.

Ο Αζίζ δε σούταρε. Γύρισε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πίσω και είδε τη Μαλέκ να έχει σχεδόν καβαλήσει το Ραγιέν, ο οποίος κλωτσούσε στον αέρα και φώναζε “Φάουλ! Φάουλ!”.

Ο Αζίζ αντί να σουτάρει, πάτησε τη μπάλα και σταμάτησε. Ο Ραγιέν σάστισε τόσο, που άφησε το χέρι της Μαλέκ και κοίταξε το τέρμα. Ο χοντρός ο Αχράφ δεν θα καταλάβαινε από πού του ήρθε! Τότε η Μαλέκ έπιασε το Ραγιέν από το πίσω μέρος του γιακά, και έβαλε το πόδι της μπροστά του.

“Εεεε! Είπα Φάου….”

Η Μαλέκ κλώτσησε με δύναμη τη μπάλα. Η στραβοκλωτσιά της έκανε ένα βουναλάκι άμμου να σκορπιστεί και να μπει στα μάτια της. Η μπάλα απογειώθηκε και πέταξε καταπάνω στον Αχράφ. Εκείνος σάστισε κι έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να την πιάσει. Το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να βάλει το χέρι ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του και δεν είδε καν τη μπάλα που πέρασε ακριβώς ανάμεσα από το χέρι και το αυτί του.

“ΓΚΟΟΟΟΟΟΛ” έκρωξε το μπουλούκι που αμέσως διασκορπίστηκε.

Η Μαλέκ σταμάτησε σαστισμένη, κρατώντας ακόμα το γιακά του Ραγιέν. Κοιτούσε μια το τέρμα, και μια τον Αζίζ, που της χαμογέλασε πονηρά.

Ο Ραγιέν ούρλιαξε. “Μωρή Μαλεκούπα! Έκανες φάουλ! Δε μετράει το γκολ!”.

Το μπουλούκι όμως συνέχισε να τρέχει πίσω από τη μπάλα, την οποία είχε πετάξει μακριά από το τέρμα ο Αχράφ, δίνοντας συνέχεια στην κλοτσοπατινάδα. Τίποτα από αυτά όμως δεν είχε σημασία για τη Μαλέκ. Το γκολ, η μονομαχία με το Ραγιέν, και -κυρίως- το χαμόγελο του Αζίζ έμοιαζαν τόσο μεγάλα στο μυαλό της.

“Είπα! Έκανε φάουλ! Σταματήστε το παιχνίδι!” έκρωξε ο Ραγιέν.

Τα περισσότερα παιδιά σταμάτησαν να κυνηγούν τη μπάλα, και γύρισαν προς το τέρμα και τον Αζίζ.

“Σου έκλεψε τη μπάλα, Ραγιέν. Έβαλε γκολ και τώρα συνεχίζουμε. Δε θα δώσουμε φάουλ για ένα απλό σπρώξιμο”, είπε ήρεμα ο Αζίζ.

Ο Ραγιέν ζύγισε τα λόγια του. Δε θα τολμούσε να πάει κόντρα στον Αζίζ, αλλά αυτό ήταν μια εξαίρεση. Πώς τολμούσε ο φίλος του να υπερασπιστεί το βρομοκόριτσο;

“Στο διάολο, Αζίζ! Χέστηκα και για σένα και για τη Μαλεκούπα γκόμενά σου!” Οι φλέβες στο λαιμό του Ραγιέν πλέον διαγράφονταν καθαρά, και σάλια εκσφενδονίζονταν από το στόμα του.

Ο Αζίζ κοκκίνισε και κινήθηκε απειλητικά προς το Ραγιέν. Εκείνος το μετάνιωσε αμέσως. Ο Αζίζ τον περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι και ήταν ο πιο δυνατός στην τάξη.

“Εεε, ήθελα να πω… Αυτός ο χοντρός φταίει που δεν έπιασε το σουτ!” γύρισε απότομα στον Αχράφ και τον έδειξε.

“Έχει ήλιο! Τα μάτια μου είναι γεμάτα άμμο! Έχω να φάω από τις έξι το πρωί! Θέλω να πάω σπίτι μου! Στο διάολο όλοι σας!”, έκλαψε ο Αχράφ.

“Εσύ στο διάολο!”

“Είσαι άχρηστος στο τέρμα, ούτε να πηδήξεις σωστά δε μπορείς!”, συνέχισε κοροϊδευτικά ο Ραγιέν.

“Να, ορίστε, θα κάτσω εγώ τέρμα, που φτάνω και το πάνω δοκάρι. Φύγε από εκεί παλιοχοντρέ!” Ο Ραγιέν έτρεξε προς το τέρμα, και κρεμάστηκε από το οριζόντιο δοκάρι.

“Εντάξει Ραγιέν, μας έπεισες. Κατέβα τώρα από εκεί, μη σου βάλει κι εσένα γκολ η Μαλέκ!”, κορόιδεψε ο Αζίζ.

Το μπουλούκι ξέσπασε σε κοροϊδευτικά γέλια. Ο Αζίζ γύρισε περήφανα προς τη Μαλέκ, η οποία όμως τον κοιτούσε πλέον αυστηρά.

“Κάτσε κι εσύ τέρμα αν θες, θα σου βάλω κι εσένα γκολ!”. Η Μαλέκ πλέον έβραζε.

“Όχι, δεν ήθελα να…” δικαιολογήθηκε γρήγορα ο Αζίζ.

“Πώς την αφήνεις και σου μιλάει έτσι! Διώξτε επιτέλους τη Μαλεκούπα!” ούρλιαξε ο Ραγιέν, και πήδηξε στο έδαφος.

Το μπουλούκι κινήθηκε απειλητικά προς τη Μαλέκ. Εκείνη φοβήθηκε, αλλά τέντωσε το σώμα της και έσφιξε τα χείλη της.

“Ε, παιδιά! Ο Ραγιέν θέλει να μας πει κάτι!”, φώναξε ο Αχράφ.

Γύρισαν όλοι προς το Ραγιέν, ο οποίος είχε κολλήσει όρθιος στο έδαφος, με τα χέρια του σε πλήρη ανάταση, σαν να προσπαθούσε να φτάσει ένα αόρατο ράφι.

“Τι θέλεις Ραγιέν;” είπε απαξιωτικά ο Αζίζ.

“Παιδιά.. ΠΑΙΔΙΑ! Δεν μπορώ να κουνηθώ! Τα χέρια μου κόλλησαν!” έκλαψε με βογκητά ο Ραγιέν.

Το μπουλούκι γέλασε, και η Μαλέκ με τον Αζίζ κοίταξαν προς το τέρμα με απορία. Ο Ραγιέν καθόταν όρθιος, με τα χέρια στην ανάταση. Έβριζε τον Αχράφ, που προσπαθούσε να πνίξει τα γέλια του.

“Δεν είναι αστείο! Τα χέρια μου κόλλησαν. Φωνάξτε γρήγορα το δάσκαλο! Ή μάλλον όχι… θα με σκοτώσει η μάνα μου αν με δει έτσι!” Τα κλάματα του Ραγιέν πότισαν την άμμο.

Το μπουλούκι συνέχισε να φωνάζει κοροϊδευτικά, και πολλοί σήκωσαν τα χέρια τους στον αέρα, παριστάνοντας το Ραγιέν. Η Μαλέκ κοίταξε τον Αζίζ που γελούσε μαζί τους, και σήκωσε και αυτή τα χέρια της στον αέρα.
“Τώρα θα είσαι καλός τερματοφύλακας, Ραγιενούπι!”, φώναξε η Μαλέκ, και όλοι έσκασαν στα γέλια.

“Σκάσε, βρωμιάρα!” έφτυσε ο Ραγιέν.

Ο δάσκαλος άκουσε τις βρισιές κι έτρεξε  στο προαύλιο. Βρήκε τον Ραγιέν σε τραγική κατάσταση. Ιδρωμένο, το στόμα του να στάζει σάλια, και τα χέρια του στην ανάταση. Του έδωσε ένα σκαμπίλι στο μάγουλο και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί.

Το μπουλούκι μιλούσαν όλοι μαζί, περιγράφοντας τον αγώνα, κοροϊδεύοντας το Ραγιέν, και δείχνοντας τη Μαλέκ. Εκείνη έπιασε τη μπάλα και πήγε κοντά στον Αζίζ.

“Θέλεις να παίξουμε σουτάκια; Αν κερδίσεις, θα σου δώσω τους τρεις βραδινούς μου χουρμάδες”. Τα λόγια βγήκαν στριμωγμένα από στο στόμα της.

Ο Αζίζ γύρισε προς το τέρμα και είδε το δάσκαλο να φωνάζει στα παιδιά, τον Αχράφ να μιμείται ακόμα τον Ραγιέν, κι εκείνος να κλαίει σαν σκιάχτρο, με τα χέρια του ακόμα ψηλά.

“Μέσα”.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Παύλος Ίσαρης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής