Έι, μανάρι, μην το παίζεις ζόρικη

0
241

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 222.jpgαπό την Αστάρτη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Έι μανάρι, πάμε για κανένα ποτάκι να τη βρούμε τα δυο μας;»
«Άντε στο διάολο ρε μαλάκα, που θες και ποτό».
«Σ’ αρέσει να το παίζεις ζόρικη;»
«Αν δεν με αφήσεις ήσυχη, θα αρχίσω να ουρλιάζω θα ξεσηκώσω τη γειτονιά».
«Για προσπάθησε να δούμε αν θα σ’ ακούσει κανένας».

Πόσο αλήθεια είναι αυτό… Στη μητρόπολη όλοι κλεισμένοι στα κουτάκια τους, ο καθένας κοιτάει τη δουλίτσα του, ζει τη ζωούλα του, τι συμβαίνει έξω καρφάκι δεν τους καίγεται.

Άνοιξε το βήμα της να φτάσει στην κοντινή πλατεία της γειτονιάς, εκεί θα ‘χει φώτα, κόσμο σκέφτηκε. Είδε όλα τα μαγαζιά κλειστά, ήταν Πέμπτη, χάραμα. Εντόπισε ένα μίνι μάρκετ ανοιχτό. Μπήκε λαχανιασμένη μέσα. Ο υπάλληλος την κοίταξε περίεργα. Άρχισε να του εξηγεί τι συμβαίνει, αλλά δεν πολύ-καταλάβαινε Ελληνικά, ήταν μάλλον από το Πακιστάν. Ο τύπος την ακολούθησε μέχρι εκεί, την έστησε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο υπάλληλος τον είδε, κατάλαβε. Της είπε να μείνει στο μαγαζί. Η Τζο δεν κούνησε ρούπι από εκεί, ώσπου ξημέρωσε. Ο τύπος εξαφανίστηκε μόλις άνοιξε το μετρό κι άρχισε η κίνηση στους δρόμους. Εκείνη έτρεξε για το σπίτι εξαντλημένη.

Άνοιξε την πόρτα, το ρολόι έδειχνε επτά και μισή.

«Καλά, τέτοια ώρα γύρισες; Τι ώρα σχόλασες;»
«Ρε φίλε, τι ωραία που δουλεύεις το πρωί, γυρνάς μεσημεράκι κι όλα καλά… Φτιάξε καφέ κι έρχομαι να σου πω».

Η Τζο είπε στα γρήγορα τι της είχε συμβεί. Αποφασίσανε να το θίξουνε το βράδυ στη φεμινιστική συνέλευση στην οποία συμμετείχαν. Όταν διηγήθηκε και στη συνέλευση το περιστατικό, όλες τους ταυτίστηκαν. Σε όλες είχε συμβεί αυτό και όχι μόνο μια φορά. Η πόλη ήταν ένα πεδίο που νιώθανε απειλή από άντρες. Στα Μέσα τις χουφτώνανε, στο δρόμο τις σφυρίζανε, τις ακολουθούσαν όταν γυρνούσαν μόνες στο σπίτι, σφυρίγματα, πρόστυχα βλέμματα, υπονοούμενα, βρισίδια.

«Συντρόφισσες, είναι αυτονόητη η έμφυλη καταπίεση που δεχόμαστε καθημερινά απ’ τον δρόμο έως τη δουλειά, ακολουθούμε όμως μια πολιτική ατζέντα, γράφουμε κείμενα, καταγγελίες, πορείες, συνθήματα. Τι παραπάνω μπορούμε να κάνουμε;»
«Έμπρακτα όμως, δεν μας έχει προστατεύσει κάτι από αυτά, χρειαζόμαστε κάτι άλλο».
«Τι προτείνεις, συντρόφισσα;»
«Περιπολίες, γυναικείες περιπολίες, από εμάς για εμάς».
«Για ανέλυσε το μας παραπάνω».
«Τι να αναλύσω, ρε κορίτσια; Προτείνω να κάνουμε ομάδες περιπολίας και να βγαίνουμε τα βράδια στις γειτονιές μας, όλο και κάποια θα χρειάζεται βοήθεια στο δρόμο».
«Είναι πολύ επικίνδυνο», αναφώνησαν κάποιες. «Κι έχουμε και τους μπάτσους να αντιμετωπίσουμε, όχι μόνο τους μαλάκες».

Η Τζο έφυγε απογοητευμένη από τη συνέλευση. Περίμενε κάτι παραπάνω από τις συντρόφισσες της. Είπανε να πιούνε μια μπυρίτσα μετά τη συνέλευση με τη Μαρίνα κι έπειτα να γυρίσουν σπίτι.

«Τζο, εγώ είμαι μέσα σε αυτό που πρότεινες, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνες μας».
«Αλήθεια; Και γιατί δεν έκανες τοποθέτηση;»
«Όταν το πρότεινες, μου φάνηκε παρακινδυνευμένο, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι νομίζω ότι είναι καλή ιδέα».
«Ενέχει ρίσκο και είναι επικίνδυνο, τις κατανοώ και τις υπόλοιπες, αλλά ασφυκτιώ με αυτή τη συνθήκη που βιώνουμε».

Μείνανε για λίγο σιωπηλές. Μπροστά από το μπαρ, περνούσε η Ευτέρπη.

«Ήξερα ότι θα σας βρω, εδώ. Είμαι μέσα».
«Το εννοείς;»
«Ε ναι, μπορούμε να κάνουμε την αρχή και ίσως ακολουθήσουν και οι άλλες».

~~{}~~

Το επόμενο βράδυ βρεθήκαν στο σπίτι της Μαρίνας και της Τζο. Κάνανε το πλάνο τους. Σε ποιες γειτονιές θα κινούνταν, τι θα είχαν μαζί τους για ασφάλεια. Θα ξεκινούσαν τις περιπολίες την ίδια νύχτα.

«Παλούκι στην τσάντα, full face, pepper spray, κλειδιά στα χέρια, είμαστε εντάξει;»
«Να πάρουμε και κανένα σπρέι για κανένα σύνθημα;»

Βγήκαν στο δρόμο ενθουσιασμένες και συνάμα καχύποπτες. Είχανε το νου τους συνέχεια μήπως συμβεί κάτι περίεργο. Ήταν αποφασισμένες να συμπαρασταθούν σε όλες τις αδερφές τους που καταπιέζονταν από τα μάτσο αντράκια στο δρόμο. Γιατί πολύ απλά το ίδιο βίωναν κι εκείνες. Κάνανε βόλτες στους δρόμους. Σταματούσανε κάθε λίγο και γράφανε συνθήματα στους τοίχους.

 

Στο δρόμο για το σπίτι, θέλουμε να είμαστε ασφαλείς, όχι γενναίες

Ακόμα κι αν φορέσω τη φούστα μου καπέλο, όταν λέω όχι σημαίνει πως δεν θέλω

Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άντρες καθημερινοί

Γέμισαν τους τοίχους συνθήματα και μετά από ώρες γυρίσανε σπίτια τους. Τίποτα δεν είχε συμβεί. Την επόμενη μέρα άλλαξαν γειτονιά. Πάντα με τον ίδιο εξοπλισμό. Πετύχανε μια κοπέλα στο δρόμο κι έναν άντρα να την ακολουθεί, χωρίς εκείνη να τον έχει πάρει χαμπάρι. Τρέξανε προς το μέρος της.

«Αναστασία, πού είσαι τόση ώρα; Μας περιμένουν τα παιδιά στη μπυραρία».
Εκείνη τις κοίταξε περίεργα. Της ψιθύρισαν: «Σ’ ακολουθεί ένας τύπος εδώ και κάποια ώρα».
Τη συνόδεψαν ως το σπίτι.

Κάθε βράδυ περιπολούσαν στις γειτονιές, όλο και πετυχαίνανε κάποιον ν’ ακολουθεί μια κοπέλα, της κάνανε παρέα… Σφυρίγματα στο δρόμο σε κορίτσια, ορμούσαν κι εκείνες και τους βρίζανε.

~~

Μια νύχτα, μετά από πολλές ώρες περπάτημα, είπανε να ξεκουραστούνε σε ένα παγκάκι. Καθίσανε, πίνανε τις μπύρες τους και νιώθανε δυνατές. Πίστευαν πως μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τους διεστραμμένους της πόλης.

Πέρασε ένας άντρας μέτριου αναστήματος, με γκρίζα μαλλιά και καράφλα στο κεφάλι. Είχε παραπάνω κιλά, φαινόταν μεθυσμένος.

«Ωπ, τι έχουμε εδώ; Τρία πιπινάκια; Τι γυρεύετε τέτοια ώρα στο πάρκο; Ψάχνετε για πούτσο;»

Παγώσανε. Δεν αντέδρασε καμιά τους.

«Γιατί δεν μιλάτε, κατάπιατε τη γλωσσίτσα σας;»
«Σπάσε, άσε μας ήσυχες».
«Σίγουρα αυτό θέλετε ή τίποτα άλλο;»

Πλησίασε κοντά τους, άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το στήθος της Ευτέρπης. Φωνές κραυγές, σπρωξίματα. Η Τζο έβγαλε γρήγορα τον σουγιά απ’ την τσάντα της και χωρίς να το σκεφτεί, του τον κάρφωσε στο λαρύγγι. Έπεσε κάτω. Εκείνες τρέξανε, χαθήκανε απ’ το πάρκο. Ο άντρας αιμορραγούσε στην πλατεία μέχρι το ξημέρωμα που τον βρήκε ο περιπτεράς.

Τα τρία κορίτσια πετάξανε ότι είχανε μαζί τους σε διαφορετικούς κάδους καθώς τρέχανε προς το σπίτι. Όταν φτάσανε, αποφασίσανε να μη μιλήσουν σε κανένα γι’ αυτό που συνέβη, ούτε στη φεμινιστική τους οργάνωση. Τα μάτια τους έλαμπαν. Κοιμηθήκανε όλες μαζί αγκαλιασμένες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Αστάρτη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.