Ένα τελευταίο ποτήρι για τον Τάιλερ

0
190

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι list.pngαπό τον Γιάννη Κεφαλά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Τάιλερ μόλις είχε ξυπνήσει και το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Αν δεν είχε σταματήσει το αλκοόλ να κυλάει στις φλέβες του, ίσως να μην είχε σηκωθεί ακόμα. Κατουριόταν και διψούσε πολύ. Έψαξε δίπλα του να βρει το μπουκάλι. Δε θυμόταν πολλά απ’ το προηγούμενο βράδυ, όμως το ουίσκι στην αγκαλιά του πριν αποκοιμηθεί δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Τα χέρια του έτρεμαν. Με τα μάτια μισόκλειστα ψηλάφισε την άκρη του στρώματος. Ύστερα το κομοδίνο. Μερικές άστοχες προσπάθειες ακόμα στον αέρα, και… Ο κρότος απ’ την πτώση του μπουκαλιού διαπέρασε σαν ξίφος τα μηνίγγια του. Σηκώθηκε απότομα. Η αγωνία του ήταν μεγαλύτερη απ’ την ενόχλησή του. Κοίταξε κάτω απ’ το κρεβάτι. Πάλι καλά που δεν έσπασε. Θα ήταν κρίμα να χυθεί. Το έφερε στα χείλια του. Άσπρο πάτο. Δυο μεγάλες γουλιές όλες κι όλες. Το γύρισε ανάποδα και το κούνησε πάνω απ’ το ανοιχτό του στόμα. Έπεσαν άλλες δυο τρεις σταγόνες. «Γαμώτο! Κάπου είχα ακόμα ένα μπουκάλι ουίσκι…»

Παραπάτησε ως την κουζίνα. Ο πάγκος ήταν ασφυκτικά γεμάτος μ’ άδεια μπουκάλια. Έψαξε στο πρώτο ντουλάπι. Ύστερα στο δεύτερο. Εκνευριζόταν. Όχι μόνο δεν έβρισκε το ουίσκι που αμυδρά θυμόταν ότι είχε αφήσει κάπου εκεί, αλλά κι οποιοδήποτε γεμάτο μπουκάλι. Δεν είχε πρόβλημα με το είδος ποτού που θα έπινε. Αρκεί να είχε αλκοόλ. «Πού είναι γαμώ την ατυχία μου; Αυτή η παλιοσκρόφα θα το έκρυψε πάλι! Πού είναι μωρή γαμημένη;» Οι κινήσεις του ήταν απότομες κι άγαρμπες. Έτρεμε ολόκληρος. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά σαν ταμπούρλο. Μέσα στην ταραχή του, έριξε κάποια απ’ τ’ άδεια μπουκάλια. Έσπασαν μερικά. Ο θυμός του μεγάλωνε. Κανένα δεν ήταν γεμάτο. Ήθελε να βρει κάτι να πιει… Ένιωσε να τρέχει κάτι ζεστό απ’ το μπατζάκι του παντελονιού του. Δεν κατάλαβε ότι δεν κρατιόταν πια. Κατουρούσε πάνω του. Ποια τουαλέτα; Κατέβασε το παντελόνι και συνέχισε στον νεροχύτη της κουζίνας βλασφημώντας.

Είχε γίνει χάλια. Τα κάτουρα ήταν παντού. Έπρεπε ν’ αλλάξει. Όμως πρώτα έπρεπε να βρει κάτι να πιει. Πήγε στο σαλόνι. Στο τραπέζι είδε ένα μισογεμάτο μπουκάλι με διαφανές ποτό. Ανακουφίστηκε. Δε θυμόταν πότε το είχε ανοίξει ή αν ήταν τζιν, τεκίλα ή βότκα, αλλά αυτό δεν είχε απολύτως καμία σημασία. Ήπιε λαίμαργα απ’ ένα γεμάτο ποτήρι που ήταν ξεχασμένο, ίσως, από την προηγούμενη νύχτα. Τελικά ήταν βότκα. Έβαλε άλλο ένα. Μόνο τότε άρχισε να υποχωρεί το τρέμουλο κι ο πονοκέφαλος. «Δυο τρία ποτηράκια ακόμα, για να καλμάρω. Δε θα πιω άλλο, το ελέγχω». Κρατούσε το μπουκάλι σφιχτά, λες και θα εμφανιζόταν κάποιος απ’ το πουθενά, για να το αποσπάσει απ’ τα χέρια του με τη βία. Πρόσεξε το έπιπλο της τηλεόρασης. Τα δυο συρτάρια ήταν στο πάτωμα. Το ένα ήταν σπασμένο. Ούτε γι’ αυτά θυμόταν κάτι. Σηκώθηκε να ελέγξει τα πεταμένα συρτάρια. Ήταν αναποδογυρισμένα, με το περιεχόμενό τους χυμένο. Σήκωσε μια κορνίζα. Το τζάμι είχε ραγίσει. Όπως την έπιασε, έσπασε και τα γυαλιά έπεσαν κάτω. Καρφώθηκε απ’ ένα απομεινάρι γυαλιού στην κορνίζα και μάτωσε το δάχτυλό του. Έγλειψε το κόψιμο κι έβγαλε τη φωτογραφία. Την έφερε κοντά του. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα με μαγιό, αγκαλιασμένοι, σε καλοκαιρινές διακοπές. Η κοπέλα ήταν η Εύα. Ποιος ήταν ο άλλος; Έγινε έξαλλος.

«Παλιοπουτάνα! Καριόλα! Έχεις φωτογραφίες με γκόμενους μες στο ίδιο μας το σπίτι; Σκρόφα! Θα σου δείξω εγώ!»

Ο Τάιλερ κλώτσησε μ’ όλη του τη δύναμη το έπιπλο της τηλεόρασης. Έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στον καναπέ. Προσπάθησε να κρατηθεί απ’ το τραπεζάκι μπροστά του, για να σηκωθεί, όμως έφερε μια τούμπα και βρέθηκε με τα μούτρα στο πάτωμα. Η φωτογραφία σκίστηκε κι ένα μέρος της ήταν κάτω απ’ το μάγουλό του· μόνο το κεφάλι της Εύας είχε μείνει στο χέρι του, γεμάτο αίματα απ’ το κομμένο του δάχτυλο. Τα σάλια του έτρεχαν πάνω στην φωτογραφία. Την ξανακοίταξε. Έφτυσε πάνω στον τύπο που ήταν με την αποκεφαλισμένη γυναίκα του.

«Θα σε σκοτώσω κι εσένα ρε αρχίδι! Εύα; Πού στο διάολο είσαι παλιοπουτάνα; Πού γυρνάς; Με κερατώνεις ρουφιάνα!»

Ανασηκώθηκε με δυσκολία. Ακούμπησε με την πλάτη του στη βάση του καναπέ. Άρχισε να σκίζει με μανία και την υπόλοιπη φωτογραφία σε μικρά κομματάκια. Και μέσα στην τρέλα της στιγμής, ξαναβρήκε τη δύναμή του, σηκώθηκε απότομα κι έσπασε οργισμένος και το μπουκάλι και το ποτήρι που ήταν μπροστά του. Ήταν σε παράκρουση· χτυπούσε έπιπλα και τοίχους. Εξαντλημένος βρέθηκε στο πάτωμα ξανά. Έφερε το μουτζουρωμένο με αίματα κομμένο κεφάλι της Εύας κοντά στα μούτρα του. Το φίλησε όλο παράπονο. Κάτι σαν να θυμήθηκε απ’ την ξεχασμένη του ζωή, που είχε για χρόνια πνιγεί στ’ αλκοόλ.

«Πότε θα επιστρέψεις σπίτι; Θ’ αλλάξω. Θα πίνω λιγότερο. Δε θα μαλώνουμε… Δε θα σε χτυπάω… Στο υπόσχομαι… Θα το κόψω, μ’ ακούς; Θα το κόψω…»

Και ήταν σαν να περίμενε παρηγοριά ή κάποια απάντηση απ’ το κομμένο ιλουστρασιόν χαρτί. Όμως εκείνο παρέμενε βουβό. Ο Τάιλερ έκλαψε. Κι έκλαψε κι άλλο, μέχρι που αποκοιμήθηκε. Κι όσο κοιμόταν, είδε ένα περίεργο όνειρο. Είδε την Εύα να τρέχει σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι κι εκείνος από πίσω της, να προσπαθεί να την πιάσει. Κι όσο την πλησίαζε, εκείνη με απότομες κινήσεις τού ξέφευγε την τελευταία στιγμή κι απομακρυνόταν. Ώσπου το τοπίο άλλαξε κι έφτασαν σ’ ένα πυκνό πευκόδασος. Η Εύα προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω απ’ τα δέντρα, κι εκείνος πάλευε να μην τη χάσει απ’ τα μάτια του. Μέχρι που αντιλήφθηκε ότι κάποιος ήταν από πίσω του. Μια κοπέλα τον ακολουθούσε. Το πρόσωπό της ήταν γνώριμο, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού την ήξερε. Εκείνος κυνηγούσε την Εύα, κι η κοπέλα με το γνώριμο πρόσωπο εκείνον. Μέχρι που έφτασαν σ’ ένα ποτάμι με χρυσαφένια νερά. Κοίταξε πίσω να δει αν τον είχε προφτάσει. Ήταν ακόμα μακριά. Όταν κοίταξε πάλι μπροστά, η Εύα είχε χαθεί, και τώρα έτρεχε μόνος του, για να ξεφύγει. Κι εκεί που νόμιζε πως τα είχε καταφέρει, την είδε πάλι μπροστά του. Τον κοιτούσε με τα πράσινα μάτια της κι ένιωθε το βλέμμα της να τον καίει. Γύρισε αλλού το πρόσωπό του, όμως η κοπέλα ήταν πάλι εκεί. Όπου κι αν κοίταζε, εκείνη εμφανιζόταν. Ήξερε πως ήθελε να τον σκοτώσει. Δεν μπορούσε να ξεφύγει. Πήρε φόρα κι έπεσε μέσα στο χρυσαφένιο ποτάμι, για να σωθεί.

Ο Τάιλερ άνοιξε τα μάτια τρομαγμένος. Είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Είχε ξεφύγει απ’ τον περίεργο εφιάλτη, όμως η ταραχή που του προκάλεσε αυτή η καπέλα στ’ όνειρο ήταν απερίγραπτη. Προσπάθησε να σηκωθεί απ’ το πάτωμα. Δεν τα κατάφερε. Κοίταξε γύρω μήπως υπήρχε κάτι να πιει. Αντί για κάποιο μπουκάλι, πρόσεξε κάτω απ’ τον καναπέ το παραπεταμένο κινητό του. Αμέσως ξέχασε και την ταραχή και την κοπέλα. Σύρθηκε για να το πιάσει. Μόλις το έφτασε, προσπάθησε να βρει το τηλέφωνο της Εύας. Δεν μπορούσε όμως να ξεχωρίσει γράμματα ή αριθμούς. Πίεσε τον εαυτό του. Προσπάθησε να θυμηθεί. Με δυσκολία τού ήρθε ένας συνδυασμός αριθμών. Ήταν ο μόνος που κάτι τού έλεγε. Τον σχημάτισε με μεγάλη δυσκολία πριν τον ξεχάσει. Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε απ’ την άλλη μεριά της γραμμής.

«Εύα γύρνα. Εγώ είμαι ρε συ… Γύρνα στο σπίτι. Δε θα πίνω, θ’ αλλάξω. Στ’ ορκίζομαι».

«Πάλι πιωμένος είσαι; Τι ρωτάω… Σου έχω πει να μην παίρνεις εδώ. Έχεις πεθάνει για μας».

«Τι λες μωρή καριόλα; Εγώ πέθανα; Με ποιον γκόμενο γυρνάς πάλι ρε; Σε είδα! Θα σε σκοτώσω ρε!»

«Ούτε τη φωνή της μάνας σου δεν αναγνωρίζεις πια; Τέτοια κατάντια… Στο σπίτι σου πήρες ρε μπεκρούλιακα και να μην ξαναπάρεις. Σ’ έχουμε όλοι ξεγραμμένο. Κι ακόμα τη γυναίκα σου ψάχνεις; Τη σάπιζες στο ξύλο. Έχει τρία χρόνια που σε παράτησε. Και καλά έκανε η γυναίκα δηλαδή. Τι περίμενες;»

«Μάνα; Εσύ είσαι μάνα; Βοήθησέ με μάνα! Την είδα σε μια φωτογραφία, να είναι διακοπές με τον γκόμενο! Τι έγινε; Τι έκανα; Δε θυμάμαι…»

«Βρωμάει η ανάσα σου κι απ’ το τηλέφωνο. Ποια φωτογραφία; Εκείνη στο σπίτι σου που είστε διακοπές απ’ τον μήνα του μέλιτος; Κακομοίρη… Δεν αναγνωρίζεις ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό. Τι άλλο δε θυμάσαι; Το ξύλο που της έριχνες; Πόσο τη ζήλευες; Που δεν την άφηνες να βγει απ’ το σπίτι; Ή μήπως δε θυμάσαι και την κοπέλα, που μεθυσμένος παρέσυρες με τ’ αυτοκίνητο και την άφησες στον δρόμο να ψυχορραγεί, γιατί βιαζόσουν ν’ ακολουθήσεις την Εύα; Τι δε θυμάσαι απ’ όλα αυτά;»

Ο Τάιλερ σε μια στιγμή αναλαμπής θυμήθηκε. Τους καυγάδες, τις ζήλιες, τη βραδιά που την ακολούθησε με τ’ αμάξι. Εκείνη την κοπέλα με τα πράσινα μάτια που χτύπησε και πέθανε στη μέση του δρόμου.

«Θα το κόψω το ποτό μάνα. Το υπόσχομαι. Θ’ αλλάξω. Μόνο πείσε την Εύα να γυρίσει!»

«Κανείς δε σε πιστεύει πια. Πόσες φορές είχες ορκιστεί ότι θα το κόψεις; Και τελικά πήρες στον λαιμό σου και την κοπέλα που δεν έφταιγε σε τίποτα. Ντρέπομαι για σένα. Αντί να σ’ έχουν σε καμιά φυλακή, σ’ άφησαν έξω μ’ αναστολή, για να πίνεις ανενόχλητος. Μακάρι να μη σε είχα γεννήσει. Μακάρι να είχες πεθάνει και να ζούσε εκείνη. Έπρεπε να ήσουν μέσα σ’ ένα κελί, στους τέσσερις τοίχους κι αυτοί να σε τσακίσουν… Να μην ξαναπάρεις! Ούτε θέλω να σε ξαναδώ! Για μένα έχεις πεθάνει!»

Η μητέρα του Τάιλερ έλεγε τις τελευταίες προτάσεις με αγανάκτηση, ενώ στο τέλος η φωνή της έσπασε απ’ την ένταση. Ο Τάιλερ είχε θυμώσει πολύ.

«Παράτα με! Τι μάνα είσαι ρε; Πουτάνα! Άντε γαμήσου!»

Πέταξε το τηλέφωνο πριν το κλείσει κι έγινε κομμάτια. Έψαξε τη βότκα που έπινε. Είδε το μπουκάλι σπασμένο. Έβριζε θεούς, δαίμονες κι ανθρώπους και σύρθηκε ως την κουζίνα. Είδε τ’ άδεια μπουκάλια σαν να τα έβλεπε πρώτη φορά.

Το τρέμουλο επανήλθε. Το ίδιο κι ο πονοκέφαλος. Δεν μπορούσε να μείνει χωρίς αλκοόλ. Έπρεπε κάτι να πιει. Έψαχνε κι έψαχνε μέσα στα ντουλάπια, χωρίς αποτέλεσμα. Γύριζε κάθε μπουκάλι που έπιανε, κι ας έβλεπε πως ήταν άδειο, μήπως και πέσει καμιά σταγόνα. Άσκοπα. Με μια κίνηση, έριξε όποιο μπουκάλι την είχε γλιτώσει απ’ την προηγούμενη έκρηξή του.

«Αϊ στο διάολο! Κανένας δε θα μου πει τι να κάνω!»

Αποφάσισε να βγει και να πάει ν’ αγοράσει μερικά μπουκάλια. Στο χολ είδε το είδωλό του στον κρεμασμένο καθρέφτη. Σάστισε. Έμοιαζε όντως μ’ εκείνον τον άντρα στη φωτογραφία, μόνο που το πρόσωπό του ήταν πιο ισχνό· τα μάγουλά του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, ενώ τα μάτια του ήταν μαύρα και πρησμένα. Γύρισε στο σαλόνι. Έκατσε στον καναπέ. Είχε ξεχάσει και το πώς έμοιαζαν τα μούτρα του… Κατάντια… Καλά είπε η μάνα του. Τον κατέκλυσε μια παρόρμηση να βάλει τέλος στη ζωή του. Ίσως και να μην άξιζε να ζει. Ας πέθαινε, για να τους κάνει και τη χάρη. Πήγε στην τηλεόραση κι έβγαλε το πολύπριζο. Έκανε μια θηλιά με το καλώδιο. Κοίταξε πού θα μπορούσε να κρεμαστεί. Το παράθυρο ήταν σχετικά ψηλά, ίσως θα μπορούσε να το στερεώσει πάνω στο χερούλι του. Κοίταξε τη θηλιά. Ήταν έτοιμος. Ή ήταν σχεδόν έτοιμος. «Καλύτερα να πιω ένα ουισκάκι πρώτα». Η αλλαγή στη διάθεσή του ήταν αστραπιαία, λες και δεν έφτιαχνε θηλιά να κρεμαστεί. Η κάβα με τα ποτά ήταν πιο ελκυστική κι επιθυμητή σκέψη και πάλι.

Με υπερένταση πήγε στην εξώπορτα. Πήγε ν’ ανοίξει, μα ένιωσε έναν οξύ πόνο στο χέρι του. Η κλειδαρότρυπα τον δάγκωσε. «Τι στα κομμάτια» σκέφτηκε, βλέποντας το ματωμένο χέρι του. Το πόμολο τής πόρτας ήταν σαν ένα αρπακτικό, με τις βίδες να είναι τα μάτια και την κλειδαρότρυπα ένα στόμα, γεμάτο κοφτερά δόντια. Η πόρτα μετακινήθηκε κι ήταν έτοιμη να επιτεθεί. Ο Τάιλερ επέστρεψε τρομαγμένος στο σαλόνι. Κάθισε στον καναπέ και κοίταξε το έπιπλο της τηλεόρασης. Αργά αλλά σταθερά, ερχόταν προς το μέρος του. Το πάτωμα άρχισε να σείεται. Οι τοίχοι γλιστρούσαν κι έσπρωχναν ό,τι υπήρχε μπροστά τους. Σηκώθηκε κι έβαλε στον τοίχο και τα δυο του χέρια. Άρχισε να σπρώχνει. Μάταια. Οι τοίχοι όλο και μείωναν την απόσταση μεταξύ τους. Το έπιπλο της τηλεόρασης αναποδογύρισε, αποκαλύπτοντας, ένα μπουκάλι ουίσκι. Μόλις το είδε, σταμάτησε να σπρώχνει, πήδηξε πάνω απ’ τον καναπέ και το έπιασε. Το άνοιξε και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Ξαναπήδηξε πάνω απ’ τον καναπέ. Το κεφάλι του αυτή τη φορά χτύπησε στο ταβάνι. Το σαλόνι συρρικνωνόταν χωρίς αμφιβολία. Δε θα μπορούσε να βγει ούτε απ’ το παράθυρο που είχε δέσει το πολύπριζο. Σκυμμένος πήγε στην κουζίνα.

Εκεί ήταν όλα στη θέση τους. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε σε μια καρέκλα. Ήπιε ξανά. Όλα άρχισαν πάλι να μετακινούνται. Ο φούρνος, το ψυγείο, ακόμα κι ο νεροχύτης, προχωρούσαν προς το μέρος του απειλητικά. Τα ντουλάπια ανοιγόκλειναν λυσσασμένα, λες κι ήταν άγρια θηρία, έτοιμα να εφορμήσουν και να τον κατασπαράξουν. Το ταβάνι κατέβαινε, το πάτωμα ανέβαινε και οι τοίχοι έρχονταν πιο κοντά. Ο Τάιλερ μπήκε κάτω απ’ το τραπέζι, για να προστατευθεί. Είχε τουλάχιστον κάτι να πίνει μέχρι να τελειώσουν όλα. Πήγε να πιεί, όμως δεν μπορούσε να σηκώσει το μπουκάλι ψηλά. Δυσκολευόταν ν’ απελευθερώσει το ουίσκι απ’ το στόμιο. Ξάπλωσε ανάσκελα κι ήπιε όσο μπορούσε.

Το ταβάνι και οι τοίχοι πίεζαν απ’ όλες τις πλευρές. Ο Τάιλερ κουλουριάστηκε. Δε χωρούσε πια ξαπλωμένος. Το μπουκάλι έσπασε και το ουίσκι χύθηκε. Με τη γλώσσα του κατάφερε να γλείψει όσο μπορούσε απ’ το πάτωμα. Πολύ γρήγορα, δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Το τραπέζι έσπασε. Οι τοίχοι, το πάτωμα και το ταβάνι είχαν γίνει ένα με τις συσκευές, τα ντουλάπια και τα έπιπλα, κι έρχονταν όλο πιο κοντά. Πώς θα μπορούσε να πιει; Τότε μόνο αναρωτήθηκε, αν όλα γίνονταν στ’ αλήθεια. Αδυνατούσε να το πιστέψει, ακόμα κι όταν άρχισε να δυσκολεύεται ν’ ανασάνει. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα.

Ώσπου ένιωσε να σπάνε τα κόκαλα των χεριών και των ποδιών του. Να συνθλίβουν οι τοίχοι τα πλευρά του. Έκανε εμετό πάνω του και πονούσε αφόρητα. Τα όργανα μέσα στο κορμί του είχαν γίνει μια άμορφη μάζα. Το κεφάλι του πιεζόταν απ’ το ταβάνι, και λίγο απείχε απ’ το πάτωμα. Και λίγο πριν το τέλος, όταν πια τα νεύρα τού σώματός του δεν μπορούσαν να στείλουν άλλα σήματα πόνου, ένα πράγμα τριγύριζε μοναχά στο μυαλό του: «Πού στο διάολο έχω βάλει εκείνο το μπουκάλι με το ουίσκι;»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι του Herbert List, Drunk-Intoxication, 1933