Η Μόνα Λίζα εξομολογείται

0
165

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 150404-768x1024.jpgαπό τον Σοφοκλή Πανταζή

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(Η εξομολόγηση περιέχει τοποθέτηση προϊόντων)

Δόξα τω Θεώ που υπάρχει το ρεπό της Τρίτης και ξεκουράζομαι μια στάλα απ’ όλη αυτήν την ανελέητη κοσμοσυρροή, τις αδιάκοπες φωτογραφήσεις, τις εικασίες σχετικά με το βλέμμα μου ή την ταυτότητά μου. Τώρα γιατί γίνεται τόσος ντόρος για μια απλή προσωπογραφία, μου είναι αδύνατον να το συλλάβω. Αλλά πού να καταλάβω εγώ, μια απλή και αγράμματη κοπέλα, από υψηλή τέχνη; Όπως και να ‘χει, σήμερα θα αποκαταστήσω την πλήρη αλήθεια διαλύοντας τους μύθους που περιβάλουν το πορτραίτο μου, μια και καλή! Ακούστε…

Έπιασα δουλειά ως υπηρέτρια, στο σπίτι του Λεονάρντο Ντα Βίντσι στη Φλωρεντία, στις αρχές του σωτήριου έτους 1503. Αν εξαιρέσει κανείς ότι το μάτι του γυάλιζε, ότι την έβρισκε με το τεμαχισμό πτωμάτων και σχεδίαζε πτητικές μηχανές ή άλλα ακαταλαβίστικα, ο Ντα Βίντσι ήταν μια χαρά αφεντικό.

Ο Φρανσέσκο Ντελ Τζιοκόντο, ο διάσημος μόδιστρος από τη Βενετία, για να γλιτώσει από την πολυλογία της γυναίκας του, την έστελνε κάθε μέρα στο αρχοντικό του Λεό για να τη ζωγραφίσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας παίρνει τ’ αφτιά επί ώρες – τότε ήταν που ο Λεό εφηύρε τις ωτοασπίδες. Για να γλιτώσουμε τις αδρές αμοιβές σε ψυχιάτρους, ο Λεονάρντο επικαλέστηκε σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα και υποσχέθηκε στον κουνιστό και λυγιστό μόδιστρο πως θα έφτιαχνε το πορτραίτο από μνήμης μετά την ανάρρωση από την εγχείρηση που θα έκανε ο ίδιος στο χέρι του.

Αφού τους ξεφορτώθηκε, έφερε από το κελάρι ένα κιβώτιο κόκκινο κρασί κι εγώ έφτιαξα μια μακαρονάδα πουτανέσκα να το γιορτάσουμε. Κάπου στο τέταρτο μπουκάλι, ο Λεονάρντο επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις αναλογίες του σώματός μου, μ’ έβαλε να ανοιγοκλείνω χέρια και πόδια κι άρχισε να με μετρά από πάνω ως κάτω με μεζούρες, αναφωνώντας συνεχώς: Φιμπονάτσι! Άνοιξε κλείσε τα πόδια η γυναίκα, δεν άργησε να γίνει το… μοιραίο – όπως καταλαβαίνετε μάλλον, ο Βιτρούβιος άντρας ήμουν εγώ, η Λίζα η παραδουλεύτρα. Στο αποκορύφωμα του πάθους μας ο Λεονάρντο έσκουξε προφητικά: «Πάρ’ τα Λίζα και θα σε κάνω κορνίζα!»

Ήταν το ξεκίνημα ενός έρωτα παράφορου – τότε ήταν που ο Λεό εφηύρε τη σφουγγαρίστρα και τη χλωρίνη Κλινέξ. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει το πορτραίτο της Τζιοκόντα με απαράμιλλο πάθος, μόνο που όσο το έβλεπα τόσο έμοιαζε με το είδωλο μου στον καθρέφτη – και του το ‘πα:

«Άρχοντα μου, αγόρι μου γλυκό, τριχωτέ και έκφυλε εραστή μου, κάθε μέρα που περνά το πορτραίτο της Μόνα μοιάζει περισσότερο σε μένα!» – τότε ήταν που εφηύρε τα γυαλιά μυωπίας. Κοίταξε καλά τον πίνακα με το καινούριο γυαλικό, και είπε: «Έχεις δίκιο, Λίζα, μοναδική μου αγάπη. Από σήμερα εσύ θα είσαι το μοντέλο μου, και να πάει να πηδηχτεί απ’ το παράθυρο ο Βενετσιάνος!»

Και δωσ’ του η γυναίκα να κάθομαι με τις ώρες στην καρέκλα για να με ζωγραφίζει. Είχα που ‘χα πρόβλημα με τη μέση, από το πολύ καθισιό παράγινε το κακό με τις οσφυαλγίες – τότε ήταν που ο Λεό εφηύρε τα έμπλαστρα Λέοντος. Μετά αποφάσισε να βάλει ένα τοπίο για φόντο, και τρέχαμε στις ερημιές σαν κυνηγημένοι. Βρήκε μια λιμνούλα στους λόφους και με ζωγράφιζε εκεί, αλλά πούντιασα από τους αέρηδες η γυναίκα – τότε ήταν που ο Λεό εφηύρε το Vicks.

Μπορεί ο Λεονάρντο να με αγαπούσε, αλλά ήταν κατά του γάμου. Και ο πατέρας μου κάτι είχε καταλάβει, γιατί με πίεζε να παντρευτώ έναν κοιλαρά τσαγκάρη, που ήταν τρεις φορές χήρος. «Ο πατέρας μου με πιέζει να παντρευτώ!» του ‘λεγα, μήπως και φιλοτιμηθεί να μου περάσει κουλούρα. «Θα το κανονίσω», μου ‘λεγε τότε, και μετά έβλεπα το πατέρα μου με καινούρια άμαξα ή ακριβά ρούχα, ή να πηγαίνει ταξίδια αναψυχής.

Στο μεταξύ είχα τις δουλειές του σπιτιού, να κάνω το μοντέλο, και τα βράδια να με… μετράει με τις ώρες, κι είχα απηυδήσει από την κούραση – τότε ήταν που ο Λεό εφηύρε το πλυντήριο και το απορρυπαντικό Ariel με μπλε και πράσινους κόκκους, αλλά δεν έβρισκε που να βάλει την άκρη του καλωδίου.

Ε, μια και δυο, καλός ο έρωτας, αλλά πόσο θα έκανα τη δούλα κι ερωμένη ενός καλλιτέχνη-εφευρέτη; Τον παράτησα και πήγα στο τσαγκάρη, που ήταν τόσο καντέμης που πέθανα από φυματίωση έξι μήνες μετά τον γάμο. Οι τελευταίες λέξεις μου στον Λεονάρντο ήταν: «Θα σου φύγω στο ‘χα πει, θα σου φύγω και γέλαγες εσύ!» και ξεκίνησα για τον άλλον κόσμο, ωστόσο δίχως επιτυχία. Γιατί;

Γιατί η ψυχή μου είχε εγκλωβιστεί στις μπογιές του πίνακα, πάνω στο ξύλο λεύκης που βρίσκεται αιχμαλωτισμένη μέχρι και σήμερα. Η ετεροχρονισμένη αγάπη του Λεονάρντο, όπως αυτή αποτυπώθηκε πάνω στο πίνακα που φιλοτεχνούσε επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια μέχρι τον θάνατό του, με κράτησε στο ενδιάμεσο των κόσμων, ζωντανή και νεκρή συγχρόνως, ένα διάσημο ζόμπι που χαίρει εκτίμησης και θαυμασμού εκατομμυρίων ανθρώπων, νοούν δεν νοούν από τέχνη.

Του καημένου μου του Λίο, του είχε στοιχίσει πολύ ο πρόωρος θάνατός μου – τότε ήταν που εφηύρε τον αναπτήρα Bic, αφού κάπνιζε αδιαλείπτως καθώς ένιωθε ενοχές για τον χαμό μου. Τον έβλεπα από τον πίνακα να κλαίει και έρεε η χρωματιστή καρδιά μου. Δεν είναι να απορείς κανείς για την αινιγματική μου έκφραση που τόσο έχει παιδέψει μελετητές και απλούς ανθρώπους, που την νιώθουν ταυτόχρονα δελεαστική και απόμακρη: έχει μέσα της την αγάπη μου προς αυτόν αλλά και την πικρία που με άφησε να φύγω από κοντά του, συν, εξίσου σημαντικό κι αυτό, τη δυσφορία μου από τους πόνους της μέσης κατά τη διάρκεια που με ζωγράφιζε. Πόσο απλούστερη είναι η αλήθεια απ’ όσο υποθέσατε;

Οι ελπίδες μου να μεταβώ επιτέλους στον άλλο κόσμο, χάθηκαν ύστερα από τις αποτυχημένες απόπειρες καταστροφής μου το 1956, μία με οξύ και μία με πέτρα, κι έκτοτε βρίσκομαι πίσω από άθραυστο τζάμι με ελεγχόμενη θερμοκρασία που θα παρατείνει το μαρτύριό μου επ’ αόριστον – η καντεμιά του τσαγκάρη καλά κρατεί.

Αλλά αυτό που μου προξενεί τη μεγαλύτερη εντύπωση, και συγχρόνως αναδεικνύει το άπειρο της ανθρώπινης βλακείας, είναι το γεγονός ότι λαμβάνω λουλούδια και… ερωτικά γράμματα από θαυμαστές μου, γιατί έχω δικό μου γραμματοκιβώτιο στο Λούβρο – μήπως πιστεύουν ότι θα διαβάσω τα ραβασάκια ή θα βάλω τα άνθη τους σε κάνα βάζο με νερό και ασπιρίνη, δηλαδή; Έλεος!

Κι έτσι κάθε μέρα, εκτός από Τρίτες, γίνεται το έλα να δεις στη μοναχική μου αίθουσα, που πλημμυρίζει από τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο, να με κοιτούν με δέος και να με φωτογραφίζουν σαν να είμαι κάτι παραπάνω από ένα απλό πορτραίτο – τουλάχιστον διασκεδάζω την αιωνιότητα με όλη αυτή τη χαζομάρα τους.

Πάντα μπορώ να ελπίζω σε κάποιον που με μισεί τόσο πολύ όσο χρειάζεται για να βρει τρόπο να με καταστρέψει, αλλά εναποθέτω τις ελπίδες μου στην ευρηματικότητα του Λεονάρντο να φτιάξει μια πτητική μηχανή που θα μπορέσει να διαβεί τα σύνορα των κόσμων ώστε να με διασώσει από τα αχόρταγα βλέμματα, και σαν ελεύθερα πνεύματα να ζήσουμε τον έρωτα που δεν απολαύσαμε επαρκώς στο επίγειο πέρασμά μας – η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Ωχ, ανοίγουν οι πόρτες! Μπουκάρουν σαν καταναλωτές σε Black Friday, πατείς με πατώ σε. Μια καταιγίδα από φλας που θα τελειώσει με το κλείσιμο του μουσείου, μόλις ξεκίνησε – και αυτοί οι Ασιάτες δεν τελειώνουν ποτέ ανάθεμά τους!

Τι τραβάμε και μεις οι δημοσιότητες…

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το θεατρικό μονόλογο έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής