Τα παιδιά και το κοχύλι

0
190

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 9f90fef6636c4607a8c67f99ceaae4ce.jpegαπό την Ιωάννα Περλίγκα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κορίτσι

Ήλιος και πέτρες, μονοπάτι στρωτό, κρινάκια της άμμου. Παραλία μικρή, ίδια αγκαλίτσα, όλοι γυμνοί. Φοράω το μαγιό μου, το βλέμμα στραμμένο κάτω, περπατώ από βράχο σε βράχο, αργά και προσεκτικά. Κάποιοι με κοιτάζουν, ίσως – θα το ‘θελα; Ντρέπομαι. Βουτάω στο νερό, μακροβούτι χορταστικό, στροβιλίζομαι. Το νερό βελούδο, τρυπώνει μεσ’ απ’ το μαγιό, δεν μπορώ να του κρυφτώ, όλα επιτρέπονται. Σκαρφαλώνω στο βράχο, οι γάμπες μου γδέρνονται, κι όμως, μ’ αρέσει. Ένας κάβουρας εμφανίζεται, με βλέπει και κρύβεται. Κοιτάζω από μακριά την παραλία, το μπεζ της θαμπώνει τα περιγράμματα κι οι μορφές λιώνουν και χύνονται στη θάλασσα. Λύνω το κορδόνι, ελευθερία.

Ώρα να βγω σιγά σιγά, η ουλή μου σκούρυνε απ’ το κρύο – ας τη δουν, δε με νοιάζει, λέω. Αύριο, ίσως, καταφέρω να με πείσω γι αυτό, ίσως ξεφορτωθώ λίγο ακόμα περιττό.

Το αγόρι

Σκαρφαλώνω αφηρημένα στο μονοπάτι, οι κινήσεις μου αυτόματες, το πάτημά μου σίγουρο. Η παραλία δεύτερο σπίτι μου. Τους χαιρετώ όλους, με ξέρουν – ελάχιστοι με γνωρίζουν πραγματικά. Καλύτερα έτσι, νιώθω ασφαλής. Φοράω μαύρα ρούχα, μαύρα γυαλιά, προστατεύομαι. Ζωγραφίζω πλάσματα με μάτια κενά, στόματα ραμμένα και δάκρυα. Είναι το στυλ μου, λέω, δε μ’ αρέσει το χρώμα, λέω, η προβολή χαράς μου φαίνεται ψεύτικη. Ψηλαφίζω τους βράχους, ψάχνω για ρωγμές κι εκεί μέσα εντοπίζω κρυστάλλους και θαμπώνομαι. Ξεχνιέμαι, τότε, ονειρεύομαι, μαζεύω παλατάκια στο σπίτι και δοκιμάζω να καθρεπτιστώ στα πρίσματά τους. Μόνος μου. Πετάω τα ρούχα μου κάτω, τα κόκαλα στα πλευρά μου πετούν με θράσος προς τα έξω, μαζεύω τους ώμους προς τα μέσα, ψαλιδισμένα φτερά μπερδεμένου πουλιού, καμπουριάζω και ντρέπομαι.

Πίνω τσιγάρο, κοιτάζω μακριά, δραπετεύω γι’ ακόμη μια φορά.

Το κοχύλι

Σπείρα τη σπείρα, μ’ ασβέστη και αμμοκονίαμα χτίζω την πανοπλία μου. Πλάσμα γυμνό, κύτταρο αρχικά μονό, πληθύνομαι και δημιουργώ – ένα σπίτι. Μια φωλιά. Έργο τέχνης, μια σύνθεση. Συνέβη σαν όλα τα φυσικά πράγματα – και βίαια και γαλήνια. Κρύβομαι.

Το αγόρι

Την είδα πρώτη φορά το πρωί στην παραλία. Έχει χάσει το δεξί της στήθος. Την αναγνώρισα – κλειστή και ντροπαλή, αγέρωχο ύφος, άμυνα περηφάνιας. Μετά την έβαλα σε μια παρένθεση, τώρα δημιουργώ – μαζεύω άσπρα βότσαλα και φτιάχνω στην άμμο έναν κύκλο μέσα σ’ έναν άλλο κύκλο και στο μέσον, λέω, θα φτιάξω μια δίνη. Ίσως την ολοκληρώσω αύριο.

Έπειτα κάθομαι κάτω απ’ το αρμυρίκι, παίρνω το κρουστό μου, παίζω μουσική. Βυθίζομαι στην ατμόσφαιρά μου και κλείνω τον κόσμο απέξω.

Το κορίτσι

Χόρτασα -τα χρώματα, τη δύση, το νερό, την ησυχία. Φεύγουν σιγά σιγά οι ημερήσιοι άγνωστοι, λέω να μείνω εδώ, να κοιμηθώ κάτω απ’ τ’ αστέρια απόψε. Δε σκέφτηκα άλλο το στήθος μου – το ασύμμετρο, ακρωτηριασμένο, απόκοσμα τεντωμένο δέρμα με τη ροδαλή ουλή από το ύψος της μασχάλης μέχρι τη μέση αυτής της περίεργης, φουσκωμένης σφαίρας που κάποτε παλλόταν από φλέβες, ιστούς και λίπος και τώρα απόμεινε παραγεμισμένη με –

Όχι, δεν το σκέφτομαι πια. Κυκλοφορώ ελεύθερα και ήσυχα σε όλη την παραλία και η ασφάλεια που νιώθω εδώ με τα γυμνά παιδιά που με κοιτάζουν στα μάτια μου θυμίζει δέρμα σουέτ που στο χάδι το πέλος του αλλάζει φορά.

Ένα αγόρι φτιάχνει μωσαϊκά στην άμμο με λευκά βότσαλα. Έπειτα παίζει μουσική μ’ ένα περίεργο, στρογγυλό όργανο με κοιλότητες που χρησιμεύουν σα νότες. Μου φαίνεται θλιμμένο. Αγκυροβολημένο σ’ έναν αδιαπέραστο, ομιχλώδη βυθό. Αναρωτιέμαι γιατί.

Το κοχύλι

Ξέρεις, απ’ τη στιγμή που θα γεννηθώ, μετρώ τη ζωή μου σε στάδια σα να κρατώ ημερολόγιο. Περνάω φάσεις της ζωής μου σε κάθε μικρό θαλαμίσκο που κατασκευάζω και, μεγαλώνοντας, προσθέτω τον επόμενο, στον οποίο και μετακομίζω, σφραγίζοντας τους προηγούμενους. Ένας σωλήνας διαπερνά κάθετα έναν έναν τους θαλαμίσκους μου που γεμίζει και αδειάζει νερό, όσο χρειάζεται για ν’ ανέβω στην επιφάνεια ή να κατέβω στο φυσικό μου, σκοτεινό βάθος. Εκεί ελπίζω να παραμείνω απαρατήρητο. Πάντα ένα τμήμα μου ζει μέσα στο σωλήνα που διατρέχει όλα τα διαμερίσματα που έχτισα. Όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, σ’ ένα μόνιμο παρόν που με συνδέει κυτταρικά με τους Αμμωνίτες προγόνους μου. Είμαι μόνιμα συνδεδεμένο με κάθε θραύσμα ύπαρξής μου στο χρόνο.

Το αγόρι

Έτυχε και μιλήσαμε σήμερα βγαίνοντας απ’ τη θάλασσα, λίγο πριν οι γάμπες μας εκτεθούν ολοκληρωτικά στον ήλιο, με άπειρες σταγόνες πάνω τους ακόμα να τον αντανακλούν. Έτσι, στα ξαφνικά, μου ‘δειξε προκλητικά την όμορφη ουλή στο στήθος της. Πάσχιζε να ξεγελάσει βίαια την αμηχανία και τη συστολή της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Της είπα για ‘κείνη τη φορά που ξύρισα το κεφάλι μου για να κάνω παρέα σε κάποια που διάβηκε την ίδια διαδρομή. Εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη, στην αρχή, έπειτα όμως βούρκωσε, μου ‘πε πως τη συγκινώ. Σιγά το πράγμα, σκέφτηκα, θα το ξανάκανα ευχαρίστως αν εσύ μου το ζητούσες. Δεν είπα τίποτα.

Μείναμε εκειδά να κοιταζόμαστε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, μέχρι που μούδιασαν τα πόδια μας, περπατήσαμε μαζί ως την άμμο και χωριστήκαμε.

Το κοχύλι

Όσο μεγαλώνω, αντίστοιχα μεγαλώνουν και τα κενά ανάμεσα στα τοιχώματά απ’ το περίβλημά μου κι έτσι τελικά δεν αλλάζει το σχήμα από το οποίο ξεκίνησα.

Αν και αλλάζω, θα μεγαλώνω παραμένοντας ο ίδιος. Εγώ. Γυμνό. Το μαλάκιο.

Το κορίτσι

Δε θυμάμαι καν τι λέγαμε και για πόση ώρα. Μόνο θυμάμαι πώς κουνούσε τα χέρια του κι εγώ σχημάτιζα ακαθόριστα, γεωμετρικά σχήματα στον αέρα με τα δάχτυλά μου. Κάποιος, αργότερα, μου είπε πως μοιάζαμε σα να εκτελούσαμε μια κοινή χορογραφία. Θυμάμαι επίσης πως του έδειξα την ουλή, να, έτσι, με το δάχτυλό μου. Κοίτα!, του ‘πα, το αποτύπωμα μιας διαδρομής, ενός αποχωρισμού, ένα παράσημο των επιλογών που έκανα, οδηγός για όσες πρόκειται να κάνω. Μια ενθύμηση της θνητότητας, της αναπόδραστης ατέλειας. Κι έπειτα καθρεφτίστηκα στα μάτια του κι είδα επιτέλους τον εαυτό μου με συμπόνοια.

Νιώθω πως θέλω κάπως να τον ευχαριστήσω.

Το απόγευμα πήγα κοντά του,  άνοιξα μια πόρτα με ήδη ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες μέσα του κι άφησα το κεχριμπαρένιο φως της δύσης να μπει: Διαπερνώ  το μαύρο των ρούχων σου, το θαμπό κουκούλι των ουσιών που χρησιμοποιείς για να κρύβεσαι. Σε βλέπω, σου λέω, καθρεφτίσου, δες κι εσύ τη λάμψη σου στα μάτια μου.

Με κοιτούσε έκπληκτος – σαν η φωνή μου να ήταν ένα κέντρισμα, μια παλίρροια πείνας που πλημμύριζε κάθε ακατέργαστο, κενό πόρο του. Έπειτα πήρε το κανό κι ανοίχτηκε για ώρα μόνος του στη θάλασσα.

Το κοχύλι

Χθες κρύφτηκα πίσω από ένα βράχο στο βυθό. Το αγόρι βουτούσε ξανά και ξανά ψάχνοντας για πέτρες και κοχύλια, σαν εμένα. Γιατί μας αναζητούν για το  περίβλημά μας;– ποτέ μου δεν κατάλαβα.

Απλά ήμουν, κι όντας, με δημιούργησα. Αρμενιστής στη σπειροειδή τροχιά του χρόνου. Εγώ. Σκληρό. Ιριδίζον. Αρμονικό. Το σκάφαντρο.

Το αγόρι

Βρήκα ένα Ναυτίλο σήμερα στο βυθό, τον μάζεψα για ‘κείνη. Είναι πανέμορφος, μπεζ με μελί χρωματισμούς. Στο κέντρο του κελύφους του, εξωτερικά, μια σταγόνα φίλντισι. Γύρω της ιριδίζον ανθρακί που διαλύεται μέσα σε σκούρες, καφετιές σκιάσεις, ίδιες με τις απολήξεις καπνού πάνω από παλλόμενη φλόγα. Τον έκοψα εγκάρσια κι αφαίρεσα το πλάσμα από μέσα του. Ήταν ήδη νεκρό.  Έμεινα για ώρα να θαυμάζω τη σπείρα στο εσωτερικό του. Κάπου είχα διαβάσει πως οι αναλογίες της σπείρας είναι βασισμένες στην ίδια ακολουθία που απαντάται στα φυτά, τους κυκλώνες, τους σπειροειδείς γαλαξίες, στους έλικες του dna μας. Θα της τον δώσω απόψε, νιώθω νευρικός που είμαι χαρούμενος. Ξεκινώ να φτιάχνω τη δίνη με τα λευκά βότσαλα, μα κάτι δε μ’ αρέσει κι όλο σταματώ, μαζεύω τις πέτρες στη χούφτα μου και ξεκινώ απ’ την αρχή.

Μου μίλησε σα να με ξέρει. Είμαι λοιπόν αμετάκλητα γυμνός απέναντί της. Ανακουφιστική εκπνοή μετά από κράτημα ανάσας μπουκωμένο πια, ξεχασμένο από χρόνια.

Το κορίτσι

Τον βοήθησα να ολοκληρώσει το μωσαϊκό που είχε ξεκινήσει στην άμμο. Μου ‘πε πως ήθελε να φτιάξει μια δίνη, του αντιπρότεινα ένα σύμβολο οικειότητας. Το στήσαμε παρέα με λευκά βότσαλα, έτσι, είπαμε, θα εκπέμπει το σήμα μας κατευθείαν προς το πριν, πριν, πριν απ’ όλα αυτά, ως τη χρυσή εποχή της παιδικής μας ηλικίας. Έπειτα ξαπλώσαμε πλάι πλάι στην άμμο και κοιτούσαμε παρέα το γαλακτώδες νεφέλωμα του γαλαξία. Δεν είχε φεγγάρι και τ’ άστρα φωσφόριζαν. Ήταν αμήχανα στην αρχή, ήμαστε κι οι δυο άκαμπτοι κι ακίνητοι σα μούμιες. Ύστερα όμως ξεχαστήκαμε, ρευστοποιηθήκαμε στο χώρο ανάμεσά μας και μιλήσαμε για το χρόνο και τη σπειροειδή τροχιά του. Μου χάρισε ένα πανέμορφο κοχύλι μ’ ελικοειδές εσωτερικό. Του χάρισα το πρώτο μας φιλί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ιωάννα Περλίγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής