Ένας κάποιος αγώνας

0
170

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι par411547-overlay.jpgαπό τη Nasva

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εντάξει λοιπόν, θα σου πω. Στην αρχή το πήρα καλά. Γελούσα, μίλαγα για άλλα πράγματα, δεν είχα πρόβλημα να το λέω με τ’ όνομά του, είχα πάρει τα γάντια του ρινγκ κι είχα ανέβει έτοιμη να κερδίσω. Να εξοντώσω τον αντίπαλο. Είχα δώσει τόσες και τόσες μάχες σ’ αυτή θα κόλλαγα;

Οι προοπτικές ήταν πολύ καλές. Έτσι μου είπαν. Κάπου θολά είχα ακούσει και για κάποιο περιθώριο χρόνου, αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Έκανα αστειάκια μαζί τους, λέγαμε και ανέκδοτα για ευθανασίες και άλλα τέτοια. Έτσι κάπως έμαθα ότι στην Ελβετία μπορείς να έχεις μια πολύ καλή ευθανασία μόνο με 10.000 ευρώ.

Την ημέρα που έμπαινα στο κάτασπρο δωμάτιο με τα τεράστια φώτα ήμουν σίγουρη. Στατιστικά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να είναι τόσο άσχημα τα νέα. Μόνο που στη ζωή η στατιστική δεν έχει καμία σημασία.  Δεν γίνεται ας πούμε να σταματήσουν να σκοτώνονται παιδιά στη Γάζα επειδή σκοτώθηκαν πάρα πολλά. Δεν υπάρχει περίπτωση στην Αφρική και σε όλο τον πλανήτη να μην συνεχίσουν να πεθαίνουν τα παιδιά από πείνα και δίψα. Στατιστικά τα νούμερα δείχνουν ότι υπάρχει ένας κορεσμός από παιδικούς θανάτους, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το ίδιο ισχύει και για τους βιασμούς, για τα εγκλήματα, για τις εξαρτήσεις, για τους πολέμους.

Όχι, αλήθεια, για πες μου. Έχεις δει να σταματάνε οι πόλεμοι επειδή έχουν γίνει πολλοί; Από την αρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας, κάθε είδους πόλεμοι. Κι έχουν σκοτωθεί εκατομμύρια άνθρωποι σ’ αυτούς. Και το ξέρουμε. Σταματάμε όμως να πολεμάμε; Όχι βέβαια. Είναι λένε στη φύση του ανθρώπου. Όμως η δική μου φύση δεν το έχει αυτό μέσα της. Δεν μπορώ ούτε να διανοηθώ ότι ένας άνθρωπος έχει την ικανότητα να σκοτώσει έναν άλλον άνθρωπο. Κι όμως γίνεται.

Άρχισα λοιπόν να αναρωτιέμαι αν τελικά είμαστε πολλών ειδών άνθρωποι. Με δύο βασικές κατηγορίες μεταξύ τους. Αυτοί που τον έχουν τον πόλεμο στη φύση τους κι αυτοί που δεν τον έχουν. Αν πίστευα θα έλεγα ότι μοιραζόμαστε σε αγγέλους και διαβόλους. Υπάρχουν όμως και τα ξωτικά και οι νεράιδες. Και τα φαντάσματα. Αυτά τα όντα άραγε που να ανήκουν; Αν υπάρχουν.

Ξέφυγα όμως. Άλλα θέλεις να μάθεις εσύ. Θυμάμαι λοιπόν ότι την ημέρα που μου είπες «Ρε συ, σε θαυμάζω», μιλάγαμε στο τηλέφωνο. Δυο ώρες πριν περπατούσα γύρω – γύρω στο σπίτι και κρατιόμουνα με το ζόρι να μην αρχίσω να ουρλιάζω. Και μετά μου είπες αυτό. Ότι με θαυμάζεις. Από τον ήχο της φωνής μου. «Μια χαρά ακούγεσαι», μου είπες. «Μπράβο».

«Μα, είμαι μια χαρά», σου απάντησα. Είχα αποφασίσει να μην πέσω στη λύπηση του εαυτού μου, αλλά και κανενός αλλουνού.  Και όχι δεν με λυπόμουνα. Ποτέ δεν με λυπήθηκα, ό,τι και να είχε συμβεί στη ζωή μου. Εκεί στην αρχή λοιπόν, έκανα κι εγώ τα στατιστικά μου. Ποιο είναι το προσδόκιμο της ζωής του σημερινού ανθρώπου; Και πόσο όριο μου έβαλαν; Βάλτα κάτω, μια χαρά είμαι. Έτσι σου είπα.

Συνέχισα την ζωή μου όπως την είχα φτιάξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μόνο που ξέρεις, έφτανα στην μεγάλη πόρτα με τις άκρες των χειλιών μου λυγισμένες προς τα κάτω, αλλά όταν την προσπερνούσα κι έμπαινα στο πολύβουο περιβάλλον, τις ανασήκωνα. Τις άκρες των χειλιών μου.  Δεν τις έβλεπαν, λόγω της μάσκας, αλλά μπορούσαν να διακρίνουν το χαμόγελο στα μάτια μου. Και τα αστειάκια έβγαιναν αβίαστα από το στόμα μου.

Σιγά – σιγά έγινα αγαπητή, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, σε εκείνο το ξερό περιβάλλον που μυρίζει αρρώστια και θανατίλα, αλλά και ελπίδα και χαρά. Αυτά δεν μπορούσα να τα παραβλέψω. Τη χαρά και την ελπίδα. Μου άρεσε που στο ασανσέρ συναντούσα γνωστά πρόσωπα «καλημέρα σας», «καλημέρα σας».  Έγινε το δεύτερο σπίτι μου. Αυτό με βοήθησε. Ξεκινούσα το πρωί και σκεφτόμουνα. «Η Χριστίνα θα είναι εκεί. Και η Άννα». Μια άλλη καινούργια παρέα. Κι εκείνη η κυρία που μετά από δύο χρόνια ξανάρχισε να πηγαινοέρχεται μαζί μας ξαφνιασμένη. «Μα πώς;», αναρωτιόταν. «Γίνεται κι αυτό συχνά», της απαντούσα.

Ήθελα να της πω ότι είναι ένας πολύ σκληρός και δυνατός αντίπαλος. Ήθελα να της πω ότι δεν πειράζει αν κλάψει, δεν πειράζει αν κακιώσει, δεν πειράζει αν πάθει και υστερία. Αρκεί μετά να γελάσει. Να βρει την δύναμη να γελάσει. Αν μπορέσει, γιατί δεν μπορούμε όλοι.

Θες να μάθεις λοιπόν πώς τα καταφέρνω; Δεν είναι εύκολο. Αφήνω πίσω την παρουσία του τις μέρες που νομίζω ότι δεν παλεύουμε και χαίρομαι με ό,τι μπορώ. Μόνο που τρώω πολύ όλο αυτό το διάστημα. Πήρα εφτά κιλά μέσα σε λίγους μήνες. Από την πρώτη μέρα που μου το είπαν, άρχισα να τρώω ακατάπαυστα. Μέχρι σήμερα.

Στην αρχή μου είπαν ότι αυτό είναι καλό. Πρέπει να είμαι γερή, μου είπαν. Τώρα μου λένε ότι καιρός είναι να χάσω κανένα κιλό. Δεν βγάζεις άκρη με δαύτους. Εγώ συνεχίζω να τρώω και να σου πω, δεν με νοιάζει κι όλας αν φούσκωσε ο κώλος μου ή αν πρήστηκε η κοιλιά μου. Όχι, δεν με νοιάζει καθόλου. Έχω όμως στρώσει μια πολύ ωραία επιδερμίδα στο πρόσωπο.  Άλλο ένα πράγμα που κάνει πολλούς να αναρωτηθούν αν τελικά περνάω ζόρια με αυτή την ιστορία ή όχι. «Μια χαρά φαίνεσαι βρε συ. Μαγουλάκια κόκκινα και αφράτα».

«Αν είναι να πάω, καλιά μου ας πάω φαγωμένη», σκέφτομαι κάθε φορά που καταβροχθίζω ό,τι βρω μπροστά μου. Άλλωστε ουδέποτε υπήρξα από εκείνες τις γυναίκες που τρώνε σαν σπίνοι και λιμοκτονούν για να έχουν σώμα συλφίδας. Είναι και η βασική μου αντίδραση στο άγχος και στην στενοχώρια.

Πολλές φορές να ξέρεις τα βράδια ξυπνάω ιδρωμένη και ταραγμένη. Καταπίνω άλλο μισό Xanax και περιμένω με μάτια ανοιχτά να με πάρει ο ύπνος. Και τρώω. Μέσα στο βράδυ τρώω. Έχω φτιάξει μια ωραία, προς το παρόν, πανοπλία γύρω μου. Αν συνεχίσω όμως έτσι, μάλλον θα γίνει αντιαισθητική.

Κι άλλες τόσες φορές χάνω τα λόγια μου, ξεχνάω λέξεις, ξεχνάω τι έχω κάνει ή τι πρέπει να κάνω. Να, χτες ας πούμε, τακτοποίησα το ασύρματο σταθερό στο συρτάρι του γραφείου μου και μετά το ξέχασα.  Όλο το απόγευμα το έψαχνα, είχα κάνει και εκτροπή στο κινητό για να μην με ξυπνήσει κανείς το μεσημέρι, δεν μπορούσα να το καλέσω για να το βρω. Πάνω εκεί, που ήμουνα πια σίγουρη ότι η άνοια έχει χτυπήσει ανελέητα τον εγκέφαλό μου, άνοιξα το συρτάρι για να βρω μπαταρίες. Και τσουπ να και το ασύρματο σταθερό. Δεν την θυμήθηκα την κίνηση της τακτοποίησης, επομένως μπορεί, ναι μπορεί να έχει ξεκινήσει και ένα είδος άνοιας.

Ούτε κι εγώ ξέρω λοιπόν πώς τα καταφέρνω. Παραπαίω ανάμεσα σε πολλά και αλλοπρόσαλλα συναισθήματα, αλλά πάντα, πάντα όταν μιλάω με άλλους ανθρώπους είμαι χαμογελαστή.

Αυτό που με έχει βοηθήσει πολύ όλο αυτό το διάστημα, είναι ότι ανακάλυψα την μεγαλοπρέπεια της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Γιατί υπάρχει, να ξέρεις. Είναι αυτοί οι άνθρωποι, που αν πίστευα όπως έλεγα πριν, ανήκουν στην κατηγορία των αγγέλων. Φτεροκοπούσαν δίπλα μου χρόνια ολόκληρα και εγώ μόλις αυτόν τον καιρό ανακάλυψα την μεγάλη τους καρδιά. Και την απλόχερη συμπαράστασή τους. Και ξέρεις, αυτό μου έχει δώσει και ελπίδα για τον κόσμο.

Είναι κι άλλα πολύ ωραία πράγματα που μου συνέβησαν όλο αυτό το διάστημα. Η συνέχιση της ζωής, πολύ βασικό και υπέροχο γεγονός. Και άλλα υπέροχα πράγματα που σαν από μηχανής θεοί έρχονται και κατακλύζουν την ζωή μου και μου δίνουν χαρά.  Είναι σαν να μου κλείνει το μάτι κάποιος και να μου λέει: «Έι, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Χαμογέλα».

Λίγα μπάνια στη θάλασσα, βόλτες σε πολύβουους δρόμους, αναμονή της βροχής, ένα ανέκδοτο, μια ωραία ταινία.

Και ανάμεσα σε όλα αυτά μια ταραχή για τον αγώνα. Αλλά που ούτε μια φορά δεν σκέφτηκα να την μοιραστώ, παρά μόνο κάποιες ελάχιστες στιγμές με πολύ λίγους ανθρώπους.

Μη με ρωτάς πώς τα καταφέρνω. Να ξέρεις μόνο ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να προσπερνάς τον θάνατο των υγιών κυττάρων σου. Να γεμίζεις από χημεία και μετά να παίρνεις άλλη χημεία για να ισιώσεις τις καταστροφές της πρώτης.

Αν θέλεις όμως, πέρασε μια βόλτα από αυτά τα μεγάλα κτήρια, τα άσπρα που μυρίζουν αρρώστια και θάνατο, αλλά και ελπίδα και χαρά, και ρίξε μια ματιά γύρω σου. Θα δεις τόσα νέα παιδιά που αγωνίζονται στο ίδιο ρινγκ με μένα. Τόσους ανθρώπους. Και είναι πολλοί που δεν τα καταφέρνουν. Άλλοι ναι. Είναι ένα τεράστιο μάθημα ζωής.

Είμαστε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων. Κολυμπάμε μέσα σε μια θάλασσα και δεν ξέρουμε πού ακριβώς, σε ποια ακτή θα μας ξεβράσει το κύμα της. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε κι αλλιώς, παρά μόνο να κολυμπάμε.

Κι αν καμιά φορά λιγοψυχάμε, ε, δεν είναι και τόσο ευχάριστος ένας ανταριασμένος ωκεανός.  Να το σκέφτεσαι αυτό όταν κάπου – κάπου με βλέπεις κατσουφιασμένη. Να ξέρεις όμως ότι οι περισσότεροι είμαστε δυνατοί και πολύ καλοί κολυμβητές. Και πάντα, μα πάντα βλέπουμε μακριά ένα πολύ δυνατό και ωραίο φως να μας καλεί. Μια υπέροχη παραλία να μας περιμένει.

Ίσως τώρα να κατάλαβες. Ίσως και όχι. Δεν πειράζει. Γενικά κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς τι περνάει ο άλλος. Είναι πολύ δύσκολο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

το κείμενο έγραψε η Nasva, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Φωτογραφία: Olivia Arthur A saudi woman lazes at home. Jeddah, Saudi Arabia. 2009. © Olivia Arthur | Magnum Photos