από τον Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Είχε ήδη βραδιάσει όταν το αυτοκίνητο πάρκαρε στην άκρη του δρόμου. Η πόλη ήταν σκεπασμένη από παχιά ομίχλη και το σκοτάδι φάνταζε πνιγερό. Τίποτα δεν συγκρίνεται με το σκοτάδι. Δεν υπάρχει πρόσωπο, ούτε λόγια, μόνο λήθη και δέρμα, κάτι οικείο κι απαλό, ένας ωκεανός για να βυθιστείς. Αλλά όταν έστριψα και την κοίταξα κατάλαβα τι είχα δίπλα μου: ένα νεκρό σώμα π’ αγαπούσα. Άνοιξα ελάχιστα το παράθυρο – ίσα π’ ανέπνευσα. Το έκλεισα πάλι κι άναψα το φως ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου.
Τα μάτια της κοίταζαν ευθεία θλιμμένα, νεκρά. Το δέρμα στον λαιμό της χρύσιζε. Στην κοιλιά και κάτω από τα στήθη η μπλούζα ήταν λερωμένη με παράλληλες γραμμές ιδρώτα. Τα χέρια της κρέμονταν σαν σπασμένα κλαράκια και τα πόδια της, ολόισια, δήλωναν απόλυτη υποταγή στο τέλος της. Το φεγγάρι τη φώτιζε και περπατούσε στο μέτωπό της. Πήρα από την ποτηροθήκη τη χαρτοπετσέτα με την οποία είχα σκουπίσει τους αφρούς από το στόμα της και την έκανα μπαλάκι.
Δεν γινόταν να σταματήσω να την κοιτάζω. Είναι στιγμές, σκέφτηκα, που μόνο με θάνατο εκφράζεται η αγάπη. Ήμουν πια βέβαιη πως έτσι ήταν. Πώς θα γινόταν, άλλωστε, ν’ αποδείξω τον πόνο μου; Πώς θα εξέφραζα την ταπείνωση π’ ένιωσα όταν την είδα σε αλληνής αγκαλιά; Έπρεπε να πεθάνει. Και το ήξερε πως έπρεπε να πεθάνει. Έπρεπε να πιει εκείνο το τελευταίο ποτήρι. Να το πιει και κουβαριασμένη να πέσει στην αγκαλιά μου σαν νεκρή βλάστηση.
Προσπάθησα να επανέλθω γρήγορα κι έβαλα μπρος τ’ αυτοκίνητο. Οδηγούσα στο κέντρο της πόλης, με τα καλοριφέρ στο φουλ να διατηρούν το σώμα της καυτό. Το υγρό δηλητήριο είχε εκτοξεύσει τη λίμπιντό της. Ο ιδρώτας κάλυπτε το κενό δέρμα σαν νεκρή λάβα. Η πόλη τυφλή, άδεια, έκανε τη βόλτα μας αθόρυβη. Τα κόκκινα φανάρια ήταν οι τελευταίες κοινές ανάσες μας. Δεν ήξερα πού να την πάω και τι άλλο να κάνω για να παρατείνω τον χρόνο. Πήγαινα αργά και σκεφτόμουν, όταν φρέναρα ενστικτωδώς κάτω από το δημαρχείο της πόλης.
Το κτίριο ήταν πολύ ψηλό και πάρκαρα παράνομα έξω από την κύρια είσοδο. Δεν φυλασσόταν και τ’ άπειρα φώτα του έδειχναν αφοπλισμένα μες στην καταχνιά. Όταν βγήκα από τ’ αυτοκίνητο άκουσα έναν θόρυβο από κάπου μακριά, κάτι σαν χαλασμένη τροχαλία. Έφερα τη ματιά μου τριγύρω κ’ έψαξα για ερωτευμένα ζευγάρια, ημίτρελους περαστικούς, μεθυσμένους άστεγους. Τα πάντα εν υπνώσει. Πήγα από τη μεριά του συνοδηγού, άνοιξα την πόρτα, προσπάθησα αφόρητα να τη σηκώσω για να τη βγάλω έξω – ήταν αρκετά βαρύτερη και ψηλότερή μου.
(Ό,τι σπαράζεις σε σπαράζει, το θύμα σου είναι κι ο τύραννός σου. Σωρός οι πεθαμένες μέρες, τσαλακωμένες εφημερίδες, νύχτες ξεφλουδισμένες και χαράματα. Είναι μια έρημος που γράφει κύκλο ο κόσμος, ο ουρανός κλειστός κ’ η κόλαση είναι άδεια.) *
Απόθεσα το σώμα της μπροστά στην πόρτα του δημαρχείου κ’ ύστερα το κουλούριασα στο δικό μου. Καθόμασταν χάμω κ’ ίσα που φέγγαμε σαν τσαλαπατημένες πυγολαμπίδες. Ο ιδρώτας στο σώμα της είχε πια στεγνώσει˙ το ’νιωθα πλέον να ’χει ξυλιάσει. Το αγκάλιασα τότε σφιχτότερα και κόλλησα το πρόσωπό μου στο δικό της. Έκλεισα τα μάτια μου˙ τα δικά της ανοιχτά, εξερευνητές της νύχτας, σβόλοι ακατάλυτοι. Μονάχα το φως του ήλιου ήταν εκείνο που με ξαγρύπνησε κ’ είδα δεκάδες άτομα τριγύρω μας, τρομαγμένα ή όχι, να μας κοιτάζουν και να φωνάζουν.
Τότε ήταν π’ επιτέλους χαμογέλασα, τρίφτηκα με τη μύτη μου στα μαλλιά της, στο άρωμά της που παρέμενε διαρκές. Κ’ έπειτα αργά, όλο και πιο αργά, πέθανα μαζί της μακάρια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Αχιλλέας Τζορμακλιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
*από τη συλλογή Η Πέτρα του Ήλιου, Οκτάβιο Παζ
Η φωτογραφία είναι της Olivia Arthur, The Kiss, 2010