Αχ, αυτή η κόρη μου

0
116

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Sandro_Botticelli_-_La_nascita_di_Venere_-_Google_Art_Project_-_edited.jpgαπό την Ανθή Ανδρεοπούλου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πώς με νευριάζει αυτό το κορίτσι! Πάντα πρέπει να γίνεται το δικό της. Και να τους καταπιέζει όλους! Εμένα μ’ έχει ξεφτιλίσει. Στο τέλος η γυναίκα μου εμένα θα σκοτώσει κι όχι τις ερωμένες μου. Καλά, δε πεθαίνω εγώ, αλλά λέμε τώρα… Αν δε φοβόμουνα… Τι; Κι εγώ φοβάμαι, τι θαρρείς; Αν δε φοβόμουνα θα της έριχνα κάνα κεραυνό να τελειώνουμε.

Κι ούτε που ξέρω αν είναι κόρη μου. Γιατί όλοι λένε πως γεννήθηκε απ’ τους όρχεις τού πατέρα μου, ε; Αυτό κι αν είναι… Δηλαδή, μπορεί να ’ναι κι εγγονή μου, αυτή η εκνευριστικά όμορφη γυναίκα.

Την κάλεσα, λοιπόν, που λες, μια μέρα και της έβαλα τις φωνές. Είχε έρθει η ώρα να πληρώσει για όσα κάνει, που μας συγκλονίζει το σώμα  και κυριαρχεί στο πνεύμα μας, αιώνες τώρα. Δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να ερωτευτεί κι αυτή έναν θνητό. Τον είχα βρει. Από βασιλικό σόι. Έκανε τότε τον βοσκό, καλό να ’χεις κι ένα επάγγελμα, μα σε λίγο μπορεί να γινόταν βασιλιάς της Τροίας. Της κόρης μου της στραβοφάνηκε η ιδέα, αλλά όταν της είπα ότι ο Αγχίσης είναι πανέμορφος, έκανε πως υποχωρεί.

Έφυγε, λοιπόν, να πάει στην Πάφο, ξέρεις, εκεί που τα κορίτσια της την πλένουν, την ντύνουν και τη στολίζουν. Με τις ώρες αυτή η δουλειά. Να, τα μπάνια, να, τα μασάζ, να, τα αρώματα… Και μετά τα φουστάνια, «Όχι, αυτό δε μ’ αρέσει, για κοίτα το κόκκινο καλύτερα…» Κι ύστερα τα κοσμήματα… «Λέω να βάλω μόνο χρυσό, όχι ασήμι ή πετράδια… Θα ’ναι πιο εντυπωσιακό…»Την παρακολούθησα στενά όμως. Μην τύχει και μου είπε το ναι για να γλυτώσει και στο τέλος δεν πάει στον Αγχίση.

Τέλος πάντων… Και να σου πω, σ’ αυτή τη χώρα που ήρθαμε, μας έχουνε φερθεί πολύ καλά, δε λέω, μας λατρεύουνε. Πριν από μας ήταν όλοι τους σκορπισμένοι. Τώρα συγκεντρωθήκανε. Ε, ναι, κι εμείς είμαστε πιο συγκεντρωμένοι. Μπορούμε να δουλέψουμε στο βουνό με την ησυχία μας. Όχι όλοι βέβαια… τέλος πάντων, έχουμε κι εμείς τα δικά μας. Λίγο ως πολύ τα ξέρεις. Εκείνος ο πολυτάλαντος, ο τυφλός από τη Νιο δεν άφησε και τίποτα. Όλα μας τ’ άπλυτα τα ’βγαλε στη φόρα.

Κάποια στιγμή η κόρη μου ξεκόλλησε απ’ την Πάφο. Πω, ρε, τι όμορφη που ήτανε! Αν δεν ήτανε κόρη μου… Μπρρρ… τι με βάζει και λέω; Κι άκου τώρα να δεις. Αποφάσισε, λέει, να πάει στις κορφές της Ίδης περπατώντας. Αλλά εγώ ξέρω γιατί. Θέλει να τη βλέπουνε και να τη θαυμάζουν όλοι. Γι’ αυτό το κάνει. Όλη τη Μικρά Ασία θα διανύσει.

Μια μανία που έχει να επιδεικνύεται… Την πλήρωσε όμως. Ρεζίλι έγινε. Θυμάσαι εκείνη την ιστορία με τον Άρη; Και της το ’χα πει. Ο Άρης δεν είναι για σένα, θα σε βάλει σε μπελάδες. Δεν μ’ άκουσε. Μια δυο τρεις, κάποια στιγμή ο Ήφαιστος το ’μαθε. Έφτιαξε, να δεις, ο πολυτεχνίτης, ο κουτσός ο νάνος εκείνο το αόρατο δίχτυ και τους παγίδεψε στο κρεβάτι. Στο συζυγικό κρεβάτι οι αθεόφοβοι. Τι γέλια που κάναμε εκείνη τη μέρα. Έξαλλος κι απαρηγόρητος ο σύζυγος μας φώναξε απ’ τον Όλυμπο να δούμε το θέαμα. Μόλις είχα κάτσει να φάμε. Οι γυναίκες αποσύρθηκαν, δεν ήρθανε να δούνε. Ντράπηκαν. Τέτοια αίσχη!

Στην ιστορία μας τώρα… Αφού ζάλισε το σύμπαν η κόρη μου στο δρόμο της, έφτασε στο δάσος της Λυδίας. Είδα ξαφνικά τους μαύρους λύκους να ημερεύουνε στο διάβα της και να σμίγουν με τα ταίρια τους. Ούτε εγώ δεν το πίστευα. Αυτά κάνει η παντοδύναμη. Κι άλλα κι άλλα αγρίμια πιο πέρα, λιοντάρια κι αγριόγατες, ελάφια και ζαρκάδια, αρκούδες κι αλεπούδες είδαν κι ένοιωσαν την εξαίσια δύναμη της ομορφιάς της να περπατάει δίπλα τους. Κι όλα ένα γύρω της άφηναν ό,τι κι αν έκαναν κι ενώνονταν σε έρωτα με τους συντρόφους τους. Το πανδαισία! Χαλάλι, χαλάλι της για όλα τα βάσανα που μας φέρνει. Τι να πω πια; Εμένα πάντως,  ρώτα με για τι καμαρώνω πιο πολύ. Για τον κεραυνό που κέρδισα ή γι’ αυτήν; Θα σου πω εγώ. Για την κόρη μου καμαρώνω.

Έφτασε, που λες, κάποια στιγμή στο μαντρί του Αγχίση. Είχε τελειώσει με τα πρόβατα αυτός κι είχε κάτσει στο καλύβι κι έπαιζε τη λύρα του. Εκείνη παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του και του ’πε πως ήτανε πριγκίπισσα της Φρυγίας. Ο κακομοίρης μόνο που δε στραβώθηκε. Κι αυτή εκεί, συνέχισε να τον βασανίζει. Άρχισε να του λέει κάτι, πως πρέπει να μιλήσει με τη μαμά της για την προίκα που θα του δώσουν, τι δώρα θα πάρουν στους κουμπάρους και τέτοιες γυναικείες βλακείες. Τα ’κανε όλα αυτά η πλανεύτρα για χασομέρι… για να του ανάψει ακόμα πιο πολύ τον πόθο… Κι όταν ο καημένος κόντευε να αποκάμει, τότε μόνο πια εκείνη ξάπλωσε κοντά του.

Το ξημέρωμα βρήκε τον έρημο μόνο του να κοιμάται στο κρεβάτι. Όταν ξύπνησε την είδε να ίπταται όρθια από πάνω του σ’ όλη τη θεϊκή της μεγαλοπρέπεια. Κοντέψαμε να τον χάσουμε τον άνθρωπο. Ανελέητη. Του ’πε πως θα του γεννήσει ένα αγόρι, που θα του το δώσει να το μεγαλώσει αυτός. Θα πρέπει να το ονομάσει Αινεία. Κι αυτός ο Αινείας, μετά τον μεγάλο πόλεμο της Τροίας, θα ταξιδέψει πολύ και θα φτιάξει ένα καινούργιο έθνος μακριά από δω. Εκεί θα μας λατρεύουνε όλους μας πιο πολύ και για πολλούς ακόμα αιώνες. Βλέπεις, κάνει και δημόσιες σχέσεις το κορίτσι μου.

Όμως, του είπε, τσιμουδιά μη βγάλει για το σμίξιμό τους. Ε, τώρα, άλλο και τούτο. Αν είναι δυνατόν! Να έχεις κοιμηθεί με την κόρη μου και να μην μπορείς να το πεις σε κανένα; Δεν είναι φυσικό. Κι έτσι ο δύστυχος δε γλύτωσε. Ένα βράδυ πάνω στο μεθύσι του καυχήθηκε ότι κοιμήθηκε με τη θεά Αφροδίτη. Τυφλώθηκε.

Εγώ αυτό το βρίσκω άδικο. Απ’ τη μεριά του άντρα είχε κάθε δικαίωμα να το πει. Αλλά η γυναίκα πρόσταξε αλλιώς. Γι’ αυτό και τελικά τα ψωμιά μας δεν ήτανε πολλά. Μερικούς αιώνες ακόμα σε κείνους τους Λατίνους και τελειώσαμε, ξοφλήσαμε.

Η κόρη μου όμως εξακολουθεί να είναι παντοδύναμη. Όποιους και όσους θεούς κι αν έχει δίπλα της. Εις τους αιώνας των αιώνων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τον μονόλογο έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής