Οι αλεπούδες κουβαλούν ψυχές

0
203

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι london_fox_in_snow.jpgαπό τη Βασιλική

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ρέι στράγγιξε τα τελευταία ποτήρια, πέρασε με το πανί την μπάρα για μία τελευταία φορά κι έσβησε τα φώτα από τον κεντρικό πίνακα. Βγήκε από την μπροστινή πόρτα της παμπ, αν και δεν το συνήθιζε, και διπλοκλείδωσε. Αύριο θα παρέμενε κλειστή. Ο Νόα, το αφεντικό του, είχε αποφασίσει να δώσει στο προσωπικό μια μέρα ρεπό για να ξεκουραστεί μετά από μια μακρά και εξαντλητική εορταστική περίοδο όπου χρειάστηκε να δουλέψουν όλοι διπλοβάρδιες. Τα συνήθιζε αυτά ο Νόα. Ήταν καλός.

Ο αέρας ήταν τσουχτερός όταν ξεκίνησε να κατευθύνεται προς το διαμέρισμά του στο τέλος του δρόμου, ευχαριστώντας την τύχη του που είχε βρει δωμάτιο τόσο κοντά στη δουλειά. Οι συγκάτοικοι δεν τον ενοχλούσαν πολύ. Αραιά και πού έπινε καμία μπίρα μαζί τους στην κουζίνα, αλλά κατά βάση προτιμούσε να περνά τον χρόνο του μέσα στο δωμάτιό του. Αραιό χιόνι έπεφτε διστακτικά και δεν κυκλοφορούσε ψυχή στον δρόμο. Στις ειδήσεις είχαν πει ότι έρχεται χιονοθύελλα. Στο σαλόνι τα φώτα ήταν σβηστά. Ξεκλείδωσε την πόρτα ανακουφισμένος. Το ρεπό μου ξεκινά από σήμερα.

Πέταξε άγαρμπα τα παπούτσια του στην είσοδο, πήρε μια μπίρα από το ψυγείο και στρώθηκε στο κρεβάτι του. Είχε περάσει ήδη μία ώρα όταν ήχησε το μήνυμα στο κινητό του. Ήταν ο Νόα.

«Ρέι, χτύπησε πάλι ο συναγερμός. Εκείνη η κωλο-αλεπού θα είναι για άλλη μια φορά. Πήγαινε σε παρακαλώ να τον απενεργοποιήσεις. Ευχαριστώ.»

Ούτε «αν μπορείς», ούτε «Γεια σου, Ρέι. Ελπίζω να μην ενοχλώ». Απλώς «πήγαινε σε παρακαλώ». Αλλά ο Νόα ήταν καλός και τον εμπιστευόταν. Πρόσφατα του είχε δώσει και τα κλειδιά για να κλείνει εκείνος τη νύχτα όπως έκανε και απόψε. Εξάλλου, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Την τελευταία φορά που οι αλεπούδες της γειτονιάς τριγυρνούσαν στην πίσω αυλή και ενεργοποίησαν τον συναγερμό είχε έρθει η αστυνομία κι είχε σηκωθεί η γειτονιά στο πόδι. Άσε που εκείνος έμενε και δίπλα.

Έφτασε με αργόσυρτο βηματισμό στην παμπ. Είχε αρχίσει να χιονίζει κανονικά. Σε δέκα λεπτά θα βρισκόταν πίσω στη ζεστασιά του κρεβατιού του και στη θαλπωρή της παγωμένης του μπίρας. Ξεκλείδωσε εκνευρισμένα την πόρτα της πίσω αυλής και μπήκε μέσα. Τα βήματά του έτριξαν πάνω στο χιόνι που μόλις είχε αρχίσει να κάθεται στο υγρό χώμα και τις κορυφές των κάδων σκουπιδιών. Εξέτασε με μια ματιά τον χώρο γύρω του για σημάδια παραβίασης, αλλά δεν είδε τίποτα. Ο συναγερμός βούιζε εκκωφαντικά, ωστόσο δεν υπήρχε κίνηση στα γύρω κτίρια που να έδινε την εντύπωση ότι ο θόρυβος είχε αρχίσει να ενοχλεί τους γείτονες. Πληκτρολόγησε τον κωδικό βιαστικά, ο ήχος σταμάτησε και τότε του τράβηξε την προσοχή ένα αμυδρό φως που ερχόταν πέρα από το μπαρ. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που ο Νόα αρνούνταν να μαζέψει γιατί του άρεσε η «ατμοσφαιρικότητα» που προσέφεραν στον χώρο. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.

Καθόταν σε ένα από τα κεντρικά τραπέζια, ανάμεσα στις ανασηκωμένες καρέκλες. Κρατούσε ένα ποτήρι ουίσκι με τα δύο χέρια και το εξέταζε στριφογυρίζοντάς το. Ο Ρέι στάθηκε μουδιασμένα πίσω από το μπαρ. Δεν τρόμαξε όταν κατάλαβε ποιος ήταν. Του φάνηκε φυσικό να βρίσκεται εκεί, να κάθεται στο τραπέζι και να εξετάζει τον πάτο του ποτηριού. Τον είχε δει να το κάνει χιλιάδες φορές στα τόσα χρόνια που δούλευε στην παμπ.

«Γεια σου, Ρέιμοντ», του είπε εκείνος χωρίς να στρίψει καν το κεφάλι του, με τα μάτια καρφωμένα στο ποτήρι.
«Γεια σου, μπαμπά».
«Έλα, μη στέκεσαι εκεί. Πιάσε μια καρέκλα και κάθισε».

Ο Ρέι υπάκουσε υπνωτισμένα. Βγήκε με αργά βήματα από το μπαρ, κατέβασε μια καρέκλα από το τραπέζι και κάθισε απέναντί του.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε εκείνος. «Καλά, μπαμπά. Εσύ;»
«Εντάξει είμαι. Δεν κατάφερα να έρθω τα Χριστούγεννα. Θα πρέπει να είχατε πολλή δουλειά. Με συγχωρείς».
«Σε περίμενα, αλλά δεν πειράζει».

Ο Ρέι δούλευε στην παμπ περίπου επτά χρόνια. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ο πατέρας του ερχόταν το μεσημέρι, παράγγελνε την αγαπημένη του IPA κι ο Ρέι καθόταν μαζί του στο διάλειμμα του για μισή ώρα. Εμφανιζόταν κι άλλες φορές, συνήθως απροειδοποίητα, αλλά η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν το ανομολόγητο ραντεβού τους.

Ο πατέρας του έσυρε το βλέμμα στο ταβάνι από άκρη σε άκρη σαν να το εξέταζε για ρωγμές. Τα μάτια του πλανήθηκαν στο μπαρ και στάθηκαν στις σηκωμένες πάνω στα τραπέζια καρέκλες. Αλλά όχι στον Ρέι. Ποτέ πάνω του. Έξω, το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πυκνό.

Με το βλέμμα στυλωμένο αδιάφορα προς τα πάνω συνέχισε:

«Τόσα χρόνια δουλεύεις εδώ, μικρέ. Δε σκέφτηκες ποτέ να κάνεις κάτι άλλο; Να πας κάπου αλλού;»
«Μ’ αρέσει εδώ, μπαμπά. Ο Νόα είναι καλό αφεντικό. Πληρώνει στην ώρα του και η δουλειά δεν είναι πολύ κουραστική. Μένω και δίπλα. Βολεύει». Κοίταξε τις μύτες των παπουτσιών του και στάθηκε για λίγο διστακτικά στον ήχο της χιονοθύελλας που είχε αρχίσει τώρα να σφυροκοπά τα τζάμια για τα καλά.

Ο πατέρας του άρχισε να στριφογυρίζει το ποτήρι με το ουίσκι όλο και πιο γρήγορα. Λίγες σταγόνες έπεσαν στο χέρι και στο τραπέζι του. Το έφερε κοντά στα χείλη του, το μύρισε για λίγο, αλλά δεν ήπιε.

«Δεν πίνω πλέον», ξεστόμισε με τα μάτια καρφωμένα στο ποτήρι.

Ο Ρέι τον κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια. Δεν ήξερε τι να απαντήσει σε αυτή τη δήλωση. Αναστέναξε σιγανά, προσπαθώντας να μην ακουστεί καθόλου.

«Στην υγειά σου, Ρέιμοντ», είπε ο πατέρας του και σήκωσε το ποτήρι στο κενό.

Ο Ρέι έμεινε να το κοιτάζει. Δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση.

«Μπαμπά;» Δίστασε για λίγο. «Γιατί δεν πίνεις εκεί που είσαι; Δεν επιτρέπεται; Νόμιζα ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θες εκεί, πέρα».

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, αναστέναξε κι έστρεψε τα μάτια του προς το ταβάνι.

«Ξέρεις… Ποτέ δεν πίστευα ότι τα πράγματα θα κατέληγαν εδώ. Εσύ, σερβιτόρος σε μια παμπ».
«Ο Νόα θα με κάνει υπεύθυνο».
«… η αδελφή σου νοικοκυρά, παντρεμένη με ένα κάθαρμα».
«Καλός είναι ο Τζακ. Λίγο αφελής, αλλά καλό παιδί».
«Η μητέρα σου χιλιόμετρα μακριά. Να μην ξέρω τι κάνει…»
«Ασχολείται με τις κότες της και πηγαίνει εκκλησία».
«Κι εγώ…»

Ο Ρέι άπλωσε διστακτικά το χέρι του και του πήρε μαλακά το ουίσκι από τα χέρια.

~~{}~~

Η θύελλα καταλάγιασε δύο μέρες μετά. Όταν ο Νόα έφτασε στην παμπ βρήκε την πόρτα της αυλής ξεκλείδωτη. Δεν είχε ρωτήσει τον Ρέι εάν τελικά είχε καταφέρει να απενεργοποιήσει τον συναγερμό. Υπέθεσε ότι όλα ήταν εντάξει εφόσον εκείνος δεν είχε επικοινωνήσει. Ήταν καλό παιδί ο Ρέι. Λίγο αφελής ίσως, αλλά εργατικός και πρόθυμος.

Διέσχισε την κουζίνα και βγήκε στον κυρίως χώρο του μπαρ. Όλα έμοιαζαν στη θέση τους, μόνο που ο Ρέι είχε ξεχάσει να σβήσει τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια.

Ας είναι. Δε βρίσκεις εύκολα καλό προσωπικό κι ο Ρέι αποτελεί την επιτομή του καλού εργαζόμενου.

Ο Νόα ξεκίνησε τις προετοιμασίες για να υποδεχτεί την πελατεία του. Δεν περίμενε κοσμοσυρροή, αλλά ήλπιζε ότι σε κάποιους γείτονες θα είχε λείψει η μπίρα. Ίσως να σέρβιρε και ζεστό κρασί. Είχε περισσέψει λίγο από τα Χριστούγεννα.

Είχε αρχίσει να τοποθετεί τα πλυμένα ποτήρια στο ράφι όταν το μάτι του έπεσε στο κεντρικό τραπέζι, σε αυτό που έβλεπε ακριβώς στην κύρια είσοδο την οποία είχε ξεχάσει να ξεκλειδώσει. Δύο καρέκλες ήταν κατεβασμένες, η μία αντίκρυ στην άλλη. Και στη μέση ένα ποτήρι με δύο δάχτυλα ουίσκι. Ανέγγιχτο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

το διήγημα έγραψε η Βασιλική, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Στη φωτογραφία μια αλεπού κάνει βόλτες στο Λονδίνο