Καθόλου επαγγελματική η συμπεριφορά σου, Πέγκυ μου

0
299

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 14471754-0-image-a-29_1559854734479-1024x615.jpgαπό τη Σερίνε

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Πέγκυ ξύπνησε στις έξι εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου, καταχαρούμενη για την πρώτη μέρα στην πρώτη της δουλειά. Είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ τα ρούχα της, τη τσάντα και το ταπεράκι της, για να μην αργήσει και χάσει το τρένο – κι ίσα που κατάφερε να κλείσει λίγο τα μάτια της απ’ την υπερένταση που τη διακατείχε. Ευτυχώς η μιάμιση ώρα διαδρομή δεν απαιτούσε ανταπόκριση και θα προλάβαινε να κοιμηθεί λίγο πριν φτάσει. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή όσο περίμενε στην αποβάθρα και κοίταζε την ώρα άφιξης να μειώνεται αργά σε δύο λεπτά… Ένα λεπτό… μα πού ήταν αυτό το τρένο επιτέλους;

Φυσικά δεν μπήκε μέσα σαν αγροίκος, περίμενε να βγουν πρώτα οι επιβάτες. Βέβαια αυτό της κόστισε τη θέση γιατί το τρένο ήταν φίσκα από όρθιους, όμως έκανε υπομονή, σε πέντε στάσεις κάτι θα άδειαζε και θα καθόταν. Προσπάθησε να διακρίνει αν κάποιος από τους επιβάτες γύρω της έκανε το ίδιο δρομολόγιο μ’ εκείνη, αν υπήρχε κάποιος πιθανός συνάδελφος στο πλήθος, αλλά μετά θυμήθηκε ότι στους μάνατζερ δίνουν αμάξια κι οι υπόλοιποι πάνε παρεούλες, έτσι ονειρεύτηκε για λίγο εκείνη τη στιγμή που θα ερχόταν και για ‘κείνη.

Ένιωθε τυχερή που είχε καταφέρει να βρει εκείνη τη δουλειά μετά από σωρεία αιτήσεων και συνεντεύξεων. Θα ήταν πια ένα οικονομικό βάρος λιγότερο για την οικογένεια της που έτρεφε άλλα δύο στόματα και μια ναρκομανή αδερφή. Είχε κουραστεί να μιλάει σε ανθρώπους που τους έλεγε ότι είναι απόφοιτη κι αυτοί επέμεναν να τη ρωτάνε ποιο ήταν το μεγαλύτερο της επίτευγμα ή η πιο μεγάλη πρόκληση που είχε αντιμετωπίσει. Τι να τους έλεγε, ότι κατάφερε με τα χίλια θάρρητα να ζητήσει μετά από έξι μήνες από το Γιώργο να βγούνε; Όμως να, που είχε βάλει το πόδι της στο άνοιγμα της πόρτας, κάποιος είχε ξεχωρίσει την εξυπνάδα της και το μυαλό της.

Στη ρεσεψιόν έφτασε κάθιδρη ένα ολόκληρο λεπτό καθυστερημένη και πριν προλάβει να πάρει μια ανάσα από την τρεχάλα, είδε να περιμένει ένας άλλος τύπος καλοβαλμένος και περιποιημένος από την κορφή ως τα σκαρπίνια. Ντράπηκε που δεν είχε φορέσει κάτι καλύτερο, δεν ήξερε αν είχε κιόλας κάτι εφάμιλλο, παρολαυτά συστήθηκε ελπίζοντας η κολόνια του Ιάσονα να καλύψει την ιδρωτίλα που μάλλον έζεχνε. Σε λίγο έφτασε η Λουκία, η γραμματέας, τους προσέφερε καφέ, τους ξενάγησε στους χώρους και τους οδήγησε στο χώρο που θα δούλευαν όλοι μαζί με το Σωτήρη, το μάνατζερ τους. Άλλος στην ομάδα τους δεν υπήρχε μέχρι στιγμής, έτσι περίμεναν το Σωτήρη να εμφανιστεί κατά τις δέκα.

Μετά τις νέες χαιρετούρες, ο Σωτήρης κάθισε να τους μοιράσει δουλειές και πελάτες. Η Πέγκυ δεν μπόρεσε να παραβλέψει ότι είχε αναλάβει κάπως λιγότερες δουλειές και κάπως λιγότερους πελάτες. Τι να είχε αυτός ο Ιάσονας τόσο ιδιαίτερο και καλύτερο από αυτήν, πρώτη δουλειά ήταν και γι’ αυτόν, όπως της είπε. Ένταση άρχισε να χτίζεται στο στομάχι της και να τη διατρέχει.

Δεν είναι επαγγελματικό να χάνεις την ψυχραιμία σου, Πέγκυ, θύμισε στον εαυτό της κι έπαιξε το πόδι της νευρικά κάτω από το τραπέζι. Κάτι θα ήξερε καλύτερα ο Σωτήρης που είχε κάνει τη μοιρασιά.

~~

Το επόμενο πρωί πάλι πέτυχε τον Ιάσονα να μιλάει με τη Λουκία στη ρεσεψιόν.

“Και για πες, πώς ήταν η Αγγλία;”

“Μη φανταστείς ότι είδα και πολλά, κυρίως διάβαζα για το μεταπτυχιακό”.

Μεταπτυχιακό, αυτή η μάστιγα. Είχε κι εκείνη σκοπό να μαζέψει μερικά χρήματα και να σκεφτεί τι θα την ενδιέφερε να κάνει, αφού ξεκουραζόταν λίγο από το δικό της διάβασμα. Στο μεταξύ, έπρεπε να κάνει ό,τι μπορούσε για να δείξει στο Σωτήρη ότι κι εκείνη άξιζε που είναι εκεί και μπορούσε να αναλάβει δουλειές και χωρίς το χαρτί.

“Πάντως, απ’ ό,τι άκουσα και είδα στα χαρτιά σας, η Πέγκυ τα πήγε καλύτερα στην αξιολόγηση από όλους τους υποψήφιους των τελευταίων μηνών” συμπλήρωσε η Λουκία κλείνοντας της το μάτι.

Μ’ ένα ξινισμένο ύφος ο ένας και μια μικρή χαρά η άλλη, πήγαν στα γραφεία όπου θα έλιωναν τα κορμιά τους τα επόμενα χρόνια. Η Πέγκυ δούλευε σκληρά πολλές ώρες, έπαιρνε όσες περισσότερες δουλειές της πετούσε ο Σωτήρης κι έβαζε σε καθεμιά όλο της το μεράκι και τη λεπτομέρεια με την ελπίδα ότι θα έπαιρνε με την πρώτη ευκαιρία προαγωγή και συνεπώς αύξηση για να βοηθήσει και την οικογένεια της. Τον τρίτο χρόνο πια δουλειάς, στην αξιολόγηση που δίνονταν οι πρώτες προαγωγές, ανέμενε με λαχτάρα να της ανακοινώσει ο Σωτήρης και τη δική της.

“Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε προαγωγή σε μεταγενέστερο χρόνο καθώς διαπιστώνω ότι χρειάζεσαι ακόμα σημαντικό χρόνο εποπτείας”.

“Μα δουλεύω με ελάχιστη καθοδήγηση, έρχομαι να σε ρωτήσω συγκεκριμένα πράγματα που γνωρίζεις μόνο εσύ για τους πελάτες”.

“Δεν είναι επαγγελματική αυτή η συμπεριφορά, πρώτα πρέπει να ψάχνεις μόνη σου και αφού εξαντλήσεις τα περιθώρια να έρχεσαι σ’ εμένα”

“Μα…”

“Όπως και να ‘χει, τώρα που τελείωσε η δοκιμαστική σου περίοδος, μπορούμε να μιλάμε σε πιο μόνιμη βάση. Ο,τιδήποτε χρειαστείς, μπορείς να μιλάς πλέον με τον Ιάσονα που θα σ’ εποπτεύει”.

Πρώτη φορά ένιωθε τόσο άχρηστη. Τόσο χάλια ήταν η δουλειά της, τόσο λάθος την είχε εκτιμήσει που ήταν τρία χρόνια σε δοκιμαστική περίοδο; Και τι εννοούσε εποπτεία από τον Ιάσονα, ακριβώς την ίδια δουλειά είχαν κάνει! Κι ας είχε πια περισσότερους πελάτες, όλοι τους ευχαριστημένοι, δεν της είχαν δώσει καν αύξηση; Έσφιξε τις γροθιές της κάτω από το τραπέζι αλλά κάτι μέσα της είπε “Δεν είναι επαγγελματική συμπεριφορά αυτή”.

Τουλάχιστον είχε καταφέρει να μαζέψει τα χρήματα για να ξεκινήσει το μεταπτυχιακό.

~~

Στο μεταξύ είχε χαθεί με όλες τις φίλες της, δεν χωρούσαν στη ζωή της έτσι όπως είχε γίνει, γιατί δεν καταλάβαιναν πως είναι να περιστρέφεται όλη τους η ζωή γύρω από τη δουλειά, τόσο που ούτε να κοιμηθεί δε μπορούσε μερικές νύχτες από το άγχος είτε της δουλειάς, είτε της απόλυσης. Ούτε ήξεραν πως είναι να τρώει τρεις ώρες απ’ την κάθε μέρα της στη βαβούρα του τρένου, το μόνο που ήξεραν να πουν ήταν “Χάθηκες, μη χάνεσαι”.

“Μην ανησυχείς” της έλεγε ο Ιάσονας “έχω δει τη δουλειά σου, είναι πολύ καλή, λίγο στυλιζάρισμα θέλει μόνο και θα είσαι εντάξει. Θα πάρεις και το μεταπτυχιακό και του χρόνου θα ‘σαι στη θέση μου, είσαι πολύ τυχερή που είσαι εδώ”

Το επόμενο πρωί ο Ιάσονας παραιτήθηκε κι ο Σωτήρης τον ξεπροβόδισε με δάκρυα στα μάτια, κεράσματα και ευχές για καλή σταδιοδρομία.

“Να ξέρεις είμαι πολύ περήφανος που σε είχα στα πρώτα βήματα της καριέρας σου κι ειδικά τώρα που είσαι έτοιμος να κυνηγήσεις τα όνειρα σου” είπε πιάνοντας τον πατρικά στον ώμο και η Πέγκυ αναγούλιασε. Ούτε που θυμόταν πόσες φορές τους είχε ξελασπώσει και τους δυο.

“Η θέση μέσα στην ομάδα πώς θα αντικατασταθεί, θα πάρουμε καινούριο άτομο;”

“Πέγκυ, σου το έχω εξηγήσει, όπως και με τις αυξήσεις, δεν υπάρχουν χρηματικοί πόροι για να πάρουμε άλλο άτομο, θα μοιραστούμε τη δουλειά”.

“Μα απελευθερώθηκαν οι πόροι του Ιάσονα. Κι έπειτα έχω το μεταπτυχιακό, θα δυσκολευτώ να αναλάβω τις δουλειές του”.

“Δεν αφορά την εταιρεία αυτό, το μεταπτυχιακό το κάνεις στον προσωπικό σου χρόνο για προσωπικό σου όφελος. Αν θες να είσαι επαγγελματίας πρέπει να είσαι παρούσα στη δουλειά όταν χρειάζεται, όπως έχεις υπογράψει”.

Τι να κάνει, φορτώθηκε τους περισσότερους πελάτες του Ιάσονα κι ήλπιζε τουλάχιστον ότι τώρα θα έπαιρνε έστω αύξηση, στην καλύτερη προαγωγή.

“Τι θα γίνει μ’ εσένα, τρέχουν οι λογαριασμοί!” της έλεγε η οικογένεια της που την είχε χάσει πια. Έφευγε χαράματα, γύριζε μεσάνυχτα και στο μεταξύ διάβαζε και μελετούσε. Πού χρόνος για ύπνο, ζήτημα αν προλάβαινε να κοιμηθεί τρεις ώρες κι αυτές της κόστιζαν λεφτά. Στο γραφείο είχε αρχίσει να την παίρνει ο ύπνος μέρα μεσημέρι κι από φόβο μην απολυθεί, στράφηκε στην αδερφή της.

“Αυτό θα σου δώσει ενέργεια κι αυτό θα σε χαλαρώνει όταν το χρειάζεσαι, όμως πρόσεχε, αν το ξεκινήσεις δύσκολα θα το κόψεις”.

Αλλά την Πέγκυ δεν την ένοιαζε. Έπρεπε να βοηθήσει την οικογένεια της, έπρεπε να πάρει αναγνώριση, άξιζε να πάει παραπάνω, τίποτα άλλο δεν είχε σημασία γι’ αυτήν. Μέχρι και με τη Λουκία είχαν τσακωθεί και ξεκόψει, πώς να την κάνει να καταλάβει πόσο σημαντικό ήταν να πετύχει.

“Είστε καλά; Χρειάζεστε κάποια βοήθεια;”

Είχε χάσει τις μέρες και τον εαυτό της. Μέσα στο τρένο στεκόταν όρθια, είχε κλείσει τα μάτια, έγερνε και την ξύπνησαν την ώρα που έμπαινε το τρένο στο τούνελ. Το μαύρο μεγάλωνε και μεγάλωνε, κατέβηκε στα μάτια της, της πλάκωσε το στήθος και ένιωσε σαν να πεθαίνει. Με όση δύναμη της είχε απομείνει, ψάρεψε τα ηρεμιστικά από την τσάντα και στάθηκε ξανά στα πόδια της.

Όταν έφτασε, την περίμενε στο γραφείο ένας καινούριος συνάδελφος, μικρός, στυλιζαρισμένος.

“Γεια σου, είμαι ο καινούριος μάνατζερ!”

“Καινούριος; Κι ο Σωτήρης;”

Ο Σωτήρης μπήκε περιχαρής κι έκανε τις συστάσεις, ο καινούριος μάνατζερ ήταν απόφοιτος κι είχε έρθει να τον βοηθήσει με τη δουλειά γιατί είχε ζοριστεί πολύ με την Πέγκυ και…

“Κι εγώ; Μου είχες πει ότι θα έπαιρνα προαγωγή μόλις έπαιρνα το μεταπτυχιακό, ορίστε το πήρα. Έχω ανάγκη τα χρήματα”.

“Ναι, όπως σου είχα πει δεν ταιριάζεις καλά με την κουλτούρα της εταιρείας, χρειαζόμαστε άτομα εύστροφα, ευπαρουσίαστα, προσήγορα, με καλούς τρόπους, από καλή οικογένεια”.

“Και δεν είμαι εγώ όλα αυτά;”

“Κοίτα δεν είναι επαγγελματική αυτή η συζήτηση σε αυτό το μέρος τώρα”.

Η Πέγκυ ακόμα δε θυμάται πώς βρέθηκε ο χαρτοκόπτης στα χέρια της. Όμως θυμάται να τον καρφώνει στα μάτια, στο στήθος, στα χέρια, θυμάται το αίμα να την πιτσιλίζει στο πρόσωπο, θυμάται τη μυρωδιά του, τη γεύση του και την υφή του. Κι επίσης θυμάται την άγρια χαρά που ένιωσε όταν ξέμπλεξε από αυτόν τον μάνατζερ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

το διήγημα έγραψε η Σερίνε, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής