Η νύφη φορούσε κόκκινα

0
176

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 2121-1024x680.jpgαπό τη Νατάσα Τόλιου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ελπίδα ντυμένη νύφη περνάει ανάμεσα στις άδειες ψαροκασέλες από φελιζόλ σηκώνοντας πάνω από τα γόνατα το νυφικό της για να μη λερωθεί. Τα άσπρα γοβάκια της θα φέρουν βαρέως τη μυρωδιά της ψαρίλας, τα ονόματα των άγαμων κορασίδων που ‘χουν γραφτεί στη σόλα, θα πλυθούν και θα εξαγνιστούν στο ψαροζούμι. Κι ίσως οι κοπελιές που τα ονόματά τους θα σβηστούν, να παντρευτούνε ναυτικό ή να ταξιδέψουν σε μακρινές άγνωστες θάλασσες.

Λάμπει η Ελπίδα, όλα της φαίνονται όμορφα σήμερα. Ακόμα κι οι ψαροκασέλες, έτσι όπως φωσφορίζουν  απ’ το απογευματινό φως, κάνουν αντίθεση με το σκούρο μπλε της  νύχτας που ‘χει πάρει η άσφαλτος – κι είναι ένας ονειρικός νυφιάτικος στολισμός.

Στη μυρωδιά δεν δίνει σημασία η Ελπίδα… «Αλίμονο αν δίνουμε σημασία στην κάθε λεπτομέρεια», έλεγε στις συναδέλφους της όταν της αντέτειναν πως η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά. Έτσι έχασε πιθανόν σημάδια, σημαντικά ή ασήμαντα, που ίσως θα οδηγούσαν τη ζωή της σε άλλη τροχιά. Μα ποιος γνωρίζει το σωστό και το λάθος τελικά, ποιος μπορεί να ξέρει τα μελλούμενα;

«Είσαι όμορφη σα νεράιδα Ελπίδα φίλη μου» της φωνάζει ο Φώτης, ο τρελός της γειτονιάς, γελά χαρούμενος, όπως μόνο οι τρελοί ξέρουν να χαίρονται, κι εκείνη του σκάει ένα χαμόγελο κι ένα πεταχτό φιλί που ο Φώτης το αρπάζει στον αέρα.

Φτάνει στην είσοδο του Ιερού Ναού του αγίου Φανουρίου, που της φανερώνει πως ο γαμπρός ακόμα δεν εφάνη. Χάνει για λίγο την  Ελπίδα πέφτουν τα φτερά της. Μα τι να κάνει κι ο Άγιος; Αυτός βλέπεις είναι άγιος που φανερώνει, πώς μπορεί τώρα να αλλάξει και να κρύψει γεγονότα για να μη στεναχωρήσει αυτός τη νύφη; Έκαστος στο είδος του.

Περιμένει η έρμη η νύφη με ένα παγωμένο χαμόγελο στα καλοσχηματισμένα, καλοβαμμένα χείλη της. Τα δόντια αστράφτουν. Παρόλο το χαμόγελο, στο μάτι της ξεμυτά μια στάλα αγωνίας. Προσπαθεί να τη διώξει, έστω να την κρύψει, όμως εκείνο το φρύδι έχει σηκώσει μπαϊράκι, δε λέει να κατέβει και  τη δυσκολεύει. Σηκώνει τ’ αλαβάστρινα χέρια της και διορθώνει τις μαύρες μακριές μπούκλες της. Τέσσερις ώρες έκανε ο κομμωτής να τις προσαρμόσει στο φυσικό κοντό μαλλί της.

Το νυφικό της είναι λιτό, ιβουάρ σατέν με ένα κομμάτι διαφάνειας στο λαιμό και στα μανίκια, που μεσάτο σε γραμμή άλφα καλύπτει το καλλίγραμμο κορμί της ως τον αστράγαλο. Τα μαλλιά της στολίζουν άνθη λεμονιάς. Ο γάμος κανονίστηκε εξεπιτούτου αυτή την εποχή που ανθίζουν οι λεμονιές για να στολίσουν την Ελπίδα. Ήταν βλέπεις το όνειρο της .

Βηματίζει πάνω κάτω. Είναι ντροπή άραγε που έφτασε αυτή πρώτη στην εκκλησία; Η μήπως είναι γρουσουζιά; Σίγουρα τώρα σχολιάζουν οι καλεσμένοι.

Πάνω στην ώρα φτάνουν τα σκουπιδιάρικα να μαζέψουν τα απομεινάρια της μέρας της λαϊκής. Ήταν ανάγκη να γίνει κι αυτό τώρα; Την πνίγει ξαφνικά η μυρωδιά του μπαγιατεμένου ψαρόνερου, την πνίγει η αναμονή,  την πνίγει η μοναξιά της. Πόση ώρα πέρασε; Πόσα χρόνια πέρασαν να περιμένει; Να τον περιμένει να τελειώσει τη σχολή, να τελειώσει το στρατό, να βρει δουλειά, να πείσει τη μάνα του ότι είναι πια ώρα να παντρευτεί. Έξι χρόνια ολόκληρα. Κάθε χρόνος και μια ρυτίδα στο πρόσωπο. Κάθε δικαιολογία μια ρυτίδα στην καρδιά.

Καρδιά γαρούφαλλο, καρδιά ‘γκινάρα, της έλεγε εκείνος πως είναι η καρδιά της.

Άργησε ήδη είκοσι λεπτά. Τι δικαιολογία θα της πει άραγε; Τόσα χρόνια έχουν εκπαιδευτεί τα αυτιά της να ακούνε λογιών – λογιών δικαιολογίες και ψέματα κι η καρδιά της να χωνεύει την πίκρα, να την καλύπτει, να τη μετατρέπει σε μαργαριτάρι που φεύγει πότε – πότε κρυφά  από τα μάτια της. Έτσι έκλεισε η καρδούλα της κι έγινε στρείδι. Μια χαραμάδα άφησε, ίσα για να μπαίνει το φως, να της θυμίζει πως ζει, πως υπάρχει ζωή εκεί έξω.

~~~~

Σ’ ένα ταβερνείο εκεί κοντά, το ίδιο απόγευμα, μια άλλη γυναίκα, όμορφη ομολογουμένως, πίνει και χορεύει ζεϊμπέκικο, χτυπώντας, κλωτσώντας και ξεσηκώνοντας τη γη. Βγάζει την πίκρα της, το πείσμα της στο χώμα που πατάει. Κι η γη ταράζεται γιατί είναι γυναίκα και καταλαβαίνει.

«Δε θα αφήσω να μου τον πάρει αυτή», λέει στις φίλες της η ξανθιά καλλονή.

Αυτός περνά απέξω (τυχαία;) κάτι τον τραβά να μπει, μια έλξη ακαταμάχητη. Τη βλέπει έτσι ξαναμμένη, αναμαλλιασμένη, πνιγμένη στον πόθο της γι’ αυτόν. Την αρπάζει και πάει να τη χορτάσει με τον έρωτά του.

~~{}~~

Λίγα λεπτά αργότερα, ένα σημείωμα φτάνει στα κρινένια δάχτυλα της νύφης: «Με κέρδισε ο έρωτας, λυπάμαι. Είμαι σίγουρος πως θα καταλάβεις. Πάντα με καταλάβαινες εσύ.»

Μια από αυτές τις στιγμές λοιπόν που έρχονται απρόσκλητες σα δίνες, χτυπούν και τα αλλάζουν όλα, καλά ή άσχημα δε μπορεί κανείς να ξέρει. Πετάει το χαρτάκι κάτω η Ελπίδα με βλέμμα χαμένο και βγαίνει από τον αυλόγυρο. Σούσουρο τριγύρω, μα δεν ακούει τίποτα. Κάποιοι πάνε να την αγγίξουν, να την πλησιάσουν να την παρηγορήσουν ίσως. Δε θέλει κανέναν. Προχωράει στο δρόμο με τα ψαρόνερα, σα ψάρι έξω από τα νερά του. Δε νοιάζεται πια για τίποτα, ας σέρνεται το φόρεμα το νυφικό στις λάσπες. Τα μάτια της τρέχουν μόνο, νερό ασταμάτητο. Παραπατά, χάνει το γοβάκι της, ούτε που το καταλαβαίνει, συνεχίζει να προχωρά, γλιστρά και πέφτει ανάσκελα σε μια λακκούβα με νερά που λιμνάζουν, δεν πρόλαβε το αμάξι του δήμου να μαζέψει, πέφτει και μένει για λίγο εκεί. Ένα κόκκινο ρυάκι τρέχει από το κεφάλι της και βάφει τα μαλλιά, το πεζοδρόμιο και την παραδίπλα ψαροκασέλα.

Ο Τρελοφώτης, τρέχει κοντά της, την ταρακουνά, της χαϊδεύει το πρόσωπο,  πέφτει στα γόνατα και κλαίει.  «Σήκω, σήκω σου λέω, μη πεθάνεις, Ελπίδα μου.» Τον κοιτά η Ελπίδα και σα να συνέρχεται, το στόμα της κάνει μια σύσπαση, κάτι σα χαμόγελο, «εντάξει είμαι Φώτη» ψιθυρίζει. Κλαίει ο καημένος ο Φώτης, από χαρά αυτή τη φορά, είναι φίλη του η Ελπίδα, είναι η μόνη που του μιλά, που δε γελά μαζί του, που δε τον κοροϊδεύει.

Όταν σηκώνεται, είναι θαρρείς μια άλλη. Το βλέμμα της είναι πέτρινο, σκληρό, αγριεμένο, ξεκινά να περπατά βιαστικά, φαίνεται να ξέρει που πηγαίνει. Ξοπίσω της τρέχει ο Φώτης, κάτι δε του αρέσει, δε θέλει να την αφήσει μόνη.

~~

Φτάνουν σε μια άλλη γειτονιά, σα ξεχασμένη από τον πολιτισμό, που ‘χει ακόμα λίγες μονοκατοικίες. Απέναντι σε μια από αυτές στέκεται για ώρα η Ελπίδα.

Ένα χαμηλό φως αχνοφαίνεται  πίσω από τα νοτισμένα τζάμια του σπιτιού που βαμμένο στα χρώματα της αυγής είναι ένα κόσμημα στη γειτονιά. Τραβιέται λίγο παράμερα η Ελπίδα, και κάθεται σ’ ένα τοιχάκι. Δεν αφήνει στιγμή από τα μάτια της το σπίτι. Περνούν οι ώρες νυχτώνει, αυτή παραμένει εκεί ακίνητη με άγρυπνο το βλέμμα. Ο Φώτης έχει ξαπλώσει στα πόδια της κι έχει πάρει έναν υπνάκο, ήταν δύσκολη μέρα, κουράστηκε. Πάει τρεις τη νύχτα, σκοτάδι πυκνό, κι είναι τότε που αποφασίζει να κινηθεί η Ελπίδα. Ξυπνά κι ο Φώτης, κάνει να την ακολουθήσει, «όχι» του λέει «εσύ, μείνε εδώ».

Πλησιάζει την εξώπορτα του ροζ σπιτιού, πόσο το αγάπησε στ’ αλήθεια αυτό το σπίτι! Τώρα δε νιώθει τίποτα. Ένα κομμάτι πάγου θαρρείς πήγε κι εγκαταστάθηκε πάνω στο στήθος της, καλόκατσε και δε λέει να κουνηθεί.

Κοντοστέκεται  κι ύστερα βγάζει τα κλειδιά, βάζει ήρεμα το ένα στην πόρτα κι ανοίγει απαλά χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Ξέρει καλά τα κουσούρια της πόρτας, ξέρει και να την καλοπιάνει για να μη βγάλει τσιμουδιά, μη την προδώσει.

Ο Φώτης κολλά το πρόσωπο στο παράθυρο, νιώθει, κάτι κακό πάει να γίνει, πλημμυρίζουν πάλι τα μάτια του, κουνάει τα χέρια  με απόγνωση μπας και προλάβει το κακό. Κανείς δε τον προσέχει, κανείς δε δίνει σημασία. Αυτή είναι η μοίρα των τρελών, περνούν απαρατήρητοι, σα να μην έζησαν…

Η Ελπίδα μπαίνει στην κουζίνα, δυο ποτήρια κρασί στο τραπέζι και φρούτα, δαγκώνει ένα μήλο -πώς της ήρθε; δεν τα αγαπάει τα μήλα- και προχωρεί  προς την κρεβατοκάμαρα.

Τους βρίσκει γυμνούς να κοιμούνται. Εκείνος ξαπλωμένος ανάσκελα κι εκείνη στο πλάι, μισή ριγμένη πάνω του και τα μακριά ξανθά μαλλιά της σα να χαϊδεύουν το στήθος του έτσι απλωμένα πάνω του. Αθόρυβα κάθεται δίπλα του, τον κοιτά ώρα πολλή κι ύστερα σηκώνει απότομα  το κρητικό του το μαχαίρι και το καρφώνει με όλη της τη δύναμη στην καρδιά του, αυτή την πέτρινη καρδιά που να πονάει δεν έμαθε.

Ένα βογκητό προλαβαίνει να βγάλει εκείνος προτού βαδίσει στην ανυπαρξία, ένα βογκητό που ξυπνά την ξανθιά καλλονή και την κάνει να ουρλιάζει τρομοκρατημένη. Τίποτα δε σταματά την Ελπίδα που συνεχίζει αυτό που άρχισε, με απόλυτη ψυχραιμία. «Μαζί θα φύγουμε, σου το είχα υποσχεθεί» του λέει κι αστραπιαία τραβάει και βγάζει το μαχαίρι από τα σπλάχνα του. Η ξανθιά ουρλιάζει και πετάγεται πανικόβλητη νομίζοντας πως ήρθε η ώρα να πληρώσει τα αμαρτήματα της, όμως η Ελπίδα δε την βλέπει καν, το μόνο που βλέπει, σαν έξω από το σώμα της, είναι το μαχαίρι που κατευθύνεται και καρφώνεται από το χέρι της το ίδιο, στα δικά της σωθικά, μια, δυο, τρεις φορές, κι ύστερα τίποτα.

«Τέλος» ψιθυρίζει, «επιτέλους τέλος».

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής