Οι Θεοί την κοπάνησαν

0
295

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι jesus-buddha-krishna-600-wide-1.jpgαπό τον Σοφοκλή Πανταζή

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στα καταπράσινα από πανύψηλα δέντρα βουνά, που εκτείνονταν από  ανατολή ως δύση και ορθώνονταν μεγαλοπρεπή ως τ’ άπειρο, θορυβώδεις καταρράκτες ξερνούσαν αέναα τα κρυστάλλινα περιεχόμενά τους· οι πανέμορφες λίμνες και τα ρυάκια που σχημάτιζαν, τροφοδοτούσαν τον ποταμό που έρεε φιλήσυχα στην πεδιάδα, διέσχιζε τη γραφική πόλη με τα χίλια γεφύρια, κι έφτανε στη γεμάτη από φοίνικες λευκή αμμουδιά για να χυθεί στη βαθυγάλανη θάλασσα.

Γύρω από την πόλη, που ποτέ δεν τη σκέπαζε η νύχτα, υπήρχαν μικροί λόφοι που φιλοξενούσαν πολυτελείς κατοικίες. Στον μεγαλύτερο λόφο που δέσποζε πάνω από την παραμυθένια πόλη, σε μια έπαυλη δεκατεσσάρων δωματίων περιστοιχισμένη από ελιές, η συνήθης ησυχία διαταράχθηκε.

Ο Χριστός ξύπνησε κι έβγαλε μια κραυγή που αύξησε στα περιστέρια στο μπαλκόνι την παραγωγή κουτσουλιών. Ανασηκώθηκε, έσιαξε νευρικά τα πουπουλένια μαξιλάρια και βολεύτηκε στο προσκέφαλο.

Η πόρτα της κάμαρας άνοιξε με κρότο. «Παιδάκι μου, τι έπαθες;

«Παναγία μου! Με τρόμαξες! Δε σου ‘χω πει να κτυπάς, ρε μάνα;»

«Εφιάλτες έβλεπε στον ύπνο του τ’ αγόρι μου;» είπε η Μαρία.

«Ακριβώς το αντίθετο!» απάντησε σιβυλλικά ο Χριστός.

«Έλα, σήκω… Θα πω να σου φτιάξουν πρωινό. Ιούδααα!»

«Δεν έχω όρεξη, μάνα», έκανε συνοφρυωμένος.

«Σε παρακαλώ, Ιησούλη μου, πλύσου και κατέβα να φας τα αυγά σου».

«Καλά καλά… έρχομαι», έκανε απρόθυμα.

Όταν η Μαρία έφυγε, ο Χριστός έστειλε απ’ το κινητό ένα μήνυμα σε πολλούς παραλήπτες: «Κατεπείγον μίτινγκ στο Cafe Paradise στις 10:00». Πλύθηκε, φόρεσε γαλάζιο μανδύα και μαύρα σανδάλια, και κατέβηκε.

«Θα φάω πρωινό στην πόλη, μάνα».

«Θα πω να ετοιμάσουν την άμαξα. Ιούδααα!»

«Δε χρειάζεται. Θα πάω με τον γάιδαρό μου, τον Πόντιο Πιλάτο».

«Πάρε ζακέτα, αγόρι μου! Θα φυσάει πάνω στο ζωντανό!»

«Αμάν πια! Μ’ έπρηξες, ρε μάνα!» ξέσπασε ο Χριστός, ενώ κοπανούσε την πόρτα… Λίγο αργότερα, έφτανε στην πόλη που, ως συνήθως, έμοιαζε με την Ομόνοια το δεκαπενταύγουστο – ο πληθυσμός της Εδέμ δεν είχε τις προσδοκώμενες αφίξεις εδώ και αιώνες. Έδεσε τον Πόντιο γάιδαρο, κάθισε σ’ ένα τραπέζι στην πλατεία Πλήξης και παρήγγειλε καπουτσίνο.

֍

Πάνω σε έναν αμμόλοφο με μια όαση από χουρμαδιές, στο παλάτι των εβδομήντα τριών δωματίων, με αόρατους υπηρέτες να ικανοποιούν κάθε του ανάγκη, ο Μωάμεθ είχε σκυλοβαρεθεί την ουράνια ζωή του. Γι’ αυτό δε δίστασε να ξεκαβαλικέψει την παρθένα Νούμερο 64, όταν η ειδοποίηση μηνύματος ήχησε στο κινητό του – οτιδήποτε άλλο εκτός από την πράξη που εκτελούσε θα ήταν πιο ενδιαφέρον.

Ξαπόστειλε την παλλακίδα και μπήκε στο ντουζ, μες την τρελή χαρά που θα έσπαγε τη ρουτίνα. Ακολουθώντας τις διδαχές του, ντύθηκε με απλότητα: τζιν παντελόνι με μαύρο πουκάμισο και μαύρα αθλητικά Nike. Κατέβηκε στο γκαράζ, ξεσκόνισε την επιλογή της ημέρας, ένα ωραιότατο κοκκινόμαυρο, περσικό χαλί, και κάθισε πάνω. «Cafe Paradise», πρόσταξε.

«Μάλιστα, αφέντη!» είπε το χαλί κι απογειώθηκε.

֍

Ο Βούδας ζούσε στην πλαγιά ενός λόφου σε μια λιτή παγόδα, μέσα σε ένα δάσος από δέντρα μπόντι και πάλευε με τη μοναξιά του, εκτός από τις Δευτέρες και τις Παρασκευές που ερχόταν η παραδουλεύτρα. Σήμερα βλαστημούσε διότι ξέχασε το κινητό στην κωλότσεπη, που η δόνηση του διέκοψε τον πρωινό του διαλογισμό. Αφού σιχτίρισε επαρκώς, χάρηκε στην προοπτική του μίτινγκ κορυφής που θα τον έβγαζε από την ανία.

Φόρεσε το καθαρό σε απόχρωση πάπρικας ράσο του, έβαλε τα πέδιλα που είχαν το χρώμα του κάρυ, αν κι όχι τη μυρωδιά του, και βγήκε έξω. Έκανε τις χούφτες του χωνί και φώναξε: «Τζάμποοο!»

Ένας ελέφαντας εμφανίστηκε από το δάσος και γονάτισε μπρος του. Ο Βούδας ανέβηκε αγκομαχώντας από τα πατητήρια, κι όταν επιτέλους έφτασε στη ράχη του ζώου είπε: «Πάμε πλατεία;»

Ο Τζάμπο σήκωσε την προβοσκίδα, έβγαλε έναν μακρόσυρτο ήχο που ξεκούφανε τον Βούδα και σήκωσε σμήνη πουλιών, μια κραυγή που, φυσικά, σήμαινε: «Και δεν πάμε!»

֍

Ο Μωάμεθ παρήγγειλε διπλό τούρκικο απ’ τον σκυθρωπό σερβιτόρο-μπουφετζή-καθαρίστρια-ιδιοκτήτη του Cafe Paradise, που το βλέμμα του έμοιαζε να έλεγε: «Άλλα μας υποσχεθήκατε και άλλα βιώνουμε εδώ πάνω. Ούτε τα λειτουργικά έξοδα δε βγαίνουνε. Κάντε κάτι, θα τα κλείσουμε τα ρημάδια!»

Και πράγματι, στη κεντρική πλατεία της Εδέμ ζήτημα ήταν αν υπήρχαν δέκα παρέες, και στο Cafe Paradise ήταν μόνο ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα που έτρωγαν κάτι σιροπιαστά.

«Τί θα πάρετε;» ρώτησε ο σερβιτόρος τον Βούδα, κι αμέσως εκείνος άρχισε να διαλογίζεται για να βρει την απάντηση.

Ο Χριστός τσέκαρε το κινητό του…

Δίας: Λυπάμαι πολύ, Μεγάλε. Έχω κάτι… γυναικοδουλειές εν εξελίξει.

Μανιτού: Πού να κατεβαίνω τώρα απ’ τα βουνά!

Ρα: Ανεγείρω πυραμίδα και ξέρεις τι γίνεται αν αφήσεις τους μάστορες χωρίς επίβλεψη.

Ίντρα: Κάνω πάρτι γενεθλίων σε κλειστό κύκλο. Ξέρεις, λίγες χιλιάδες Ινδικές θεότητες μαζευτήκαμε για να ξεσκάσουμε. Μια άλλη φορά, ε;

Όντιν: Δε μας χέζεις πρωινιάτικα!

«Ένα φασκόμηλο με δυο κουταλιές μέλι και επτά τοστ», είπε ο Βούδας μετά από είκοσι λεπτά στον εκνευρισμένο σερβιτόρο.

«Κύριοι… δεν νομίζω πως θα έρθουν άλλοι», είπε ο Χριστός, βλέποντας πως πήγε 11:00. «Θα αναρωτιέστε γιατί σας κάλεσα».

«Όχι ιδιαίτερα!» είπε ο Μωάμεθ, που δεν τον χώνευε ιδιαίτερα. «Αφού κερνάς, όμως, λέγε».

«Πλήττω θανάσιμα! Βαρέθηκα τα δείπνα με τους έντεκα αποστόλους και τον δωδέκατο να σερβίρει. Κουράστηκα από τις φροντίδες της μάνας μου. Απηύδησα από την ερημιά του Παραδείσου. Τρέμω τις κατηγορίες των κατοίκων – θα μας πάρουν με τις πέτρες, όπου να ‘ναι. Πρέπει να παραδεχτείτε ότι κάτι κάναμε λάθος».

«Εμένα το λες;» έκανε ο Μωάμεθ. «Ξέρεις τι είναι να ξεπαρθενιάζεις εβδομήντα δύο καλλονές και να σου ξανάρχονται με ανέγγιχτους υμένες, άβγαλτες και αθώες εις το διηνεκές; Τις έχω βαρεθεί! Θέλω γυναίκες με πείρα, να με βάλουν κάτω και να με ξεσκίσουν στο γαμ–»

«Καταλάβαμε, Μωάμεθ! Φτάνει!» έκανε ο Χριστός.

«Μ’ έχει καταβάλει η μοναξιά», αναστέναξε ο Βούδας μετά το τέταρτο τοστ. «Ευτυχώς που έρχεται οικιακή βοηθός κι έχω κάποιον να μιλάω – αν κι η καημένη απόκτησε ωτίτιδα κι έχει μπαμπάκια στ’ αυτιά. Μου λείπουν οι νύχτες! οι καταιγίδες! τα χιονισμένα τοπία! Βαρέθηκα τη λιακάδα και τα ουράνια τόξα. Για να μη τρελαθώ διαλογίζομαι ή τρώω όλη μέρα. Αχ!»

«Πλήττω σαν καρφωμένο ξύλο!» ομολόγησε ο Χριστός.

«Βαριέμαι σαν ξεραμένο δέντρο», δήλωσε ο Βούδας.

«Αποβλακώθηκα σαν πέτρα στην έρημο!», επισήμανε ο Μωάμεθ.

«Ας αποδράσουμε τότε!» πρότεινε ο Χριστός.

Ο Μωάμεθ τον κοίταξε άναυδος. Ο Βούδας στραβοκατάπιε το έβδομο τοστ, κι ο Χριστός τον χτύπησε στην πλάτη. «Ο νονός, ο νονός!»

«Θες να πάμε στην Κόλαση;» έκανε άχρωμα ο Βούδας.

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή, συνάδελφε. Εξάλλου, σαν Κόλαση είναι οι ζωές μας εδώ. Τι λέτε; δραπετεύουμε;»

«Έχω ακούσει για καυτές γκόμενες εκεί κάτω», είπε ο Μωάμεθ με μάτια πυρωμένα από λαγνεία. «Jesus Christ, είμαι μέσα!»

Ο Βούδας αμέσως άρχισε να διαλογίζεται για να βρει την απάντηση.

«Θα πάρει ώρα αυτό!» διαπίστωσε ο Μωάμεθ. «Να κεράσω ποτάκι; Να κάνουμε και τζίρο στον ξινομούρη».

Κάπου στο τρίτο ουίσκι ακούστηκε…

«Σαν πας στον πηγαιμό για την Κόλαση, φρόντισε ο δρόμος να ‘ναι μακρύς μήπως και χάσεις κάνα κιλό», είπε σχεδόν ποιητικά ο Βούδας.

Οι άλλοι τον κοίταξαν απορημένοι.

«Θα έρθω μαζί σας, αδέλφια!» διευκρίνισε.

«Ανακουφίστηκα τώρα!» είπε ο Μωάμεθ. «Χρειαζόμασταν κάποιον που θέλει μισή ώρα για να πάρει μια απόφαση – τέλεια!»

Στο μεταξύ, ένα μικρό πλήθος που κρατούσε πλακάτ άρχισε να εισρέει στην πλατεία Πλήξης φωνάζοντας συνθήματα για τις άθλιες συνθήκες βαρεμάρας στον παράδεισο. Για να αποφευχθούν περαιτέρω έκτροπα οι τρεις Θεοί λάκισαν για κάπου πιο ήσυχα και ασφαλή…

Έξω από την παγόδα, ο Τζάμπο με τον Πόντιο Πιλάτο συζητούσαν για τα προβλήματα των μεταφορικών μέσων, ενώ το χαλί είχε τυλιχτεί για να μην τους ακούει.

Μέσα στην παγόδα, οι τρεις Θεοί συνεδρίαζαν πάνω από χάρτες και αντάλλαζαν ιδέες, με αρκετά διαλείμματα, φυσικά, λόγω αλλεπάλληλων διαλογισμών του Βούδα.

Το σχέδιο καταστρώθηκε – ή μάλλον, ξεστρώθηκε: Με το μεγάλο χαλί του σαλονιού τού Μωάμεθ, που ήταν κατάλευκο και θα περνιόταν για σύννεφο, θα πετούσαν στα βουνά για να ανακαλύψουν πέρασμα για την άλλη πλευρά που βρισκόταν η Κόλαση.

֍

Χριστός, Μωάμεθ και Βούδας, με μαύρες σαν νίντζα στολές, με σακίδια στους ώμους και πρόσωπα γεμάτα πινελιές έξαψης, έκαναν check in την ώρα που οι Παραδεισιανοί κοιμούνταν. Ο Χριστός κρατούσε μια μαγκούρα από ξύλο ελιάς και ο Μωάμεθ ραβδί. Οι τρεις Θεοί κάθισαν στο χαλί.

«Στα Όρη των Συνόρων!» πρόσταξε ο Μωάμεθ.

Καμιά ανταπόκριση.

«Στα Όρη των Συνόρων, είπαμε!»

Δεν κουνήθηκε πλέξη.

«Λες να ‘χει πρόβλημα το GPS;» είκασε ο Χριστός.

«Άλλο είναι το θέμα!» είπε ο Μωάμεθ. «Τους πρώτους μεταθανάτιους αιώνες χρησιμοποιούσα αυτό το χαλί. Όταν έκανα ανακαίνιση όμως, ταίριαζε με τα έπιπλα στο σαλόνι και από τότε μου κρατάει μούρη – αυτό είναι όλο!»

«Και τα χαλιά έχουν ψυχή!» συμπέρανε ο Βούδας.

«Ορκίζομαι στον Αλλάχ πώς δε θα σε στρώσω στο σαλόνι ξανά!»

Το χαλί ανυψώθηκε δυο μέτρα… αλλά επέστρεψε στο έδαφος.

«Αλήθεια λέω, λευκό μου διαμάντι. Δε θα σε στρώσω ξ–»

«Πες του χοντρού να κάτσει στο κέντρο μου γιατί θα μπατάρουμε!» υπερτόνισε το Χαλί, κι αμέσως ο κατακόκκινος Βούδας μετακινήθηκε.

Το Χαλί ανυψώθηκε. «Παρακαλώ προσδεθείτε! Μη καπνίζετε κατά την απογείωση και βάλτε τα κινητά σας σε λειτουργία πτήσης!» είπε το Χαλί. «Καλό μας ταξίδι!»

֍

Πλησίαζαν τα Όρη των Συνόρων που ορθώνονταν ως το άπειρο. Ήταν νευρικοί. Ο Χριστός μασούσε τα νύχια του. Ο Μωάμεθ κάπνιζε πούρο. Ο Βούδας έτρωγε χάμπουργκερ. Ξάφνου το Χαλί άρχισε να χάνει ύψος.

«Τι στον Αλλάχ συμβαίνει;» ξεφώνισε ο Μωάμεθ.

Το Χαλί κλυδωνιζόταν. «Πρέπει να προσγειωθούμε, αφεντικό!»

«Βλέπω ένα κατάλυμα σ’ ένα ξέφωτο», είπε ο Χριστός.

Το Χαλί προσγειώθηκε δίπλα από μια ινδιάνικη σκηνή. Αυτή άνοιξε κι εμφανίστηκε ο Μανιτού. Φορούσε καφέ παντελόνι με ασορτί γιλέκο. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά του παρασύρονταν απ’ τον άνεμο. Είχε πρόσωπο σκληρό με βαθιές ρυτίδες. Τα μαύρα του μάτια κοιτούσαν ερευνητικά. «Τελικά, ήρθε Μωάμεθ βουνό», είπε ανέκφραστα.

«Θα χρειαστούμε τη βοήθειά σου», είπε ο Βούδας.

Τους προσκάλεσε φιλόξενα στη σκηνή. Κάθισαν πάνω σε κούτσουρα που ήταν τοποθετημένα κυκλικά.

Ο Χριστός μίλησε. «Μήπως ξέρεις πώς θ–»

«Πρώτα δοκιμάσετε πίπα ειρήνης μετά ερωτήσεις», είπε κοφτά.

Τα μάτια του Μωάμεθ άστραψαν και στράφηκαν στην είσοδο της σκηνής περιμένοντας να φανεί η Ειρήνη.

Ο Μανιτού έβγαλε από την τσέπη του ένα σακουλάκι με χόρτο. Γέμισε μια σκαλιστή πίπα όσο δεν παίρνει και την άναψε. «Να γυρίζει, ε;» έκανε δίνοντας πάσα στον Χριστό, που για να μην τον προσβάλει τράβηξε κάνα δυο γερές τζούρες. Ντουμάνια γέμισαν σκηνή και κεφάλια.

«Μανιτού τώρα απαντάει», παρότρυνε την ομήγυρη ο οικοδεσπότης.

«Ξέρεις, εμείς… εγώ κι άλλοι… χα χα χα… Που λες… πες εσύ Βούδα», έκανε ο Χριστός.

«Παίζει καμιά σοκολατίτσα, κολλητέ;» είπε ο Βούδας.

«Τί έγινε ρε παιδιά; Ποιος είμαι;» αναρωτήθηκε ο Μωάμεθ.

«Πρώτα δοκιμάσετε πίπα ειρήνης μετά ερωτήσεις!», ξανάπε ο Μανιτού και βάλθηκε να γεμίζει την πίπα.

Αρκετά γέλια, ουδεμία συνεννόηση και πολλές πίπες αργότερα, το Άγιο Πνεύμα φώτισε τη μνήμη του Χριστού και θυμήθηκε.

«Μανιτού, μήπως ξέρεις, χα χα, κάνα μονοπάτι για την Κόλαση;»

«Χλωμά πρόσωπα χαζά!.. Εγώ ξέρω ποιος ξέρει δρόμο».

«Για λέγε, για λέγε!» έκανε ο Βούδας που μασουλούσε γλυκόριζα.

«Πάνας ξέρει δρόμο», αποκρίθηκε ο Μανιτού.

«Και πού θα τον βρούμε;» ρώτησε ο Μωάμεθ.

«Σας πάω εγώ».

«Έξοχα!» αναφώνησε ο Χριστός. «Γρήγορα στο Χαλί!»

«Μαγεία άχρηστη σε ουδέτερη ζώνη. Χαλί όχι πετάει εκεί».

Αφήσανε τα πράγματα τους, παίρνοντας τα άκρως απαραίτητα, και ακολούθησαν τον Μανιτού που χώθηκε στο δάσος από σεκόγιες.

֍

Και προχωρούσαν. Και σκαρφάλωναν. Και αγκομαχούσαν. Ανάμεσα στα θεόρατα δέντρα έμοιαζαν με μυρμήγκια που βγήκαν παραπατώντας από μπαρ. Ένας αλπινιστής μοναχός, ο Δρακουμέλ, που μάζευε μανιτάρια στο δάσος, είδε κι αναγνώρισε το τσούρμο Θεών που ίδρωνε και βλαστημούσε στα κατσάβραχα. Πήρε το κινητό του. Τα νέα –με φωτογραφική κάλυψη–  έγιναν Viral στον παράδεισο μέσα σε λίγα λεπτά.

Οι τέσσερις Θεοί ξαπόσταιναν και ξεδιψούσαν σε ένα ρυάκι. Ο Χριστός ενεργοποίησε το κινητό κι έντρομος διαπίστωσε ότι τους πήραν χαμπάρι.

«Έχω καλά και κακά νέα», είπε στους συνδαιτυμόνες του.

«Πες τα κακά πρώτα», είπε ο Βούδας.

«Μαθεύτηκε στον παράδεισο πως φύγαμε».

Άνοιξαν τα κινητά τους. «Οι Θεοί την κοπάνησαν!» ήταν η φράση που κυριαρχούσε σε όλα τα site – και να ‘ταν μόνο αυτό; Φανατικοί των τριών θρησκειών είχαν συγκροτήσει ομάδες καταδίωξης.

«Τη βάψαμε!» έκανε ο Μωάμεθ. «Και ποια είναι τα καλά νέα;»

«Τα καλά νέα είναι πώς έχουμε ίντερνετ».

«Εγώ σας πάω Πάνα μετά κοπανάω με ελαφρά πηδηματάκια», έκανε ο Μανιτού. «Σηκωθείτε».

Άρχισαν να τρέχουν.

֍

Στο εσωτερικό της μεγαλύτερης σεκόγιας των βουνών, ήταν το σπίτι του Πάνα – τουλάχιστον σ’ αυτή την πλευρά των συνόρων, γιατί ο Πάνας  αρεσκόταν να πηγαινοέρχεται από Παράδεισο σε Κόλαση όποτε του έκανε κέφι. Λίγο πιο κει, ένας μικρός καταρράκτης σχημάτιζε μια ειδυλλιακή λίμνη. Εκεί πλατσούριζαν Νύμφες, που κοίταζαν φιλήδονα τους Θεούς.

Τοκ τοκ! Τακ! Τοκ τοκ! Τικ τικ! Χτύπησε την πόρτα ο Μανιτού.

«Βρε άντε στο διάβολο βραδιάτικα!» ακούστηκε βαριά φωνή από το σπίτι. Πράγμα παράξενο γιατί ήταν πρωί.

«Ω! Δε θα ανοίξει!» έκανε ο Βούδας.

«Πάνας είπε παρασύνθημα τώρα ανοίξει», είπε ανέκφραστα ο Μανιτού. «Αφήστε μιλήσω εγώ, όχι συμπαθεί ξένους!» Τοκ! Τακ! Τικ!

Η πόρτα άνοιξε. Ξεχύθηκε μια μπόχα στάνης που έκανε τους Θεούς να πισωπατήσουν. Ο τραγοπόδαρος Θεός τους κάρφωσε απειλητικά.

«Μεγάλε Πάνα όχι έχουμε χρόνο. Πρέπει βοηθήσεις χλωμά πρόσωπα γιατί πολύ χαζά!»

Τα χλωμά πρόσωπα κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους.

«Εξαρτάται!» είπε ο Πάνας, με φωνή που ήχησε σαν μπουμπουνητό.

«Εγώ φοβόμουν έλεγες αυτό», είπε ο Μανιτού. Έβγαλε περίλυπος μια σακούλα με χόρτο απ’ το δισάκι του.

«Είναι το τεφαρίκι απ’ την πατρίδα μου, Μανιτού;» είπε ο Πάνας.

Με θολωμένα από δάκρυα μάτια: «Ναι. Τελευταίο μου!»

«Τότε μπορείτε να περάσετε!» έκανε χαρούμενα ο Πάνας.

Τα έπιπλα ήταν ότι είχε απομείνει απ’ το σκάλισμα του δέντρου – ήταν ζωντανά. Μια Νύμφη μαγείρευε στην κουζίνα. Μια άλλη χαλάρωνε στο γωνιακό τζακούζι. Παντού υπήρχαν πολύχρωμα χαλιά και μαξιλάρια. Ο Πάνας ψεκάστηκε με Κ-23, το άρωμα που είχε παρασκευάσει ο φίλος του Αλομπάρ για να μη ζέχνει, γιατί οι φιλοξενούμενοι κρατιόντουσαν με το ζόρι να μη ξεράσουν.

Το και το… Μπλα μπλα μπλα… Του τα ‘παν όλα.

«Λόγω καλαματιανής φούντας, θα σας βοηθήσω!» είπε ο Πάνας.

«Πού χάθηκε ο Μωάμεθ;» αναρωτήθηκε ο Χριστός.

Ήταν στη λίμνη με τις Νύμφες εδώ και ώρα.

Ο Μανιτού έφυγε δυστυχής με ελαφρά πηδηματάκια.

Ο Μωάμεθ ήταν πανευτυχής απ’ τα πολλά πηδηματάκια.

Φανατικοί με ιπτάμενα χαλιά ερχόντουσαν για άγρια πηδηματάκια.

֍

Ο Πάνας πέταξε τα κινητά των Θεών στη λίμνη – «Χάσαμε το σήμα του Χριστού», είπε την ίδια στιγμή ο Άγιος Αρτέμιος, που ήταν πάνω σ’ ένα απ’ τα δέκα χαλιά που κατευθύνονταν στο λημέρι του Πάνα. Αφού έπεισαν τον Μωάμεθ να ξεκολλήσει από τις Νύμφες, ξεκίνησαν.

Ο Πάνας τριπόδιζε μπροστά και από πίσω οι άλλοι προσπαθούσαν να τον προφτάσουν…

«Αργούμε, Πάνα;» είπε ξέπνοα ο Βούδας.

Ο Πάνας έδειξε έναν μεγάλο καταρράκτη πιο ψηλά.

Κόντευαν να φτάσουν όταν ιαχές –από φανατικούς που προνόησαν και έφεραν μαζί άλογα και ελέφαντες– τους γέμισαν τρόμο. Άγιοι, ιμάμηδες, μοναχοί και άλλοι που είχαν έρθει γιατί βαριόντουσαν, πλησίαζαν τους κατάκοπους Θεούς.

«Μας έφτασαν! Τί θα κάνουμε τώρα;» είπε ο Μωάμεθ.

«Ιδέα δεν έχω!» έκανε ο Χριστός.

Ο Βούδας αμέσως άρχισε να διαλογίζεται για να βρει την απάντηση.

Ο Πάνας άστραψε χαστούκι στον Βούδα και είπε: «Θα τους κρατήσω ώσπου να φτάσετε στους βράχους που μοιάζουν σαν δίδυμους πύργους. Προχωράτε!» Πήρε τον αυλό του.

Έπαιζε ένα σκοπό που θύμιζε Metallica. Λύκοι και αρκούδες ξεπρόβαλαν και όρμησαν σε άλογα και ελέφαντες, που τρομαγμένα τίναζαν αναβάτες σαν πιτυρίδα. Ο Πάνας γέλασε και κίνησε για τους δίδυμους βράχους.

«Πρέπει να περάσουμε μέσα από τον καταρράκτη», είπε όταν έφτασε. Τους έδειξε το γλιστερό μονοπάτι. Οι Θεοί χλόμιασαν.

Στο μεταξύ, δυο πρώην καμικάζι αυτοκτονίας, πάνω σε δύο ελέφαντες, ερχόντουσαν με ταχύτητα και ρίξανε τα ζώα τους πάνω στους δίδυμους βράχους φωνάζοντας: «Allahu Akbar!»

Οι βράχοι άρχισαν να γκρεμίζονται. Οι Θεοί αναγκαστικά πήραν το μονοπάτι. Ο Πάνας τους οδήγησε στο σημείο που η ροή του καταρράκτη έφθινε. Ακόμα κι έτσι, έπρεπε να πιαστούν χέρι χέρι σαν μαθητούδια σε εκδρομή για να περάσουν μέσα από την ορμή της υδάτινης πύλης.

«Ένα κρύο ντουζ το χρειαζόμασταν!» έκανε ο Χριστός.

«Μήπως έχει τίποτα Νύμφες εδώ;» ρώτησε ο Μωάμεθ.

«Μόλις ξενέρωσα απ’ το χόρτο, παιδιά», είπε ο Βούδας.

«Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα!» τραγούδησε δυσοίωνα ο Πάνας.

֍

Οι τρεις Θεοί έβγαλαν από τα σακίδια φακούς. Φώτιζαν υγρές στοές, απόκρημνα μονοπάτια, ετοιμόρροπες γέφυρες, πνιγηρά περάσματα που σφήνωνε ο Βούδας, σταλακτίτες και σταλαγμίτες, νυχτερίδες κι αράχνες.

«Αργούμε πολύ;» ρώτησε τον Πάνα ο Βούδας.

«Μια μέρα δρόμος είναι. Τώρα πόσο θα μας πάρει είναι άλλο θέμα!»

Οι Θεοί αντάλλαξαν βλέμματα ανησυχίας.

Προχωρούσαν κάνα δίωρο όταν η θερμοκρασία κατέβηκε απότομα.

«Το ‘χω δαγκώσει!» έκανε ο Μωάμεθ.

«Ούτε στο Έβερεστ τέτοιο κρύο!» είπε ο Βούδας.

«Έπρεπε να έπαιρνα εκείνη τη ζακέτα!» αναπόλησε ο Χριστός.

«Θεοί να σου πετύχουν!» είπε ο Πάνας. «Περιμένετε». Εξαφανίστηκε πίσω από βράχους και εμφανίστηκε με τομάρια ζώων. Ο Χριστός φόρεσε προβιά, ο Μωάμεθ γούνα αλεπούς και ο Βούδας αρκουδοτόμαρο.

«Εισήλθαμε στην περιοχή των Γέτι. Μη δείξετε φόβο όταν τους δείτε!»

Έσβησαν τους φακούς τους. Άπλετο φως ερχόταν από ένα κολοσσιαίο άνοιγμα στην κορυφή, απ’ όπου έπεφτε χιόνι. Πίσω από τα ψηλά βράχια ξεπρόβαλε ένα πλάσμα που είχε διπλάσιο ύψος και όγκο απ’ τους Θεούς, με κατάλευκο, μακρύ τρίχωμα και μεγάλα γαλάζια μάτια που εξέπεμπαν ισόποσα αθωότητα κι αγριάδα. Σε λίγο εμφανίστηκαν άλλα έξι. Οι μεν κοιτούσαν τους δε εξερευνητικά.

«Αν θέλετε να περάσετε, πρέπει να τους χαρίσετε κάτι που θα βρουν ενδιαφέρον», είπε ο Πάνας. Έβγαλε μια φυσαρμόνικα, έπαιξε λίγο, και την έδωσε στον μεγαλύτερο. Το πλάσμα άφησε ένα μουγκρητό ευχαρίστησης.

«Κι αν δεν τους αρέσει το δώρο;» έκανε ο Μωάμεθ.

«Τότε πρέπει να γυρίσεις πίσω!» είπε κοφτά ο Πάνας.

Ο Χριστός πλησίασε ένα πλάσμα. «Εγώ είμαι το φως του κόσμου», είπε και πρόσφερε το φακό ανάβοντας τον. Το πλάσμα χοροπήδησε από χαρά.

Ο Μωάμεθ έδωσε τον ελβετικό σουγιά του. Ο Βούδας τις πολύχρωμες κορδέλες του. Τα δώρα έγιναν αποδεχτά και τα πλάσματα έφυγαν.

Οι Θεοί συνέχισαν το δρόμο τους. Η θύμηση των υπέροχων πλασμάτων δε θα έσβηνε εύκολα όπως τα χνάρια τους που ήδη κάλυπτε το χιόνι.

֍

Λες και σε κάθε βήμα η θερμοκρασία ανέβαινε. Το μονοπάτι που διέσχιζαν ανεβοκατέβαινε μέσα σε απόκοσμα φαράγγια. Παράξενα πλάσματα του σκοταδιού, με ανατριχιαστικές κραυγές και όψεις, τρομοκρατούσαν τους Θεούς αλλά υποχωρούσαν όταν ο Πάνας έπαιζε τον αυλό.

«Εδώ είμαστε!» έκανε ο Πάνας μετά την τελευταία στροφή.

Στεκόντουσαν ιδρωμένοι μπροστά από κοκκινόμαυρα, σιδερένια τείχη που απλώνονταν σε όλο το μήκος και ύψος του σπηλαιώδους τοπίου. Η πύλη ήταν διάστικτη από σκαλισμένα σύμβολα και αποκρουστικές μάσκες, και πλάι της υπήρχε μια εσοχή που ήταν σαν ΑΤΜ. Πάνω στα τείχη θα μπορούσες να κάνεις μπάρμπεκιου και αναμμένοι δαυλοί ξεφύτρωναν σε όλη την επιφάνεια.

Ο Πάνας στάθηκε μπρος στην εσοχή. Έβγαλε μια κάρτα· την έχωσε σε μια σχισμή. «Χμ!» έκανε σκεφτικός.

«Τί συμβαίνει;» ρώτησε ο Χριστός.

«Ξέχασα το PIN μου!» έκανε ο Πάνας. Έξυσε το δεξί του κέρατο. «Α!» Τότε τραγούδησε: «Σαν πας στην Καλαμάτα και ‘ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό».

Η πύλη άνοιγε αργά με ανατριχιαστικό θόρυβο.

«Κάπου εδώ σας αποχαιρετώ!» είπε ο Πάνας.

Οι Θεοί κοιτάχτηκαν απορημένοι.

«Μα γιατί;» ρώτησε ο Μωάμεθ.

«Εγώ τα ‘χω καλά με τους δαίμονες. Αν με δουν μαζί σας, δε θα μπορώ να μπαινοβγαίνω», είπε ο Πάνας. «Επιπλέον, δε θέλω να έρθω!.. Διότι εξαιτίας σας οι άνθρωποι με ξέχασαν κι έχασαν την επαφή με τη φύση –τη φύση τους, δηλαδή–, και μάσησαν σαν χάνοι τα ουράνια βασίλεια που τους τάξατε – τους κλέψατε τη δύναμή τους με τα δόγματά σας, και τη διοχετεύσατε σε πλάνες μεταθανάτιες κι όχι σε πραγματικότητες γήινες. Τους κλέψατε τη χαρά και τους γεμίσατε με φόβο!»

«Όπα, Πάνα!» έκανε ο Χριστός. «Εγώ κήρυξα αγάπη και μόνο αυτό – άλλοι παραποίησαν τα λόγια μου ή έβαλαν στο στόμα μου πράγματα που δεν είπα ποτέ. Νομίζεις πώς ήθελα να με κάνουν Θεό; και να διαπράττουν εγκλήματα στο όνομά μου; Για τί με πέρασες;»

Μια σπίθα ενδιαφέροντος τρεμόπαιξε στα μάτια του Πάνα.

«Έχει δίκιο ο Χριστός», άρχισε ο Βούδας. «Κανείς μας δεν ήθελε να τον κάνουν θρησκεία – απλά μας εκμεταλλεύτηκαν!»

«Εγώ πάλι, πολύ γούσταρα τη φάση!» έκανε ο Μωάμεθ.

«Η πόρτα κλείνει», έδειξε ο Πάνας.

Οι Θεοί κοίταξαν πίσω. Όταν γύρισαν ο Πάνας είχε εξαφανιστεί.

«Ακολουθήστε τα κέρατα και ποτέ μη μπείτε στη λίμνη!» ακούστηκε η βροντερή φωνή του.

֍

Το σκοτάδι ήταν τόσο βαθύ που οι φακοί έμοιαζαν με πυγολαμπίδες. Οι Θεοί περπατούσαν αργά. Κάθε τόσο έβρισκαν κέρατα χαραγμένα στους βράχους, κι ακολουθούσαν το μονοπάτι που υποδείκνυαν. Η ζέστη ήταν αφόρητη, απ’ τα ρυάκια λάβας που πλήθαιναν όσο προχωρούσαν, και ήταν γυμνοί πάνω από τη μέση.

Διέσχιζαν μια φυσική γέφυρα από γρανιτένια πλάκα, πάνω από ποτάμι λάβας, όταν άκουσαν μια μακρινή κραυγή που δρόσισε το αίμα τους.

«Μπουάχαχαχαχα!»

Ακολούθησε σεισμική δόνηση που άρχισε να ξεκολλά κομμάτια από τη γέφυρα και κόντεψε να τους πετάξει από κάτω. Μπουσουλώντας, με τα χέρια να τσουρουφλίζονται, έφτασαν απέναντι λίγο πριν καταρρεύσει. Ο Μωάμεθ έχασε το ραβδί του.

«Παραλίγο!» έκανε ο Βούδας. «Ωχ, όχι! Κοιτάξτε!»

Το μονοπάτι ήταν διάσπαρτο από βράχους. Μην έχοντας άλλη επιλογή, προχώρησαν. Αρκετά αργότερα, βρέθηκαν σε σταυροδρόμι γεμάτο με πεσμένα βράχια.

«Όποιο σημάδι του Πάνα κι αν υπήρχε, τώρα χάθηκε», είπε ο Χριστός.

«Προς τα πού πάμε;» απόρησε ο Βούδας.

Ψηφίσανε. Πήγαν ευθεία. Πολλές ώρες μετά, βρεθήκανε σε μια λίμνη.

Περίκλειστη από βραχώδη τοιχώματα, με δεκάδες σταλακτίτες που έσταζαν από τη χαμηλή οροφή, η λίμνη άχνιζε σαν φρεσκοσερβιρισμένη  σούπα. Πίσω από την απέναντι όχθη, έβλεπαν μια υποψία φωτός. Μπροστά τους υπήρχε μια σχεδία με κουπιά.

«Τί κάνουμε τώρα;» είπε ο Βούδας.

«Πρέπει να γυρίσουμε στο σταυροδρόμι!» πρότεινε ο Χριστός.

«Έχω ξεμείνει από δυνάμεις και κουράγιο!» είπε ξέπνοα ο Μωάμεθ.

«Κι εγώ!» συμφώνησε ο Βούδας.

Αντάλλαξαν βλέμματα γεμάτα από κούραση, θάρρος και φόβο.

«Ας δοκιμάσουμε!» είπε ο Χριστός. «Ένα χιλιόμετρο, το πολύ, είναι!»

Ανέβηκαν στη σχεδία. Ο Χριστός με τον Βούδα κωπηλατούσαν. Είχαν φτάσει στη μέση της διαδρομής όταν ακούστηκε παφλασμός. Άλλος ένας. Ένα ψάρι σαν δελφίνι με γοητεία πιράνχα, τινάχτηκε από τα θολά νερά καταπάνω τους. Ο Μωάμεθ τ’ απόφυγε σκύβοντας. Το ψάρι εφόρμησε ξανά στέλνοντας τους θεούς με τη μούρη στη σχεδία. Τώρα τους κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, όπως και οι εκείνοι. Κι άλλα μάτια εμφανίστηκαν στο νερό. Ένα κοπάδι τους κύκλωσε.

Ο Μωάμεθ με τον Βούδα οπλίστηκαν με τα κουπιά, ο Χριστός με τη μαγκούρα του. Τα ψάρια όρμησαν. Οι τρεις Θεοί, σαν παίκτες μπέιζμπολ, αποκρούανε τις ψαρίσιες μπάλες με δυνατά χτυπήματα. Δέκα λεπτά μετά, η επίθεση σταμάτησε. Τα ψάρια έδειχναν να συνεδριάζουν, αν έκρινε κανείς το πλήθος από μπουρμπουλήθρες.

«Δεν έχω άλλες δυνάμεις!» έκανε αποκαμωμένος ο Βούδας.

«Κι εγώ το ίδιο!» είπαν ταυτόχρονα οι άλλοι.

«Μόνο μ’ ένα θαύμα θα γλιτώσουμε!» έκανε ο Χριστός.

Οι άλλοι γύρισαν και τον κοίταξαν ειρωνικά.

«Ωχ! Έχετε δίκιο. Μόνο εγώ απ’ την παρέα κάνω θαύματα!» Σήκωσε τη μαγκούρα ψηλά. «Στο δρόμο που χάραξε ο Μωυσής!» φώναξε.

Η λίμνη αναταράχτηκε. Τα νερά υποχωρούσαν φτιάχνοντας δρόμο… Η σχεδία ακούμπησε στον στεγνό βυθό. Πίσω από το υδάτινο τείχος, τα ψάρια κοιτούσαν απορημένα. Πάλι έκανε σεισμό. Οι σταλακτίτες έπεφταν σαν βλήματα από την οροφή. Οι Θεοί έτρεχαν αποφεύγοντας τα. Εντέλει έφτασαν σώοι και σωριάστηκαν στην άμμο.

«Μπουάχαχαχα!» ξανακούστηκε από πολύ κοντά.

Ο Κέρβερος βγήκε πίσω από ένα βράχο και στάθηκε επιβλητικός πάνω από τους Θεούς, που κείτονταν αποκαμωμένοι.

Συνειδητοποίησαν πώς ήρθε το τέλος – δεν είχαν δυνάμεις.

«Τρία στόματα έχω, ένα για τον καθένα σας. Μπουάχαχ–»

Ένα γλυκό νανούρισμα, παιγμένο από αυλό, ήχησε στη σπηλιά, που γέμισε με χαζοχαρούμενες εκφράσεις τα αποκρουστικά πρόσωπα του Κέρβερου. Ξάπλωσε πλάι στους Θεούς και κοιμήθηκε σαν κουτάβια μετά από φαΐ και παιχνίδι. Οι Θεοί σηκώθηκαν.

«Ευχαριστούμε, Πάνα!» είπε ο Χριστός. «Όπου και να ‘σαι!»

«Μας έσωσες τη ζωή – ο Αλλάχ μαζί σου!»

«Το κάρμα θα σου το ανταποδώσει. Την ευλογία μου!»

֍

Οι Θεοί έβλεπαν την τεράστια, φωταγωγημένη πόλη της Κόλασης που έσφυζε από ζωή, που ποτέ δεν τη σκέπαζε η μέρα, πάνω από ένα λόφο.

«Πάω να κατασκηνώσω σ’ ένα στριπτιζάδικο!» δήλωσε ο Μωάμεθ.

«Θα πάω να κάνω νέους, καλοφαγάδες, φίλους!» είπε ο Βούδας.

«Θα βρω τη Μαρία τη Μαγδαληνή να ζήσουμε τον έρωτά μας!»

Μια ιστορία τελείωνε κι άλλες ξεκινούσαν.

                                                Τέλος 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής