από τον Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Είχα λίγες μέρες άδεια για τις γιορτές, και είπα: δεν πας μια βόλτα ως το χωριό να κάνεις έκπληξη στους γέρους σου; Και το έκανα, τελικά, αν και χρειάστηκαν πέντε βόλτες γιατί ο δρόμος ήταν καλά βιδωμένος. Μου πήρε εννέα ώρες με τ’ αυτοκίνητο, άλλες δύο με το ανεμόπτερο και μιάμιση ώρα με το μεταχειρισμένο έλκηθρο του Άι Βασίλη, που μου το νοίκιασε ένας λυπημένος χιονάνθρωπος που είχε χάσει το καρότο του. Πιστός στο πνεύμα των γιορτών, του χάρισα το αγγούρι που είχα πάρει για δώρο Χριστουγέννων στη μάνα μου, για να μη μείνει χωρίς μύτη χρονιάρες μέρες – ο χιονάνθρωπος, όχι η μάνα μου. Ευτυχώς που είχα πάρει μαζί μου είκοσι εννέα κασκόλ και έκλεινα με δαύτα τις λακκούβες που σκάρωναν οι καλικάντζαροι στον δρόμο.
Όταν έφτασα όμως στο χωριό, με περίμενε μια Δυσάρεστη Έκπληξη, τρεις Τροχονόμοι χιονιού και δεκαέξι Αψιμαχίες χωρικών, που στεκόντουσαν στην είσοδο του χωριού, πάνω στη γέφυρα του ποταμού που διέσχιζε και έκοβε το χωριό στη μέση.
«Τίνος είσαι εσύ;» μου είπε η Δυσάρεστη Έκπληξη.
«Ε… ξέρετε… έχω να ‘ρθω τριάντα τρία χρόνια στη Ραχούλα και δε θυμάμαι τ’ όνομα των γονιών μου», είπα. Ήταν μια αποκαλυπτική και ταιριαστή απάντηση, το γνωρίζω, αλλά οι άλλες απαντήσεις που είχα μου έπεσαν από το ανεμόπτερο.
«Ξέρεις τουλάχιστον…», είπε ο Τροχονόμος 1.
«πού ακριβώς βρίσκεται…», συνέχισε ο Τροχονόμος 2.
«το σπίτι των γονιών σου;» ολοκλήρωσε ο 3.
«ΝΑΙ ΝΑΙ!» ξεφώνισα μες την τρελή χαρά, καθότι προνόησα και είχα κατεβάσει τα αρχεία μνήμης τοποθεσιών, όμως, ονόματα και άλλες άχρηστες πληροφορίες είχαν χαθεί λόγω ενός ιού που, φυσικά, δε θυμάμαι τ’ όνομά του. Γι’ αυτό απάντησα: «Πίσω από την εκκλησία του Αγίου…. Δίπλα από το μπακάλικο τού… Κάτω από την πλατεία τής…. Δεν ξέρω αν σας κατατόπισα, κύριοι Τροχονόμοι».
«Ξέρω ποιανού είσαι!» ούρλιαξε η δωδέκατη Αψιμαχία. «Του Κώστα και της Κώσταινας!»
«Παιδί των Κωστοπουλαίων είναι σίγουρα», είπε η όγδοη Αψιμαχία.
«Τώρα που το λέτε, κάτι αρχίζω να θυμάμαι», απαντώ θλιμμένα.
«Και καλά, δε θυμάσαι τα ονόματα…», άρχισε ο Τροχονόμος 1.
«το επώνυμό σου;…», συνέχισε ο 2.
«δεν το θυμάσαι;» σχεδόν με ανέκρινε ο 3.
«Κυκλοφορώ με το καλλιτεχνικό μου ψευδώνυμο απ’ όταν έφυγα από τη Ραχούλα, κύριοι», είπα με περηφάνια.
«Και τι καλλιτέχνης είσαι του λόγου σου;» ρώτησε μια Αψιμαχία που δεν είχε νούμερο στην πλάτη.
«Είμαι διάσημος Σεφ, συγχωριανοί, στη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας. Μαγειρεύω εύπεπτες ειδήσεις σύμφωνα με τις συνταγές της κυβέρνησης – επιτελώ εθνικό έργο!» ευλόγησα τα γένια μου, που είχαν ασπρίσει από το πυκνό χιόνι και τον αγιασμό.
«Μπορείς να περάσεις. Αλλά επειδή δε βλέπω να φοράς…», είπε ο Τροχονόμος 1.
«τα πέντε κασκόλ που ορίζει ο νόμος…», συνέχισε ο 2.
«πρέπει να σου κόψουμε κλήση!» με αποτελείωσε χαιρέκακα ο 3.
Είπα να διαμαρτυρηθώ, αλλά, γνωρίζοντας ότι και οι τροχονόμοι πρέπει να βγάλουν κάνα εξτραδάκι στις γιορτές, τους δωροδόκησα με τα δώρα που είχα πάρει για τον πατέρα μου: στον Τροχονόμο 1 έδωσα περίστροφο, στον 2 μαχαίρι και στον 3 μπουκαλάκι κώνειο. Αλλά είχα μια απορία.
«Ως προς τι όλες αυτές οι Αψιμαχίες στην είσοδο του χωριού;» είπα εύλογα, βλέποντας τις να φωνάζουν και να βρίζουν η μία την άλλη.
«Κοίτα γύρω σου και θα καταλάβεις», έκανε η Δυσάρεστη Έκπληξη.
Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά το χιονισμένο τοπίο. Αντί τη μία και μοναδική πινακίδα με το όνομα του χωριού, υπήρχαν δύο: ΔΕΞΙΑ ΡΑΧΟΥΛΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΡΑΧΟΥΛΑ.
«Ο πληθυσμός του χωριού έχει μειωθεί 17% από τις διαμάχες των δεξιών και αριστερών χωριανών – ζούμε ιστορικές στιγμές χαράς! Οι σημερινές φασαρίες γίνονται γιατί ο δήμαρχος στόλισε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία της Δεξιάς Ραχούλας», εξήγησε η Δυσάρεστη Έκπληξη.
Γεγονός που βρήκα ιδιαίτερα ευχάριστο, διότι, πρώτον, μου θύμισε την εφημερίδα μου, και δεύτερον, είναι η πλευρά του πατρικού μου σπιτιού. Μαστίγωσα του ταράνδους και πέρασα τη γέφυρα, κι όταν έστριψα δεξιά, οι μισές Αψιμαχίες επιδόθηκαν σε κρεσέντο βρισιών εναντίον μου, εξαιρετικής ποιότητας μπινελίκια Χριστουγέννων που μόνο ένας ευσεβής θα μπορούσε να απαγγείλει με τόσο βδελυγμία και μίσος προς τον συνάνθρωπο του – τι υπέροχο να γυρίζει κανείς στον τόπο του!
Πάρκαρα το έλκηθρο στο γκαράζ και έβαλα τους ταράνδους στο στάβλο δίχως να με πάρουν χαμπάρι οι δικοί μου. Έπειτα, με τους παλμούς μου να κροταλίζουν απ’ την ταραχή, χτύπησα το κουδούνι.
«Ποιος διάβολος είναι πάλι;» άκουσα τη γλυκιά αγριοφωνάρα της μάνας μου, που όπως πάντα υποδεχόταν φιλόξενα τους επισκέπτες.
«Άνοιξε, μάνα. Ο γιος σου είμαι – πιθανότατα!»
«Ο ποιος;»
«Ο γιος σου, απ’ την πρωτεύουσα!»
Η μάνα άνοιξε την πόρτα και βάλθηκε να με κοιτάζει από πάνω ως κάτω, με μια έκφραση σαν να έφαγε χαλασμένα μούσμουλα.
«Τί δυσάρεστη έκπληξη είναι αυτή;» ήταν τα πρώτα μητρικά της λόγια που μου ‘φεραν ρίγη συγκίνησης, ενώ κοίταξα γύρω μου για να διαπιστώσω αν απευθυνόταν στη Δυσάρεστη Έκπληξη που είχα συναντήσει στη γέφυρα και για κάποιο λόγο μ’ ακολούθησε. Τι ανέλπιστη ευτυχία, σε μένα το είχε πει!
«Ήρθα για να κάνουμε γιορτές, μάνα!» ανήγγειλα χαρμόσυνα.
«Πώς έχεις γίνει έτσι, ρε;» είπε τον καλό της τον λόγο, και αμέσως μου άστραψε ένα χαστούκι…
Τί χαρά! τι αγαλλίαση! Είμαι σπίτι!
«Έχω παχύνει λίγο, μάνα, ε;»
«Για τη φάτσα σου αναφερόμουν… Αλλά τώρα που το λες, χλομό το βλέπω να χωράς απ’ την πόρτα!» είπε με το γνωστό της χιούμορ.
Τελικά, μπήκα από την μπαλκονόπορτα γιατί είχε τελειώσει το βούτυρο και το γράσο δεν ήταν γιορτινό για την περίσταση.
Ο πατέρας μου καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα του μπροστά από το τζάκι, όταν με είδε και γούρλωσαν τα μάτια του από χαρά.
«Γαμώ την πουτάνα σου μέσα, κωλόπαιδο. Πώς τολμάς κι έρχεσαι απροειδοποίητα;» γρύλισε, μη μπορώντας να συγκρατήσει τη θέρμη των γονεϊκών συναισθημάτων του που μ’ αντίκρισε ύστερα από τριάντα τρία χρόνια.
«Αφού δεν έχετε τηλέφωνο, πατέρα!» αποκρίθηκα.
«Λεπτομέρειες… Θα μπορούσες να μας γράψεις – όπως εμείς!»
«Αφού δεν ξέρετε να διαβάζετε, πατέρα. Άσε που οι ταχυδρόμοι χτυπούν δύο και τρεις φορές και έχουν αποδεκατιστεί. Για να μη αναφερθώ στο γεγονός πώς σπάνια βρίσκει κανείς έλκηθρο για τη Ραχούλα, ύστερα από τον ιό των τρελών ταράνδων».
«Τον κακό σου τον καιρό, μαλακοπίτουρα!» είπε με ευχαρίστηση και σηκώθηκε, πήρε τη μαγκούρα του και μου έχωσε μερικές γερές στα πλευρά, μια γλυκιά χειρονομία που ήταν προσφιλής του συνήθεια από τότε που ήμουν νήπιο, αν πιστέψω, βέβαια, το πλήθος από τα χαρτιά νοσοκομείου από τις εισαγωγές μου στα επείγοντα, που ο γλυκός πατερούλης μου είχε καδραρισμένα στον τοίχο, μιας και ήταν μανιακός συλλέκτης.
Κάθισα στο σαλόνι. Ο πατέρας έριξε δυο κούτσουρα (ευτυχώς όχι εμένα αυτή τη φορά) στο τζάκι, κι εγώ έριξα στη φωτιά το «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς για να μυρίσει γιορτές. Θαύμασα το βαρυφορτωμένο από στολίδια Χριστουγεννιάτικο δέντρο που, όπως πάντα, ήταν γεμάτο από κρανία μικρών ζώων και σκελετούς πουλιών, που οι απαστράπτουσες λείες επιφάνειες τους αντανακλούσαν το διαρκές αναβόσβησμα των λαμπιονιών, δίνοντας περαιτέρω ένταση στην ήδη ηλεκτρισμένη γιορτινή ατμόσφαιρα.
Η μάνα εμφανίστηκε κρατώντας κάτι σκουριασμένες αλυσίδες, αντί για το καφεδάκι που υπέθεσα ότι έφτιαχνε στην κουζίνα, και στο νου μου ήρθαν όλες οι εκπαιδευτικές νουθετήσεις της όταν πήγαινα σχολείο, που σ’ αυτές οφείλω ότι έχω γίνει σήμερα. Δυστυχώς, για μένα, αυτή τη φορά μάθαινε στον γέρικο γάτο να μην αφήνει τις τρίχες του αποδώ κι αποκεί, και εκείνος, θέλοντας να της δείξει την ευγνωμοσύνη του, ούρλιαζε από ευχαρίστηση σε κάθε άγγιγμα των χοντρών αλυσίδων, θυμίζοντάς μου αλησμόνητες στιγμές που κι εγώ με τη σειρά μου ούρλιαζα από τις χαρές της μάθησης.
«Πίστευα ότι θα σε ξαναδώ στην κηδεία μου», μου είπε νοσταλγικά ο πατέρας, όταν λιποθύμησε ο γάτος ή ψόφησε από ευτυχία.
«Σκέφτηκες να το επισπεύσεις, πατέρα;»
«Η μητέρα σου το σκέφτηκε, και προσπάθησε η καημένη, αλλά είμαι γερή κράση και τα μανιτάρια μου θεράπευσαν τη δυσκοιλιότητα».
«Και το ποντικοφάρμακο τού ισορρόπησε την πίεση», μπήκε στη κουβέντα μας κι η μάνα.
«Είμαι σίγουρος, μητέρα, πως δεν εξάντλησες την εφευρετικότητα σου σε κοινά μέσα εξόντωσης!» είπα περήφανος για τα ταλέντα και τις αρετές της.
«Όταν τον έριξα απ’ τη ταράτσα, έπεσε πάνω στο γουρούνι, και αναγκάστηκα να φτιάξω μπέικον – θα σε κέρναγα λίγο, αλλά το φυλάω για ειδικές περιπτώσεις!» εξήγησε η μητέρα μου, για να μη με προσβάλει.
«Σου είχα πάρει κάτι για τις αιμορροΐδες σου, μητέρα, δυστυχώς όμως, αναγκάστηκα να το δώσω σ’ έναν χιονάνθρωπο», είπα για να δικαιολογήσω τα άδεια από δώρα Χριστουγέννων χέρια μου. «Και σε σένα, πατέρα, σου είχα πάρει τρία διαφορετικά δώρα, διότι δεν μπορούσα να κατασταλάξω πιο θα σου ταίριαζε καλύτερα».
«Δεν πας στο διάααολο, βραδιάτικα!» με πείραξε χαριτωμένα ο πατέρας, όπως συνήθιζε. «Άκου δώρα!»
«Είπα να φέρω κάτι ως ανταπόδοση όσων έχετε κάνει για μένα», αποκρίθηκα, «Λυπάμαι πάρα πολύ που σας πήρα δώρα! Χαίρομαι που τα έδωσα αλλού όμως κι έτσι σας ευχαρίστησα!»
«ΓΤΧ σου ΚΤΠ σου, κωλόπαιδο!» σιγοντάρισε εορταστικά κι η μάνα.
«Επίσης, μητέρα, επίσης!»
«Δεν μας αδειάζεις τη γωνιά τώρα, γιατί νύχτωσε;» πρότεινε χαρωπά ο πατέρας, που κοιμόταν νωρίς για να διατηρεί νεανική την επιδερμίδα και την αθώα ψυχή του.
«Ήλπιζα ότι θα με… φιλοξενούσατε, πατέρα!» είπα απορημένος.
«Είσαι τυχερός!» έκανε η μάνα μου. «Έχω αφήσει εντελώς άθικτο το δωμάτιό σου από τότε που έφυγες! Μπορείς να μείνεις εκεί».
«Ευχαριστώ πολύ, μητέρα!» είπα βαθιά συγκινημένος. Σηκώθηκα, πήρα τη βαλίτσα μου, άνοιξα την μπαλκονόπορτα και καληνύχτισα.
«ΒΡΕ ΑΊ ΣΤΟ ΔΙΆΑΑΑΟΛΟ!» αντευχήθηκαν συγχρονισμένα.
Με χαμόγελο στα χείλη από τη στοργική και γιορτινή επανένωση, περπάτησα στη στρωμένη από χιόνι αυλή κι έφτασα στο σκυλόσπιτο μου – είχε δίκιο η μητέρα, ήταν όπως το θυμόμουν. Φτυάρισα το χιόνι από την είσοδο, έβαλα τη βαλίτσα μου μέσα, και κίνησα για την αγορά – έπρεπε να αναπληρώσω τα δώρα τους, να ανταποδώσω τη φιλοξενία των γονιών μου.
Στο δρόμο συνάντησα δυο –μάλλον– νεκρούς, με ανοιγμένα κεφάλια χωριανούς, στην άκρη του δρόμου, και παραδόξως έναν ζωντανό γεμάτο αίματα στα χέρια. Έφτασα στο εμπορικό και αγόρασα ένα σπαθί Κατάνα, για να το προσφέρω αύριο και στους δύο γονείς μου. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει και από κάπου μακριά ακούγονταν φωνές από διάφορες Αψιμαχίες και ενίοτε πυροβολισμοί ή κραυγές απόγνωσης των κατοίκων – τίποτε δεν είχε αλλάξει στο χωριό μου. Έφτασα κουρασμένος απ’ το μακρύ μου ταξίδι και τις ανείπωτες συγκινήσεις, στο δωμάτιο-σκυλόσπιτο των παιδικών μου χρόνων.
Φτυάρισα λίγο ακόμη, έβγαλα μερικές σανίδες για να μπορέσω να μπω, και βολεύτηκα στο βρώμικο και ξεσχισμένο χαλάκι. Αμέσως με τύλιξε η ευωδιά περιττωμάτων που είχε ποτίσει τους τοίχους, και θυμήθηκα τη θαλπωρή των παιδικών μου χρόνων. Το φως από το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο στην πλατεία πιο πάνω, ερχόταν κατά κύματα μαζί με το πυκνό χιόνι, και ταξίδευε την ψυχή μου σ’ αυτήν την υπέροχη εποχή της παιδικής μου ηλικίας, και εντελώς ξαφνικά, από το πουθενά, άρχιζα να κατεβάζω τις μνήμες που είχε σβήσει ο ιός που πλέον θυμήθηκα τ’ όνομά του: Παιδική Κακοποίηση.
Τότε ήταν που αποφάσισα να προσθέσω στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο του πατρικού μου σπιτιού, τα επαρκώς γυαλισμένα κόκαλα των γονιών μου, ως δείγμα εκτίμησης των όσων μου είχαν προσφέρει κατά τη διάρκεια της ζωής μου – η Δυσάρεστη Έκπληξη που είχε τρυπώσει στο σκυλόσπιτο μου, συμφώνησε. Με ευχάριστες σκέψεις διαμελισμού σωμάτων και γδαρσίματος σάρκας που είχα να κάνω το επόμενο πρωινό, άρχισε να με παίρνει ένας γλυκός ύπνος.
Θα περάσω υπέροχα τα φετινά Χριστούγεννα στο χωριό!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής