Απόδραση

0
169

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι trial-1024x610.jpgαπό τον Γιάννη Κεφαλά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν ήταν σίγουρος αν είχε περάσει ξανά απ’ το ίδιο σημείο. Ήταν κουρασμένος, τα βλέφαρά του βαριά, τα μάτια έκλειναν… Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει. Έπρεπε να ξεφύγει. Να βρει την έξοδο απ’ τον λαβύρινθο. Να βγει απ’ τη φυλακή. Στάθηκε στη μέση του διαδρόμου. Κοίταξε τριγύρω. Κανένα στοιχείο. Κανένα νόημα. Μπορεί να είχε περάσει ξανά από εκεί, μπορεί και πάλι όχι. Πρέπει να ήταν νύχτα· ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, μόνο κάτι φώτα στο βάθος τρεμόπαιζαν… Κι εκεί… Εκεί φοβόταν να πάει. Ξανακοίταξε γύρω του. Έψαξε για μια πόρτα, ένα παράθυρο, ένα άνοιγμα, έστω ένα χάλασμα σε κάποιο σημείο του τοίχου, όπου θα χωρούσε και θα μπορούσε να περάσει. Έπρεπε ν’ αποδράσει. Να ξεφύγει. Έκλεισε τα μάτια σε μια ασυναίσθητη προσπάθεια να συγκεντρωθεί. Ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Ανατρίχιασε. Δεν περίμενε να είναι τόσο κρύος. Έτριψε τα χέρια πάνω στο σώμα του, για να ζεσταθεί. Είχε ξεφύγει άραγε; Κοίταξε γύρω του. Τίποτα γνώριμο…

Ένας κρότος ακούστηκε. Μια έκρηξη απ’ την άλλη μεριά. Ταράχτηκε. Θυμήθηκε τότε που… Τι φρίκη! Τα φώτα στην άκρη του διαδρόμου αναβόσβησαν γρήγορα. Τον έψαχναν. Τους άκουγε. Ίσως τον είδαν. Δεν έπρεπε να τον συλλάβουν. Καλύτερα να τον σκότωναν. Όχι ξανά! Ο δεσμοφύλακας… Η γερή μπουνιά στο πρόσωπο… Έβαλε το χέρι στο σαγόνι, λες και ήταν ακόμα πρησμένο απ’ εκείνη τη γροθιά. Ήθελε να τρέξει, να ξεφύγει, όμως το σώμα δεν συνεργαζόταν· υπάκουε στις εντολές του αργά και με καθυστέρηση. Τα βήματά του ήταν βαριά, με δυσκολία έσερνε τα πόδια. Άλλη μια έκρηξη. Έσκυψε, για να προστατευτεί. Κάποιος τον εντόπισε. Φοβήθηκε πολύ. Έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του. Δεν ήθελε να επιστρέψει στο κελί. Όχι ξανά…

Ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακατάληπτες κραυγές. Έκλεισε τ’ αυτιά του. Έπρεπε να ξεφύγει. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Κανείς. Σύρθηκε στον τοίχο κι απομακρύνθηκε απ’ τα φώτα που τρεμόπαιζαν. Έστριψε στη γωνία. Η πλάτη στον τοίχο. Κάλυπτε τα νώτα του. Σήκωσε το κεφάλι αργά και κοίταξε προς το μέρος που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Έψαξε το όπλο στη ζώνη του. Δεν ήταν εκεί. Πού ήταν; Ποιος το πήρε; Δεν είχε σημασία. Αν είχε το όπλο του… Έπρεπε να μην τον ανακαλύψουν. Τόσοι σύντροφοι εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Έπρεπε να βγει απ’ τη φυλακή. Κοίταξε τον διάδρομο. Δεν ήξερε που ήταν. Το σημείο δεν του θύμιζε απολύτως τίποτα. Είχε ξαναπεράσει; Έπρεπε να προσέχει. Που ήταν η έξοδος; Φοβήθηκε μήπως τον ανακαλύψουν. Ήταν κανένας εκεί; Κοίταξε γύρω του. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Μια έκρηξη! Τρόμαξε. Κοίταξε γύρω του. Τίποτα. Το χέρι στη ζώνη. Το όπλο δεν ήταν εκεί. Κοίταξε γύρω του. Κάπως έπρεπε ν’ αμυνθεί. Τίποτα. Κι άλλος κρότος ακούστηκε. Έπρεπε να φύγει. Τα φώτα άναψαν. Γύρω όλα στα λευκά. Δεν ήθελε να τον πιάσουν. Δεν μπορούσε να υπομείνει άλλα βασανιστήρια. Δε θα συγχωρούσε τον εαυτό του αν τους πρόδιδε. Έπρεπε ν’ αποδράσει! Έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του. Τον έπιασε τρέμουλο. Κάποιος ερχόταν. Το βήμα του ήταν σταθερό και… Δεν έπρεπε να τον πιάσουν… Έπρεπε να ξεφύγει… Έπρεπε…

Ένα χέρι τράνταξε τον ώμο του.

«Μπαμπά; Τι κάνεις;»

«Μαμά; Μαμά! Πάρε με από εδώ. Σε παρακαλώ! Φοβάμαι!»

«Έλα μπαμπά. Η Άννα είμαι. Πιάσε το χέρι μου. Εδώ είμαι τώρα. Σήκω. Πάμε μέσα μαζί».

Κοίταξε τη γυναίκα. Δεν την αναγνώριζε. Μόνο η φωνή της ήταν γνώριμη. Ήταν ίδια η φωνή της μητέρας του, όπως ήταν χαραγμένη στο μυαλό του· η πιο ζωντανή ανάμνηση των παιδικών του χρόνων. Μπερδεύτηκε. Κατέβασε το κεφάλι κι άρχισε να κλαίει. Ένιωσε ένα χάδι στο κεφάλι.

«Σήκω Δημήτρη. Πεινάς; Θες να σου φτιάξω κάτι να φας;»

Ο Δημήτρης τής έδωσε το χέρι. Είχε μια οικειότητα αυτό το άγγιγμα. Έτσι του κράταγε το χέρι η μητέρα του, όταν ήταν μικρός. Περπάτησαν μαζί στον διάδρομο. Πήγαν προς τα φώτα που αναβόσβηναν. Απ’ ένα μεγάλο παράθυρο στον τοίχο εμφανίστηκε ένας στρατιώτης πάνω σ’ ένα τανκς· κρατούσε ένα όπλο και πυροβολούσε. Φοβήθηκε. Κόλλησε το σώμα του πάνω στο δικό της, αναζητώντας την ασφάλεια τής μητρικής αγκαλιάς.

«Μην αφήσεις να με πιάσουν! Δε θέλω να με χτυπήσουν! Μην τους αφήσεις να μου κάνουν πάλι κακό!»

Πρόσεξε κάτι μαύρο στο χέρι της. Το έτεινε προς το παράθυρο, και τότε ο στρατιώτης, ο θόρυβος κι όλα τα φώτα χάθηκαν απότομα στο σκοτάδι.

«Είμαι εγώ εδώ. Μη φοβάσαι. Εδώ είναι το σπίτι μας, όχι η φυλακή. Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι μπαμπά».

«Σπίτι; Και οι σύντροφοι; Τα κατάφεραν;»

«Όλοι ελεύθεροι. Δεν είναι κανένας στη φυλακή. Η χούντα έπεσε εδώ και πάρα πολλά χρόνια».

Ο Δημήτρης χάρηκε. Ξέχασε ό,τι άλλο είπανε και την ακολούθησε στην κουζίνα.

Τον βοήθησε να καθίσει στο τραπέζι. Την παρατηρούσε να ετοιμάζει τα υλικά. Γνωστή μυρωδιά… Θα του έφτιαχνε σούπα μοσχαράκι με λαχανικά. Τι ωραία που μύριζε! Κι αυτή τη γυναίκα την ήξερε. Αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού. Κάθισε δίπλα του μ’ ένα μπολ που άχνιζε. Του έδωσε μια κουταλιά. Ο Δημήτρης αναγνώρισε το πρόσωπο τής κόρης του. «Τι νόστιμο που είναι Αννούλα μου! Το αγαπημένο μου φαγητό!»

Την είδε να δακρύζει.

«Πόσους μήνες έχεις να πεις τ’ όνομά μου… Σ’ αγαπάω μπαμπά!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω κορίτσι μου… Και συγγνώμη… Συγγνώμη που σε δυσκολεύω ακόμα…»

Γρήγορα όμως τα χαρακτηριστικά της έγιναν θολά και την ξέχασε ξανά. Κι έμεινε απλώς να κοιτάει τη γυναικεία φιγούρα που τον τάιζε.

Ύστερα την ακολούθησε στο δωμάτιο, όπου του έφτιαξε το κρεβάτι. Του φίλησε το μέτωπο, τον σκέπασε και τον άφησε να κοιμηθεί.

Εκείνο το βράδυ ο Δημήτρης τόλμησε την τελική του απόδραση. Δεν ξαναμίλησε. Ούτε σηκώθηκε ξανά. Έμεινε για βδομάδες ακούνητος στο κρεβάτι. Μόνο άνοιγε τα μάτια κι ανέπνεε βαριά. Όποιος κι αν ήταν ο Δημήτρης που είχε απομείνει, τώρα δεν εξουσίαζε το σώμα του. Δεν είχε συνείδηση. Ίσως να ήταν χαμένος κάπου βαθιά στον λαβύρινθο του μυαλού του. Ίσως να ήταν φυλακισμένος κι ανίκανος ν’ αντιδράσει. Το σώμα του ήταν εκεί. Όμως δεν ήταν πια ο Δημήτρης. Ώσπου ξέχασαν και οι μύες του να λειτουργούν, ξέχασε πως ν’ αναπνέει, ξέχασε και η καρδιά του να χτυπά… Κι έτσι κατάφερε ν’ αποδράσει απ’ το σώμα του. Ν’ αποδράσει απ’ αυτόν τον κόσμο. Κι έγινε απλώς μια ανάμνηση στο μυαλό των δικών του ανθρώπων. Μέχρι που κάποτε χάθηκαν κι εκείνοι, και τότε ο Δημήτρης κατάφερε ν’ αποδράσει οριστικά απ’ αυτή τη διάσταση. Οριστικά κι αμετάκλητα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι από την κινηματοραφική μεταφορά της Δίκης του Κάφκα, από τον Όρσον Ουέλς. Πρωταγωνιστεί ο Άντονι Πέρκινς.