από τον Γελωτοποιό
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σήμερα ακολουθούσα ένα ζευγάρι που περπατούσε στην Παραλία Θεσσαλονίκης. Δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπα, αλλά καταλάβαινα την ηλικία απ’ τα σώματα.
Ο άντρας ήταν καμπουριασμένος πολύ. Η γυναίκα εντελώς διπλωμένη, με το πρόσωπο να βλέπει μόνιμα κάτω. Ντυμένοι με φτηνά ρούχα και παπούτσια. Κρατιόντουσαν απ’ το χέρι και προχωρούσαν αργά και σταθερά, χωρίς καθόλου να μιλάνε – τι άλλο να πούνε πια;
Είχαν συντονίσει το βήμα τους, αριστερό δεξί, αριστερό δεξί. Ο άντρας το ’χανε κάθε τόσο, αλλά μετά από λίγο το ξανάβρισκε. Μάλλον χτυπούσαν κι οι καρδιές τους στον ίδιο ρυθμό.
Τους πήρα από πίσω. Ο ήλιος έλαμπε, αλλά δεν μπορούσαν να κοιτάξουν πάνω, τα κορμιά τους είχαν σκεβρώσει – σαν κιθάρα άπαιχτη, παρατημένη στη γωνιά.
Αναρωτήθηκα πόσα χρόνια είναι μαζί. Μπορεί εξήντα, εβδομήντα…
Ένα παλικάρι ψηλό και γελαστό, μια κοπέλα λυγερόκορμη, με το πρόσωπο στον ήλιο.
Ειδώθηκαν για πρώτη φορά σ’ ένα ζαχαροπλαστείο στη Διαγώνιο.
Εκείνη αριστερή, με γονείς που ’χαν πάρει τα βουνά, εκείνος δημοκρατικός – έτσι έλεγε.
Την κέρασε σουμάδα. Και μετά της είπε: «Θέλω να είμαστε μαζί για πάντα».
Εκείνο το «για πάντα» ήταν αληθινό – γεμάτο έρωτα, παιδιά, προβλήματα, γέλια, κλάματα.
Εκείνο το «για πάντα» ήταν αληθινό… πέρασε τόσο γρήγορα.
Κι απόμειναν δυο σκεβρωμένα γεροντάκια να περπατάνε συντονισμένα στην Παραλία, χέρι χέρι – χωρίς να ξέρουν ότι ένας γελωτοποιός τους παρακολουθεί.
Πριν τους αφήσω σκέφτηκα ότι όποιος πεθάνει πρώτος θα ’ναι ο τυχερός. Ο άλλος δεν θ’ αντέξει τον πόνο, θα τον ακολουθήσει με γρήγορο βήμα.
Μπορεί η γυναίκα, που φαίνεται πιο ταλαιπωρημένη, να μην αφήνεται να πεθάνει ακριβώς γι’ αυτό· για να μην του προξενήσει πόνο. Κι εκείνος γι’ αυτό δεν πεθαίνει, για να μην την πονέσει.
Είναι όπως παλιά, τότε στον πρώτο έρωτα που μιλούσαν στο ενσύρματο τηλέφωνο κι έλεγαν:
«Κλείσε τώρα».
«Εσύ πρώτη».
«Όχι, εσύ πρώτος».
«Όχι, εσύ».
Τώρα πέφτουν κάθε βράδυ στο φτωχικό τους δωμάτιο, πονεμένο το σώμα, φιλιούνται, αγκαλιάζονται και παρακαλάνε από μέσα τους να φύγει ο άλλος πρώτα, να λυτρωθεί.
Αλλά θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει κάτι (ένας θεός, ένα πνεύμα) που θα τους λυπηθεί.
Κι ένα βράδυ θα ξαπλώσουν, θα φιληθούν, θα πιαστούν απ’ το χέρι, θα της τραγουδήσει ένα στιχάκι απ’ το αγαπημένο της τραγούδι, θα κλείσουν τα μάτια και θα σταματήσουν ν’ αναπνέουν ακριβώς την ίδια στιγμή, συντονισμένα
– σαν να περπατάνε στην Παραλία, νέοι κι ερωτευμένοι πάντα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Elliott Erwitt