Η τράπεζα είναι γεμάτη γέρους. Η πόλη γεμάτη γέρους. Η χώρα γεμάτη γέρους.
Παρατηρώ έναν με τρίχες στ’ αυτιά και στη μύτη. Και πουθενά αλλού. Σαν έρχεται η σειρά του παίρνει το πι και κινείται. Ώσπου να φτάσει στο ταμείο έχουν χτυπήσει άλλα δέκα νούμερα.
Σκέψου, λοιπόν, να περάσεις τη ζωή σου έτσι. Πληρώνοντας λογαριασμούς. Και να μην πας ποτέ στη Χιλή, όπως ονειρευόσουν.
Στο ταμείο 5 αναβοσβήνει το 148, το νούμερο μου. Πηγαίνω και νιώθω κάποιον να έρχεται μαζί μου. Είναι ένας γέρος που διεκδικεί τη θέση μου.
– Ποιο νούμερο έχετε; τον ρωτάω.
– Το 148
Παρατηρώ το χαρτάκι που κρατάει. Είναι το 148, πράγματι, αλλά της προηγούμενης μέρας. Τόσος χρόνος του χρειάστηκε να φτάσει ως το ταμείο;
Ψάχνει τις τσέπες του και βγάζει μερικά ακόμα. Από άλλες τράπεζες, απ’ το ταχυδρομείο, την εφορία. Τ’ αφήνει στον πάγκο να ψάξουμε. Σηκώνεται κι ο ταμίας. Σκέφτομαι ότι ανάμεσα στα χαρτιά μπορεί να βρούμε και το φύλλο πορείας για το αλβανικό μέτωπο.
Τελικά έχει το 104.
– Τι να κάνω; λέει ο γέρος. Βιολογική φθορά.
– Δεν πειράζει, του λέει ο ταμίας. Περιμένετε να τελειώσω με τον νεαρό.
Ο νεαρός είμαι εγώ. Κι αλήθεια εκεί μέσα μοιάζω νιάνιαρο, λες και φοράω ακόμα κοντά παντελόνια.
~~{}~~
Πάω στη λαϊκή αγορά. Ορδές γέρων και γριών ψωνίζουν. Τόσους άνεργους έχουν να θρέψουν.
Μυρωδιά από σταφιδιασμένες ελιές κι ακράτεια. Ψάρια με θολά μάτια και βαρηκοΐα. Μποτιλιάρισμα από καροτσάκια γεμάτα πατάτες και κουνουπίδια.
Μια γριά τσακώνεται.
– Μισό ευρώ το ένα; Δέκα δραχμές έκαναν τ’ αγγούρια, λέει στον λαϊκιτζή.
– Πότε; Τον χειμώνα του ’41;
~~{}~~
Στο ραδιόφωνο παίζει το Time, των Pink Floyd.
“Every year is getting shorter
never seem to find the time”
Κοιτάζω το ρολόι. Σε πέντε λεπτά σχολάει ο Τηλέμαχος. Πρέπει να προλάβω.
Κι είναι εκείνα τα πέντε λεπτά που διαρκούν μια ζωή κι όλο τρέχουμε να προλάβουμε. Μέχρι που ένα πρωί πας στην τράπεζα με το πι.
Και δεν έχεις προλάβει να πας στη Χιλή.
Τραβώ την Πέρλα απ’ το λουρί για να προλάβουμε. Εκείνη δεν δυσανασχετεί, της αρέσει να τρέχει.
Βλέπω να ‘ρχεται απ’ την αντίθετη μεριά μια μάνα που τραβάει το παιδί της απ’ το λουρί.
– Έχω παρκάρει παράνομα, φωνάζει. Θα μας γράψουν.
Το κοριτσάκι κοιτάζει ψηλά.
Είναι αυτός ο δρόμος στη Θεσσαλονίκη, όλο λεύκες και πλατάνια. Τα φύλλα έχουν κιτρινίσει κι άξαφνα φυσάει, ενώ ακούγεται η φωνή του λαϊκιτζή απ’ τον παρακείμενο δρόμο: Τέσσερα η σαρδέλα, τέσσερα.
Κίτρινα φύλλα πέφτουν. Το παιδί, ούτε τριών χρονών, τα δείχνει και λέει σαγηνευμένο: Χιονίζει!
Τα πλατανόφυλλα σαν χιονονιφάδες στο πεζοδρόμιο, στ’ αυτοκίνητα, στο κεφάλι της μικρής. Η μάνα κοντοστέκεται και κοιτάει.
– Τι όμορφο, λέει κι αυτή.
Στέκομαι κι εγώ να θαυμάσω. Η Πέρλα βρίσκει την ευκαιρία να μυρίσει την υπογραφή κάποιου αρσενικού.
~~{}~~
Δούλευα δώδεκα ώρες την ημέρα, με ταχύτητες που κανένα ρομπότ δεν θα δεχόταν ν’ ακολουθεί. Αύγουστος μήνας στο νησί, στην παραλία της Νάξου, επίγεια κόλαση για κάθε σερβιτόρο.
Με την άκρη του ματιού και ασπρόμαυρη όραση είδα κάτι να στέκεται στο στερέωμα, πάνω απ’ τα βουνά της Πάρου. Έστρεψα το κεφάλι για να βάλω χρώμα.
Ήταν μισό φεγγάρι, πορτοκαλί σαν φέτα πορτοκάλι σε τεκίλα σανράιζ.
Άφησα τον δίσκο με τ’ άδεια στον πάγκο, αδιαφόρησα για τους πελάτες που ουρλιάζαν και πέρασα τον δρόμο προς τη θάλασσα.
– Μαμά κοίτα! Το φεγγάρι!
Ήταν ένα κοριτσάκι που το είχε δει. Η μητέρα του βιαζόταν.
– Καλά. Πάμε.
– Το φεγγάρι!
– Ναι, το ξέρω. Το φεγγάρι. Πάμε.
Πήγα στο μαγαζί κι είπα στον Στέφανο για το φεγγάρι. Εκείνος με κοίταξε σαν να ‘βλεπε έντομο να χορεύει μπαλέτο.
– Πρέπει να το δεις, του είπα.
Βγήκε μαζί μου ως την πόρτα. Το κοίταξε κι ύστερα είπε σαρκαστικά: Ερωτευμένος είσαι;
Δεν ήμουν. Το φεγγάρι ήταν.
~~{}~~
Παράξενο είναι. Πρέπει να φτάσουμε στο τέρμα της βιολογικής φθοράς για να καταλάβουμε ότι δεν προλάβαμε. Και το πιο παράξενο απ’ όλα είναι ότι δεν ξέρουμε τι προσπαθούσαμε να προλάβουμε.
Ζούμε ογδόντα χρόνια χωρισμένα σε πεντάλεπτα, σε αγχωμένα πεντάλεπτα, σε πενηντάλεπτα, σε ευρώ, μέχρι που να γεράσουμε και να πηγαίνουμε με το πι στην τράπεζα, στην τουαλέτα.
Και στη Χιλή δεν θα πάμε, να δούμε το φεγγάρι να δύει στον Ειρηνικό Ωκεανό.
~~~
– Νούμερο 148! Νούμερο 14…
– Εγώ!
– Ορίστε, τι θέλετε;
– Θέλω να δω το φεγγάρι στο Βαλπαραΐσο.
– Πού είναι αυτό;
– Στη Χιλή. Στον Ειρηνικό.
– Θα πρέπει να πάτε στο Τμήμα Ονείρων.
– Από ‘κει έρχομαι. Ήταν κλειστά.
– Λυπάμαι. Εμείς δεν εξυπηρετούμε ονειρευτές. Έχετε κάποιο λογαριασμό να πληρώσετε;
– Πολλούς… Το Τμήμα Ονείρων πότε θ’ ανοίξει;
– Δεν γνωρίζω… Από σας εξαρτάται.
– Από μένα;
– Ναι, είναι σελφ σέρβις.
~~~~~~
Όλ’ αυτά που ονειρευτήκαμε όταν ήμασταν παιδιά, και έφηβοι, πότε θα τα κάνουμε; Θα τα κάνουμε ποτέ;
Τι συμβαίνει καθώς ζούμε και ξεθωριάζουν τα όνειρα;Τι παθαίνουμε;
Κι ενώ κάποτε μας έκαναν να προχωράμε χαμογελώντας, τώρα πια μας κάνουν μόνο να κοντοστεκόμαστε, να κοιτάμε για λίγο ψηλά, σαν κάτι ν’ ακούσαμε, σαν κάτι να θυμηθήκαμε.
Και μετά συνεχίζουμε για να προλάβουμε όλα τ’ ανούσια απαραίτητα.
~~~~~~~~~~
Διαβάζω στο δεύτερο τόμο απ’ το Έπος της Γαιοθάλασσας της Λε Γκεν:
“Η λέξη που επαναλαμβανόταν συνέχεια ήταν μια λέξη τόσο παλιά που είχε χάσει το νόημα της, σαν μια επιγραφή που στέκει ακόμα όταν ο δρόμος έχει χαθεί.”
Κάπως έτσι στεκόμαστε κι εμείς μπρος στα όνειρα που κάναμε. Υπάρχει ακόμα η επιγραφή, αλλά δεν υπάρχει ο δρόμος.
Πού πηγαίνουν τα όνειρα μας όταν πεθαίνουν;
Κι εμείς με τι ανταλλάξαμε τα όνειρα μας; Μ’ ένα χαρτάκι προτεραιότητας στο ταμείο της τράπεζας;