«ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ’ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ
ἄνθρωπος. ἀλλ’ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ,
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών.”
(«Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι;
Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,
κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου.»)
Πινδάρου Επίνικοι, μτφ. Γιάννη Οικονομίδη
“Όλα όσα βλέπουμε ή μας φαίνεται πως βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.”
Έντγκαρ Άλαν Πόε
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ξύπνησε κανονικά. Ο ήλιος έλαμπε, ο συναγερμός ενός αυτοκινήτου κελαηδούσε, τα τρυπάνια απ’ το διπλανό διαμέρισμα βαρούσαν ανελέητα στο κρανίο του.
“Τι ήπια χθες, ρε μαλάκα;”
(τα δάχτυλα της Μαρίας, τρώει τα νύχια της, τα βάζει στο στόμα, τα χείλη της πορτοκαλί)
Αυτό ήταν το πρώτο που είπε σαν άνοιξε τα μάτια. Ήθελε να κοιμηθεί πάλι. Αλλά σηκώθηκε. Είχε εργαστήριο με τη Χατζημανώλη, και δεν τον έπαιρνε να λείψει.
(Γεωργίου, έτσι όπως τα πας δεν σε βλέπω να – Η χατζημαλακισμένη σε φέρετρο)
Έριξε λίγο νερό στα μούτρα και πήγε στην κουζίνα. Ψυγείο άδειο. Γέμισε ένα μπολ με κορν φλέικς. Σκέτα. Γάλα δεν υπήρχε.
(καφέ αγελάδες σοκολατούχο γάλα ο ταύρος)
Ξεκίνησε να τρώει. Με τη δεύτερη κουταλιά του ‘φυγε ένα δόντι. Έφτυσε μες στα κορν φλέικς. Ήταν μεγάλο, με τη ρίζα του, λυκόδοντο κανονικό.
(κάγκελα – ο λύκος πήγαινε πέρα δώθε – σαν σκύλος μικρός – πέρα δώθε – κάγκελα – ζωολογικός)
Ακούμπησε με τη γλώσσα άλλο ένα. Βγήκε κι αυτό. Χωρίς πόνο.
“Τι σκατά;”
Έφτυσε στο μπολ όλα του τα δόντια.
“Τι σκατά;”
Και ξύπνησε.
~~
Ο ήλιος έλαμπε, ο συναγερμός κελαηδούσε, τα τρυπάνια βαρούσαν. Έριξε νερό στα μούτρα. Δεν πήγε να φάει ούτε έπλυνα δόντια. Θυμόταν τ’ όνειρο κι ανατρίχιαζε. Ντύθηκε, πήρε τσάντα, κινητό και κλειδιά.
(το κλειδί του 217, ξενοδοχείο Θέα, παρπαρτού, μην μπαίνεις, Ντάνι)
Καθώς κλείδωνε άνοιξε από δίπλα η Θάλεια. Φοιτήτρια κι αυτή, στο οικονομικό. Φορούσε μόνο ένα φανελάκι. Φαίνονταν οι ρώγες της να τσιτώνουν το ύφασμα.
(Της πιάνω το βυζί. Η Μαρία λέει ότι δεν πρέπει.)
“Φεύγεις;”
“Ναι.”
“Θες να ‘ρθεις μέσα;”
“Θέλω.”
Βρεθήκανε στο κρεβάτι.
Του έσπρωξε το κεφάλι. Βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Τα χείλη της ανοιγόκλειναν.
(βεντούζες χταπόδια μέδουσες Μέδουσα)
“Φίλα με.”
(Η φωνή της Μαρίας. Φιλούσε τον φίλο. Σε φέρετρο. Κλαίω. Η Μαρία με το μαύρο φόρεμα.Πώς βρεθήκαμε στο κρεβάτι;)
“Γλείψε με.”
Πήγε να το κάνει κι έπεσε μέσα της ολόκληρος, στο κενό.
Και ξύπνησε.
~~
Ήταν στο κρεβάτι του. Πλύθηκε, πήρε τα πράγματα του κι έφυγε. Βγήκε στον δρόμο. Έπρεπε να πάρω το οκτάρι. Στη στάση είχε πολύ κόσμο.
(δεν χωράμε δεν χωράμε σαρδέλες θάλασσα μέδουσα)
“Γιατί αργούν;”
Ήταν ένας γέρος που τον ρώτησε. Η μύτη του ήταν πρησμένη, σαν να τον είχαν τσιμπήσει μέλισσες.
(μέδουσες ψάρεμα με τη μύτη κατούρα το)
“Έχουν απεργία.”
Αυτό το είπε μια κοπέλα. Είχε σαπουνάδες στα μαλλιά. Δεν είχε προλάβει να ξεπλυθεί όταν κόπηκε το νερό. Με έδειξε και γέλασε.
Όλοι οι άνθρωποι στη στάση γύρισαν να τον κοιτάξουν. Και ξεκίνησαν να γελάνε. Όλοι έδειχναν τα πόδια του.
(ανίκανος βλάκας χαζός παιδάκι τρίχες στα μπαλάκια καρύδια)
Κοίταξε κάτω και κατάλαβε ότι είχε βγει χωρίς να φορέσει παντελόνι.
Ξύπνησε.
~~
Δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Το κεφάλι του βαρούσε.
“Τι σκατά ήπιαμε χθες;”
(Η Μαρία δαγκώνει ένα βερίκοκο. Πορτοκαλί χείλη. Ο Λευτέρης σε φέρετρο. Αγελάδες με βυζιά.)
Κοίταξε το παράθυρο. Ήταν ακόμα βράδυ.
“Προλαβαίνω να κοιμηθώ λίγο ακόμη.”
Έκλεισε τα μάτια. Είδε όνειρο ότι προσπαθούσε να κοιμηθει αλλά δεν τον έπαιρνε ο ύπνος.
(Αγελάδες πηδάνε τον φράχτη. Μία δύο τρεις τέσσερις)
Ανακάθισε στο κρεβάτι. Έξω ο ήλιος έλαμπε, οι συναγερμοί κελαηδούσαν, τα τρυπάνια βαρούσαν.
Έριξε μια σφαλιάρα στο πρόσωπο του. Μετά πιο δυνατή. Ήταν ακόμη εκεί. Δεν κοιμόταν.
Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν γέρος.
(Δεν σου σηκώνεται – η Θάλεια σε δείχνει και γελάει – γέρος γέρος)
“Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια;”
Άπλωσε το χέρι ν’ αγγίξει το είδωλο του στον καθρέφτη.
(Πάρτε του το κεφάλι!)
Ένιωσε το στήθος του να πονάει.
“Στα όνειρα δεν πονάμε.”
Και πιο δυνατά πίσω στην πλάτη.
“Πονάμε στα όνειρα;”
Έπεσε. Σκοτείνιασαν όλα.
“Στα όνειρα πεθαίνουμε;”
~~
Περπατούσα στο κτήμα του παππού μου. Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Ούτε καν οι κότες. Τίποτα ζωντανό. Μόνο τα καλαμπόκια με τα μουστάκια. Και τα καρύδια. Πανοπλία. Ο ιππότης βγάζει το τεράστιο σπαθί του. Η Μαρία λιποθυμά.
Βρέθηκα μπρος σε μια τεράστια πύλη. Εκεί στεκόταν ένας γέρος με τρίχινο χιτώνα.
“Είσαι ο Άγιος Πέτρος;”
Μου απάντησε κάτι, αλλά δεν κατάλαβα.
“Πέθανα;”
Μου μίλησε ξανά στη γλώσσα του.
“Αυτό είναι ο Παράδεισος;”
Του έδειξα τον κήπο πίσω απ’ την πύλη. Ήταν γεμάτος κάκτους. Μόνο κάκτους.
“Μπορώ να μπω;”
Μου έδειξε μια ταμπέλα στην πύλη: Απεργία.
“Και πού να πάω;”
Σήκωσε τους ώμους. Αυτό δεν χρειαζόταν μετάφραση. Μείναμε να κοιτιόμαστε. Κατάλαβα ότι δεν ήταν ο Άγιος Πέτρος.
“Λευτέρη, εσύ είσαι;”
“Εγώ είμαι, ρε μαλάκα. Ποιος νόμιζες;”
Ξύπνησα.
~~
Ήταν στο κρεβάτι του. Έπιασε το κινητό, έβαλε την κάμερα σε καθρέφτη, φωτογράφισε. Κοίταξε τη φωτογραφία. Ήταν εκείνος, κανονικά, όχι γέρος.
(έχωσα το σπαθί στην κοιλιά της Μαρίας – ο Λευτέρης σε φέρετρο)
Πήρε τηλέφωνο τον Λευτέρη. Άργησε να το σηκώσει.
“Έλα ρε.”
Τον είχε ξυπνήσει, το κατάλαβε απ’ τη φωνή του.
“Εσύ είσαι;”
“Όχι, ο Λεμπρόν. Ακόμα κομμάτια είσαι;”
(Ο Λεμπρόν σουτάρει – ο Γιάννης τον ταπώνει -greek freak NBA2K18)
“Τι κάναμε χθες το βράδυ;”
(η Μαρία δαγκώνει το βερίκοκο)
“Χθες το βράδυ; Προχθές το μεσημέρι θες να πεις.”
“Τι μέρα είναι;”
“Τι μέρα; Ε… Δευτέρα; Γαμώτο, έχουμε Χατζημανώλη.”
(Γεωργίου, έτσι όπως τα πας σε βλέπω να – γελάνε όλοι – φέρετρο)
“Λευτέρη, τι κάναμε… Προχθές;”
“Δεν θυμάσαι; Μαλάκα, Διονύση, σου ‘παμε να μη πίνεις μαζί. Με τα ξύδια κάνει άσχημο τριπάρισμα.”
“Ποιο πράγμα;”
“Ο κάκτος.”
“Ποιος κάκτος;”
“Ο κάκτος του Σαν Πέδρο. Δε θυμάσαι τίποτα;”
(Ίντερνετ. Παραγγελία. Δέμα από Περού. Κομματάκια σαν αποξηραμένα βερίκοκα. Κλειστά παντζούρια και κεριά. Ακούμε Residuos Mentales. Ο Λευτέρης κι η Μαρία στο πάτωμα. Πίνω μπύρες. Φοβάμαι. Μου λένε να μη πιω. Πίνω. Γελάω. Τρώμε τον κάκτο. Δεν γίνεται τίποτα. Πίνω άλλη μια μπίρα. Μετά αρχίζω να ξερνάω. Ξερνάνε κι αυτοί. Η Μαρία κλαίει. Μπορώ να δω τα δάκρυα της ένα προς ένα. Χωράνε τα πάντα μέσα στα δάκρυα της.)
“Διονύση; Είσαι καλά;”
“Η Μαρία πώς είναι;”
“Πεθαίνει.”
(Η Μαρία στο φέρετρο – κλαίω – την αγαπώ -κλαίω)
“Δεν πεθαίνει. Κοιμάται.”
“Το ίδιο πράγμα είναι, Διονύση.”
“Το ίδιο;”
“Όλα όσα βλέπουμε ή μας φαίνεται πως βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.”
“Λευτέρη;”
“Πες το.”
“Είμαι ξύπνιος;”
“Όχι. Όνειρο βλέπεις. Αλλά πρέπει να καταφέρεις να…”
Ξύπνησε.
~~
“Να καταφέρω τι; Να μην τρελαθώ;”
(Ο Τζακ σπάει την πόρτα – here’s Johnny)
Ήταν στο κρεβάτι. Σηκώθηκε, ντύθηκε, έβαλε παντελόνι, βγήκε. Πήρε το ποδήλατο. Περίμενε να ξυπνήσει από στιγμή σε στιγμή. Δεν έγινε τίποτα περίεργο. Έφτασε Ζήνωνος 314. Ανέβηκε απ’ τις σκάλες.
(της το χώνω μέσα έξω μέσα έξω πάνω κάτω πάνω κάτω)
Στον προθάλαμο περίμενε μια γυναίκα με μεγάλα μάτια. Τον κοιτούσε.
(black hole sun)
“Θέλω να δω τον γιατρό.”
Η γραμματέας χαμογελούσε.
(Η Μαρία στην κουζίνα. Μ’ αγγίζει στον ώμο. Νύχια φαγωμένα. Φοβάσαι;)
“Έχετε ραντεβού;”
“ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ. ΤΩΡΑ.”
“Ηρεμήστε, ηρεμήστε.”
Και χαμογελούσε.
(Δεν φοβάμαι. Η Μαρία μου χαϊδεύει το μάγουλο. Ο Λευτέρης σε φέρετρο. Κλαίω. Η Μαρία με το στενό μαύρο φόρεμα. Με αγκαλιάζει.)
Άνοιξε η πόρτα του ιατρείου. Ο γιατρός τον γνώρισε. Έκανε θεραπεία στη μάνα του πολλά χρόνια. Πριν πηδήξει.
“Εσύ είσαι, Διονύση;”
“Γιατρέ, πρέπει, ΠΡΕΠΕΙ, να σας μιλήσω.”
“Έλα μέσα.”
Έκανε νόημα στη γραμματέα. Εκείνη χαμογελούσε. Η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια κοιτούσε.
(black hole sun – ο Κορνέλ δεν πήδηξε, κρεμάστηκε)
Ο γιατρός έκατσε στην καρέκλα του. Ο Διονύσης έμεινε όρθιος. Του είπε τι γινόταν. Δεν φάνηκε να ταράζεται. Είχε ακούσει και χειρότερα.
“Αυτό που αποκαλείς όνειρα μέσα σε όνειρα είναι γνωστό στους ψυχιάτρους και ως διπλό όνειρο. Οι οπαδοί του Γιουνγκ ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το θέμα, το αποκαλούν ψευδή εγρήγορση ή ψεύτικο ξύπνημα. Ο Γιουνγκ απέδωσε προγνωστικές ικανότητες στα όνειρα αυτά.”
(γιν και γιούνγκ – άσπρο μαύρο – σπέρμα)
“Ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, εντάξει. Αλλά συνέχεια;”
“Ίσως φταίει αυτό το ενθεογόνο που πήρατε; Πώς το είπες;”
(Ο Άγιος Πέτρος σηκώνει τους κάκτους)
“Ξέρεις, Διονύση, άνθρωποι με βεβαρυμένο ψυχιατρικό ιστορικό, σαν κι εσένα, είναι καλύτερο να αποφεύγουν τέτοιες περιπέτειες.”
(οι περιπέτειες του Αστερίξ)
“Σαν κι εμένα;”
“Η μάνα σου.”
(Ο Οβελίξ ζητάει χυμό. Μπαμ! Τον χτυπάει ο δρυίδης με την κουτάλα. Εσύ έπεσες στο καζάνι με τον ζωμό όταν ήσουν μωρό, Οβελίξ. Κλαψ.
Η μάνα μου ουρλιάζει και σπάει τα τζάμια με τα χέρια της. Κλαψ.)
Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε η γραμματέας και είπε κάτι στον γιατρό. Δεν μίλησε ελληνικά. Ο γιατρός τής απάντησε στην ίδια γλώσσα.
(Τι γλώσσα μιλάει ο Άγιος Πέτρος;)
Η γραμματέας είπε κάτι ακόμα κι έκλεισε την πόρτα.
“Τι γλώσσα μιλήσατε;”
“Αυτό το ξέρεις ήδη, Διονύση.”
“Εβραϊκά;”
“Περίπου. Αραμαϊκά.”
(ακρίδες έρημος νεκρή θάλασσα)
“Βλέπω όνειρο πάλι;”
“Περίπου. Αλλά έχεις αρχίσει να το καταφέρνεις.”
“Τι πράγμα;”
“Να μπορέσεις να δεις πέρα απ’ το όνειρο.”
(βινύλιο wish you were here κολύμπι στη νεκρή θάλασσα)
“Δεν είσαι πραγματικός, γιατρέ, έτσι δεν είναι; Σε ονειρεύομαι.”
“Ούτε κι εσύ είσαι, Διονύση. Ονειρεύεσαι τον εαυτό σου. Κοίτα.”
Ο γιατρός σηκώθηκε όρθιος κι έβγαλε το δέρμα του.
(Από κάτω ήμουν εγώ)
Ξύπνησε.
~~
Περπατούσα στην Ιερουσαλήμ. Δίπλα μου ήταν εκείνος που κάποτε τον έλεγαν Σαούλ. Στους χωμάτινους δρόμους έτρεχαν ξυπόλητα παιδιά. Περάσαμε δίπλα από στρατιώτες. Έμοιαζε σαν να προχωρούσαμε σε λαβύρινθο. Μύριζε κύμινο και λιβάνι.
“Εδώ είναι, Διονύσιε.”
Ο Παύλος είχε σταθεί μπρος σ’ ένα πλίνθινο σπίτι.
“Ευχαριστώ, δάσκαλε. Θα έρθεις μαζί μου;”
“Όχι, αυτό είναι δικό σου.”
Χτύπησα την πόρτα. Άνοιξε μια χαραμάδα και με ρώτησαν ποιος είμαι. Απάντησα στα αραμαϊκά: “Ο Διονύσιος, ο Αθηναίος.”
Μου άνοιξαν. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο. Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα. Γύρω της στέκονταν άντρες και γυναίκες. Όλοι θλιμμένοι.
Εκείνη με κοίταξε. Ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, αλλά ένιωσα να βγαίνει από μέσα της υπέρλαμπρο φως, σαν ν’ αντικρίζω τον ίδιο τον ήλιο.
Έπεσα στα γόνατα. Εκείνη ήταν η Μαριάμ. Εκείνη ήταν η Μητέρα Του.
Ξύπνησα.
~~
Ξυπνάει στο κρεβάτι. Αλλά δεν είναι το φοιτητικό του δωμάτιο. Είναι γέρος.
(τρώω κορν φλέικς με μασέλα – η αγελάδα έρχεται να μου δώσει γάλα – πιάνω το βυζί της.
Η Μαρία γελάει και μου χτυπάει το χέρι. Σταμάτα! Αλλά γελάει. Ο Λευτέρης σε φέρετρο. Δεν κλαίω.)
Πηγαίνει μια νοσοκόμα να του φτιάξει το κρεβάτι. Την ξέρει. Τη λένε Μαρία. Της πιάνει το χέρι.
“Είσαι αληθινή;”
Η νοσοκόμα γελάει.
“Όσο αληθινές είναι οι γυναίκες.”
(Η Μαρία φιλάει τον Λευτέρη. Πηγαίνω στην κηδεία τους.)
Του στρώνει τα σεντόνια κι αλλάζει τη σακούλα του καθετήρα.
“Τι μέρα είναι;”
“Βρες το μόνος σου. Έχουμε τ’ αγαπημένο σου. Ρολό κιμά.”
(αυγά βραστά – σαν μάτια – τα μάτια της Μαρίας κλαίνε – θέλω να τα φιλήσω)
“Σάββατο.”
“Μπράβο, Νιόνιο.”
Η Μαρία φεύγει. Στο δωμάτιο είναι άλλα τρία κρεβάτια. Μόνο το ένα είναι πιασμένο. Είναι ο Λευτέρης. Δεν κουνιέται. Μόλις που ανεβοκατεβαίνει το στήθος του.
(Ο Λευτέρης έχει ξαπλώσει στο πάτωμα. Φιλάω τη Μαρία. Δεν πρέπει, μου λέει. Σε αγαπώ, της λέω. Δεν πρέπει. Είμαι με τον Λευτέρη, τον καλύτερο σου φίλο. Ο Λευτέρης στο φέρετρο. Η Μαρία με το στενό μαύρο φόρεμα. Με αγκαλιάζει.)
Ο Διονύσης κλείνει τα μάτια για να ξυπνήσει. Μετά από λίγο τ’ ανοίγει ξανά. Δεν είναι στο φοιτητικό του σπίτι. Είναι ένας παρατημένος γέρος, κουρελιασμένο ρούχο.
(Ο παππούς στο κτήμα – σκιάχτρο – κοράκια του τρώνε τα μάτια)
Ο Διονύσης κλείνει τα μάτια για να ξυπνήσει. Τ’ ανοίγει κι είναι πάλι εκεί. Τα ξανακλείνει. Τ’ ανοίγει.
“Δεν γίνεται έτσι. Σε κρατάει ακόμα”
Είναι η φωνή του Λευτέρη, όπως ακουγόταν τότε.
“Ποιος με κρατάει;”
“Εσύ.”
“Πού με κρατάω;”
“Εδώ.”
(Πιάνω το στήθος της Μαρίας. Δεν πρέπει, λέει. Αλλά με φιλάει κι εκείνη. Δεν πρέπει. Ο Λευτέρης στο πάτωμα. Ο Λευτέρης σε φέρετρο.)
Ο Διονύσης κλείνει τα μάτια. Πίσω τους παίζουν θέατρο σκιών.
(σχολή δουλειά νησιά φίλοι έρωτας παιδιά σκύλος εγγόνια)
“Αυτό ακριβώς. Είναι σκιές του ονείρου. Είναι τα όνειρα μιας σκιάς.”
“Όλη μου η ζωή;”
Νιώθει την ανάσα του να λιγοστεύει. Καταλαβαίνει ότι πεθαίνει.
(Είμαι στο φέρετρο. Η Μαρία κλαίει. Ο Λευτέρης είναι καυλωμένος.)
“Θα ξυπνήσω;”
“Ναι, αλλά δεν θα είσαι εσύ πια.”
“Ποιος θα είμαι; Θα είμαι κάτι;”
“Θα είσαι όλα.”
Τα φώτα τρεμοπαίζουν για λίγο. Ακούγεται μουσική. Μυρωδιά από σβησμένο κερί. Γεύση εμετού.
(Δεν πρέπει. Με φιλάει. Σ’ αγαπώ. Δεν πρέπει. Της πιάνω το βυζί. Μουγκανίζει. Δεν πρέπει.)
“Θα πεθάνω;”
“Όταν έρθει η ώρα σου θα ξυπνήσεις απ’ το όνειρο. Κι αυτό που αποκαλείς εαυτός θ’ αλλάξει.”
“Σε τι;”
“Δεν μπορείς να μάθεις τώρα.”
“Γιατί;”
“Γιατί αν μάθεις δεν θα ξυπνήσεις.”
Ο Διονύσης ξυπνάει.
~~
Ακούγονται οι Residuos Mentales. Τα κεριά έχουν σβήσει. Η Μαρία κι ο Λευτέρης είναι ξαπλωμένοι στο πάτωμα.
Κι εγώ είμαι εκεί. Είκοσι δύο ετών.
Θα ζήσω άλλα εβδομήντα χρόνια.
(σχολή δουλειά νησιά φίλοι έρωτας παιδιά σκύλος εγγόνια)
Θα περάσω τις τελευταίες μέρες σ’ ένα γηροκομείο. Την νοσοκόμα θα τη λένε Μαρία.
(Δεν πρέπει. Δε με νοιάζει.)
Μετά θα ξυπνήσω. Κανονικά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Ματθαιόπουλου
Η μουσική των Residuos Mentales
Η σελίδα του Γελωτοποιού στο facebook https://www.facebook.com/gelotopoios/