Εδώ σε pdf
1.Τα κορίτσια δεν σκοτώνουν δράκους
Σ’ ένα χωριό, που το όνομα του δεν θέλω ν’ αναφέρω, ζούσε ένα κορίτσι που ήθελε να γίνει ιππότης.
Το όνομα της ήταν Νέια. Ο πατέρας της ήταν ξυλουργός κι η μάνα της φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά. Τρία στον αριθμό: Δυο αγόρια κι ένα κορίτσι.
Η Νέια δεν ήθελε να γίνει σαν τη μάνα της. Ούτε και σαν τον πατέρα της ήθελε να γίνει. Από μικρή άκουγε ιστορίες για ιππότες και σπουδαία κατορθώματα. Φούσκωσαν τα μυαλά της και πίστεψε ότι μπορούσε να καταφέρει κι εκείνη τα ίδια.
Όταν έγινε δεκάξι θέλησαν να την παντρέψουν για να ησυχάσει. Της προξένεψαν το γιο του φούρναρη κι οι γονείς της ενθουσιάστηκαν. Πού θα ‘βρισκε καλύτερο;
Όμως η Νέια ήθελε να γίνει ιππότης. Και δεν την ένοιαζαν οι άντρες. Το ‘πε στη μάνα της κι εκείνη θύμωσε.
“Πώς θα γίνεις ιππότης;” της είπε. “Ούτε άλογο έχεις ούτε θηλυκό όνομα υπάρχει γι’ αυτό. Ιππότισσα;”
“Θα πάω να σκοτώσω τον δράκο”, είπε η Νέια.
Γιατί υπήρχε στα ανατολικά η φήμη ενός δράκου.
“Τα κορίτσια δεν σκοτώνουν δράκους”, είπε η μάνα της.
Για να βάλει μυαλό την κλείδωσε στην αποθήκη. Αυτό ήταν ένα ετοιμόρροπο πετρόχτιστο δώμα, ξέχωρο απ’ το σπίτι. Το είχαν για να φυλάνε τα ξύλα του χειμώνα, τα δοχεία για το λάδι και το κρασί, καθώς κι ό,τι παλιατζούρα περίσσευε.
Και για να μένει το φίδι.
Το φίδι ήταν καλοκάγαθο κι έφερνε τύχη στο σπίτι. Του έβαζαν ένα κουπάκι γάλα κάθε τόσο, να ‘χει να πίνει όταν δεν έβρισκε ποντίκια.
Η Νέια δεν φοβόταν εκεί μέσα. Είχε μπει πολλές φορές όταν ήταν παιδί για να εξερευνήσει. Πήγε να δει αν το φίδι είχε πιει το γάλα του και βρήκε ένα πουκάμισο.
Το ‘πιασε και θυμήθηκε τα λόγια του παππού της: “Το φίδι είναι σοφό. Για να μεγαλώσει πετάει το παλιό του δέρμα.”
Ο παππούς της ήταν κάποτε αγρότης, αλλά μετά είχε ξενιτευτεί. Είχε γίνει στρατιώτης, μισθοφόρος, κι είχε πολεμήσει σε πολλούς πολέμους. Απ’ τον τελευταίο γύρισε μ’ ένα μάτι λιγότερο κι ένα πόδι κουτσό.
Κάπου στην αποθήκη υπήρχε καταχωνιασμένο και το ξίφος του. Έψαξε και το βρήκε. Ήταν ακόμα βαρύ, όπως το θυμόταν παιδί, αλλά είχε σκουριάσει πια.
Με το σπαθί στο ‘να χέρι και το φιδοπουκάμισο στο άλλο κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Φώναξε τη μάνα της και της είπε ότι είχε αλλάξει γνώμη.
Εκείνη παραξενεύτηκε.
“Σ’ είχα για πιο πεισματάρα”.
Την άφησε να βγει κι έτρεξε στην προξενεύτρα να κανονίσουν τους αρραβώνες, τώρα που ‘ταν ζεστή η κόρη.
Εκείνη πήγε στο σπίτι κι έκοψε τα μαλλιά της. Τ’ άπλωσε στο μαξιλάρι και σκέπασε το κρεβάτι, να μοιάζει σαν να κοιμάται. Έπειτα έβαλε όσα τρόφιμα μπορούσε στο δισάκι της, πήρε το σπαθί κι έφυγε απ’ το χωριό.
~~
Λίγες ώρες περπάτημα κι έφτασε στο δάσος. Όταν το περνούσε θα έβγαινε σε άλλη χώρα, σ’ εκείνη όπου ζούσαν πιο μαύροι άνθρωποι με παράξενη λαλιά. Εκεί όπου ζούσαν και δράκοι.
Εννιά μέρες κι εννιά νύχτες περπατούσε. Κάποιες στιγμές σκεφτόταν πόσο λάθος ήταν που έφυγε. Γιατί τα τρόφιμα της τέλειωσαν νωρίς και στο δάσος ήταν δύσκολο να βρει φαΐ.
Μασούσε φλοιούς και φύλλα, σπάνια έβρισκε λίγα μούρα. Να γυρίσει πίσω δεν μπορούσε πια, τα πόδια της δεν την βαστούσαν. Κι ήξερε ότι θα πέθαινε εκεί, χωρίς να σκοτώσει δράκο, χωρίς κανένας να την κλάψει.
Μα λίγο πριν να σωριαστεί βρήκε το δώρο. Ένα ελάφι είχε πιαστεί σε παγίδα για αρκούδες. Ήταν ένα μεγάλο αρσενικό, με σπασμένο το πίσω πόδι, που ‘χε σταματήσει πια να παλεύει. Αλλά στεκόταν όρθιο και την κοιτούσε χωρίς φόβο.
“Είσαι όμορφο”, του ‘πε η Νέια. “Είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω δει. Αλλά πρέπει να σε σκοτώσω.”
Το ελάφι δεν απάντησε, δεν συνηθίζουν να μιλάνε στους ανθρώπους. Ούτε σκιάχτηκε σαν είδε το σπαθί. Η Νέια το ζύγιασε στα χέρια της και χτύπησε το ζώο στο λαιμό. Μα η λεπίδα ήταν στομωμένη, έτσι μόνο λίγο τρύπησε το ελάφι που προσπάθησε να ξεφύγει.
Πάλεψε μαζί του κλαίγοντας. Γιατί χρειάστηκαν δεκάδες χτυπήματα και το ελάφι υπέφερε πολλή ώρα μέχρι που να ξεψυχήσει.
Του ζήτησε συγνώμη για τον πόνο κι άναψε φωτιά. Έπιασε να καπνίζει όσα κομμάτια έκοβε πριν σκουληκιάσουν. Και φυλαγόταν μην ακούσει το αίμα καμιά αρκούδα. Ξεκίνησε να τρώει πριν καλά καλά ψηθεί.
~~
Το αίμα δεν το άκουσε αρκούδα, αλλά τον καπνό τον είδε ο κυνηγός που ‘χε στήσει την παγίδα. Έφτασε στη φωτιά με τρία άλογα, φορτωμένα δέρματα και γούνες.
Η Νέια παράτησε το κρέας κι έπιασε το σπαθί.
“Πρώτη φορά βλέπω κλέφτη σαν του λόγου σου”, της είπε ο κυνηγός.
“Δεν είμαι κλέφτης. Πεινούσα.”
“Κι αυτούς που πεινάνε στη φυλακή τους βάζουν… Μ’ αυτό το σκότωσες;” είπε δείχνοντας το σπαθί της.
“Μ’ αυτό.”
“Πεινούσες πολύ. Ας το στην άκρη τώρα, μην κοπείς και σαπίσει το αίμα σου.”
Ο κυνηγός ξεπέζεψε κι έκατσε να φάει μαζί της. Σαν έμαθε πού πήγαινε και τι ήθελε να σκοτώσει, γέλασε τόσο πολύ που του βγήκε το φαγητό απ’ τη μύτη.
Της είπε ότι το δάσος δεν θ’ άντεχε να το περπατήσει, τόσο μεγάλο ήταν. Και σίγουρα δεν θα ‘βρισκε άλλο ελάφι για να σφάξει. Όσο για τον δράκο που γύρευε, γι’ αυτό δεν μπορούσε καν να μιλήσει χωρίς να γελάει.
“Μ’ αυτό το σπαθί δεν πρόκειται να σκοτώσεις δράκο”, της είπε.
“Σκότωσα το ελάφι.”
“Ο δράκος δεν θα κάτσει να τον σφάξεις.”
“Δεν είναι κακό σπαθί. Λίγη φωτιά θέλει να ζωντανέψει πάλι. Το είχε ο παππούς μου στη ξενιτεία, στον τελευταίο πόλεμο.”
“Δεν υπάρχει τελευταίος πόλεμος”, είπε ο κυνηγός σοβαρά.
Είχε πολεμήσει κι εκείνος σε πολλούς τελευταίους πολέμους. Κι είχε σφάξει άντρες κάθε λογής. Ώσπου δεν άντεξε το αίμα τους, τα παράτησε κι έγινε κυνηγός.
“Θα σε πάρω μαζί”, της είπε. “Πέρα απ’ το δάσος πουλάω τα δέρματα. Έχει και σιδεράδικα εκεί. Θα ζωντανέψεις το σπαθί να πας να βρεις τον δράκο σου.”
Ξεκίνησαν την επομένη καβάλα. Όταν σταματούσαν της μάθαινε πώς να κραδαίνει το σπαθί, αφού πρώτα την έβαλε να του υποσχεθεί ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε ποτέ για λογαριασμό άλλου.
“Όλους αυτούς που σκότωσα τους βλέπω στον ύπνο μου κάθε βράδυ. Και δεν ξέρω τι να τους πω.”
“Είδα κι εγώ το ελάφι μια φορά. Αλλά δεν μου κρατούσε κακία. Με συγχώρεσε.”
“Εσύ συγχώρεσες τον εαυτό σου. Εγώ δεν θα συγχωρεθώ ποτέ.”
Κάποια άλλη μέρα τον ρώτησε:
“Γιατί γίνονται πόλεμοι;”
“Όσο υπάρχουν εχθροί θα γίνονται. Όσο υπάρχουν δράκοι κάποιος θα θέλει να τους σκοτώσει. Κι αν δεν υπήρχαν κάποιος θα τους επινοούσε.”
~~
Είκοσι μέρες τους πήρε να βγουν απ’ το δάσος, ακόμα και με τ’ άλογα. Καθώς πήγαιναν για το χωριό ο κυνηγός τη ρώτησε:
“Γιατί θες να σκοτώσεις δράκο;”
“Για να γίνω ιππότης.”
“Γυναίκα ιππότης; Αυτό δεν γίνεται.”
“Επειδή δεν έχει ξαναγίνει δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται. Όλα έγιναν κάποτε για πρώτη φορά.”
Ο κυνηγός φάνηκε να θλίβεται.
“Ξεχνάς την υπόσχεση που μου ‘δωσες; Να μην πολεμήσεις για λογαριασμό άλλου; Αν γίνεις ιππότης…”
“Δεν την ξεχνάω. Για μένα πολεμάω.”
Εκείνος πήγε κάτι να πει, αλλά το κράτησε μέσα του. Η μικρή ήταν έξυπνη κι έπρεπε μόνη της να μάθει τον κόσμο. Καμιά γέφυρα, όταν την χτίζουν άλλοι, δεν σε βαστάει να περάσεις.
Μπήκαν στο χωριό όπου ζούσαν μελαψοί, αλλόθρησκοι κι αλλόθροοι άνθρωποι. Κι απ’ αυτούς πολλούς είχε σκοτώσει ο κυνηγός, τότε που πολεμούσε για τους άλλους. Μα πλέον ήξερε τη γλώσσα τους και τις συνήθειες τους, αφού τους είχε ανάγκη κι εκείνοι αυτόν.
Την πήγε ως το σιδεράδικο. Της άφησε το άλογο που καβαλούσε και λίγα χρυσά νομίσματα.
“Αν σε ξαναδώ ποτέ, μην με κάνεις να λυπηθώ που σ’ έφερα ως εδώ”, της είπε.
Ο κυνηγός έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Η Νέια κατέβηκε για να ζωντανέψει το σπαθί της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
- Οι μαμάδες δεν σκοτώνουν δράκους
Το σιδεράδικο μύριζε φωτιά και μέταλλο. Μέσα απ’ τους ατμούς βγήκε ένας άντρας στην ηλικία του πατέρα της, αν και πιο γεροδεμένος.
Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε ή μάλλον έμοιαζε σαν να μην ήθελε να την καταλάβει, σαν να μην ήθελε καν να της μιλήσει.
Έφυγε προς τα πίσω μουρμουρίζοντας την όλο φωνήεντα γλώσσα. Από ‘κει ακούστηκαν δυο φωνές. Η μία ήταν του άντρα που ‘χε δει. Κι η δεύτερη αντρική, αλλά λιγότερο τραχιά.
Έπειτα εμφανίστηκε στο μαγαζί η νεότερη εκδοχή του, ίδια γεροδεμένος μα πιο αδύνατος -και τριάντα χρόνια μικρότερος. Με κορακίσια γένια και μαλλιά.
Σαν είδε την Νέια τα μάτια του άνοιξαν -όσο μπορούν ν’ ανοίξουν τ’ ανθρώπινα μάτια. Κι εκείνης της κόπηκε η ανάσα. Για λίγο ακουγόταν μόνο το τσιτσίρισμα της φωτιάς. Ώσπου μίλησε εκείνος -στη γλώσσα της Νέιας.
“Συγχώρα τον πατέρα μου, αλλά δε θέλει να μιλάει με ξένες γυναίκες.”
Μιλούσε σωστά, αλλά με παράξενη προφορά.
“Εσύ θέλεις;” τον ρώτησε.
“Δεν είμαι ο πατέρας μου.”
“Ευτυχώς.”
Σαν το ‘πε αυτό χαμογέλασε και κοκκίνισε. Εκείνος άνοιξε τα ρουθούνια του να ρουφήξει όσο αέρα υπήρχε.
“Θέλω να μου το φτιάξεις”, είπε βιαστικά η Νέια κι έβγαλε το σπαθί.
“Ποιανού είναι;”
“Δικό μου.”
Ο νέος φάνηκε να εκπλήσσεται.
“Στα μέρη μου δεν συνηθίζεται να οπλοφορούν τα κορίτσια”, της είπε.
“Ούτε και στα δικά μου… Γι’ αυτό έφυγα.”
“Και πού πας;”
“Μπορείς να μου το ζωντανέψεις πάλι; Να κόβει.”
“Εξαρτάται τι θες να κόψεις.”
“… Έναν δράκο.”
Ο νέος πήγε να γελάσει, αλλά μετά είδε ότι η Νέια σοβαρολογούσε.
“Τους τρελούς στη θρησκεία μου τους έχουμε γι’ αγίους”, της είπε.
Η Νέια δεν απάντησε. Μόνο τον έκαψε και γύρισε να φύγει.
“Στάσου, περίμενε”, την πρόφτασε και την άγγιξε απαλά στον ώμο.
Της ζήτησε συγνώμη, για λογαριασμό του αυτή τη φορά, και ζήτησε να δει καλύτερα το ξίφος. Μόνο η λαβή ήταν σε καλή κατάσταση. Η λεπίδα ήταν σάπια ως το κόκκαλο. Φτιαχνόταν, αλλά θα ‘πρεπε να το σφυρηλατήσουν απ’ την αρχή, μπορεί και δέκα στρώσεις. Και σίγουρα θα της έβγαινε πιο φτηνά ν’ αγοράσει ένα καινούριο.
“Αυτό με ελευθέρωσε”, είπε η Νέια. “Αυτό θέλω. Ένα χρυσό φτάνει; Ή μήπως δεν παίρνεις λεφτά από τρελούς;”
“Με λένε Καδάρ”, της απάντησε χαμηλώνοντας το κεφάλι. “Θα σου κάνω το σπαθί να κόβει ακόμη και διαμάντια. Μα θα χρειαστεί δύο, μπορεί και τρεις μέρες.”
“Θα περιμένω.”
“Υπάρχει ένα πανδοχείο για τους ξένους.”
“Ωραία, Καδάρ. Εγώ είμαι η Νέια η Τρελή.”
~~
Τακτοποιήθηκε στο πανδοχείο κι όταν κοιμήθηκε ονειρεύτηκε τον Καδάρ -σαν αρσενικό ελάφι, να την καρφώνει με τα κέρατα του.
Ξύπνησε αναστατωμένη και πήγε στο σιδεράδικο. Ο πατέρας του Καδάρ έφυγε σαν την είδε να μπαίνει. Εκείνος χάρηκε. Άφησε τη δουλειά και της πρόσφερε τσάι.
Όταν επέστρεψε στο αμόνι, η Νέια προσπαθούσε να κοιτάει αλλού. Γιατί απ’ τον ιδρώτα το βαμβακερό του ρούχο είχε βραχεί και κολλούσε πάνω στο σώμα του.
Σηκώθηκε, του γύρισε την πλάτη κι έκανε ότι παρατηρούσε τον χώρο. Εκεί, ανάμεσα σε δικράνια, μαχαίρια και πέταλα, είδε έναν θώρακα ιππότη. Με δυσκολία μπόρεσε να τον σηκώσει. Στο μέρος κάτω απ’ την καρδιά είχε μια τρύπα στο μέγεθος καρυδιού.
“Θα μπορούσες να τον φτιάξεις;” ρώτησε τον Καδάρ.
“Και να τον μπάλωνα δεν θα σου ‘κανε. Ο άντρας που τον φόραγε πρέπει να ‘ταν τα διπλά κιλά.”
“Να μου κάνεις καινούριο;”
“Μόνο στην πολιτεία. Και για σένα, στο μέγεθος σου, δεν νομίζω να βρεθεί.”
“Κι αν παραγγείλουμε να μας φτιάξουν; Πόσο καιρό θα κάνει;”
“Δυο βδομάδες. Μπορεί και μήνα… Θα περιμένεις τόσο;”
Η ερώτηση του δεν ήταν ερώτηση εμπόρου.
“Ο δράκος μπορεί να περιμένει”, του είπε η Νέια.
“Ωραία… Αλλά θα πρέπει να μ’ αφήσεις να σε μετρήσω.”
“Εδώ είμαι”, του είπε. Κι άνοιξε τα χέρια.
~~
Εκείνη την νύχτα κοιμήθηκαν μαζί. Καθώς κι όλες τις επόμενες. Κρύβονταν, μα όλο το χωριό ήξερε γι’ αυτούς. Αλλά η Νέια ήταν ξένη, αλλόθρησκη, οπότε της επιτρεπόταν να ‘ναι κι ανήθικη.
Όταν ήρθε ο θώρακας, κι είχαν περάσει τέσσερις μήνες ήδη, η κοιλιά της είχε φουσκώσει. Δεν της χωρούσε πια και πώς να κυνηγάει δράκους γκαστρωμένη;
“Ο δράκος μπορεί να περιμένει”, του είπε.
“Το παιδί μας δεν μπορεί”, της απάντησε ο Καδάρ. “Να παντρευτούμε.”
Πήγαν μαζί στο σιδεράδικο. Ο Καδάρ ξεκίνησε να μιλάει στον πατέρα του. Η Νέια είχε μάθει λίγο τη γλώσσα, αλλά μιλούσαν τόσο γρήγορα που δύσκολα έπιανε λέξεις.
Ο πατέρας ξεκίνησε να λέει, να φωνάζει, έπειτα έδειξε την Νέια. Ο Καδάρ πήγε και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι του. Του είπε μόνο μια πρόταση, ενώ έσφιγγε τις γροθιές του. Γιος και πατέρας αναμετρήθηκαν για λίγο, μόνο με το βλέμμα. Έπειτα ο πατέρας δάκρυσε, κούνησε το κεφάλι κι έφυγε απογοητευμένος. Νικημένος.
Αργότερα η Νέια έμαθε τι είχε ειπωθεί. Ο πατέρας δεν ήθελε να γίνει τέτοιος γάμος. Πώς ήταν δυνατόν ο μοναχογιός του να παντρευτεί μια ξένη, μια άπιστη, μια… πόρνη; Κι έδειξε την Νέια.
Τότε ο Καδάρ στάθηκε μπρος του εωσφορικά και του είπε:
“Σε σέβομαι όσο και το θεό. Αλλά έτσι και ξαναμιλήσεις άσχημα για τη γυναίκα μου, τ’ ορκίζομαι, θα σε σκοτώσω.”
~~
Βρέθηκε συμβιβαστική λύση. Η Νέια θ’ ασπαζόταν τη θρησκεία τους για να παντρευτούν. Εκείνη δεν την ένοιαζε τι όνομα θα είχε ο θεός. Σύντομα κατάλαβε ότι η θρησκεία δεν είναι θέμα των θεών, αλλά των ανθρώπων. Έπρεπε να φέρεται και να ντύνεται έτσι όπως άρμοζε σε μια πιστή.
Δυσανασχετούσε, αλλά ένιωθε τη ζωή μέσα της να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, κι ήξερε πώς δεν υπήρχε τίποτα πιο σημαντικό απ’ αυτό. Έκανε υπομονή -κι ο δράκος μπορούσε να περιμένει.
Γέννησε ένα κορίτσι που το είπαν Ζαρίφα. Είχε τα γαλάζια μάτια της μητέρας της, το δέρμα και τα μαλλιά του πατέρα. Η Νέια ξεκίνησε να το θηλάζει -κι ο δράκος μπορούσε να περιμένει.
Πριν περπατήσει το πρώτο έμεινε έγκυος ξανά. Όταν η πρωτότοκη μάθαινε να μιλάει η Νέια εγκυμονούσε το τρίτο της παιδί. Κι είχε ξεχάσει τον δράκο.
~~
Ήταν πέντε χρονών η Ζαρίφα όταν τη ρώτησε, πρώτη φορά, από πού είχε έρθει. Κάποια παιδιά της είχαν πει ότι η μητέρα της ήταν ξένη.
Η Νέια της μίλησε για τον τόπο της, το χωριό της και την οικογένεια της.
“Και γιατί έφυγες;” τη ρώτησε η Ζαρίφα.
“Για να σκοτώσω το δράκο”, είπε η Νέια αφηρημένα, λες και μιλούσε για κάποιον άλλο άνθρωπο.
“Οι μαμάδες δεν σκοτώνουν δράκους”, είπε η μικρή και γέλασε.
Η Νέια την ξάπλωσε δίπλα στις αδελφές της. Σαν υπνοβάτης κατέβηκε στο σιδεράδικο. Βρήκε τον θώρακα που είχε ζητήσει -κάποτε. Ο Καδάρ τον είχε βγάλει προς πώληση, αλλά δεν υπήρχαν τόσο μικρόσωμοι άντρες, ειδικά ιππότες. Καθρεφτίστηκε στο μέταλλο κι είδε μια γυναίκα που δεν αναγνώριζε.
Περίμενε τον άντρα της να γυρίσει απ’ τον καφενέ, γιατί δεν επιτρεπόταν να πάει εκείνη. Σαν μπήκε στο σπίτι του είπε τι απόφαση είχε πάρει: Θα πήγαινε στο βουνό, να σκοτώσει το δράκο.
Ο Καδάρ στην αρχή γέλασε, μετά εξοργίστηκε.
“Νόμιζα ότ’ είχες ξεχάσει τη τρέλα σου.”
“Τη θυμήθηκα πάλι.”
“Δεν μπορείς να πας. Το ξέρεις. Είσαι μητέρα. Η θέση σου είναι εδώ, δίπλα στα παιδιά σου.”
“Αν ήμουν άντρας θα μπορούσα. Κανείς δεν θα ‘λεγε τίποτα. Εσείς φεύγετε για να πολεμήσετε, για να πουλήσετε, για να ταξιδέψετε, για να σκοτώσετε. Εσείς αφήνετε τα παιδιά σας.”
“Δεν είσαι άντρας όμως. Είσαι γυναίκα.”
“Ε λοιπόν, αυτή η γυναίκα που βλέπεις θα φύγει.”
Η Νέια σηκώθηκε, εκείνος πήγε να τη χτυπήσει, αλλά το μετάνιωσε.
“Είσαι τρελή”, της είπε.
“Το ‘ξερες, δεν το ‘ξερες;”
~~
Το επόμενο πρωινό έβαλε τρόφιμα στο δισάκι της, πήρε το σπαθί και προσπάθησε να φορέσει τον θώρακα. Δυσκολεύτηκε πολύ να χωρέσει. Ο Καδάρ ήρθε πίσω της και τη βοήθησε.
“Θα έρθω μαζί σου”, της είπε.
“Θα μείνεις να προσέχεις τα κορίτσια. Αυτός είναι δικός μου δράκος.”
Τον φίλησε, αποχαιρέτησε και τα παιδιά. Τα μικρότερα δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Μόνο η Ζαρίφα ήξερε. Και της είπε στ’ αυτί: “Μη φοβάσαι, μαμά. Θα ‘ρθω να σε βοηθήσω όταν γίνω γυναίκα.”
Η Νέια ανέβηκε στο άλογο της. Έβγαλε τη μαντήλα κι άφησε τα μαλλιά της ελεύθερα. Είδε τον Καδάρ να ‘χει δακρύσει.
“Τι κοιτάς;” του είπε.
“Μου ‘χε λείψει αυτό το κορίτσι.”
“Κι εμένα.”
Κι έφυγε ανατολικά, προς το βουνό όπου υπήρχε η φήμη για κάποιον δράκο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
- Οι γυναίκες δεν σκοτώνουν δράκους
Τα μεγαλύτερα κατορθώματα χάνουν τη λάμψη τους αν δεν μπουν μέσα σε λέξεις.
Τα λόγια πετάνε, οι πράξεις ξεχνιούνται, οι άνθρωποι πεθαίνουν. Κι ολόκληρος ο κόσμος χάνεται κάθε βράδυ στην νύχτα.
~~
Λίγος καιρός μου ‘μεινε για να ζήσω. Τα μάτια μου θαμπά βλέπουν τα θαύματα και τα εγκλήματα. Αλλά καθώς σβήνει το φως νιώθω ότι θυμάμαι πιο έντονα από ποτέ όσα άκουσα κι όσα έζησα. Ίσως γιατί σύντομα θα τα χάσω όλ’ αυτά.
Πριν χαθούν μαζί μου, το νιώθω σαν χρέος να γράψω για τις περιπέτειες της Νέιας, που έγινε γνωστή ως η Δρακοφόνισσα. Κάποτε ήταν μόνο η μητέρα μου. Τώρα πια, στο λυκόφως της ζωής μου, καταλαβαίνω ότι ήταν πολλά περισσότερα.
Σίγουρα πολλές ιστορίες έχουν γραφτεί για εκείνη. Όλες από άντρες. Νομίζω ότι πρέπει να γράψω κι εγώ τη δική μου εκδοχή, όχι για να φανερώσω την αλήθεια, αλλά για να δώσω αίμα στον δικό μου μύθο.
Όλα μύθοι είναι, όλα προσωπικές οπτασίες, κι αυτή είναι η αφήγηση της Ζαρίφα Ελίφ, για την Νέια τη Δρακοφόνισσα.
~~
Η Νέια έφυγε απ’ το χωριό μας δυο μήνες πριν έρθουν οι άπιστοι, αυτοί που φορούσαν το σύμβολο του θεού τους στο στήθος, κι έσφαζαν για εκείνον.
Δεν αναρωτήθηκε ποτέ αν είχε κάνει το σωστό. Οι κύκνοι απολογούνται για την ομορφιά τους;
Έτρεξε με το άλογο της προς τ’ ανατολικά, προς τα βουνά όπου όλοι έλεγαν ότι ζούσε ένας δράκος. Κανείς δεν τον είχε δει, κανείς δεν τον είχε πλησιάσει, αλλά αρκούσε η φήμη της ύπαρξης του.
Στα χωριά την υποδέχονταν εχθρικά. Μια γυναίκα μ’ ελεύθερα μαλλιά, με ξίφος, άλογο και θώρακα, δεν ήταν καλοδεχούμενη πουθενά. Μέχρι που μάθαιναν πού πήγαινε, τι έψαχνε να βρει. Οι τρελοί είναι άγιοι.
Της έδιναν το κρεβάτι τους για να κοιμηθεί. Της έφτιαχναν ό,τι καλύτερο είχαν για να φάει. Στους τρελούς και στους μελλοθάνατους οφείλουμε σεβασμό. Στους δεύτερους ως πράξη οίκτου. Στους πρώτους ως πράξη θαυμασμού. Γιατί οι τρελοί αλλάζουν τα σχέδια και του Θεού, όπως είχε γράψει ο Προφήτης.
Το άλογο της και τα λόγια των πιστών την οδήγησαν ως την Αετοφωλιά του Χασάν-ι-Σαμπάχ, του Γέρου του Βουνού. Η φήμη του δράκου περνούσε απ’ το Αλαμούτ, το απόρθητο φρούριο.
Όλοι ήξεραν τον Γέρο, αυτός τους προστάτευε. Ήταν ένας άνθρωπος σοφός κι ανελέητος, με χίλιους χασασίνους στη φρουρά του. Οι στρατιώτες του δεν πίστευαν σε τίποτα άλλο απ’ τον Χασάν. Κάπνιζαν χασίς σε κάθε προσευχή και πέθαιναν για τον αρχηγό τους, σκότωναν για τον αρχηγό τους, χωρίς αμφιβολίες.
Γυναίκα ποτέ δεν είχε πατήσει κοντά στο Αλαμούτ. Κι όσοι άντρες τόλμησαν πέθαναν πριν προλάβουν να δουν τα τείχη. Αυτό το είπαν στην Νέια όλοι, αλλά εκείνη δεν έμοιαζε να τη νοιάζει η μοίρα των άλλων. Έφτιαχνε τη δική της ζωή, χωρίς να την απασχολεί ο θάνατος της.
~~
Κάλπασε στα όρη Ελμπούρζ, χωρίς καμιά προφύλαξη να πάρει. Σύντομα βρέθηκε να την ακολουθούν και να την οδηγούν οι χασασίνοι. Από μακριά στην αρχή, δίπλα της αργότερα. Αλλά δεν της επιτέθηκαν, ούτε της μίλησαν, μόνο έκρυβαν το πρόσωπο τους στην κουκούλα τους σαν τους κοιτούσε.
Σαν έφτασε έξω απ’ το Αλαμούτ κατάλαβε γιατί οι πιστοί κι οι άπιστοι το αποκαλούσαν Αετοφωλιά. Τα τείχη ήταν χτισμένα στην κορυφή του κόσμου, πάνω απ’ τα σύννεφα. Ακόμα κι ο ήλιος έμοιαζε να είναι πιο κοντά στο φρούριο. Η Νέια ένιωθε ότι πετούσε με το άλογο της, σαν να είχε το ελ-μπουράκ του Προφήτη.
Οι πύλες άνοιξαν πριν να φτάσει, ενώ οι χασασίνοι στέκονταν ακίνητοι στις πολεμίστρες και στα βράχια. Υπήρχε εντολή για να περάσει, εκείνη μόνη, η μόνη γυναίκα που έφτανε στο Αλαμούτ.
~~
Μέσα στο φρούριο δεν υπήρχε τίποτα περιττό. Ούτε υπηρέτες ούτε στολίδια ούτε καν φως. Πιο πολύ έμοιαζε με μοναστήρι, παρά με οχυρό.
Δυο χασασίνοι την οδήγησαν ως αυτό που θα έπρεπε να είναι η αίθουσα του θρόνου. Θρόνος δεν υπήρχε ούτε αίθουσα.
Ήταν ένα κελί με ξύλινη πόρτα, παρόμοιο με όλα τ’ άλλα που προσπέρασαν. Δεν χτύπησαν, μόνο της έκαναν νόημα να μπει.
Εκεί η Νέια βρήκε τον Γέρο να κάθεται στο ημίφως. Ήταν φαλακρός σαν αετός. Κρατούσε μια περγαμηνή στο χέρι και διάβαζε. Δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Χάιδευε το κεφάλι του και σκεφτόταν. Μόνο σαν στάθηκε για αρκετή ώρα της μίλησε. Μασώντας τις λέξεις.
“Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι”, της είπε.
Η Νέια δεν απάντησε. Τι μπορούσε να πει άλλωστε;
Ο Γέρος σήκωσε λίγο το κεφάλι και την κοίταξε. Η Νέια δεν είχε ξαναδεί τέτοιον άνθρωπο, με τέτοια μάτια. Κατάλαβε γιατί οι χασασίνοι πέθαιναν για εκείνον. Μόνο να τον υπακούσεις μπορούσες. Τίποτα άλλο.
“Απ’ όλους τους σοφούς και τους προφήτες, πιο πολύ κι απ’ τον ένα τον Προφήτη, μια ιστορία μόνο έμαθα”, είπε ο Γέρος. “Οι κούφιοι άνθρωποι είναι δεσμώτες στη σπηλιά και γνωρίζουν μόνο τις σκιές. Ώσπου βρίσκεται ένας να λυθεί. Αυτός μόνο βλέπει το αληθινό φως.”
“Και τι του συμβαίνει;” ρώτησε η Νέια.
“Πεθαίνει”, έκανε ο Γέρος. “Αυτό συμβαίνει σε όλους.”
“Ποιο το όφελος τότε;”
Ο Γέρος χαμογέλασε αχνά. Δεν έμοιαζε καν με χαμόγελο αυτό που σχηματίστηκε.
“Γι’ αυτό σ’ άφησα να ‘ρθεις”, της είπε.
“Γιατί;”
“Δεν μου αρκεί. Όσα κι αν λένε οι σοφοί και οι προφήτες. Δεν μου φτάνει. Κάποιοι είναι εδώ για ν’ αλλάξουνε τους τρόπους, τις συνήθειες, τους νόμους. Εγώ θέλω ν’ αλλάξω το πιο σημαντικό.”
“Να μην πεθάνεις.”
“Γι’ αυτό σ’ άφησα να ‘ρθεις.”
~~
Υπήρχε δράκος, υπήρχε και προφητεία. Κανείς άντρας δεν μπορούσε να τον σκοτώσει. Κι η προφητεία είχε βγει αληθινή για χίλια χρόνια. Οι γυναίκες ήταν δεσμώτες στη σπηλιά που ‘χαν φτιάξει οι άντρες. Μόνο μία θα τολμούσε ν’ αλλάξει τη ροή, να κοιτάξει έξω. Αυτή θα ήταν η Νέια. Αλλά δεν το ήξερε ακόμη.
Όποιος έπινε το αίμα του δράκου θα ζούσε για πάντα, έτσι έλεγε η προφητεία. Κι ο Γέρος ζήτησε αυτό ακριβώς απ’ τη Νέια.
“Και ως αντάλλαγμα τι θα πάρω;” τον ρώτησε.
“Θα σ’ αφήσω να πας”, της είπε.
“Κι αν πάω ως εκεί, αν τον σκοτώσω, γιατί να μην πιω εγώ το αίμα του;”
“Αυτό δεν το ξέρω, δεν το καταλαβαίνω”, είπε ο Γέρος. “Πες μου εσύ: Με τι θ’ αντάλλαζες την αιώνια ζωή;”
Η Νέια δεν μίλησε, αλλά ήξερε την απάντηση.
Γύρισε για να φύγει.
“Εσύ τι θα δινες;” τον ρώτησε.
“Τα πάντα”, είπε εκείνος χωρίς να το σκεφτεί.
Τον λυπήθηκε. Και φάνηκε ο οίκτος στο βλέμμα της.
“Τότε δεν έχεις τίποτα”, του είπε.
~~
Οι χασασίνοι την οδήγησαν μέχρι το τέλος του βουνού. Πιο πέρα ξεκινούσε ο δρόμος του δράκου. Πήγε με το άλογο όσο μπορούσε. Μετά εκείνο αρνήθηκε να κάνει βήμα.
Ανέβηκε με τα πόδια ανάμεσα στις πέτρες. Γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο από πέτρες και φως. Στην κορυφή τον είδε.
Δεν φοβήθηκε. Ένιωσε δέος. Είχε σώμα λιονταριού και κεφάλι αετού. Είχε και φτερά. Δεν ήταν δράκος, ήταν δράκαινα. Μόνο τα θηλυκά έχουν φτερά.
Η δράκαινα της μίλησε. Δεν ξέρω αν ήταν στη γλώσσα που η Νέια είχε μάθει από παιδί ή αν ήταν στη γλώσσα του Προφήτη. Αλλά μπορούσε να καταλάβει ό,τι της έλεγε καλύτερα απ’ το να μιλούσε στον εαυτό της.
“Άργησες”, της είπε η Δράκαινα.
“Με περίμενες.”
“Πριν εφτά χρόνια ξεκίνησες.”
“Αγάπησα. Τέσσερις ανθρώπους.”
“Είσαι τυχερή.”
Η Νέια μπόρεσε να δει τη σκέψη της. Εκείνη είχε γεννήσει ένα αυγό πριν χίλια χρόνια. Της το πήραν με δόλο οι άντρες του αυτοκράτορα, γιατί ήταν το κέλυφος χρυσό.
“Τότε σταμάτησα να ζω και σε περίμενα να ‘ρθεις”, της είπε η δράκαινα. “Τα τελευταία εφτά χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα.”
Έκατσε κάτω και χαμήλωσε τον λαιμό της.
“Δώσε τέλος στην εποχή μου”, της είπε.
Η Νέια θυμήθηκε τον κυνηγό που της είχε πει ότι ο δράκος δεν θα κάτσει να τον σφάξει. Κι όμως, καθόταν πιο ήρεμος απ’ το ελάφι.
“Δεν μπορώ να σε σκοτώσω”, της είπε.
“Αν δε με σκοτώσεις δεν θα γίνεις ιππότης”, έκανε η δράκαινα.
“Ιππότης… Δεν υπάρχει θηλυκό όνομα γι’ αυτό.”
“Ο Γέρος περιμένει να του πας το αίμα μου.”
“Κάποτε έδωσα υπόσχεση ότι δεν θα πολεμήσω για άλλους.”
Η δράκαινα σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε την Νέια κι ύστερα της έδειξε κάτι πέρα απ’ τα σύννεφα.
“Δες”, της είπε. “Εσείς οι άνθρωποι ορκίζεστε κι υπόσχεστε. Όμως κάποια στιγμή πρέπει να πάρετε μια απόφαση που είναι ενάντια στους όρκους σας. Τι είναι πιο πολύτιμο για σένα; Δες.”
Και είδε. Με τα μάτια της δράκαινας. Χιλιάδες άντρες, στρατιώτες από μακρινούς τόπους, με το σύμβολο του θεού τους στο στήθος. Απ’ όπου περνούσαν άφηναν νεκρούς.
Και είδε. Τους στρατιώτες να ρημάζουν το χωριό της. Τον Καδάρ νεκρό. Τα κορίτσια της σκλάβες.
“Έχει γίνει;” ρώτησε τη δράκαινα.
“Ίσως να γίνει. Από σένα εξαρτάται. Μόνη σου δεν μπορείς να το σταματήσεις. Χρειάζεσαι φωτιά για να πολεμήσεις τη φωτιά. Ο Γέρος θα στη δώσει. Αλλά θα πρέπει να του δώσεις αίμα για αντάλλαγμα… Έλα, λοιπόν. Τι είναι πολυτιμότερο για σένα;”
Έσκυψε το κεφάλι της, χαμήλωσε τα μάτια και περίμενε το χτύπημα του σπαθιού.
~~~~~~~
Τα μάτια μου θαμπά βλέπουν. Αλλά καθώς σβήνει το φως θυμάμαι πιο έντονα από ποτέ όσα άκουσα κι όσα έζησα.
Ήμουν παιδί. Μάθαμε ότι πλησιάζουν οι άπιστοι. Να φύγουμε δεν προλαβαίναμε. Ο πατέρας ήθελε να πολεμήσει. Οι άλλοι δεν τον άφησαν. Μάζεψαν ό,τι χρυσό κι ό,τι αλαβάστρινο είχαν, κάθε ύφασμα και κάθε τεχνούργημα. Σταθήκαμε στο έμπα του χωριού και προσευχόμασταν να μας λυπηθούν. Όμως γνωρίζαμε ότι εκείνοι που έρχονταν δεν έδειχναν οίκτο για τους νικημένους.
Φάνηκαν από μακριά τα λάβαρα κι οι πανοπλίες. Τα παιδιά κλαίγαμε. Οι μάνες αγκάλιαζαν. Οι άντρες έτρεμαν από οργή και φόβο.
Κι ήμουν εγώ πρώτη που την είδα να έρχεται. Πήγαινε μπροστά πάνω στο άλογο της. Με ελεύθερα τα χρυσά μαλλιά της και το σπαθί στο χέρι. Και πίσω της χίλιοι μαύροι καβαλάρηδες. Μαύρα ήταν τα άλογα τους, μαύρα ρούχα φορούσαν, μαύρες κουκούλες, μαύρα ήταν και τα όπλα τους.
Κάλπαζαν, αλλά πέρα απ’ τις οπλές που τάραζαν το χώμα, άλλο θόρυβο δεν έκαναν. Ήταν σαν μια ορδή από φαντάσματα κι αν δεν έβλεπα τη μητέρα μου να τους οδηγεί θα νόμιζα ότι είχαν έρθει απ’ τον άλλο κόσμο.
~~
Κάποιος σοφός είχε πει ότι ο καλύτερος τρόπος να κερδίσεις έναν πόλεμο είναι να τελειώσει πριν κατεβείς στο μάχη.
Οι άπιστοι είδαν τα μαύρα φαντάσματα, είδαν τη γυναίκα που τα οδηγούσε και νικήθηκαν πριν πολεμήσουν. Γύρισαν να φύγουν αφήνοντας πίσω όσους δεν είχαν άλογο.
Οι χασασίνοι τους πρόλαβαν κι έπεσαν πάνω τους σαν λαίλαπα. Δεν τους σκότωναν. Τους σακάτευαν. Τους έκοβαν πόδια και χέρια και αυτιά και μύτες. Αλλά τους άφηναν να ζήσουν.
Όταν θα έφταναν στα πλοία τους, όσοι θα έφταναν, θα μιλούσαν για τη συμφορά που τους λιάνισε. Κι οι αρχηγοί τους θα έβλεπαν τα σημάδια στα σώματα και στα πρόσωπα των στρατιωτών.
Ποτέ πια δεν θα περνούσαν απ’ τα μέρη που διαφέντευαν οι μαύροι καβαλάρηδες κι η Δρακοφόνισσα.
~~~
Η μητέρα έμεινε στο σπίτι και μας διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί στα όρη Ελμπούρζ. Λίγο καιρό μετά η Δρακοφόνισσα ξανάφυγε.
Έτσι την έμαθα. Να ‘ρχεται η μητέρα. Να φεύγει η Δρακοφόνισσα. Δυο πρόσωπα θυμάμαι.
Τώρα πια, καθώς τα μάτια μου θαμπώνουν, βλέπω πιο καθαρά. Όχι ένα ούτε δύο πρόσωπα ούτε καν χίλια.
Είχε το πρόσωπο όλων των γυναικών που έχουν υπάρξει, υπάρχουν και θα υπάρξουν. Και το δικό μου.
~~
Αυτή ήταν η αφήγηση της Ζαρίφα Ελίφ, το 572 από το έτος Εγίρας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~ ΤΕΛΟΣ ~~~~~~~~~~