“Ποτέ δεν πρέπει να διστάζεις να πουλήσεις την αγελάδα σου για μια χούφτα μαγικά φασόλια.”
Τομ Ρόμπινς
“Πάνω που βρήκα το νόημα της ζωής, το άλλαξαν.”
Τζορτζ Κάρλιν
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Είχα φτάσει στον ψηλότερο βατήρα της εφηβείας. Μπροστά μου ανοιγόταν η άβυσσος της ενηλικίωσης, πιο αμείλικτη κι απ’ το φεγγαρόφωτο του Ρίτσου. Όμως εγώ κοιτούσα το πτερύγιο της Σίλιας.
~~
“Η ανθρωπότητα εξελίχτηκε —αν εξελίχτηκε— όχι γιατί υπήρξε σοβαρή, υπεύθυνη και προσεκτική, αλλά γιατί υπήρξε κεφάτη, επαναστατική και ανώριμη.”
Έτσι έγραφε ο αγαπημένος Τομ Ρόμπινς. Όλοι τον λατρεύαμε. Και δεν ξέραμε γιατί.
~~
Η Σίλια είχε αυτιά αγάλματος της κλασικής αρχαιότητας. Τα είχα μελετήσει τόσες ώρες, σαν να ήμουν στο μουσείο. Δεν τα είχα μετρήσει τότε, αλλά είμαι σίγουρος ότι ήταν σπείρα Φιμπονάτσι.
Η γλώσσα μου γνώριζε απέξω τη γεωγραφία των πτερυγίων της. Πάνω ψηλά υπήρχε η κριτσανιστή έλικα, τα οροπέδια όπου φύτρωναν τρεις μεταλλικές βουνοκορφές, τα σκουλαρίκια της.
Μετά ήταν αδύνατο να μη χαθείς στον ωκεανό της κόγχης, να μη βυθιστείς όλο και πιο βαθιά στη δίνη. Κι έπειτα, μετά τις βουνοκορφές και τις θάλασσες, με τους μυς της γλώσσας να πονάνε και το σαγόνι στραβωμένο, έπεφτα να ξεκουραστώ στα απαλά λιβάδια του λοβού. Είχε ένα ακόμα σκουλαρίκι εκεί, ένα μικρό ασημένιο εφτάφυλλο μαριχουάνας, έτσι η περιήγηση μου γινόταν χαυνωτική.
~~
Τότε δεν ξέραμε γιατί αγαπούσαμε τον Ρόμπινς. Τώρα ξέρω, αλλά πάνω που βρήκα το νόημα της ζωής, το άλλαξαν.
Μιλούσα προχθές μ’ έναν φίλο στο ΖΟΟΜ.
“Η ζωή είναι ένα πάρτι, μια ευκαιρία”, έλεγε ο Άρης. Και μετά κοίταξε πέρα απ’ την οθόνη κι είπε: “Νάτη! Ήρθε πάλι.”
“Ποια;”
Το σπίτι τους είναι στα πρόθυρα του δάσους. Μια αλεπού τους επισκέπτεται κάθε τόσο. Κι αυτό δεν είναι παραμύθι. Το βάζο της μαγείας γέμισε λίγο παραπάνω.
~~
Είχα μαστουρώσει τόση ώρα στο λιβάδι του αυτιού της κι είπα να πάω να πιω νερό στα χείλη της, για να συνέλθω.
Το σχήμα των χειλιών της μου θύμιζε τη Λιβ Τάιλερ. Τότε δεν είχε γίνει ακόμα μνηστή του Άραγκορν. Την ξέραμε μόνο ως δεκαεξάχρονη κόρη του Στήβεν Τάιλερ και πρωταγωνιστούσε στο βιντεοκλίπ των Aerosmith, Crazy. Κάθε έφηβος ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Δεν τα έβαφε, δεν χρειαζόταν, ήταν δεκάξι χρονών κι είχαν το χρώμα των αλεξανδρινών το Νοέμβρη. Κάπως πορτοκαλί, με αρκετό κόκκινο.
~~
Όταν τελειώνεις το λύκειο είσαι στο ψηλότερο σκαλοπάτι της παιδικής σου ηλικίας. Έχεις σώμα και δυνάμεις ενήλικα, χωρίς τις υποχρεώσεις. Μπορείς να κάνεις όποια τρέλα σου ‘ρθει. Όλοι σε δικαιολογούν: “Παιδί είναι ακόμα.”
Μετά βουτάς απ’ τον βατήρα στην άβυσσο της ενηλικίωσης. Καλώς ήρθες στην πραγματικότητα, γιε μου. Welcome, my son, welcome to the machine.
~~
Εκείνη τη βραδιά το πρόσωπο της δεν γύρισε καν να με συναντήσει. Ταράχτηκα, αλλά έκανα τον αδιάφορο. Και καθώς επέστρεφα προς το πτερύγιο, με την ουρά στα σκέλια, την άκουσα να ψιθυρίζει: “Τι τυπάς!”
Βρέθηκα στην πραγματικότητα. Ήταν Σάββατο βράδυ, σ’ ένα κλαμπάκι. Η μουσική που ακουγόταν δεν ταίριαζε με το ύφος του κλαμπ. Κοίταξα τη γιγαντοοθόνη, όπου ήταν στραμμένη κι η Σίλια.
Έδειχνε το Unplugged in New York.
Ο Κομπέιν τραγουδούσε: “I need an easy friend, I do, with an ear to lend…”
Είπα το ίδιο: “Τι τυπάς!”
~~
Η άβυσσος της ενηλικίωσης είναι ένα μέρος, μια τρύπα, όπου έτσι κι αρχίσεις να πέφτεις δεν ξαναβγαίνεις. Και το χειρότερο: Δεν έχει πάτο.
Απ’ τη στιγμή που σταματάς να είσαι παιδί ή έφηβος, απ’ τη στιγμή που εγκαταλείπεις τη φωλιά πρέπει να γίνεις… άνθρωπος.
Έτσι δε λένε;
Γίνε άνθρωπος!
Μεγάλωσε! Ωρίμασε! Λογικέψου!
Γίνε άνθρωπος!
Κι είναι αυτή η άβυσσος γεμάτη υποχρεώσεις. Κυρίως πρέπει να πληρώνεις. Να δουλεύεις και να πληρώνεις. Να πληρώνεις ακόμα κι αν δεν δουλεύεις. Έγινες άνθρωπος, δεν έγινες; Πλήρωσε τότε.
~~
Κοιτούσαμε τον Κομπέιν. Φορούσε τη ζακέτα της γιαγιάς του, σιχαινόταν αυτό που έκανε κι ήθελε να πεθάνει. Γιατί τον θαυμάζαμε;
“Προτιμώ να με μισήσουν γι’ αυτό που είμαι, παρά να με αγαπήσουν γι’ αυτό που δεν είμαι.”
Αυτό έγραψε στο σημείωμα αυτοκτονίας. Αυτό τραγουδούσε.
“Είναι ορίτζιναλ”, είπε η Σίλια.
Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες, κι έχουν περάσει είκοσι πέντε χρόνια. Ορίτζιναλ, αυθεντικός. Και συμφώνησα.
~~
Όταν ξεκινάς τη βουτιά λατρεύεις τους ασυμβίβαστους. Γιατί δε θες να γίνεις σαν τους γονείς σου. Κανείς δε θέλει να γίνει σαν τους γονείς του.
Οι πιο αλαφροΐσκιωτοι πέφτουν μέσα της και σκέφτονται ότι θ’ αλλάξουν την άβυσσο ολάκερη. Εκείνη τους καταπίνει. Αλλά την αλλάζουν λιγάκι. Η εξέλιξη της ανθρωπότητας που αναφέρει ο Ρόμπινς είναι εξαντλητικά αργή.
Κάθε έφηβος θέλει να καρατομήσει τους γονείς του και να κάνει επανάσταση.
Αλίμονο στους νέους που δεν σχεδιάζουν επαναστάσεις.
Αλίμονο στην κοινωνία όπου δεν θα υπάρχουν επαναστάτες.
Μόνο έτσι εξελίσσεται. Με επαναστάσεις. Είτε είναι του Κοπέρνικου και του Δαρβίνου, είτε του Πικάσο και του Τσακ Μπέρι, είτε του Λένιν και του Ντουρρούτι.
Υπάρχουν κι οι άλλες επαναστάσεις, οι μικρές και οικείες, οι δικές μας μικρές, προσωπικές επαναστάσεις.
Δεν είναι τόσο βαρυσήμαντες όσο του Κοπέρνικου και του Λένιν. Μάλλον δεν θα τις μνημονεύουν οι επόμενες γενιές. Αμφιβάλλω αν θα τις καταλάβουν τα παιδιά μας.
Αλλά προσθέτουμε κάτι κι εμείς, ένα λιθαράκι, για να βγει η ανθρωπότητα απ’ την άβυσσο.
Μπορεί να είναι ένα ποίημα που γράψαμε, ένα δέντρο που φυτέψαμε, ένα παιδί που αγαπήσαμε, ένα ζώο που ταΐσαμε.
Μετράνε κι αυτά, τα μικρά και καθημερινά, τα δικά μας, δεν γίνεται όλοι να είμαστε όλοι γίγαντες.
Αν επιτρεπόταν μόνο στον Σέξπηρ να γράφει ιστορίες και μόνο στον Μότσαρτ να συνθέτει μουσική, τότε ανάμεσα στις βουνοκορφές δεν θα υπήρχε τίποτα για να περπατήσουμε.
Οι θνητοί στρώνουν το δρόμο ανάμεσα στις βουνοκορφές των ημίθεων.
Κάθε διήγημα είναι μια ιστορία αγάπης. Και κάθε ιστορία αγάπης θα μπορούσε να γίνει διήγημα.
Κάθε μικρή εξέγερση, κάθε προσφορά στον διπλανό σου, είναι μια κοινωνική επανάσταση.
~~
Λίγες μέρες πριν κλειστούμε όλοι στο καβούκι μας πέτυχα τη Σίλια στην πλατεία Αριστοτέλους, εντελώς τυχαία. Δεν είδα εκείνη, είδα το αυτί της. Αναγνώρισα τα χείλη, το προφίλ. Τα μαλλιά ήταν ξανθά, αλλά ήμουν σίγουρος ποια έβλεπα.
Εκείνη μ’ ένιωσε. Γύρισε να δει ποιος την κοιτάει. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει. Μάλλον θυμόταν τον νέο με τα μακριά μαλλιά. Μου χαμογέλασε με τα αλεξανδρινά της χείλη, που ήταν βαμμένα κόκκινα πια, όχι το φυσικό πορτοκαλί της νιότης.
Ένα χαμόγελο πικρό λιγάκι, σαν γλυκό του κουταλιού νεραντζάκι.
Τη χαιρέτησα από μακριά, ένα νεύμα μόνο, ένα φιλικό νεύμα. Και γύρισα να φύγω.
Δεν είχαμε κάτι να πούμε. Δεν είμαι εκείνος που εντρυφούσε στο αυτί της. Είμαι κάποιος άλλος.
Γύρισα σπίτι κι έκατσα στο μπαλκόνι για να γράψω. Έβαλα να παίζει το Unplugged των Nirvana.
Τον Κομπέιν τον αγαπήσαμε γιατί ήταν αυθεντικός. Δεν μπόρεσε να μείνει καθαρός μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι. Κάποιοι πνίγονται.
Τον Ρόμπινς τον αγαπούσαμε όπως τα τελευταία παιχνίδια, που κρατάμε στη βιβλιοθήκη μας για πάντα, ένα πλειμομπίλ ιππότη, ένα αυτοκινητάκι, μια κούκλα, ένα λούτρινο.
Και τον αγαπάμε ακόμα, αλλά με λίγο πόνο τώρα πια.
Δεν είναι νοσταλγία για το παρελθόν, για τα χρόνια που χάθηκαν.
Ούτε πικρία για τις μικρές μας επαναστάσεις.
Είναι μια σουβλιά, κάθε φορά που βλέπεις ότι το βάζο με την μαγεία όλο και αδειάζει.
Πόση πραγματικότητα ν’ αντέξει η καρδιά;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο πίνακας είναι της Marinel Sheu, “Cigarette at night”, Marinel Art http://www.marinelart.com/