Γιωταλία (18. Μια καινούργια Αγία)

0
520

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι giotalia-1024x576.jpg

66

Η Γιωταλία ήταν η τελευταία που κατάλαβε τι γινόταν. Είχε χαθεί στη μουσική ή προσπαθούσε να χαθεί; Σαν τέλειωσε το κομμάτι έσκυψε κι αγκάλιασε τη μικρή Γκιορσαλί. Έτσι όπως βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο στράφηκε χαμογελώντας προς την μπάρα. Τους είδε όλους να την κοιτάνε, να τις κοιτάνε. Άφησε το κορίτσι να χορεύει και πήγε στους φίλους της.

«Τι έγινε;»
«Μήπως να πιεις λίγη μπύρα πρώτα;»
«Καλύτερα ουίσκι», έκανε ο Καρόγλου. «Και να καθίσεις.»
«Τι συμβαίνει; Πέθανε κανένας κι είστε έτσι;»
«Το αντίθετο. Σε βλέπαμε εκεί με τη μικρή…»
«Μου αρέσει αυτή η μουσική και χόρευα. Είναι κακό;»

Η Τενερίφη πήγε μπροστά της.
«Το κοριτσάκι είναι κόρη της Τενιέλ. Λέγεται Γκιορσαλί.»
«Ωραίο όνομα. Και λοιπόν;»
«Γεννήθηκε με άσπρα μαλλιά», της είπε κι έπιασε τα μαλλιά της.

Η Γιωταλία ξεκίνησε να γελάει ψεύτικα. Πήγε και ήπιε λίγη μπύρα. Είχε καταλάβει τι υπονοούσαν, αλλά δεν το πίστευε, δεν ήθελε να πιστέψει ότι υπήρχε ένα αντίτυπο του εαυτού της.

«Υπάρχει μια λεπτομέρεια», είπε ο Φάρελ τα λόγια της Τενιέλ. Εκείνη έκανε νόημα στη Γκιορσαλί να πάει κοντά της. «Την ξεγέννησε η Τάρα, όπως κι όλα τα παιδιά στο Ίνισμορ. Όταν την σκούπισε είπε ότι ήταν γοργονοπαίδι.»
«Η γοργόνα!» έκανε ο Θάνος.
«Συμπτώσεις, βλακείες.»
«Τι σημαίνει γοργονοπαίδι;»
«Έτσι λένε τα παιδιά που γεννιούνται με… βράγχια.»
«Όχι εγώ», είπε η Γιωταλία. «Βράγχια δεν έχω.»
«Δεν είναι πραγματικά βράγχια. Είναι αυτό.»

Έπιασε τα μαλλιά της Γκιορσαλί και τα σήκωσε. Έδειξε πίσω απ’ τ’ αυτιά της. Υπήρχε μια πτυχή του δέρματος εκεί, που σίγουρα δεν ήταν ψαρίσια, αλλά θύμιζε βράγχια. Η Γιωταλία πάγωσε. Όλοι γύρισαν και περίμεναν να δείξει, ενώ την ίδια στιγμή έλεγχαν τον εαυτό τους.

«Αυτό δε σημαίνει τίποτα!»
«Δείξε μας.»

Σήκωσε τα μαλλιά της. Ήταν γοργονοπαίδι.

«Δηλαδή τι έγινε τώρα;» είπε ο Καρόγλου. «Υπάρχουν δυο εκδοχές της Γιωταλίας;»
«Ή της Γκιορσαλί.»
«Μα δεν το καταλαβαίνετε;» τους φώναξε ο Θάνος. «Δεν είναι δύο άνθρωποι. Η Γιωταλία είναι η Γκιορσαλί, μετά από δεκατρία χρόνια. Όχι, η Γκιορσαλί σε δεκατρία χρόνια θα γίνει Γιωταλία. Η Τενιέλ είναι η μητέρα της.»
«Οπότε η Γιωταλία γεννήθηκε εδώ.»
«Και πατέρας σου δεν είναι ο Γεζουές», πρόσθεσε η Ρουθ, «αλλά ο Σκωτσέζος. Πολύ διασκεδάζω στην παρέα σας.»

Η Γιωταλία σηκώθηκε απ’ το σκαμπό εκνευρισμένη.
«Όλα αυτά είναι…»
Δεν είπε τι ήταν, γιατί δεν ήξερε κι εκείνη. Βγήκε έξω τρέχοντας, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν άγρια.
«Θα πάω μαζί της», είπε ο Θάνος.
«Ασ’ την.» Τον κράτησε η Τενερίφη. «Χρειάζεται χρόνο να το χωνέψει. Βασικά κι εμείς χρειαζόμαστε χρόνο να καταλάβουμε τι γίνεται.»
«Μπορεί να πάθει κάτι.»
«Μάγισσα είναι, δεν παθαίνει τίποτα. Ασ’ την.»

Ο Θάνος το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν άλλαξε γνώμη. Πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και είδε τη Γιωταλία να φεύγει καλπάζοντας. Γύρισε πίσω να πιει.

«Πήρε τη Σιρίν», είπε στους άλλους.

~~

Κάλπασε για λίγη ώρα μέσα στη νύχτα. Είχε πανσέληνο κι οι σκιές ήταν παχιές. Ο Ατλαντικός αστραφτοκοπούσε ως τον ορίζοντα. Πήγαινε χωρίς να τη νοιάζει που πηγαίνει και προσπαθούσε να μη σκέφτεται. Χάθηκε και βρέθηκε εκεί όπου έπρεπε να είναι. Η Τάρα είχε βγει στην πόρτα της και την περίμενε. Της έκανε νόημα.

Ξεκαβαλίκεψε και μπήκε στο σπίτι. Η γητεύτρα και μαία του Ίνισμορ την οδήγησε σ’ ένα μπαούλο. Της εξήγησε με νοήματα ότι δεν μπορούσε να σκύψει, η μέση της ήταν καταστραμμένη. Η Γιωταλία το άνοιξε. Ήταν τέλεια τακτοποιημένο, καθετί στη θέση του. Της έδειξε ένα κουτί από αλάβαστρο, λευκό και ημιδιάφανο. Εκεί μέσα είχε μια τούφα μαλλιά. Ήταν το ίδιο λευκά με της Γιωταλίας και δεν ήταν μαλλιά γριάς. Τόσο μαλακά, μετάξι σχεδόν. Δεν χρειαζόταν να της εξηγήσει. Ήταν απ’ τη νεογέννητη Γκιορσαλί. Λιγάκι ένιωσε να ζαλίζεται, κι έκατσε πίσω, πάνω στο μπαούλο.

Η Τάρα ξεκίνησε να μιλάει και της εξηγεί κάτι ακόμα, που η Γιωταλία κατάλαβε απ’ τα νοήματα και της χειρονομίες, με τη μιμική.

Η Γκιορσαλί ήταν ανάποδα μέσα στη μήτρα. Ήταν μια πολύ δύσκολη κι επικίνδυνη γέννα για τη μητέρα και το παιδί. Πολλές γυναίκες –και μωρά, είχαν χαθεί έτσι. Η Τάρα κατάφερε να βγάλει το μωρό ζωντανό, αλλά μετά από τόσες ώρες και στην ηλικία που βρισκόταν, έκοψε βαθιά το μαλακό δέρμα του μωρού. Χρειάστηκε να το ράψει για να κλείσει.

Η Γιωταλία άκουγε ένα βουητό στα αυτιά της. Η Τάρα της έδειξε που είχε κόψει το μωρό: Ακριβώς πίσω απ’ το αριστερό γόνατο. Το βουητό δυνάμωσε και της φάνηκε ότι μύριζε πορτοκάλια. Η μαία της είπε να ψάξει τον εαυτό της. Η Γιωταλία δεν είχε δει ποτέ πίσω απ’ το γόνατο της. Σήκωσε τη φούστα κι άγγιξε το δέρμα. Γέλασε. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Η Τάρα το σκέφτηκε και της είπε ότι μάλλον θυμόταν λάθος. Ήταν στο δεξί γόνατο. Η Γιωταλία ακούμπησε εκεί. Υπήρχε το σημάδι που άφησε το ράψιμο. Η Τάρα την είχε ξεγεννήσει, εκεί στα Άραν. Για λίγο έσβησε το φως απ’ τα μάτια της και σωριάστηκε κάτω.

~~~

Πίσω στην παμπ Ντο προσπαθούσαν να βρουν μια εξήγηση γι’ αυτό που συνέβαινε. Έλεγε ο καθένας για μύθους και δεισιδαιμονίες της περιοχής του. Για δίδυμους ανθρώπους που γεννιούνταν από διαφορετικές μάνες. Για δίδυμους που γεννιούνταν με πολλά χρόνια διαφορά. Η Τενερίφη θυμήθηκε τον Πλάτωνα, και την ιστορία του διπλού ανθρώπου που ο Δίας χώρισε στη μέση. Ο Καρόγλου ανατολίτικες ιστορίες για ανθρώπους αντίγραφα.  Μόνο ο Θάνος δεν μιλούσε. Υπολόγιζε τα χρόνια. Ώσπου φώναξε: «Εύρηκα! Χέρμπερτ Γουέλς!»
«Τι αυτό το γουές;» ρώτησε η Τενερίφη και δεν ήταν η μόνη που δεν γνώριζε.
«Ένας καινούριος συγγραφέας. Σαν τον Ιούλιο Βερν. Το πρώτο του βιβλίο λέγεται: Η μηχανή του χρόνου. Ο ήρωας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο, στο παρελθόν και στο μέλλον. Αυτό δεν λες ότι κάνατε κι εσείς;»
«Αυτό κάναμε. Χωρίς τη Γιωταλία.»
«Χωρίς τη Γιωταλία ακόμα. Κι αν πάρουμε τη Γκιορσαλί και πάμε δεκατρία χρόνια πίσω;»
«Πού να την πάμε;»
«Στο Φάρο της Θάλαττας. Εκεί όπου μεγάλωσε.»

Ήταν όλοι πιωμένοι και κουρασμένοι. Η συζήτηση ξέφευγε πολύ απ’ αυτά που μπορούσαν να χειριστούν. Όμως έπρεπε να συνεχίσουν. Ο Καρόγλου είχε μια ακόμα ιδέα.

«Πόσων χρονών ήταν ότι την πήγε ο καπετάνιος, ο…»
«Γεζουές.»
«Ναι, αυτός, όταν την πήγε στο Φάρο;»
«Νομίζω ότι είχε πει πως ήταν τριών.»
«Πόσων χρονών είναι η Γκιορσαλί τώρα;»

Καθώς ο Φάρελ συνέχιζε να κάνει το διερμηνέα, κι είχε κουραστεί, η επικοινωνία καθυστερούσε. Η Τενιέλ, τρομαγμένη, δεν μίλησε, μόνο έδειξε τρία δάκτυλα. Αυτό σήμαινε ότι η μικρή θα έφευγε απ’ τα Άραν σύντομα για να μεγαλώσει στη Θάλαττα.

«Δεν πρόκειται ν’ αφήσω τη Γκιορσαλί μου. Γι’ αυτό ήρθατε; Για να την πάρετε;»

Η Τενερίφη της έκανε νόημα να ησυχάσει.

«Ηρέμησε. Δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Είμαστε το ίδιο με σένα, στην ίδια μεριά.»

Ο Καρόγλου έγειρε να ψιθυρίσει στο αυτί του Θάνου:
«Αν ισχύει αυτό που λες, με το ταξίδι στο χρόνο, κινδυνεύουμε άμεσα. Η μάνα δεν θα το αφήσει. Οπότε αυτός ο Γεζουές θα πρέπει να σκοτώσει για να πάρει το μωρό. Η πρώτη ερώτηση είναι: Γιατί; Κι η δεύτερη: Θα σκοτώσει κι εμάς;»

Ο Θάνος δεν απάντησε, γιατί εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Γιωταλία.

~~~~

Δεν ήθελε να κρύψει τίποτα. Τους είπε όσα έμαθε απ’ την Τάρα, της είπε για το σημάδι. Ρώτησε την Τενιέλ ποιο νανούρισμα έλεγε στη Γκιορσαλί. Σαν το άκουσε θυμήθηκε το όνειρο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πλέον, είχε γεννηθεί εκεί.

Δεν τη λέγανε Γιωταλία, την έλεγαν Γκιορσαλί. Γι’ αυτό είχε απολαύσει τόσο πολύ τον ύπνο. Γιατί εκεί κοιμόταν από μωρό, με τα κύματα, ν’ ακούγονται. Γι’ αυτό της άρεσε τόσο να ζει κοντά σε θάλασσα. Αυτό είχε απ’ τη μέρα που άνοιξε τα μάτια της. Γι’ αυτό της άρεσε κι ο χορός, τα τραγούδια τους. Δεν θυμόταν τίποτα συγκεκριμένο, αλλά είχε τη βεβαιότητα πως είχε ξαναζήσει εκεί.

«Είσαι η μητέρα μου», είπε στην Τενιέλ.
«Φυσικά», έκανε η Τενερίφη. «Η μάγισσα γέννησε μάγισσα. Γι’ αυτό ήρθες προς το βορρά. Σε τραβούσε, όπως κι εμένα. Αλλά εγώ έψαχνα το κοριτσάκι Ζήνα, όχι τη μάνα Τενιέλ.»

Ο Θάνος είχε διαβάσει πολλές αστυνομικές ιστορίες, που κυκλοφορούσαν σε βιβλία ή μέσα στις εφημερίδες. Είχε μάθει να ταιριάζει τα στοιχεία, να βρίσκει τα λάθη και τις ανακολουθίες.

«Εσύ μας είπες ότι η Γιωταλία είναι παιδί της αδελφής σου.»
«Έτσι μας είχε πει η Φουέρτη.»
«Σας είπε ψέματα λοιπόν.»

Πήρε πάλι το αυτάρεσκο ύφος του, ένιωθε λιγάκι σαν Σέρλοκ Χολμς.

«Η Φουέρτη ήθελε να ‘ρθειτε στην εποχή μας, για να βρείτε και να σώσετε, όχι τη Γιωταλία, αλλά τη Γκιορσαλί.»

Η Τενερίφη σκέφτηκε όσα είπαν με την Τάρα. Κι εκείνη είχε κάνει λάθος. Ο στόχος δεν ήταν η Τενιέλ. Ο Θάνος είχε δίκιο, έψαχναν για τη τρίχρονη.

«Νομίζω ότι πρέπει να πάμε σπίτι», είπε η Τενιέλ. «Όλοι μαζί. Θα σας φιλοξενήσουμε απόψε. Τα δυο αγόρια μου έφυγαν, έχω δωμάτια.»
«Εμείς θα πάμε στο πλοίο», είπε η Ρουθ, δεν μπορώ τις κάμαρες κλειστές και τη στεριά, δεν με πιάνει ύπνος.
«Κι εμείς μια χαρά ήμασταν στο μοναστήρι.»
«Σαν θέλω μαζί μου. Φοβάμαι ότι θα προσπαθήσουν να μου πάρουν τη Γκιορσαλί.»
«Δεν θα τους αφήσω», είπε η Γιωταλία.

Η Τενιέλ χάιδεψε το μπράτσο της και της είπε:
«Δεν ξέρω αν είσαι κόρη μου, αλλά θα ήθελα να είσαι, θα ήθελα η Γκιορσαλί να γίνει σαν κι εσένα. Όχι για την ομορφιά σου, όχι μόνο. Είσαι δυνατή σαν Κέλτισσα. Εμείς οι Ιρλανδοί δεν φοβόμαστε κανέναν. Ίσως μόνο τον εαυτό μας.»

Ο Φάρελ είχε φύγει. Η Γιωταλία δεν κατάλαβε τι της είπε, αλλά δεν άντεξε άλλο ν’ ακούει εκείνη τη φωνή. Έπεσε στην αγκαλιά της κι έκλαψε. Είχε κάνει όλο αυτό το ταξίδι για να βρει τη μητέρα της. Την είχε βρει.

~~~~~

Ξεκίνησαν όλοι μαζί για το σπίτι, που ήταν μόλις τέσσερις δρόμους πάνω απ’ την παμπ. Η Γκιορσαλί είχε γοητευτεί απ’ τη Γιωταλία, σαν να ήταν η μεγάλη της αδελφή. Την έπιασε απ’ το χέρι και της έλεγε για τις φίλες της και τα παιχνίδια της –κι εκείνη μόνο έγνεφε, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα, αν και τα ήξερε ήδη.

Ο Τζέιμι είχε μείνει στην παμπ. Τους οδηγούσε η Τενιέλ, που κάθε τόσο γυρνούσε για να δει τις δυο εκδοχές της κόρης της, να βεβαιωθεί ότι ακολουθούν. Κι ήταν χαρούμενη που τις είχε. Σκεφτόταν ότι θα ήθελε να κρατήσει και τη Γιωταλία, τη μεγάλη κόρη. Έπειτα έβλεπε πιο πίσω τη βαρύθυμη Τενερίφη και θυμόταν όσα της είχε πει. Ονειρικά ενσταντανέ περνούσαν κάθε τόσο απ’ τα μάτια της πλέον, σαν να είχε ενεργοποιηθεί μια γωνία της μνήμης. Άνοιξε το βήμα για να μη θυμάται.

Μόλις η Γιωταλία μπήκε στο σπίτι ένιωσε συγκίνηση και πάλι. Το είχε ονειρευτεί εκείνο το διώροφο σπίτι, με τους πέτρινους τοίχους και το ξύλινο πάτωμα. Αλλά το έβλεπε στα όνειρα με τους κάτοικους της νέας της ζωής, με τη Λάιλα Λου και τη Νέδα, με το Θάνο να τριγυρνάει.

Στην κουζίνα είχαν μια μαντεμένια σόμπα. Έκαιγαν συμπιεσμένα φύκια σε παλέτες, με λίγο πριονίδι μέσα. Έτσι το σπίτι μύριζε ξύλο και θάλασσα. Στο καθιστικό είχαν ένα γραμμόφωνο και μερικούς δίσκους διπλής όψης. Κάθονταν εκεί κι άκουγαν μουσική. Ο πατέρας κάπνιζε, η μητέρα έπλεκε και γελούσε. Ο Φέργκους πείραζε τη μικρή του αδελφή. Ο Ρος, έφηβος, ήταν μονίμως κλεισμένος στο δωμάτιο του. Κι απέξω ακουγόταν, μόνιμο ηχητικό υπόβαθρο, ο Ατλαντικός. Είχε γυρίσει σπίτι.

Η Τενιέλ τους έδειξε πού θα κοιμηθούν. Ο Θάνος με τον Καρόγλου πήραν το δωμάτιο των αγοριών που είχαν φύγει –αλλά το κρατούσε άδειο για όταν γυρνούσε ο Ντάραγκ απ’ τα ταξίδια του. Ήθελε να βάλει τη Γιωταλία με την Τενερίφη στο δωμάτιο των δυο μικρότερων αγοριών.

«Θα κοιμηθώ με τη Γκιορσαλί», είπε εκείνη. «Στο κρεβάτι της.»

Η Γκιορσαλί, το μόνο κορίτσι της οικογένειας, είχε δικό της δωμάτιο. Χοροπήδησε σαν της είπανε ότι θα περνούσε το βράδυ με τη μεγάλη της αδελφή. Την τράβηξε γελώντας.

Οι μεγάλοι έμειναν για λίγο στο καθιστικό, να πιουν ένα τελευταίο ουίσκι, να καπνίσουν. Δεν είχαν όρεξη για κουβέντα, τόσες ώρες μιλούσαν. Ένας ένας καληνύχτισαν κι έφυγαν. Έμεινε μόνο η Τενιέλ, που ένιωθε κάτι μέσα της, σαν συναγερμό, μια προειδοποίηση. Εκείνη θα περίμενε τον άντρα της.

Η Γιωταλία μπήκε στο παιδικό δωμάτιο κι άρχισε πάλι να κλαίει. Ήταν σαν να έκανε ένα ταξίδι στον παλιό της εαυτό. Οι κούκλες, οι ζωγραφιές, η μυρωδιά του δωματίου, το πάπλωμα, η μυρωδιά, όλα της ήταν τόσο οικεία και γνωστά, αλλά δεν τα ήξερε.

Η μικρή της έδειχνε τα πράγματα της, της μιλούσε γι’ αυτά. Ανάμεσα στις ζωγραφιές της υπήρχε κι εκείνη ενός σκύλου, έτσι όπως ζωγραφίζουν τα νήπια, ορθογώνιο με στρογγυλό κεφάλι, γραμμές για πόδια και ουρά.

«Νέιντα», είπε κι έδειξε το σκύλο που είχε φτιάξει.
«Νέδα;»

Ξάπλωσε και φώναξε τη μικρή να πάει κοντά της. Εκείνη της έφερε το αγαπημένο της παραμύθι, για να της διαβάσει. Είχε μάθει να διαβάζει από δύο χρονών, ένα σοφό παιδί, γοργονοπαίδι.

Ξεκίνησε να της λέει την ιστορία της θεάς Macha, απ’ τη Κέλτικη μυθολογία. Πώς είχε νικήσει σε ιππικούς αγώνες τον αντίπαλο της, παρότι έγκυος και γέννησε δίδυμα. Η Γιωταλία δεν άκουσε πολύ ώρα. Αποκοιμήθηκε σαν μωρό.

67

Το επόμενο πρωινό τους ξύπνησαν οι μυρωδιές. Η Τενιέλ είχε σηκωθεί χαράματα κι είχε ετοιμάσει πρωινό για όλους. Αυγά με μπέικον και λουκάνικα, φασόλια και πατάτες, τηγανίτες με ντόπιο μέλι. Γάλα για τους μικρούς, καφέ και Γκίνες για τους μεγάλους.

Η Τενερίφη εντυπωσιάστηκε. Έκατσε κι άρχισε να τρώει με όρεξη. Το κεφάλι της κουδούνιζε απ’ το πολύ ποτό κι απ’ τα προβλήματα. Σύντομα της έκαναν παρέα ο Καρόγλου με το Θάνο. Η οικοδέσποινα δεν έκατσε μαζί τους, συνέχιζε να βγάζει ποσότητες, και φαινόταν χαρούμενη με το ρόλο της.

«Νομίζω ότι της πάει», είπε ο Καρόγλου και σκούντηξε την Τενερίφη.
«Δεν την έχεις δει ως μάγισσα.»
«Οι άνθρωποι αλλάζουν.»
«Όχι οι μάγισσες.»

Ήξερε ότι δεν θα κατάφερνε να την πείσει, οπότε ασχολήθηκε με το καινούριο πιάτο που τους άφησε η Τενιέλ: Χοιρινιά νεφρά τηγανισμένα σε βούτυρο.

«Αυτοί τρώνε για πρωινό πιο πολύ απ’ όσο τρώμε εμείς το Πάσχα», είπε ο Θάνος.
«Τι ‘ναι το Πάσχα;»

Κατέβηκε και το μικρότερο αγόρι, ο Φέργκους. Πήγε και φίλησε τη μητέρα του, πριν κάτσει δίπλα στο Θάνο, που του φάνηκε μάλλον ο πιο φυσιολογικός.

Η μητέρα του σπιτιού φώναξε και τον Ρος να κατέβει. Ακούστηκε η βαριεστημένη άρνηση από πάνω. Ο έφηβος δεν είχε καμιά διάθεση για συναναστροφές με γέρους. Θα έμενε στο δωμάτιο του. Η Τενιέλ ετοιμάστηκε να τον κατσαδιάσει.  Ήταν δυναμική μητέρα, τέσσερα αγόρια είχε μεγαλώσει. Κατάλαβε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για τσακωμούς. Φώναξε και τη Γκιορσαλί. Έπειτα κοίταξε τι έλειπε απ’ το τραπέζι. Έβαλε να φτιάξει μερικές τηγανίτες ακόμα.

«Στην υγειά σας», είπε ο Καρόγλου υψώνοντας το ποτήρι με τη Γκίνες. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι το καλύτερο ταξίδι που έχω κάνει. Αν εξαιρέσουμε το κομμάτι του ξυλοδαρμού μου.»

Τσούγκρισαν κι ήπιαν. Η Τενιέλ τους γέμισε και την καράφα του καφέ. Εκείνη την ώρα κατέβηκαν οι δυο Γιωταλίες ή μήπως οι δυο Γκιορσαλί; Ο Θάνος σκέφτηκε ότι αν έκανε παιδιά με τη γοργόνα του θα ήταν σαν εκείνο το μικρό. Αρκεί να μην του έμοιαζαν.

Έκατσαν δίπλα δίπλα. Η Τενιέλ με τη Γιωταλία κοιτάχτηκαν. Είχε βρει τη μητέρα της; Και τι θα έκανε τώρα; Θα έμενε στο νησί; Έπειτα απ’ όλα αυτά που είχε ζήσει δεν μπορούσε. Ήθελε να γυρίσει τον κόσμο, να δει τα θαύματα του.

«Έχει όλα τ’ αγαθά του Παραδείσου. Πάρε.»
«Αυτό τι είναι;»
«Τηγανίτες με μέλι», είπε ο Θάνος. «Να σου βάλω;»
«Θα βάλω μόνη μου.»

Έπιασε κι έβαλε δυο τηγανίτες στο πιάτο της. Η Γκιορσαλί ζήτησε κι εκείνη. Ξεκίνησαν να της κόβουν. Οι συνδαιτυμόνες τους παρατήρησαν τον καθρεφτισμό. Ταυτόχρονα τα δυο κορίτσια έκοψαν τις τηγανίτες στα τέσσερα. Έριξαν μέλι στο ένα τεταρτημόριο, έβαλαν το δεύτερο από πάνω. Κι άλλο μέλι, τρίτο κομμάτι από πάνω, μέλι, τέταρτο, μέλι και βούτυρο, σαν μια μικρή τούρτα.

«Στο είπα: Οι μάγισσες δεν αλλάζουν», έκανε η Τενερίφη.

Η Γιωταλία γύρισε να δει τη μικρή. Της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το κοριτσάκι σπαρτάρισε από τη χαρά.

Κι ήταν όλα τόσο όμορφα, αρμονικά, τέλεια, που φαινόταν ότι πλησίαζε τυφώνας. Έτσι κι έγινε.

Έπιναν καφέ και κάπνιζαν, η Τενιέλ έπλενε τα πιάτα με τη βοήθεια του γιου της, η Γκιορσαλί έλεγε στη Γιωταλία να πάνε να ταΐσουν τα ζώα τους, ειδικά τα κουνέλια που λάτρευε, ο Καρόγλου προσπαθούσε να διαλέξει τι του άρεσε περισσότερο για πρωινό, ιρλανδέζικος καφές ή Γκίνες, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Τζέιμι μαινόμενος.

«Έχουμε πρόβλημα», είπε στα αγγλικά και τους έκανε νόημα να βγουν έξω.

Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα. Χωρίς καθόλου σύννεφα κι η θάλασσα ακυμάτιστη αντανακλούσε τον ήλιο. Τους έδειξε μπροστά, δυο χιλιόμετρα απ’ το λιμάνι, αν και δεν χρειαζόταν. Θα το έβλεπαν μόνοι τους έτσι κι αλλιώς; Πώς να μη δεις ένα ντρέντνωτ θωρηκτό που σημάδευε την πόρτα σου;

~~

«Τι ‘ν’ αυτό το πράγμα;»
«Πολεμικό πλοίο. Θωρηκτό», είπε ο Θάνος. «Γαλλικό νομίζω ότι είναι, καινούρια κατασκευή.»
«Τι δουλειά έχει ένα γαλλικό θωρηκτό στην Ιρλανδία;» ρώτησε ο Καρόγλου.
«Μας βρήκανε. Η Τάρα είχε δίκιο. Τους οδηγήσαμε εδώ.»

Το ντρέντνωτ Βρετάνη έβγαζε καπνό απ’ τα φουγάρα του. Το Ζόρα της Ρουθ, που ήταν δεμένο στο λιμάνι, μπροστά του έμοιαζε σαν παιχνίδι, ανίσχυρο σαν ποδήλατο μπρος σε τανκ.

Το Βρετάνη είχε πέντε διπλά πολυβόλα-κανόνια, των τριαντατεσσάρων εκατοστών, με μέγιστη εμβέλεια δέκα χιλιομέτρων. Μπορούσε να βομβαρδίσει και να καταστρέψει ολόκληρο το Ίνισμορ, χωρίς να κουνηθεί. Είχε κι άλλα πολυβόλα, μικρότερα, καθώς και τορπίλες. Η θωράκιση του ήταν ατσάλι, που σε κάποια σημεία έφτανε τα είκοσι πέντε εκατοστά σε πάχος.

Ήταν 166 μέτρα μακρύ, πιο μεγάλο απ’ το λιμανάκι του νησιού. Πάνω του βρίσκονταν 1200 άντρες, διπλάσιο απ’ τον πληθυσμό του Ίνισμορ. Κι η ταχύτητα που του έδιναν οι τουρμπίνες ατμού ήταν πρωτοφανής. Είκοσι δύο κόμβοι, δυο φορές πιο γρήγορα από κάθε ιστιοφόρο.

Τα ντρεντνωτ θα χρησιμοποιούνταν για πρώτη φορά στον επερχόμενο πόλεμο, σ’ εκείνον που ονομάστηκε Μεγάλος.

Όπως έπλεε εκεί ήταν μια χυδαία επίδειξη δύναμης. Σαν μια αγέλη λύκων ενάντια σ’ ένα κουνέλι. Όμως ο Φοίβος ήξερε ότι το κουνέλι ήταν μαγικό.

Δίπλα στο Βρετάνη βρισκόταν κι ένα μικρότερο αντιτορπιλικό, μισό σε μέγεθος και ισχύ, αλλά εξίσου γρήγορο.

Ο Τζέιμι είπε κάτι στη Τενιέλ κι άρχισαν να διαπληκτίζονται. Σ’ εκείνη τη στιγμή, μόλις ύψωσε τη φωνή της κι εκείνος υποτάχτηκε, φάνηκε ποιος ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Ο Σκωτσέζος γύρισε στους ξένους και τους μίλησε αγγλικά.

«Ήρθε ένας άντρας, απ’ το μικρότερο πλοίο. Είναι στην παμπ και θέλει να πάτε να μιλήσετε.»
«Ο Γεζουές;»
«Είναι άοπλος, τον έψαξα. Είπε να πω σ’ εσένα», έδειξε τη Τενερίφη, «ότι τον λένε Φοίβο.»
«Ο προδότης.»

Η Τενιέλ πήρε τη Γκιορσαλί και τον Φέργκους μέσα. Ο Τζέιμι εξήγησε ότι θα πήγαινε εκείνη μαζί τους στην παμπ και θα ‘μενε αυτός με τα παιδιά. Γι’ αυτό είχαν τσακωθεί.

«Πάμε να τον συναντήσουμε λοιπόν», είπε ο Θάνος και μπήκαν μέσα να ετοιμαστούν.

Ο Τζέιμι μιλούσε με την Τενιέλ.
«Αυτός ήρθε για μένα», του είπε. «Πρέπει να πάω να τον αντιμετωπίσω. Εσύ έχεις να προσέχεις τα παιδιά. Θα το κάνεις;»
«Δεν έχει βρεθεί ακόμα άνθρωπος που θ’ αγγίξει παιδί Σκωτσέζου και θα ζήσει.»

Κατέβασε την καραμπίνα, έβγαλε κι ένα ξίφος που είχε κρυμμένο απ’ τα παιδιά. Τα κράτησε και χαμογέλασε. Η Τενιέλ μπήκε στην αγκαλιά του.

«Σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο», της είπε.
«Η αγάπη είναι το μόνο που μένει. Κι εγώ σ’ αγαπώ.»

Οι ξένοι κατέβηκαν, ετοιμοπόλεμοι. Μια ηλικιωμένη μάγισσα, ένας μεσήλικας με μπαστούνι, ένας χωροφύλακας με Κολτ. Κι η Γιωταλία.

Πίσω τους φάνηκε κι ο έφηβος.
«Τι γίνεται;» ρώτησε.
«Τράβα στο δωμάτιο σου», φώναξε ο Τζέιμι.

Η Γκιορσαλί έπιασε την άκρη απ’ το φουστάνι της Γιωταλίας και της μιλούσε.
«Τι λέει;»
«Δεν θέλει να φύγεις. Φοβάται.»

Προσπάθησε να την ηρεμήσει ο πατέρας της, η μητέρα της, αλλά η μικρή έκλαιγε. Τότε η Γιωταλία έσκυψε, ψιθύρισε στο αυτί της μια φράση απ’ τη Δωδεκάτευχο κι άναψε ένα μικρό φως με τα δάκτυλα της. Η Γκιορσαλί δεν τρόμαξε. Σαν να ήξερε ότι ήταν γεννημένη μάγισσα άπλωσε τα δακτυλάκια της και πήρε τη μαγική λάμψη. Έπαιξε μ’ αυτήν, σαν να ‘ταν μπίλια.

Οι γονείς της, ειδικά ο Τζέιμι, κοιτούσαν αποσβολωμένοι την πρώτη μαγική πράξη του νηπίου.

«Στο είπα. Μάγισσα γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», σχολίασε η Τενερίφη.

Ο Τζέιμι έμεινε εκεί. Οι άλλοι πέντε, μαζί με τη Σιρίν, προχώρησαν προς την παμπ.

68

Η παμπ ξεκινούσε να λειτουργεί απ’ το απόγευμα. Όταν μπήκανε βρήκανε τέσσερις ανθρώπους. Ο πρώτος ήταν ο μπάρμαν, που είχε πάει να σερβίρει, επειδή τον φώναξε ο Τζέιμι.

Η δεύτερη κι ο τρίτος ήταν η Ρουθ με τον Φάρελ, που είχαν τρέξει για να μάθουν τι γινόταν με το ντρέντνωτ. Φυσικά δεν προσπάθησαν να διαφύγουν, όταν το είδαν να πλησιάζει, με το αντιτορπιλικό πιο πίσω. Το λαθρεμπορικό της Ρουθ δεν θα προλάβαινε να κάνει ένα ναυτικό μίλι πριν να το φτάσουνε και να το βυθίσουνε.

Ο τέταρτος άνθρωπος ήταν αυτός που τα είχε προκαλέσει όλα.

Η Τενιέλ μπήκε αγριεμένη, γιατί έπρεπε να προστατέψει την οικογένεια της. Είχε σταματήσει να είναι η καλή νοικοκυρά που μαγείρευε ανελέητα.  Πίσω της μπήκαν κι οι υπόλοιποι. Μέτρησαν κεφάλια. Είδαν μόνο γνωστούς. Η Ρουθ τους έδειξε τον ένοχο.

Ο Φοίβος καθόταν στον καναπέ των μουσικών κι είχε πιάσει μια κιθάρα. Έπαιζε ένα ακόρντο, μετά ένα δεύτερο, και πάλι τα ίδια. Ντο ματζόρε, ντο μινόρε.

«Δεν είναι παράξενο αυτό;» είπε και η βαθιά φωνή του ακούστηκε μαυλιστική στο χώρο. «Πώς αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους την πραγματικότητα. Ποια είναι η διαφορά στο άκουσμα, ανάμεσα σ’ ένα ματζόρε κι ένα μινόρε; Ακόμα κι αν δεν ξέρεις τίποτα από μουσική το καταλαβαίνεις. Είναι μια έλλειψη. Στη συγχορδία Ντο, αντί για Μι έχει μισή νότα παρακάτω, Ρε δίεση. Και τι γίνεται; Ακούστε!»

Έπαιξε πρώτα ένα Ντο ματζόρε.
«Χαρούμενο!»
Έπειτα ένα Ντο μινόρε. Είπε με ανάλογη φωνή:
«Θλιμμένο.»

Άφησε την κιθάρα στην άκρη και σηκώθηκε. Έφτιαξε το παντελόνι και το σακάκι του.
«Αυτό δεν αρέσει στη μουσική. Ότι δεν καταλαβαίνω γιατί αρέσει στους ανθρώπους. Αλλά μου αρέσει να μαθαίνω για τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Και τώρα είμαστε στον καλύτερο αιώνα. Γεια σου, Τενερίφη, πώς είσαι;»
«Γεια σου, προδότη.»
«Γιατί το λες αυτό; Εγώ είμαι πιστός στην αποστολή μου. Μόνο που είναι διαφορετική απ’ τη δική σου. Γεια σου, Ζήνα.»

Εκείνη δεν του απάντησε, παρότι είχε καταλάβει ότι της μίλησε.

«Μεγάλωσες αρκετά χρόνια απ’ την τελευταία φορά που σε είδα. Μου άρεσες μικρούλα και παρθένα. Και τώρα είσαι ωραία. Ώριμη, μεστωμένη, ξέρεις τι να κάνεις.»
«Δεν σε καταλαβαίνει», του είπε ο Θάνος.
«Με καταλαβαίνει μια χαρά. Εσύ είσαι ο Γκάτζος φυσικά, ο χωροφύλακας της κακιάς ώρας. Λυπάμαι που θα στο πω… Εντάξει, δε λυπάμαι, αλλά θα στο πω. Η μάνα σου, η κυρά Σοφία, πέθανε. Αυτοκτόνησε, για την ακρίβεια. Έπεσε στις ρόδες του τρένου ενώ ερχόμασταν να σε βρούμε.»

Ο Θάνος θυμήθηκε τη μέρα που ένιωσε το θάνατο της. Τότε που του είχε πει τη λέξη μπέσα. Τότε που έφυγε καλπάζοντας για να σώσει τη Γιωταλία απ’ τη Σκιά. Το ήξερε ότι είχε πεθάνει, αλλά βούρκωσε, αυτή τη φορά από θυμό.

Ο Φοίβος πήγε σ’ ένα τραπεζάκι κι έπιασε το ποτήρι του. Έπινε ανθρακούχο νερό. Ήθελε να είναι διαυγής. Άλλωστε ήταν εθισμένος στο χειρότερο ναρκωτικό: Εξουσία.

Μίλησε στον Καρόγλου.
«Ο έμπορος σταφίδας, ο Σμυρνιός.»
«Ο ίδιος.»

Δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί του. Πήγε πιο κοντά στη Γιωταλία.

«Να και η πρωταγωνίστρια.»
«Ξέρεις πως μπορώ να σε σκοτώσω πριν προλάβεις να πεις άλλη λέξη;»
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Δεν είμαι μάγος, αλλά έχω μαγικά να με προστατεύουν απ’ το σινάφι σας. Έχω σκοτώσει ήδη μια μάγισσα κι έναν μάγο, που παρεμπιπτόντως ήταν και πατέρας μου.»
«Τι θες από μας, προδότη;» του είπε η Τενερίφη.
«Μπορείς να μη χρησιμοποιείς υβριστικά επίθετα; Δεν είναι κομψό.»
«Εντάξει, θα λέω καλλωπιστικά. Τι θες, σκώληκα;»

Ο Φοίβος κοίταξε το ρολόι του.

«Τενερίφη, πάντα λέει ότι νιώθει. Καταρχάς από πού ήθελα ήταν να περάσει λίγο η ώρα για να δείτε τι μπορεί να πάθετε, εσείς κι όλοι στο νησί. Άλλο ένα λεπτό για τις εννιά. Ξέρεις κανείς καμιά αστεία ιστορία; Όχι; Ωραία. Κοιτάξτε έξω το πλοιάριο της γύφτισσας. Έχετε ένα λεπτό να πιάσετε καλή θέση στην καταστροφή του.»

Η Ρουθ κατάλαβε κι έφυγε έξω τρέχοντας. Σίγουρα δεν προλάβαινε να φτάσει ως το πλοίο, αλλά το πλήρωμα της ήταν εκπαιδευμένο, τόσα χρόνια μαζί. Κατέβηκε σφυρίζοντας διακεκομμένα. Οι ναύτες της την άκουσαν κι άρχισαν να πηδάνε στη θάλασσα, σαν ποντίκια από πλοίο που βυθίζεται.

Ένα λεπτό είναι πάρα πολύς χρόνος αν δράσεις γρήγορα. Σχεδόν όλοι τους είχαν πέσει στο νερό κι είχαν κολυμπήσει αρκετά μέτρα όταν πήγε εννιά. Τότε ακούστηκαν τα τριαντατεσσάρια κανόνια του ντρέντνωτ να ρίχνουν. Ήταν χειρότερο από κεραυνούς, ακούστηκε μέχρι τους γκρεμούς του Μόχερ απέναντι. Και καθώς διαλυόταν από πάνω, κατάρτια και κατάστρωμα, μια τορπίλη το χτύπησε από κάτω και το έκανε σμπαράλια. Οι ομοβροντίες κράτησαν δέκα δευτερόλεπτα, αλλά όπως όταν κάνει σεισμό, φάνηκαν ατελείωτα. Ο Φάρελ με τη Ρουθ έφτασαν κάτω για να περισυλλέξουν τους ανθρώπους τους.

Η Γιωταλία κοιτούσε εκείνο το θηρίο και σκεφτόταν αν θα μπορούσε να το πλήξει κάπως. Αλλά ήταν πολύ μακριά μέσα και ήταν τόσο ισχυρό. Είχε φτιαχτεί για να διαπλέει τον Ατλαντικό, ν’ αντέχει χτυπήματα από οβίδες και βόμβες. Ήταν πέρα απ’ τις δυνάμεις της.

Ο Φοίβος γύρισε στην Τενιέλ και της μίλησε ελληνικά:
«Αυτό θα συμβεί στο νησί. Θα διαλύσουμε κάθε σπίτι, θα τους σκοτώσουμε όλους. Μέχρι να ‘ρθουν οι Ιρλανδοί θα έχουμε εξαφανιστεί. Εσύ διαλέγεις. Θες να πεθάνουν όλοι στο Ίνισμορ;»

«Γιατί το κάνεις αυτό;» του είπε ο Καρόγλου.
«Επειδή αγαπώ τους ανθρώπους. Επειδή θέλω ειρήνη. Θέλω ευημερία. Αλλά οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι, χρειάζονται προστασία και καθοδήγηση, μια πεφωτισμένη δεσποτεία.» Σταμάτησε και γέλασε. «Εντάξει, το κάνω γιατί είμαι γεννημένος ηγέτης, μου αξίζει να έχω εξουσία, μου το είπε ο πατέρας μου.»
«Αυτός που σκότωσες;»
«Ακριβώς! Πόση παραπάνω εξουσία και δύναμη, απ’ το να σκοτώνεις τον πατέρα σου; Ο Εωσφόρος δεν τα κατάφερε.»

Στάθηκε για λίγο στο παράθυρο και παρατήρησε τους νησιώτες που είχαν βγει όλοι έξω για να δουν την καταβύθιση του Ζόρα, να θαυμάσουν το ντρέντντωτ. Σοκ και δέος, ο καλύτερος τρόπος για να υποταχτούν.

Ο Θάνος έβγαλε το περίστροφο, πλησίασε τον Φοίβο και του το κόλλησε στο κούτελο.

«Δεν ξέρω για τα μαγικά, αλλά δεν νομίζω να είσαι αθάνατος», του είπε.
«Θνητός και άοπλος», είπε εκείνος και σήκωσε τα χέρια, χωρίς να καθόλου να τρομάξει, ούτε σταγόνα ιδρώτα. «Δεν σκοτώνουν χωρίς δίκη οι χωροφύλακες.»
«Δεν είμαι χωροφύλακας», είπε ο Θάνος και πάτησε τη σκανδάλη.

Ο πυροβολισμός ακούστηκε εκκωφαντικός στην παμπ. Αλλά ο Φοίβος ήταν ακόμα όρθιος, χωρίς καν ν’ ανοιγοκλείσει μάτια. Η Τενιέλ, τελευταία στιγμή, είχε σπρώξει το χέρι του Θάνου κι η σφαίρα καρφώθηκε στον τοίχο. Το παράξενο ήταν ότι βρισκόταν δυο μέτρα μακριά απ’ το Θάνο.

Ο Θάνος όπλισε ξανά.
«Σταμάτα!» του είπε η Τενιέλ, στα ελληνικά.
«Στο είπα ότι καταλαβαίνει», έκανε ο Φοίβος. «Γεια σου, Ζήνα.»

Εκείνη παραπάτησε λιγάκι. Δεν ήταν εύκολο όλ’ αυτό που ζούσε, μετά από τριάντα χρόνια οικογενειακής ζωής.

«Παρεμπιπτόντως», είπε ο Φοίβος στο Θάνο. «Αν δεν γυρίσω στο θωρηκτό σε… δεκαπέντε λεπτά, υπάρχει εντολή να βομβαρδίσουν το νησί.»
«Μπλοφάρεις.»
«Μην το δοκιμάσεις καλύτερα. Ούτε κι εγώ θέλω να πεθάνω. Έχω μεγάλα πράγματα να κάνω.»
«Δεν ήρθες για να μας σκοτώσεις», του είπε η Τενερίφη.
«Φυσικά όχι. Αν ήθελα θα το είχα κάνει ήδη.»
«Πες γιατί ήρθες να τελειώνουμε.»
«Επειδή θέλω κάτι να μου δώσετε.»
«Με αντάλλαγμα τη ζωή μας;»
«Και αυτό.»
«Τι θες;»

Ο Φοίβος έδειξε τη Τενιέλ.
«Τη μάγισσα.» Όλοι παραξενεύτηκαν. «Όχι, όχι τη μαμά μάγισσα», τους εξήγησε. «Δεν μπορείς να μάθεις σε γέρο σκύλο νέα κόλπα. Ούτε την έφηβη μάγισσα φυσικά, πώς να επιβληθείς σε μια έφηβη;»

Μιλούσε σαν να ήταν όλα ένα αστείο. Ήπιε λίγο νερό ακόμα.

«Θέλουμε τη μικρή.»

Η Τενιέλ είχε καταλάβει τι είπε. Πήγε κατά πάνω του αγριεμένη. Τότε εκείνος μίλησε γαέλικα, με αποτυχημένη προφορά, αλλά τέλεια γραμματική. Δεν τους είχε ακούσει να μιλάνε αρκετά, αλλά είχε διαβάσει.

«Διάλεξε», της είπε. «Θα δώσεις ένα παιδί και θα σώσεις τ’ άλλα. Τον άντρα σου, τη μητέρα σου. Τους ανθρώπους στο νησί. Και τη ζωή σου. Αν δεν τη δώσεις θα πεθάνετε όλοι. Κι η μικρή μαζί.»

Η Τενιέλ προσπάθησε ν’ απαντήσει, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν απ’ το στόμα της, σε καμιά γλώσσα. Μπήκε στη μέση η Τενερίφη.

«Κι αλήθεια πιστεύεις ότι θα θυσιάσει το παιδί της;»
«Να το θυσιάσει; Δεν θα το φάμε. Δεν είναι η Ιφιγένεια. Θα μεγαλώσει πολύ καλύτερα απ’ αυτό το… κωλοχώρι. Θα δει όλο τον κόσμο, θα γίνει σπουδαία.»
«Δηλαδή», είπε ο Καρόγλου, «κάποιος, ας πούμε ο Καρπόφ, θέλει να υιοθετήσει και να μεγαλώσει τη μικρή Γκιορσαλί. Γιατί;»
«Γκιορσαλί τη λένε; Ωραίο όνομα.»
«Για να ελέγχει τη μαγεία της», είπε η Τενερίφη.

Ο Φοίβος κοίταξε πάλι το ρολόι του.

«Λοιπόν, ακούστε, έχουμε λίγο χρόνο ακόμα. Θα σας πω μια ιστορία.»

Είπε για δυο κορίτσια, την Άλφα και τη Βήτα, δυο δίδυμες, που γεννήθηκαν σ’ ένα μικρό χωριό, σε πολύ φτωχή οικογένεια. Δεν είχαν πέρα απ’ τ’ απαραίτητα. Και μια χρονιά ανομβρίας τους έφερε στα όρια της ανέχειας. Τότε τους πλησίασαν άνθρωποι από μια πλούσια οικογένεια του κάμπου, τσιφλικάδες, και ζήτησαν ν’ αγοράσουν το ένα παιδί. Εκείνοι ήταν άτεκνοι. Η φτωχή οικογένεια πούλησε τη Βήτα, για να επιβιώσουν όλοι.

Πολλά χρόνια μετά έγινε γάμος στο κτήμα των τσιφλικάδων. Η κόρη τους, που κάποτε ήταν η Βήτα, παντρεύτηκε τον άντρα που αγαπούσε. Θα ζούσαν μαζί στο Παρίσι, όπου η Βήτα είχε σπουδάσει. Ο γάμος ήταν πριγκιπικός. Για τους χωρικούς είχε στηθεί ξεχωριστό τραπέζι και γλέντι, να γιορτάσουν κι εκείνη. Η Άλφα έφυγε για λίγο και πήγε να δει την αδελφή της, ανάμεσα στους πλούσιους.

Το ίδιο βράδυ είπε στους γονείς της: «Γιατί δε δώσατε εμένα; Γιατί με καταδικάσατε;»

Η Γκιορσαλί θα μεγάλωνε σαν τη Βήτα. Θα είχε όσα ήθελε, να ζούσε στις μητροπόλεις, θα σπούδαζε, θα γινόταν βασίλισσα.

«Λοιπόν, ακούστε. Για να σας δείξω τις καλές προθέσεις μου, θα σας αφήσω αυτό.» Έδειξε μια μαύρη τσάντα στην Τενιέλ. «Έχει αρκετό χρυσό για να γίνετε οι πιο πλούσιοι στην ανατολική Ιρλανδία. Και τα μεγάλα σου παιδιά θα ζήσουν καλύτερα.»

Η Τενιέλ του γύρισε την πλάτη.

«Ξέρω ότι είναι δύσκολη απόφαση, γι’ αυτό θα σας αφήσω μια μέρα να το σκεφτείτε. Ν’ αποχαιρετίσεις τη μικρή ή ν’ αποχαιρετιστείτε όλοι. Θα έρθει κάποιος αύριο το πρωί. Εμένα δεν θα με ξαναδείτε.»

Κοίταξε το ρολόι του.

«Τέλος χρόνου. Έχετε κάτι να μου πείτε;»
«Δεν πιστεύω ότι θα το κάνουν», είπε η Γιωταλία. «Θα σκοτώσουν έτσι τόσους αθώους;»
«Είσαι όμορφη, μικρή και χαζή. Δεν υπάρχουν αθώοι. Στο θωρηκτό ξέρουν ότι το νησί είναι σφηκοφωλιά Γερμανών. Τους μισούν τους Γερμανούς. Θα σας βομβαρδίσουν με χαρά και πίστη στο γαλλικό έθνος. Αυτά για την ώρα. Εύχομαι να πάρετε τη σωστή απόφαση.»
«Άντε ψόφα, σκώληκα.»

Χωρίς να πει τίποτα άλλο ο Φοίβος έφυγε.

~~

«Τι κάνουμε τώρα;»
«Θα τους χτυπήσω», είπε η Γιωταλία.
«Δεν μπορείς», έκανε η Τενερίφη και δεν φαινόταν να ‘χει ούτε μισή ελπίδα. «Δεν έχεις τόση δύναμη. Δεν μπορούμε να τους νικήσουμε με μαγεία.»
«Το Έσσεξ δεν το κατάφεραν.»
«Το Έσσεξ ήταν δεμένο με κατάρα όχι ανθρώπινη. Και δεν ήταν αντιμέτωπο μ’ αυτό το πράμα εκεί έξω… Μα γιατί έφτιαξαν τέτοιο όπλο, τέτοιο πλοίο; Τι προσπαθούν να κάνουν; Ν’ αλληλοσκοτωθούν;»

Έμειναν για πολλή ώρα να κοιτάνε τους τοίχους. Κάθε τόσο κάποιος έλεγε κάτι, αλλά κανείς δεν απαντούσε. Είχαν απελπιστεί, τα είχε καταφέρει ο Φοίβος. Ακόμα κι ο Καρόγλου δε μιλούσε. Άναβε απανωτά τα τσιγάρα, αλλά δεν είχε διάθεση για ποτό και κουβέντα. Όλοι ήξεραν ότι ο σκώληκας δεν μπλόφαρε. Αν δεν του έδιναν τη Γκιορσαλί θα τους αφάνιζε. Κι όμως, κανείς δεν πρότεινε, κανείς δεν το σκέφτηκε καν να τη δώσουν.

«Υπάρχει μια λύση», είπε ο Θάνος.

Έτσι όπως έκανε το γύρο του νησιού είχε δει ότι στο πίσω μέρος υπήρχε ένα ρεμέτζο, ένας φυσικός όρμος που τον είχαν κάνει λιμανάκι, κι είχαν δέσει μικρές βάρκες. Μπορούσαν να πάνε τη νύχτα και να κωπηλατήσουν ως τους γκρεμούς του Μόχερ. Αν έβγαιναν στην ηπειρωτική Ιρλανδία δεν θα μπορούσαν να τους χτυπήσουν.

«Δεν ακούγεται άσχημη ιδέα», είπε ο Καρόγλου.
«Είναι μάλλον η μόνη διέξοδος που έχουμε.»
«Τότε δεν έχουμε καμία», είπε η Τενερίφη που είχε πάει στο παράθυρο της παμπ. «Για ελάτε να δείτε.»

Το αντιτορπιλικό είχε απομακρυνθεί, έπλεε νότια. Το ντρέντνωτ έμενε στη θέση του, με τα πολυβόλα να σημαδεύουν το νησί.

«Είναι ξύπνιο σκουλήκι», είπε η Τενερίφη. «Κατάλαβε τι θα σκεφτόμασταν πριν το σκεφτούμε. Πάει από πίσω, να ελέγχουν όλα τα σημεία.»
«Μες στη νύχτα μήπως…»
«Έχει φεγγάρι», είπε η Γιωταλία. «Χθες έφτασαν ως το σπίτι της Τάρας. Πολύ φως.»

Επέστρεψαν στη γνωστή απελπισία.

«Να φύγουμε δεν μπορούμε. Να τους νικήσουμε δεν μπορούμε. Τι μένει;»
«Να παραδοθούμε ή να πεθάνουμε.»
«Αλλά δεν θέλουν να παραδοθούμε. Θέλουν να παραδώσουμε τη μικρή.»
«Ξέρετε κάτι;» έκανε η Τενερίφη. «Νομίζω ότι ακόμα κι αν δίναμε τη μικρή, πάλι θα μας σκότωνε ο Φοίβος. Δεν έχει…»
«Μπέσα.»
«Δεν ξέρω τι ‘ν’ αυτό, αλλά δεν ξέρεις πόσο επικίνδυνος είναι.»

Τους εξήγησε πως όταν πήγαιναν να σκοτώσουν τον Άβαρι, είχε προτείνει να καταστρέψουν ολόκληρη κωμόπολη, τη Σικυώνα, να σκοτώσουν όλους τους κατοίκους της, για αντιπερισπασμό.

«Δεν έχει αληθινά συναισθήματα, τα μιμείται. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δύναμη του. Εντάξει, είναι πανέξυπνος, είναι δολοπλόκος απ’ τους καλύτερους. Όμως η πιο μεγάλη του δύναμη είναι ότι δεν νιώθει τον πόνο των άλλων. Χειρότερα: Τα καταλαβαίνει όλα, αλλά δεν τον νοιάζει. Θα πάρει τη Γκιορσαλί και μετά θα ισοπεδώσει το νησί.»
«Για να μη την ξαναβρούμε», είπε ο Καρόγλου. «Απεχθές, μα λογικό.»

Έμειναν και πάλι σιωπηλοί. Είδαν το αντιτορπιλικό ότι πήγαινε να κάνει το γύρω του νησιού. Κάποιος νησιώτης χτύπησε την πόρτα και μίλησε με τη Τενιέλ. Εκείνη τον καθησύχασε.

«Υπάρχει μια λύση», είπε η Γιωταλία στην Τενερίφη. «Να μου πεις τα τρία τελευταία ξόρκια της Δωδεκάτευχου.»
«Λες να μπορέσεις να τα χειριστείς;» Για πρώτη φορά η μάγισσα το σκέφτηκε. «Ακόμα και μ’ αυτά δεν ξέρω αν θα μπορούσες να τους νικήσεις.»
«Θα έχω προσπαθήσει. Τι θες; Να κάτσω και να περιμένω να πεθάνω; Θα τους πολεμήσω με ό,τι έχω. Θα πάρω μερικούς μαζί μου.»

Τα λόγια της έδωσαν θάρρος και στους υπόλοιπους.
«Ναι», είπε ο Θάνος. «Ας κάνουμε μια Έξοδο του Μεσολογγιού. Κι όσους φάμε. Οι Αρβανίτες δεν παραδίδονται.»

Μπήκε στη μέση κι ο Καρόγλου, γελώντας.
«Ο πατέρας μου δεν θα το πίστευε ποτέ ότι θα πέθαινα ηρωικά. Ποτέ δεν ήμουν αρκετά άντρας για παιδί του. Μέσα κι εγώ λοιπόν. Και ξέρω τι θα κάνουμε. Θα ντύσουμε μια κούκλα της μικρής, θα τη βάλουμε σε ψαράδικο και θα πάμε ως εκεί. Για να παραδοθούμε υποτίθεται.»

Χάρηκαν για λίγο όλοι τους, μέχρι που έβαλαν κι από ένα ποτήρι μαλτ. Όχι ότι είχαν πιθανότητες επιτυχίας, και το ήξεραν, αλλά γιατί δεν θα περίμεναν να τους εκτελέσουν. Εκείνοι οι ίδιοι θα έπαιρναν τη μοίρα στα χέρια τους, η τελευταία απόφαση θα ήταν δική τους. Τσούγκρισαν γελώντας, κι ήταν χαρά ανάμικτη με δάκρυα, καθώς όσο έλεγαν όλα αυτά τα ηρωικά λόγια, τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα. Και τα μάτια πάντα λένε την αλήθεια. Έλεγαν αντίο.

~~~

Εξήγησαν στην Τενιέλ τι ήθελαν να κάνουν. Κι εκείνη συμφώνησε. Ούτε οι Ιρλανδοί συνήθιζαν να παραδίδονται. Θα μάζευε και τους άλλους, θα ορμούσαν όλοι μαζί στο θωρηκτό, και με τη βοήθεια του άγιου Έντα.

Τότε άνοιξε η πόρτα της παμπ. Ο Φέργκους, ο μικρός της γιος, μπήκε μέσα. Ήταν χτυπημένος. Είπε μόνο μια λέξη: «Μαμά». Κι έπεσε κάτω. Η Τενιέλ έτρεξε και τον έπιασε. Τον χάιδεψε, αλλά το πρόσωπο της είχε γίνει πέτρινο. Είπε στο μπάρμαν να κρατήσει το μικρό και βγήκε έξω. Όλοι υποψιάστηκαν τι είχε συμβεί κι έφυγαν τρέχοντας πίσω της για το σπίτι.

Σαν μπήκε μέσα είδε στο καθιστικό να είναι όλα αναποδογυρισμένα, τραπέζια, καρέκλες, γυαλιά. Εκεί, κοντά στο τζάκι κειτόταν ανάσκελα ο Τζέιμι, με τα γαλάζια μάτια του ανοικτά και νεκρά. Το στήθος του ήταν όλο κόκκινο απ’ το αίμα. Δίπλα του ήταν νεκρός κι ένας Γάλλος στρατιώτης. Η Τενιέλ έτρεξε κοντά του, αλλά είδε τις σκάλες. Εκεί ήταν ανάποδα ριγμένος κι ο Ρος, ο έφηβος γιος της. Είχε παλέψει κι εκείνος.

Ανέβηκε σαν φάντασμα πάνω, στο δωμάτιο της Γκιορσαλί. Το ίδιο χάος, χωρίς νεκρό. Την είχαν πάρει. Έμεινε να κοιτάζει τα λούτρινα κουκλάκια της. Της άρεσαν τόσο πολύ τα σκυλιά, περισσότερο απ’ τα κουνέλια. Της έλεγε συνέχεια ότι ήθελε σκύλο, αλλά η Τενιέλ δεν την άφηνε.
«Όταν θα γίνεις οκτώ θα σου πάρω», της έλεγε, «για να τον φροντίζεις εσύ, όχι εγώ.»

Οι υπόλοιποι της συντροφιάς μπήκαν στο σπίτι, πρώτα η Γιωταλία με το Θάνο, πίσω τους η Τενερίφη. Ο Καρόγλου αργούσε.

«Γι’ αυτό κοίταζε το ρολόι του συνέχεια», είπε ο Θάνος.

Ο Φοίβος ήταν πολύ πιο έξυπνος και ραδιούργος απ’ όσο περίμεναν. Ήταν ένας σκακιστής που σ’ έκανε να πιστεύεις ότι μπορείς να τον νικήσεις, ενώ είχες ήδη χάσει.

Παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους απ’ το πλοίο. Εκείνο το πρωινό, όταν ο Τζέιμι πήγε στο σπίτι για να ειδοποιήσει, τον ακολούθησαν Γάλλοι στρατιώτες, που τότε δεν λέγονταν κομάντο, αλλά δολοφόνοι.

Στην παμπ χρονοτριβούσε και τους έλεγε ιστορίες, για να προλάβουν οι δολοφόνοι να κάνουν τη δουλειά τους. Το δικαίωμα της επιλογής ήταν ψευδαίσθηση. Δεν θα τους έδινε ποτέ την ευκαιρία να επιλέξουνε τι θέλουν να κάνουν. Οι δυνατοί ορίζουν τους αδύναμους, κι εκείνος τους είχε χειριστεί ακριβώς όπως ήθελε.

Όταν οι δολοφόνοι είχαν πάρει τη Γκιορσαλί στο αντιτορπιλικό, ο Φοίβος έδωσε εκείνη την ψεύτικη προθεσμία της μιας μέρας, για να τους καθησυχάσει και να τους καθυστερήσει.

Για το χρυσό δεν τον ένοιαζε. Ο Καρπόφ κι ο Ροτσίλντ θα του έδιναν πολλά περισσότερα. Μπήκε στο αντιτορπιλικό κι έφυγε με είκοσι κόμβους νότια. Όχι, δεν πήγαινε να καλύψει το νησί απ’ την πίσω μεριά, αλλά προχώρησε παράκτια για να μοιάζει ότι αυτός είναι ο σκοπός του, αφήνοντας τους ηλίθιους να κάνουν σχέδια απόδρασης και ηρωικής αντίστασης. Εκείνος θα πήγαινε καρφί για την Πάτρα.

Είχε δώσει εντολή στον πλοίαρχο του θωρηκτού να ισοπεδώσει το χωριό, μόλις δεν θα φαινόταν το αντιτορπιλικό στον ορίζοντα –μια ασφαλής απόσταση.

Τα είχε οργανώσει όλα τέλεια, όπως πάντα. Έκανε μόνο ένα λάθος. Υποτίμησε τον αντίπαλο. Έκανε το ίδιο λάθος: Υποτίμησε τη δύναμη της μαγείας.

~~~~

Η Τενιέλ κατέβηκε απ’ το δωμάτιο της Γκιορσαλί χωρίς να κλαίει. Στάθηκε στις σκάλες. Έσκυψε και χάιδεψε το πρόσωπο του Ρος, που θα γινόταν ποιητής. Του μιλούσε, κι έλεγε τα περισσότερα στα γαέλικα, αλλά έμπλεκε μέσα κι ελληνικά, αγγλικά, και κάποια που ήταν άγνωστη γλώσσα, νεκρή από αιώνες. Φαινόταν ότι είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, σαν να ήταν μια τρελή, σαν να έπαιζε παράσταση, σαν να μην ήταν πια εκείνη.

Νεκροφίλησε το γιο της και πήγε στον Τζέιμι. Τον πήρε στην αγκαλιά της, λερώθηκε με το αίμα του. Του φίλησε τα γαλανά του μάτια, μετά του τα ‘κλεισε. Τον φίλησε στο στόμα. Και τότε ξεκίνησε.

Ήταν κάτι σαν μοιρολόι αυτό που έβγαινε από μέσα της. Έτσι ξεκίνησε, αλλά καθώς συνέχιζε τα μάτια της αγρίεψαν, η φωνή της έγινε πιο δυνατή, το τραγούδι έγινε πολεμικό, παιάνας.

Η Γιωταλία έκανε να την πλησιάσει, να την παρηγορήσει, να την αγκαλιάσει. Δεν την άφησε η Τενερίφη.
«Μείνε μακριά», της είπε, «μείνε μακριά, θα γίνει…»

Η Τενιέλ σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα χωρίς να δίνει σημασία στους άλλους. Το τραγούδι της συνέχισε, μα σαν βγήκε έξω όλο το νησί ταρακουνήθηκε. Δεν ήταν σεισμός, δεν ακούστηκε κάτι, ήταν σαν να καταστρεφόταν η πραγματικότητα.

«Ποιος τους σώζει τώρα;» είπε η Τενερίφη.

Η Τενιέλ είχε γίνει Ζανζιβάρη πάλι, αλλά ήταν μια μάγισσα μαινάδα. Συνέχισε να περπατάει προς τα κάτω και να θρηνεί, να ψέλνει, να λέει ξόρκια, ν’ απαγγέλει. Πλέον δεν μιλούσε καμιά ανθρώπινη γλώσσα. Προχωρούσε και κοιτούσε μόνο το θηριώδες θωρηκτό. Τα σπίτια και το έδαφος, ο αέρας, όλα έτρεμαν συντονισμένα στη μαγεία της.

Έπειτα άνοιξε τα χέρια, στο ύψος των ώμων, σαν να ήταν σταυρός, και πέταξε. Πήγαινε αργά σαν να περπατούσε. Και το σώμα της είχε αρχίσει να τυλίγεται με φως.

Πέρασε πάνω απ’ το λιμάνι και τους πειρατές της Ρουθ που έβλεπαν το θαύμα. Έφυγε πετώντας προς το θωρηκτό, πετώντας είκοσι μέτρα πάνω απ’ τη θάλασσα. Το νερό από κάτω της έβραζε καθώς περνούσε, ατμοί υψώνονταν.

Απ’ το θωρηκτό την είδαν να πλησιάζει και ήχησε συναγερμός. Γύρισαν όλα τα πολυβόλα, όλα τα κανόνια και ξεκίνησαν κατά βούληση. Η Τενιέλ έβγαλε μια πιο ισχυρή λάμψη κι όλο το τοπίο αναβόσβησε για λίγο, ανάμεσα στον κόσμο μας και σε κάποιον άλλον κόσμο.

Πλέον δεν ήταν μαγεία, ήταν θεϊκή δύναμη καταστροφής.

Το θωρηκτό χτυπούσε, αλλά οι οβίδες δεν την άγγιζαν, έλιωναν, εξαφανίζονταν όταν έφταναν το αμυγδαλοειδές φωτοστέφανο της αγίας Τενιέλ. Γιατί έτσι θα την θυμούνταν οι κάτοικοι του Ίνισμορ, του νησιού που γέννησε εκατό αγίους και μία αγία.

Η Τενιέλ αιωρήθηκε πάνω απ’ το ντρέντνωτ και είπε μια τελευταία λέξη. Όλα μαύρισαν. Οι άνθρωποι νόμισαν ότι είχαν τυφλωθεί, αλλά δεν ήταν τα μάτια τους που δεν έβλεπαν, ούτε το φως που είχε χαθεί, ήταν η πραγματικότητα που είχε διαλυθεί για λίγο.

Όταν επανήλθαν, η πραγματικότητα και το φως, το ντρέντνωτ είχε εξαφανιστεί. Υπήρχε μόνο η σκιά του στο νερό.  Η ιπτάμενη και φλεγόμενη Τενιέλ έκλεισε τα χέρια και τα μάτια, έσβησε κι έπεσε στη θάλασσα, που την κατάπιε χωρίς να πεταχτεί ούτε μια σταγόνα.

Τότε έγινε άλλη μια αναταραχή στην ατμόσφαιρα και το θωρηκτό εμφανίστηκε πάλι. Αλλά είχε σταματήσει να ρίχνει, δεν είχε ζωή.

69

Αυτό το θαύμα το είδαν όλοι στο νησί. Η επίσημη Εκκλησία δεν το δέχτηκε, αλλά οι ντόπιο προσεύχονταν στην αγία Τενιέλ, στο Πνιγμένο Κορίτσι, που έσωσε το Ίνισμορ.

Σαν έσβησε η Τενιέλ κι αφού το θωρηκτό είχε σταματήσει να ρίχνει, όλοι μπήκαν στις βάρκες τους να δουν τι είχε γίνει. Έτσι έτρεξαν κι οι ξένοι για να χωθούν στο πλοιάριο ενός ντόπιου.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησαν ήταν πως το θωρηκτό ήταν έρημο, εκτός από κάποιους ναύτες που είχαν κυριολεκτικά ενσωματωθεί σ’ αυτό.

Η Τενιέλ κατάφερε να στείλει αλλού, σε άλλη διάσταση, σε άλλον κόσμο, σε άλλο χρόνο, στην Κόλαση, ένα πλοίο που είχε εκτόπισμα-βάρος 26.000 τόνους –χωρίς να υπολογίσουμε το πλήρωμα.

Απ’ τους 1.200 άντρες οι χίλιοι εξαφανίστηκαν για πάντα. Κανείς δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτούς, ποτέ ξανά. Είκοσι τυχεροί άτυχοι επανεμφανίστηκαν ολόκληροι κι αρτιμελείς, αλλά με το μυαλό τους διαλυμένο. Όλοι πέθαναν σε ψυχιατρεία, μιλώντας γι’ ασύλληπτο πόνο, για δαίμονες.

Όταν πλησίασαν με τις βάρκες είδαν μόνο τους άλλους 180. Είχαν επιστρέψει μαζί με το πλοίο, μέσα στο πλοίο. Απ’ το ατσάλι κρέμονταν άνθρωποι που είχαν ενσωματωθεί σ’ αυτό. Όσοι ήταν τυχεροί πέθαναν ακαριαία με την επιστροφή, αφού το κεφάλι τους, η καρδιά τους, τα πνευμόνια τους, βρέθηκαν μέσα σε ατσάλι είκοσι πέντε εκατοστών. Οι πιο άτυχοι κρέμονταν απ’ τα πόδια και τα χέρια, με τη λεκάνη ή τα εντόσθια τους, να είναι ενσωματωμένα στο θωρηκτό.

Δεν ήταν ντρέντνωτ πλέον, ήταν ένα πλοίο τρόμου. Κι όταν το γαλλικό ναυτικό τα βρήκε με τους Ιρλανδούς και το πήρε πίσω να το καθαρίσει απ’ τα πτώματα, όλοι το ήξεραν ως το Πλοίο της Κόλασης. Βυθίστηκε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

~~

Οι ντόπιοι κι οι ξένοι έψαξαν για τη Τενιέλ μέχρι που νύχτωσε.

«Το πνιγμένο κορίτσι», είπε η Τενερίφη καθώς γύριζαν στη στεριά απογοητευμένοι. «Όποιου του μέλλει να πνιγεί…»

Το βράδυ είχαν στην παμπ Ντο την Αγρύπνια. Πάνω στα τραπέζια είχαν τα φέρετρα του Τζέιμι και του Ρος. Για τη Τενιέλ και τη Γκιορσαλί δεν έκλαιγαν, είναι γρουσουζιά να κλαίς για τους ζωντανούς, μέχρι να μάθεις ότι πέθαναν. Ο Φέργκους ήταν καλά. Τον είχε αναλάβει ο μεγάλος του αδελφός.

Το μαγαζί κερνούσε τα ποτά και τα φαγιά. Οι μουσικοί έπαιζαν κυρίως μινόρε μελωδίες, θλιμμένες. Κι όταν έπιαναν κάποιο ματζόρε έκλαιγαν πιο πολύ. Οι ξένοι, μαζί με τη Ρουθ και τον Φάρελ, κάθονταν στην μπάρα –κι ήταν ήδη μεθυσμένοι.

«Τώρα καταλάβατε», τους είπε η Τενερίφη. «Τώρα ξέρετε τι σημαίνει μαγεία. Πόση δύναμη.»
«Όμως χάθηκε κι εκείνη.»
«Ποτέ μην κλαις μια μάγισσα. Ξεπνίγηκε την πρώτη φορά, δεν ξεπνίγηκε;»

Η Γιωταλία ήταν η μόνη ξεμέθυστη. Ζήτησε απ’ τον Καρόγλου τσιγάρο. Κάπνισε μισή τζούρα, αηδίασε και το πέταξε.

«Τι κάνουμε εδώ;» είπε και κατέβηκε απ’ το σκαμπό.
«Πενθούμε.»
«Πίνουμε.»
Αυτά τα είπαν ταυτόχρονα η Τενερίφη κι ο Καρόγλου.
«Μπράβο μας. Αλλά έχουν πάρει τη Γκιορσαλί.»
«Πρέπει να τιμήσουμε τους νεκρούς», είπε ο Καρόγλου και σήκωσε το ποτήρι του.
«Πρέπει να τιμήσουμε τους ζωντανούς», είπε η Γιωταλία. «Αύριο το πρωί φεύγω.»
«Πού θα πας;»
«Το Αβγό της Ευρυνόμης; Η σωτηρία του κόσμου; Πάω να βρω τη μικρούλα.»
«Πού θα την ψάξεις να τη βρεις;» της είπε η Ρουθ.
«Στον Καρπόφ», απάντησε ο Θάνος. «Σίγουρα εκεί την πάνε. Στο μέγαρο του, στην Πάτρα.»
«Ωραία», έκανε η Γιωταλία. «Επιστρέφω Πελοπόννησο.»

Δεν τους ζήτησε βοήθεια, ήταν πολύ έφηβη για κάτι τέτοιο. Έφυγε χωρίς να χαιρετήσει και πήγε να κοιμηθεί στο παιδικό της δωμάτιο για τελευταία φορά, μόνη.

Ο πρώτος που σηκώθηκε να την ακολουθήσει ήταν ο Θάνος.
«Πάμε σπίτι», είπε κι έφυγε. Δεν εννοούσε το σπίτι στο Ίνισμορ.

Η Ρουθ μίλησε με τον Φάρελ. Εκείνος ήθελε να γυρίσει στο Γκάλγουεϊ, του είχε λείψει η πατρίδα του. Η Ρουθ δεν χάρηκε. Εκείνη ήθελε να μείνει στη θάλασσα, στο πεπρωμένο της, αρκεί να ‘βρισκε τρόπο ν’ αποκτήσει καινούριο σκαρί.

«Στον έχω», της είπε η Τενερίφη.

Ασφαλιστικά μέτρα. Της έδωσε τη τσάντα με το χρυσάφι, αφού έβγαλε έξι ράβδους για την οικογένεια της Τενιέλ. Η Ρουθ με τον Φάρελ άρχισαν να κάνουν σχέδια. Βραζιλία ή Αυστραλία. Ζήτησαν ποτό. Ήπιαν και πήγαν να βρουν τους υπόλοιπους.

Έμεινε η Τενερίφη με τον Καρόγλου.

«Λυπήθηκες για την…»
«Δεν ήταν πια Ζήνα, είχες δίκιο. Είχε γίνει Τενιέλ. Φυσικά ποτέ δε σταμάτησε να είναι μάγισσα, αλλά ήταν πιο πολύ μητέρα και ερωμένη, σύζυγος.» Άδειασε το ποτό της και σηκώθηκε. «Ναι, η πιτσιρίκα έχει δίκιο.»
«Να σώσουμε τη Γκιορσαλί.»
«Να προσπαθήσουμε έστω.»

Σηκώθηκε κι ο Καρόγλου, έπιασε το μπαστούνι του.

«Με θέλετε μαζί; Τον σακάτη;»
«Είσαι ο μόνος που πίνει πιο πολύ από μένα. Σε θέλω για κάλυψη», του είπε.
«Άντε λοιπόν. Έχουμε ταξίδι πάλι. Ως τώρα έχω περάσει πολύ καλά μαζί σας. Παρά τον πόνο. Πάμε.»

Γύρισαν όλοι στο σπίτι της Τενιέλ και του Τζέιμι. Πήγαν απευθείας στα δωμάτια τους, ν’ αποφύγουν τον επιπλέον πόνο.

Η Γιωταλία, στο κρεβάτι της μικρής, επαναλάμβανε: «Στ’ ορκίζομαι, μικρούλα, στ’ ορκίζομαι.»
Μέχρι που την πήρε ο ύπνος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Η αγία στη φωτογραφία είναι η Saint Fanchea of Rossory, Ιρλανδή αγία, αδελφή του Enda of Aran, που τιμάται και από την Ορθόδοξη Εκκλησία -για κάποιο λόγο.