70.
Την απώλεια τη διαχειρίζεται καθένας με τον τρόπο του, έτσι όπως αντέχει κι όσο αντέχει. Το πιο σημαντικό είναι η ειλικρίνεια. Ο χειρότερος τρόπος να πενθήσεις για κάποιον είναι να μην πενθήσεις.
Οι τέσσερις –και το άλογο, έφυγαν από τα Άραν αμίλητοι. Ήξεραν ότι είχαν ηττηθεί, πως είχαν αποτύχει. Πέρασαν τον κόλπο με μια ψαρόβαρκα. Τα βράχια του Μόχερ που πλησίαζαν, εκείνοι οι πέτρινοι όγκοι των διακοσίων μέτρων, ήταν σαν προμήνυμα όσων θα αντιμετώπιζαν.
Ακόμα κι η Γιωταλία, που ως έφηβη είχε υπερβολική αυτοπεποίθηση, ακόμα κι εκείνη σκεφτόταν ότι δεν θα τα κατάφερναν. Δεν ήταν μόνο η απώλεια της Γκιορσαλί, η αποτυχία της να την προστατέψει. Αυτό την πλήγωνε και τη θύμωνε. Ούτε ο χαμός της μητέρας της έφταιγε, γιατί δεν την πονούσε. Αυτό που την κατέστρεψε ψυχολογικά ήταν που είδε τη δύναμη της Ζήνας.
Τα παιδιά αναπόφευκτα συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους γονείς. Κι όταν ο γονιός είναι κάποιος αξεπέραστος, τότε χάνουν τη δύναμη τους. Η Ζήνα, την είχε δει να το κάνει, ήταν εκατό φορές πιο ισχυρή μάγισσα απ’ την ίδια, ήταν θέαινα. Πώς μπορούσε να φτάσει μια τέτοια δύναμη;
~~
Συνέχισαν με το τρένο προς το Δουβλίνο. Η Τενερίφη κοιτούσε τ’ ατελείωτα λιβάδια της ενδοχώρας κι αγαλλίαζε. Η Ιρλανδία δεν έχει ψηλά βουνά. Χίλια μέτρα είναι η ψηλότερη κορυφή. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της έβλεπε θάλασσες από πράσινο. Τριφύλλι για τα ζώα, κριθάρι για τους ανθρώπους –ώστε να κάνουν ουίσκι και μπύρα. Στους σταθμούς όπου κατέβαιναν για να ξεπιαστούν, στο πανδοχείο όπου διανυκτέρευσαν, οι άνθρωποι ήταν γελαστοί κι ευγενικοί –συχνά και μεθυσμένοι.
Όλες οι παμπ της θύμιζαν τη Ντο της Τενιέλ. Την είχαν βρει εκεί σε απόλυτη ευτυχία, ολοκληρωμένη. Και της τα πήραν όλα, την οδήγησαν στην καταστροφή. Η ίδια η Τενερίφη, με την εμμονή στη σπουδαία μαγική ικανότητα είχε σπρώξει την Τενιέλ στο χαμό. Καλύτερα να μην την είχε βρει ποτέ, καλύτερα να είχε πεθάνει μαζί με τον Αυτόλυκο.
Υπήρχε κι η άλλη πλευρά της, η θετική, που της έλεγε ότι αν δεν είχε πάρει τη μικρή Ζήνα απ’ το κατσικοχώρι, δεν θα είχε ζήσει τριάντα χρόνια ευτυχίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ζουν ούτε δέκα τέτοια χρόνια. Κι άλλωστε ο χρόνος πάντα τελειώνει. Τριάντα, πενήντα, εξήντα, όλα τελειώνουν κάποτε.
Επιπλέον δεν πίστευε ότι είχε πεθάνει. Σκεφτόταν το τέλος της, αυτό που είχαν δει όλοι, ως ένα είδους αποθέωσης, μια ανάληψη στους ουρανούς, ανάβασης στον Όλυμπο, μόνο που έγινε προς τα κάτω, μες στο νερό. Ευχόταν ότι η Ζήνα είχε αποθεωθεί στον ωκεανό.
Έπειτα εμφανιζόταν πάλι η απαισιόδοξη πλευρά της για να φέρει αντιρρήσεις.
Εκείνο που είχε κάνει, τόση μαγεία, την είχε καταστρέψει. Οι αθλητές κι οι χειρώνακτες κουράζουν και καταστρέφουν το σώμα τους, τους μυς, τα κόκαλα. Οι πνευματικοί καταπονούν το μυαλό τους. Η χρήση μαγείας είναι πιο επιβαρυντική κι επικίνδυνη. Για να κάνεις υπερφυσικές πράξεις πρέπει να χρησιμοποιήσεις εκείνο το μέρος του εαυτού σου που δεν ανήκει στο τρισδιάστατο σύμπαν, δεν είναι σώμα, δεν είναι νους, δεν είναι καν ψυχή. Είναι κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, είναι ανείπωτο κι ανήκουστο, γι’ αυτό όσοι το καταφέρνουν είναι θαυματοποιοί.
Όσο πιο μεγάλο είναι το θαύμα, τόσο καίγεσαι. Οι μεγάλες μάγισσες, οι άγιοι των θρησκειών, οι προφήτες κι οι θεάνθρωποι, ήξεραν να προφυλάσσουν τον εαυτό τους. Να θεραπεύσεις έναν λεπρό, να σωθείς απ’ την πυρά των εχθρών, να κάνεις το νερό Γκίνες, στη πιο δύσκολη περίπτωση ν’ αναστήσεις έναν νεκρό.
Αν μια μάγισσα μπορούσε να σπείρει τον όλεθρο, όπως έκανε η Ζήνα με το θωρηκτό, και να μη χαθεί, τότε θα μπορούσε να κυβερνήσει τον κόσμο –ή να τον καταστρέψει. Η Ζήνα είχε τη δύναμη, αλλά δεν είχε επίγνωση κι έλεγχο της δύναμης. Η μαγεία την έφαγε, τη σκότωσε.
Τη σκότωσε; Δεν θα το πίστευε, όχι, αν δεν την έβλεπε νεκρή.
~~~
Ο Θάνος ζούσε περισσότερο τη δική του απώλεια. Δεν του έλειπε η μάνα του, του έλειπε η Γιωταλία. Μετά την απαγωγή της Γκιορσαλί ήταν απόμακρη. Της είχε προτείνει να πάνε στο Δουβλίνο ιππαστί, για να νιώσει καλύτερα, όμως έτσι θ’ αργούσαν υπερβολικά. Άλλωστε είχαν μεγάλο ταξίδι, που δεν μπορούσαν να το κάνουν με το άλογο.
Άφησαν τη Σιρίν σ’ ένα ιπποφορβείο στο Γκάλγουεϊ, σ’ ένα τεράστιο κτήμα όπου θα την τάιζαν και θα τη φρόντιζαν, μέχρι να γυρίσει να την πάρει.
Ο Θάνος ήταν ερωτευμένος με τη Γιωταλία, πλέον όλοι το είχαν καταλάβει. Και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από έρωτα χωρίς απόκριση. Ίσως μόνο να χάνεται ο έρωτας κι εσύ να το συνηθίζεις. Εκείνη δεν ήταν θλιμμένη, ήταν μαύρη σαν ηφαιστειακή πέτρα, ψυχρή σαν παγετώνας, απόμακρη σαν μακρινό αστέρι.
Αυτή ήταν η απώλεια του Θάνου. Είχε συνεχίσει να είναι ερωτευμένος, πώς να σταματήσει, αλλά το αντικείμενο του έρωτα συμπεριφερόταν σαν νεκρή. Δεν ήταν έρωτας, ήταν νεκροταφείο.
~~~~
Ο Καρόγλου ήταν ο μόνος που συνέχιζε να ελπίζει και να χαμογελάει. «Τίποτα δεν τελειώνει πριν τελειώσει», τους έλεγε. Ήταν ο μόνος που μιλούσε.
Σήκωσε το ποτήρι του. Ακόμα κι η Τενερίφη δεν είχε όρεξη να πιει. Είχαν μπει σε μια παμπ στο Δουβλίνο, όπου θα περίμεναν μέχρι να έρθει η ώρα που αναχωρούσε το πλοίο για το Λίβερπουλ.
Τους πίεσε.
«Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε, πώς θα προχωρήσουμε.»
Κανείς δε μίλησε. Ζούσε ο καθένας το πένθος του.
«Ακούστε κάτι. Καλό και το μοιρολόγι, αλλά δεν γίνεται τίποτα έτσι», είπε λιγάκι πιο έντονα. «Αυτός ο Φοίβος έδειξε ότι είναι πολύ έξυπνος. Δεν γίνεται εμείς να πάμε σαν βόδια. Ξυπνήστε. Η μόνη απάντηση στην απόγνωση είναι η δράση. Πρέπει να δράσουμε!»
«Εσύ δεν έχασες τίποτα», του είπε η Γιωταλία.
Ο Καρόγλου κοίταξε απέναντι για λίγο, σε μια αιφνίδια μεταμόρφωση. Δεν κράτησε πολύ, επέστρεψε στον εαυτό του κι ήπιε μπύρα.
«Όλοι έχουμε χάσει», είπε με το μουστάκι της Γκίνες στο πρόσωπο του.
«Πώς μπορούμε να γυρίσουμε», έκανε η Τενερίφη που λιγάκι συνήλθε.
«Στην Πάτρα;»
«Εκεί.»
«Με πλοίο, με τρένο, με το αυτοκίνητο μου.»
«Νομίζω ότι πρέπει να χωριστούμε», είπε τότε ο Θάνος.
Τους εξήγησε το σχέδιο του. Σίγουρα ο Καρπόφ θα μάθαινε ότι είχαν επιβιώσει. Οπότε θα έστελνε πάλι τους κατασκόπους του να τους βρουν και να τους εξοντώσουν. Κι όπως είχαν δει ως τώρα, πάντα τους έβρισκαν.
Τι έψαχναν; Τέσσερις ανθρώπους με τα δικά τους χαρακτηριστικά.
«Οπότε αν μείνει ο καθένας μόνος του, θα ψάχνουν για κάτι που δεν υπάρχει.»
«Αυτό θα μας κάνει πιο ευάλωτους», είπε ο Καρόγλου που εξαρχής δεν φάνηκε να συμφωνεί.
«Κι απαρατήρητους.»
«Συμφωνώ», είπε η Τενερίφη. «Ως τώρα δεν τα πήγαμε και πολύ καλά, οπότε γιατί να μη δοκιμάσουμε άλλο τρόπο;»
«Προτείνω ο Δημήτρης να πάει στη Βρετάνη να πάρει τ’ αυτοκίνητο και να πάει νότια.»
«Εγώ τρένο», είπε η Γιωταλία. «Μου άρεσε πολύ το τρένο.»
«Κι εγώ θα ήθελα με το Λανθαρότε μου», είπε η Τενερίφη.
«Θ’ αργούσες πολύ. Καλύτερα να πας ακτοπλοϊκά.»
«Κι εσύ;»
«Δεν θα σας πω. Καλύτερα να μην ξέρετε.»
Έμειναν για λίγο ν’ ακούνε. Δεν είχε μπάντα, αλλά ένα γραμμόφωνο. Έπαιζε το «Whiskey in the Jar», μια παραδοσιακή μπαλάντα, αλλά εκείνη την ώρα κόλλησε η βελόνα κι ακουγόταν ξανά και ξανά: «But the devil take the women – But the devil take the women – But the devil take the women – But the devil take the women.»
Ο μπάρμαν βλαστημώντας πήγε και το σκούντηξε να συνεχίσει:
«Mush-a ring dumb-a do dumb-a da
Whack fall the daddy-o, whack fall the daddy-o
There’s whiskey in the jar.»
«Και πώς θα επικοινωνούμε αν διαλυθούμε;» είπε ο Καρόγλου.
«Δεν θα επικοινωνούμε, αυτή είναι η βάση της διάσπασης. Ο καθένας λειτουργεί αυτόνομα, χωρίς να ξέρει τι κάνει ο άλλος, με τον ίδιο στόχο.»
Ο Καρόγλου διαμαρτυρήθηκε. Ήταν πολύ παράξενο σχέδιο. Πώς θα βρισκόντουσαν ξανά αν τράβαγε ο καθένας το δρόμο του; Ας πήγαιναν έστω σε ζευγάρια.
Όμως ο Θάνος το είχε σκεφτεί καλά. Όταν αντιμετώπισαν το Φοίβο κι έχασαν, κατάλαβε ότι το μυαλό είναι πιο δυνατό από κάθε μαγεία και στρατό. Ο Οδυσσέας πήρε την Τροία, όχι ο Αχιλλέας. Έτσι κι εκείνος, που δεν είχε μαγικές δυνάμεις, μπορούσε να νικήσει το Φοίβο νοητικά. Μπορεί να μην ήταν γιος μάγου, μπορεί να ήταν ένας χωροφύλακας απ’ το Αγρίδι, αλλά είχε ιδέες, μπορούσε να τα καταφέρει.
«Έχω το σχέδιο. Θα δώσω στον καθένα σας ένα χαρτί. Εκεί θα πάει. Οι άλλοι δεν θα το ξέρουν, μόνο εγώ.»
«Έγινες αρχηγός δηλαδή», του είπε η Τενερίφη.
«Εγώ συνεχίζω να πιστεύω ότι είναι λάθος», έκανε ο Καρόγλου.
«Όχι, ο Θάνος έχει δίκιο, θα χαθούμε έτσι», είπε η Γιωταλία.
Σκεφτόταν ήδη τι χρώμα θα βάψει τα μαλλιά της. Δεν θα τους το έλεγε.
«Και προθεσμία χρόνου;»
«Δυο βδομάδες.»
Συμφώνησαν όλοι, αν κι η Γιωταλία ήθελε να γίνει πιο γρήγορα. Ο Θάνος τους έδωσε τα χαρτάκια τους. Είδαν τι έγραφε, ποιος ήταν ο προορισμός τους. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Χωρίστηκαν χωρίς πολλή συγκίνηση στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
~~~~~
Μετά από δέκα λεπτά η Γιωταλία, ο Θάνος κι η Τενερίφη επέστρεψαν στην αφετηρία. Στο χαρτάκι τους είχε γράψει: «Μη δείξεις έκπληξη σαν το διαβάσεις. Μη ρωτήσεις τίποτα, μην πεις τίποτα. Συμφώνησε ότι φεύγεις έτσι όπως είπαμε. Και γύρνα εδώ σε δέκα λεπτά.»
Ήταν οι τρεις τους.
«Τι συμβαίνει;»
«Έχω μια υποψία. Δεν νομίζω ότι μας έβρισκαν χάρη στους κατασκόπους τους. Γινόταν τόσο γρήγορα.»
«Ο Καρόγλου;» ρώτησαν κι οι δυο μαζί.
«Δεν ξέρω. Για τον εαυτό μου είμαι σίγουρος. Για τη Γιωταλία περισσότερο απ’ τον εαυτό μου. Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα την Τενερίφη και τον Καρόγλου.»
«Κι εγώ για τον εαυτό μου είμαι σίγουρη. Δεν ήρθα από άλλο κόσμο για να γίνω προδότισσα.»
«Ο Φοίβος το έκανε», της είπε ο Θάνος, κι ήταν σωστό επιχείρημα.
«Πρέπει να σε πείσω δηλαδή;»
«Όχι, σε πιστεύω.»
«Γιατί;»
«Επειδή αγαπάς. Σε είδα πώς ένιωθες για τη Τενιέλ.»
«Για τη Ζήνα.»
Η Γιωταλία έφερε αντιρρήσεις. Ο Καρόγλου ήταν καλός. Τους βοηθούσε οικονομικά, με τις γλώσσες που ήξερε, με τις γνωριμίες του.
«Ναι, ήταν τέλειος για να μας βοηθήσει να βρούμε τη Γκιορσαλί. Αυτό έκανε.»
«Κόντεψε να πεθάνει απ’ το ξύλο.»
«Αλλά δεν πέθανε», είπε η Τενερίφη.
Ο Θάνος τις σταμάτησε για να τους πει τι πραγματικά σκεφτόταν.
«Δεν νομίζω ότι είναι κακός. Δεν είναι κακός σαν τον Καρπόφ. Αλλά δεν κάνουν μόνο οι κακοί άσχημα πράγματα. Κάποιοι πείθονται, άλλοι εξαναγκάζονται.»
«Πώς θα βεβαιωθούμε;»
«Θα τον ακολουθήσουμε. Είναι με το μπαστούνι. Πήγε προς τα ‘κει. Δεν μπορεί να είναι πολύ μακριά. Αν έχω δίκιο θα ψάχνει μέρος για να επικοινωνήσει με τον Καρπόφ.»
~~~~~~~
Έφυγαν προς την κατεύθυνση που είχε πάει. Πέρασαν τον ποταμό Λίφεϊ κι είδαν μπροστά τους το επιβλητικό κτίριο του Γενικού Ταχυδρομείου, που θύμιζε αρχαιοελληνικό ναό. Κοιτάχτηκαν και συμφώνησαν. Αν ήθελε να στείλει μήνυμα θα ήταν εκεί.
Είδαν τον Καρόγλου σ’ ένα απ’ τα γκισέ των τηλεγραφημάτων, να περιμένει, δεύτερος στην ουρά. Φαινόταν πολύ διαφορετικός απ’ τον άνθρωπο που ήξεραν. Καθόλου κέφι και ζωή, έμοιαζε σαν να είχε γεράσει πενήντα χρόνια -κι η απελπισία ήταν το συναίσθημα που θα του ταίριαζε.
Όταν πέρασε πρώτος στο γκισέ τον ακολούθησε ο Θάνος. Έκατσε δυο μέτρα πίσω του. Ο Καρόγλου μίλησε αγγλικά με τον υπάλληλο και υπαγόρευσε το μήνυμα του. Αυτό θα μετέφεραν στον τηλεγραφητή για να το στείλει. Πλήρωσε και γύρισε να φύγει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Θάνος πετάχτηκε στη μέση. Ακούμπησε το Κολτ στο γκισέ κι είπε στον υπάλληλο να του δώσει το μήνυμα. Ο Καρόγλου είχε μείνει το ίδιο εμβρόντητος με τον υπάλληλο του ταχυδρομείου.
«Έλα πάμε», του είπε ο Θάνος. «Σε περιμένουμε να μας εξηγήσεις.»
Του έδειξε με το κεφάλι τις μάγισσες στην πόρτα.
Βγήκαν χωρίς να τρέξουν. Ο υπάλληλος δεν νοιάστηκε να χτυπήσει συναγερμό. Δεν του είχαν πάρει λεφτά, κι εκείνες οι εποχές ήταν γενικά πολύ φορτισμένες, καθώς οι Ιρλανδοί ετοιμάζονταν για την τελική μάχη της ανεξαρτησίας, που θα ξεσπούσε με την Εξέγερση του Πάσχα, τρία χρόνια μετά, και το Γενικό Ταχυδρομείο θα ήταν το επίκεντρο των μαχών.
~~~~~~~~
Τον στρίμωξαν δυο δρόμους παρακάτω. Δεν προσπάθησε καν να δικαιολογηθεί. Ήταν κουρασμένος απ’ όλα. Μόνο ο Θάνος ήξερε λίγα αγγλικά. Κοίταξε το κείμενο που είχε δοθεί για τηλεγράφημα. Έλεγε:
«White crow coming back Patras. Alone. With Train. Differrent hair. I will learn more. Don’t hurt Stavros.»
«Εσύ τους έλεγες που βρισκόμασταν», του είπε ο Θάνος.
«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.»
Η Τενερίφη τον έφτυσε στα μούτρα.
«Κρίμα που έφαγα κι ήπια μαζί σου.»
«Δεν μπορούσα να…»
Η Γιωταλία είχε αρχίζει να βγάζει φως απ’ την οργή της, όταν σιγουρεύτηκε ότι εκείνος που έκανε τον φίλο ήταν ο υπαίτιος για τόσους νεκρούς. Ετοιμάστηκε να τον διαλύσει σε πέντε χιλιάδες κομμάτια. Ο Θάνος το κατάλαβε.
«Περίμενε!» της φώναξε. «Τον χρειαζόμαστε.»
«Για ποιο πράγμα;»
«Για να βρούμε και να πάρουμε τη μικρή. Αυτός είναι ο τρόπος. Διπλός κατάσκοπος. Πίστεψε με, ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις.»
Ο Καρόγλου που είχε νιώσει την απειλή του θανάτου είχε κλείσει τα μάτια και μονολογούσε. Δεν προσευχόταν, μιλούσε σε κάποιον. Σαν κατάλαβε ότι δεν θα πέθαινε τους είπε:
«Πάμε κάπου ήσυχα; Να σας εξηγήσω. Δεν με νοιάζει τι θα με κάνετε, αλλά θέλω να σας εξηγήσω.»
71.
Πήγαν σε μια παμπ λίγο παραδίπλα στο Γενικό Ταχυδρομείο. Ήταν άδεια, πέρα από έναν μεσήλικα που καθόταν στην μπάρα και μιλούσε μ’ έναν μονόφθαλμο βετεράνο.
«Κι ο Ιησούς Εβραίος ήταν!» είπε ο μεσήλικας.
Ο μονόφθαλμος εξαγριώθηκε. Κυνήγησε τον άλλο έξω, πετώντας του ποτήρια της πίντας.
Οι τέσσερις δεν έδωσαν σημασία. Έπιασαν τραπεζάκι. Παρήγγειλαν Γκίνες και περίμεναν ν’ ακούσουν τι είχε να πει ο Καρόγλου.
«Δεν είμαι… κανονικός», ξεκίνησε εκείνος. «Όχι, δεν έχω τίποτα δυνάμεις σαν κι εσάς, αλλά δεν γεννήθηκα κανονικός, δεν έγινα κανονικός, έγινα αυτό που είμαι.»
Ο Δήμητρης, που τότε ήταν Άκης, ερωτεύτηκε για πρώτη φορά τα μπούτια ενός αγοριού, στη Σμύρνη. Έξι χρονών ήταν και το είπε στη μητέρα του. Εκείνη σοκαρίστηκε, αλλά του χάιδεψε τα μαλλιά και του απαγόρευσε να το πει στον πατέρα του.
Αργότερα, στην εφηβεία, φιλήθηκε για πρώτη φορά μ’ έναν άντρα, έναν Άγγλο στρατιώτη. Δεν έκαναν κάτι παραπάνω. Αλλά του άρεσε τόσο πολύ που βεβαιώθηκε πως θα ‘θελε να ζήσει αυτή την πρόστυχη και τολμηρή ηδονή και ρόδινη της μέθης, όπως θα ‘λεγε κι ένας Αλεξανδρινός ποιητής, το ίδιο πρόστυχος και τολμηρός.
Μεγάλωσε προορισμένος ν’ αναλάβει την ακμάζουσα επιχείρηση σταφίδας του πατέρα, αφού είχε μόνο αδελφές. Φήμες ακούγονταν για κείνον στα καφενεία, αλλά ο πατέρας του δεν πίστευε τις φήμες των καφενείων. Μέχρι που τον έπιασαν σε μια πτωχική κάμαρα πάνω από ύποπτη ταβέρνα. Κι ήταν με το γιο του δημάρχου.
Γλίτωσε τη φυλακή χάρη στη μάνα του. Ο πατέρας του θα προτιμούσε να τον εκτελέσουν, δεν ήθελε να ‘χει για γιο τέτοια ντροπή. Το μόνο που κατάφερε η μητέρα ήταν να τον αφήσουν να φύγει, χωρίς δίκη και χωρίς επιστροφή. Εξόριστος γι’ εγκλήματα ηθικής. Ο πατέρας τον αποκλήρωσε. Δεν θ’ άφηνε ούτε δεκάρα σ’ έναν κίναιδο.
Έτσι ο Δημήτρης, που είχε ζήσει όλη του τη ζωή στα πλούτη και στην άνεση, με γαλλικά, πιάνο κι ιππασία, βρέθηκε να περιφέρεται άστεγος στον Πειραιά. Έζησε δύσκολες μέρες, αλλά ήταν έξυπνος άνθρωπος, πολύ πιο μορφωμένος απ’ τους περισσότερους Ελλαδίτες, έτσι έβρισκε τον τρόπο να τους εξαπατήσει. Σύντομα κατάφερε να κάνει τα ταξίδια του, να μπει στον υψηλό κύκλο.
Ήταν τριάντα χρονών όταν γνώρισε τον Σταύρο. Ερωτεύτηκε τα γκρίζα μάτια του, που ‘ταν σαν οπάλια. Ερωτεύτηκαν πριν να μιλήσουν. Ξεκίνησαν να μιλάνε και πέρασαν δέκα μέρες με λόγια κι εξομολογήσεις. Ξεκίνησαν ν’ αγκαλιάζονται και πέρασαν είκοσι χρόνια.
Μέχρι που μια μέρα, το 1913, ο Δημήτρης γύρισε σπίτι και βρήκε μια έλλειψη κι ένα σημείωμα: «Αν θες να ξαναδείς το Σταύρο ζωντανό, έλα αύριο στην Πάτρα.»
~~~~~~~~
Ο Καρόγλου δεν έπινε. Μόνο κάπνιζε. Κοίταξε τη Γκίνες που είχε κατακάτσει.
«Τον Καρπόφ τον ήξερα. Είχαμε συνεργαστεί… Λάθος, είχα κάνει κάποιες δουλειές που μου είχε αναθέσει, δεν συνεργάζεσαι με τον Καρπόφ. Μου είπε να σας βρω στη Μασσαλία, εκεί όπου σας περιμένανε. Να στέλνω τηλεγραφήματα, να δίνω στίγμα. Αν δεν το κάνω…»
Θυμήθηκε πώς ήταν ο Σταύρος την τελευταία φορά που τον είδε. Τον είχαν δείρει, αλλά χωρίς να του κάνουνε ζημιά. Αγκαλιαστήκανε κι εκείνος του ζήτησε να τον σώσει. Ο Καρόγλου το υποσχέθηκε.
«Όχι!» είπε στην δουβλινέζικη παμπ, αλλά έτσι όπως κουνούσε το κεφάλι του έμοιαζε σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Δεν ζητώ συγνώμη, δεν με νοιάζει. Το μόνο που θέλω είναι να μείνει ζωντανός ο Σταύρος. Δεν με νοιάζει τίποτα. Κανείς ποτέ δεν νοιάστηκε για μένα. Μόνο τον Σταύρο είχα. Μόνο γι’ αυτόν…»
«Το καταλαβαίνεις ότι μάλλον τον έχουν σκοτώσει ήδη;» του είπε ο Θάνος.
«Δεν το πιστεύω. Θα το ένιωθα.»
«Η αγάπη είναι μπελάς», είπε η Τενερίφη.
Όλοι έκαναν ό,τι είχαν κάνει για την αγάπη. Η Τενερίφη επειδή αγαπούσε τη Ζήνα, ο Θάνος επειδή αγαπούσε τη Γιωταλία, η Γιωταλία γιατί δεν είχε κανέναν να την αγαπήσει. Κι ο Καρόγλου επειδή αγαπούσε τον Σταύρο.
«Κάτσε!» είπε ο Θάνος. «Αφού λες ότι ο πατέρας σου σ’ αποκλήρωσε, σημαίνει ότι δεν σου στέλνει χρήματα.»
«Δεν θέλει να με ξέρει, δεν θέλει ν’ αναφέρουν τ’ όνομα μου. Είμαι νεκρός για κείνον.»
«Οπότε τα λεφτά που ξοδεύαμε…»
«Ο Καρπόφ μου τα ‘δωσε. Και το αυτοκίνητο κι όλα.»
«Και τον είχα υποψιαστεί στην αρχή», είπε η Τενερίφη. «Πώς έτυχε να μας βρει στο καπηλειό, στη Μασσαλία, ν’ ακούσει τη συζήτηση μας, να είναι κι εκείνος εχθρός του Καρπόφ. Αλλά μ’ έπεισε για το αντίθετο.»
«Απατεώνας είναι», είπε ο Θάνος.
«Και γιατί τον κρατάμε ζωντανό;» έκανε η Γιωταλία, πιο ήρεμα πλέον. Είχε σκεφτεί ότι ίσως να έκανε το ίδιο με κάποιους ξένους, για να προστατέψει τη Γκιορσαλί.
«Ο Καρπόφ δεν ξέρει ότι αποκαλύφτηκε ο κατάσκοπος του. Οπότε μπορούμε να στείλουμε ό,τι μήνυμα θέλουμε.»
«Και γιατί να το κάνω;» ρώτησε ο Καρόγλου.
«Σκέψου. Είναι ο μόνος τρόπος να ξαναβρείς τον Σταύρο σου, αν είναι ζωντανός, ή να πάρεις εκδίκηση, αν τον σκότωσαν.»
Να τον αφήσουν να φύγει δεν γινόταν. Αν τον σκότωναν σίγουρα δεν θα ξανάβλεπε τον αγαπημένο του, τουλάχιστον σ’ αυτό τον κόσμο. Αν έστελνε επίτηδες κάποιο κωδικοποιημένο μήνυμα, θα ήταν σαν να προετοίμαζε τους αντιπάλους. Κι αφού θα πήγαιναν όλοι μαζί, θα σκοτωνόταν κι εκείνος στην ενέδρα.
«Συγκεκριμένα, αν καταλάβω ότι μας οδήγησες σε παγίδα, θα σε σκοτώσω εγώ», του είπε ο Θάνος. «Αν μας βοηθήσεις, θα βοηθήσεις τον εαυτό σου και τον αγαπημένο σου. Πες ότι η προδοσία σου παραγράφεται.»
Αυτό δεν άρεσε καθόλου στη Γιωταλία ούτε στην Τενερίφη, που είχαν χάσει μάνα και κόρη. Ο Θάνος έπρεπε να πείσει κι εκείνες. Παρήγγειλαν χοιρινό με λάχανο, πήραν μπύρες, έφαγαν κι ήπιαν, όσο ο Θάνος τους έλεγε ξανά και ξανά το προφανές: Ο Καρόγλου ήταν θύμα κι εκείνος, ενός σατανικού ανθρώπου. Αν δεν συνεργάζονταν δεν θα τον πλησίαζαν καν.
Πέρασαν ώρες στην παμπ και τελικά τους έκανε να συμφωνήσουν. Για πρώτη φορά κατάλαβε ότι είχε προσόντα ηγέτη. Μόνο που δεν ήθελε να έχει εξουσία, προτιμούσε την ησυχία του.
«Θα πάμε πίσω στο Ταχυδρομείο και θα στείλεις ένα μήνυμα», είπε στον Καρόγλου.
«Πού θα λέει τι;»
«Προτείνω το εξής: Τενιέλ, Γιωταλία σκοτώθηκαν. Γκάτζος, Τενερίφη έφυγαν χωριστά για Αγγλία. Αποστολή εξετελέσθη.»
Ο Καρόγλου διαφώνησε. Ποτέ δεν θα έστελνε κάτι τέτοιο. Αν μάθαιναν ότι δεν τον χρειάζονταν πια, θα σκότωναν τον Σταύρο. Ο Καρπόφ δεν νοιαζόταν για υποσχέσεις, όρκους και συμφωνίες.
«Σωστό. Πρέπει να είναι διαφορετικό. Να σ’ έχουν ανάγκη.»
Η Τενερίφη μπήκε στη μέση.
«Οι ρήτορες μας, ξέρετε, οι αρχαίοι όπως τους λέτε εσείς, είχαν ένα τέχνασμα για να πείθουν. Έλεγαν: Στρώσε το δρόμο μ’ αλήθειες, ώστε να φαίνονται αληθινά και τα ψέματα.»
«Οπότε να ξεκινήσουμε…»
«Τενιέλ σκοτώθηκε. Ντρέντωτ καταστράφηκε. Μικρή πάρθηκε. Τέσσερις έφυγαν για Ιρλανδία. Όλα αλήθειες. Κι εκεί ρίχνουμε το ψέμα. Πού πάνε οι τέσσερις;»
«Σε μια πύλη, σ’ ένα μαγικό μέρος!» είπε η Γιωταλία.
«Ναι, ωραίο. Κάπου στην Ιρλανδία ή στην Αγγλία.»
«Ξέρω το μέρος», τους είπε ο Καρόγλου. «Το λένε Στόουνχετζ. Είναι προϊστορικό μνημείο, πιο παλιό κι απ’ τις Πυραμίδες λένε κάποιοι.»
«Τι ‘ν’ αυτές οι πυραμίδες;» έκανε η Τενερίφη. Η κατασκευή της πυραμίδας της Γκίζας απείχε δυόμιση χιλιάδες χρόνια απ’ την εποχή που γεννήθηκε.
Έπιασαν να το συζητούν, αφού τέσσερα μυαλά σκέφτονταν καλύτερα από ένα.
«Είσαι μαζί μας, τι λες;» είπε ο Θάνος στον Καρόγλου.
«Δεν νομίζω ότι μου αφήνεις διέξοδο.»
«Δημήτρη, άλλος είναι αυτός που σου στέρησε την επιλογή, όπως έκανε και σε μένα. Δεν είμαι εγώ ο εχθρός σου.»
Ο Καρόγλου συμφώνησε κι άδειασε την μπύρα του. Τους είπε να πάνε στο Ταχυδρομείο. Θα έκανε αυτό που ήταν συμφέρον για εκείνον, αυτό που θα του έφερνε πίσω τον Σταύρο. Έστειλε το μήνυμα που είπαν. Είχε αλλάξει στρατόπεδο ένα πιόνι, μόνο ένα πιόνι. Όμως κάποιες φορές ένα πιόνι κρίνει την παρτίδα.
72
Πήραν το πλοίο για το Μπρίστολ, που ήταν πιο κοντά στο Στόουνχεντζ. Από ‘κει έφυγαν με το τρένο για το Ντόβερ και πέρασαν τη Μάγχη, πήγαν στο Καλαί. Από εκεί ξεκινούσε το Όριεντ Εξπρές, που είχε δημιουργήσει ο Βέλγος Ναγκέλμακερς. Ήταν ένα τρένο που ένωνε τη Δυτική Ευρώπη με την Ανατολή. Το πιο γρήγορο κι αξιόπιστο μέσο μαζικής μεταφοράς –λιγότερο γρήγορο απ’ τα Ζέπελιν, πολύ πιο αξιόπιστο.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα το οδικό δίκτυο της Ευρώπης ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση, που για να πας απ’ τη Βιέννη στο Παρίσι, με άμαξα ή με αμάξι, χρειάζονταν δεκατέσσερις μέρες.
Το Όριεντ Εξπρές τ’ άλλαξε όλα, αφού έκανε τη διαδρομή Παρίσι-Κωνσταντινούπολη, σε τέσσερις μέρες. Έτρεχε με εκατό χιλιόμετρα και δεν σταματούσε το βράδυ.
Άλλωστε έτσι όπως το είχε στήσει ο Ναγκέλμακερς δεν βιαζόσουν να φτάσεις στην Ιθάκη, απολάμβανες το ταξίδι. Είχε ρίξει στις ράγες βαγόνια με τέσσερις τροχούς, που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο στην αμερικανική ήπειρο. Αυτά ελαχιστοποιούσαν τους κραδασμούς. Ενώ το τρένο έτρεχε πιο γρήγορα από άλογο, μπορούσες να ξυριστείς χωρίς φόβο να κοπείς.
Κάθε βαγκονλί ήταν δεκαοκτώ μέτρα και παρείχε πολυτέλειες που δύσκολα έβρισκες στα καλύτερα ξενοδοχεία: Θέρμανση το χειμώνα, φωτισμό με αέριο, τρεχούμενο νερό, ζεστό και κρύο, προσωπικό μπάνιο και τουαλέτα πορσελάνινη –που καθαριζόταν καθημερινά.
Κάθε λεπτομέρεια ήταν προσεγμένη, απ’ τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα μέχρι τα κρύσταλλα Βοημίας. Το φαγητό μαγειρευόταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από τους καλύτερους σεφ της Ευρώπης. Υπήρχαν συγκροτήματα που έπαιζαν μουσική στο ρεστοράν, την καρδιά του Όριεντ Εξπρές, καθώς και θεατρικές ομάδες που έπαιζαν παραστάσεις του Όσκαρ Ουάιλντ και του Μπέρνάνρτ Σω. Ο Ναγκέλμακερς ανακάλυψε τον All-inclusive τουρισμό, πριν καν υπάρξει τουρισμός.
Κάτι που δεν είναι γνωστό: Εκείνες τις τέσσερις μέρες προς την Κωνσταντινούπολη, και τις τέσσερις της επιστροφής, τις εκμεταλλεύονταν πολλά παράνομα ζευγάρια ή ανύπαντροι, για να ζήσουν τον έρωτα τους, καθώς και απατεώνες για να στήσουν τις απατεωνιές τους.
~~
Υπήρχαν δύο προβλήματα για ν’ ανέβουν στο τρένο. Χρειάζονταν διαβατήρια και ρούχα. Τα έγγραφα δεν ήταν δύσκολο να τα φτιάξουν, καθώς τότε δεν είχαν φωτογραφία. Πολλοί παράνομοι και λαθρέμποροι, εμιγκρέδες κι ινκόγκνιτο, ταξίδευαν με πλαστά χαρτιά. Κι όταν υπάρχει ζήτηση, υπάρχει και προσφορά. Αρκεί να είχαν τα χρήματα να πληρώσουν.
Ο Καρόγλου έβγαλε από το σακάκι του ένα τσαλακωμένο βιβλιάριο επιταγών.
«Έχουν μείνει λίγες ακόμα. Όχι ότι έχει σημασία.»
Τους έδειξε τι εννοούσε. Οι επιταγές ήταν λευκές, με την υπογραφή του Καρπόφ και το σήμα του Ροτσίλντ. Μπορούσες να συμπληρώσεις όποιο ποσό ήθελες.
Ο Θάνος παρατήρησε το ποσό που έγραφε.
«Αυτό είναι σε δραχμές;»
«Φράγκα.»
«Πολλά μηδενικά. Μια μικρή περιουσία. Μήπως κινήσουμε υποψίες;»
«Μέχρι να ενημερωθεί ο λογιστής του θα έχουμε φτάσει.»
Ο Θάνος εξήγησε τι μπορούσες ν’ αγοράσεις μ’ εκείνο το ποσό –της μιας επιταγής. Ένα σπίτι στην πόλη, ένα αυτοκίνητο, μια καλλιεργήσιμη έκταση μεγάλη σαν το χωριό του.
«Είναι παράξενο», είπε η Τενερίφη. «Γιατί σου έδωσε το ελεύθερο με τόσα χρήματα;»
«Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για εκείνον.»
Αυτό δεν του είχε πει ο Καρπόφ, αλλά το είχε υπονοήσει ο γραμματικός του.
«Κι εγώ νόμιζα ότι κυνηγούσε εμένα, που σκότωσα το γιο του.»
«Αρχικά εσένα ήθελε, Γιωταλία. Γι’ αυτό μ’ έστειλε με κείνον τον τρελό, τον Νίτση. Για να σε σκοτώσουμε.»
«Και πότε άλλαξε αυτό;»
«Νομίζω όταν εμφανίστηκε ο νέος σύμβουλος, συνεργάτης τι είναι τέλος πάντων αυτός ο Φοίβος.»
«Και τότε στόχος έγινε η Ζήνα;»
«Η Γκιορσαλί.»
«Μάλλον υπάρχουν κι άλλα, που δεν ξέρουμε, για τη σχέση του Καρπόφ με το Φοίβο. Κάτι είχε ν’ ανταλλάξει αυτός.»
~~
Περπατούσαν και μιλούσαν σε μια απ’ τις καλές περιοχές του Καλαί. Δεξιά κι αριστερά είχε μπουτίκ με την τελευταία λέξη της παρισινής μόδας. Με εξαίρεση τον Καρόγλου, οι υπόλοιποι ήταν ντυμένοι πολύ χωριάτικα. Δεν γινόταν να μπουν στο τρένο σαν φτωχοί επαρχιώτες. Έπρεπε να ταιριάξουν για να μη ξεχωρίζουν.
Η Γιωταλία παρατηρούσε τα ρούχα που φορούσαν οι πλούσιες γυναίκες της πόλης και της έφερναν αηδία. Η Μπελ Επόκ έπνεε τα λοίσθια, αλλά οι γυναίκες συνέχιζαν ν’ ασφυκτιούν μέσα σε κορσέδες. Φουσκωμένα οπίσθια, στήθος ενιαίο και πεταχτό, σαν το στήθος πουλιού, καπέλα με νεκρά πτηνά επάνω.
Έδειξε μια κυρία που έβγαινε απ’ το κατάστημα.
«Πώς αντέχουν έτσι;»
«Είναι της μόδας», είπε ο Καρόγλου.
«Τι ‘ν’ αυτό;» ρώτησε και πάλι η Τενερίφη.
Συνέχισαν παρακάτω. Σε κάποιες μπουτίκ είχαν ρούχα μια καινούριας τάσης, του οριενταλισμού. Αυτό τους άρεσε περισσότερο, καθώς ήταν πιο ανάλαφρα, αλλά και πάλι ήταν υπερβολικά ανατολίτικα για τα γούστα τους.
Δυο δρόμους μετά η Γιωταλία στάθηκε μπρος σε μια βιτρίνα, εμβρόντητη.
«Αυτό!» τους είπε.
«Αυτό μάλιστα», συμφώνησε κι η Τενερίφη.
Είχαν στηθεί μπρος στην μπουτίκ του Φορτούνι, και θαύμαζαν τα φορέματα που λέγονταν Delphos. Στον πρώτο τόμο του Χαμένου Χρόνου, που κυκλοφόρησε ακριβώς εκείνη τη χρονιά, το 1913, ο Μαρσέλ Προυστ αποκαλεί αυτά τα φορέματα «μουσικές αρμονίες».
Τα είχε σχεδιάστι το 1907 η Ενριέτα Νεγκρίν, σύζυγος του Φορτούνι, και ήταν φτιαγμένα από βισκόζη. Το τεχνητό μετάξι ήταν λεπτό και μαλακό και μπορούσε να παραχθεί σε κάθε χρώμα κι απόχρωση.
Η Ενριέτα εμπνεύστηκε από το ρούχο που φορούσε ο Ηνίοχος των Δελφών, το άγαλμα του 470 π.Χ. Κι έφτιαξε ένα σχεδόν αρχαιοελληνικό χιτώνα –με εξαίρεση το ύφασμα. Ήταν ίσιο κι είχε πτυχώσεις, σαν τ’ αγάλματα της κλασικής εποχής, ήταν –όπως έγραψε ο Προυστ- «αρχαιοπρεπές και αξιοπρόσεκτα πρωτότυπο». Δεν είχε γιακά, όπως είχαν τα περισσότερα ρούχα εκείνη την εποχή, αλλά ούτε και ντεκολτέ ροκοκό. Η μεγαλύτερη επανάσταση της Νεγκρίν είναι ότι αφαίρεσε τον κορσέ. Η γυναίκα φορούσε το αεράτο και λεπτό αυτό φόρεμα χωρίς να πνίγεται.
Δημιούργησαν κι αξεσουάρ εμπνευσμένα απ’ τ’ αρχαία αγάλματα, όπως ένα λεπτό σχοινί που έδενε χιαστί ανάμεσα στο στήθος, ζώνες που στέκονταν χαλαρά στους γοφούς, πόρπες, χρυσές ταινίες για τα μαλλιά και διαδήματα, βραχιόλια και σκουλαρίκια.
Ο Καρόγλου έδωσε στην Τενερίφη μια επιταγή και τις άφησαν εκεί, ενώ οι ίδιοι πήγαν για να βρουν πρετ-α-πορτέ αντρικά.
~~~
Μπήκαν στο μαγαζί. Η πωλήτρια πλησίασε διστακτικά, αφού είχε δει τα ρούχα τους. Σαν είδε ότι δεν ήξεραν και γαλλικά γύρισε τα μούτρα της, έτοιμη να τις διώξει. Η Τενερίφη, με τα λίγα που ήξερε, της εξήγησε ότι ήταν Ελληνίδες. Ούτε αυτό την έπεισε. Οι σύγχρονοι Έλληνες είχαν τόση σχέση με τους αρχαίους όσο οι Αιγύπτιοι με τους Φαραώ. Της έδειξε την επιταγή κι η πωλήτρια άλλαξε αμέσως στάση. Μέσα στα χαμόγελα την πήρε και την έδωσε στον μικρό να πάει στην τράπεζα να ελέγξει την εγκυρότητα. Αλλά ήξερε ήδη ότι τη σφραγίδα του Ροτσίλντ δεν τολμούσε κανείς να την πλαστογραφήσει.
Ρώτησε για ποια θ’ αγόραζαν φόρεμα. Η Τενερίφη ένιωσε ότι θα ήταν γελοία μέσα σε κάτι τόσο λαμπερό.
«Για την κόρη μου», της απάντησε.
Πέρα από τα Delphos η Ενριέτα είχε φτιάξει και τα Peplos. Από το ίδιο υλικό, όμως εκείνα έφταναν ως το πάτωμα. Αυτό ήταν πολύ ωραίο στα σαλόνια, αρκεί να έκανες μικρά βήματα. Η Γιωταλία έδειξε ένα Delphos με τον ποδόγυρο να φτάνει ως τον αστράγαλο –και το σχοινί χιαστί στο στήθος.
«Έτσι ντύνονταν οι ιέρειες», είπε η Τενερίφη.
«Quelle couleur?»
«Ρωτάει τι χρώμα θες.»
«Τι ταιριάζει με μια μάγισσα;»
«Ξέχνα τη μάγισσα τώρα. Σκέψου τι θα ήθελες να φοράς.»
«Τι χρώματα υπάρχουν;»
Σαν της μετέφρασε την ερώτηση η πωλήτρια γέλασε αυτάρεσκα. Αυτή ήταν πάντα η καλύτερη στιγμή. Όταν τους έδειχνε τα χρώματα που είχαν στο μαγαζί.
Πέρα απ’ το παγανιστικό χρυσό, που ήταν το πιο εμπορικό χρώμα, είχε κομμάτια σε ιβουάρ, σε μπορντό, σε μπλε του κοβαλτίου, σε κόκκινο της φωτιάς, ανθρακί, άσπρο της άμμου, μαύρο και μωβ, της Βουργουνδίας, σμαραγδί, πορτοκαλί και ινδικό κίτρινο. Και άλλα τόσες αποχρώσεις.
Το πρώτο που λάτρεψε η Γιωταλία ήταν ένα που η πωλήτρια το είπε Ασημένιος Παγετώνας. Έλαμπε σαν το ασήμι, αλλά ήταν λιγάκι πιο λευκό κι είχε γαλάζιες ανταύγειες μέσα του.
Της το έδωσε και τη βοήθησε να βγάλει τα ρούχα της, να το δοκιμάσει. Είχαν πάει στο πίσω δωμάτιο, στο δοκιμαστήριο. Η Τενερίφη περίμενε καπνίζοντας. Όταν είδε τη Γιωταλία να βγαίνει, ντυμένη με το Delphos και τα μαλλιά αφημένα κάτω συγκλονίστηκε τόσο που παραλίγο να γονατίσει για να την προσκυνήσει.
«Αυτό θα πάρω», είπε η Γιωταλία και θαύμασε τον εαυτό της στον καθρέφτη και πάλι. Αισθανόταν περισσότερο γυναίκα από ποτέ.
Εκείνη την ώρα επέστρεψε ο μικρός, που επιβεβαίωσε την εγκυρότητα της επιταγής.
«Θα σου ταίριαζαν κι άλλα χρώματα», έριξε τα δίκτυα της η πωλήτρια, η Εστέλ, ενώ έδινε οδηγίες να φέρουν σαμπάνια, φράουλες και σοκολάτες.
«Πόσα μπορούμε να πάρουμε μ’ αυτό;» της είπε η Τενερίφη.
«Ολόκληρο το ποσό;»
«Να μείνει κάτι και για να πάρω κι εγώ ένα ρούχο.»
«Θα σας δώσω εφτά χρώματα Delphos, μαζί με τ’ αξεσουάρ που ταιριάζουν. Παπούτσια, καπέλα, κοσμήματα Φορτούνι… Και δύο φορεσιές πιο… συντηρητικές.»
«Εφτά χρώματα», είπε η Τενερίφη. «Διάλεξε, πληρώνει ο Καρπόφ.»
~~~~
Ο Καρόγλου με το Θάνο περίμεναν πολλή ώρα στο καφέ έξω απ’ το σταθμό. Είχαν ντυθεί κι εκείνοι ανάλογα με το Όριεντ Εξπρές. Κοστούμια και καπέλα. Είχαν περάσει κι απ’ τον κουρέα, για μαλλί, ξύρισμα και παρφουμάρισμα.
«Πώς με κατάλαβες;» ρώτησε ο Καρόγλου καθώς έπινε τον καφέ του.
«Εις άτοπον απαγωγή. Ξεκίνησα υποθέτοντας ότι η Τενερίφη είναι αυτή που μας φανέρωνε κάθε φορά. Δεν μπορούσε. Μετά έπιασα τη Γιωταλία…»
«Κατάλαβα. Κανείς άλλος τρόπος δεν έβγαινε.»
«Μόνο εσύ. Δεν ήξερα με σιγουριά, γι’ αυτό έριξα δίχτυα, είπα πως έπρεπε να χωρίσουμε.»
«Κι έπεσα μέσα.»
«Ευτυχώς.»
Του πρόσφερε τσιγάρο. Αρνήθηκε. Δεν άντεχε τα γαλλικά. Έψαξε γύρω για τις μάγισσες.
«Λες να ‘παθαν κάτι;»
«Αν πάθουν κάτι θα το καταλάβει όλη η Μάγχη.»
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και πάλι. Η ισορροπία ανάμεσα τους είχε διαταραχτεί, κι έψαχναν να τη ξαναφτιάξουν.
«Εγώ, να ξέρεις, νιώθω ότι με βοήθησες», είπε ο Θάνος. «Προσπαθώ να μη σου κρατώ κακία.»
«Κοίτα… Σας αγαπώ όλους, αλλά…» Φαινόταν έτοιμος να κλάψει. «Δεν ήταν ψέμα όσα ένιωσα με την παρέα σας, όσα κάναμε. Αλλά… Ο Σταύρος είναι η ζωή μου. Είναι πιο σημαντικός κι απ’ τη ζωή μου. Αν μου έδιναν την επιλογή, να τελειώσει ο κόσμος, αλλά να ζήσω μερικές μέρες με τον Σταύρο, θα διάλεγα το τέλος του κόσμου.»
«Νομίζω ότι ξέρω τι λες.»
«Όχι, δεν ξέρεις. Αν περάσεις είκοσι χρόνια με τη γοργόνα σου, αν ζήσεις όσα έζησα εγώ μαζί του, τότε θα ξέρεις. Τώρα είσαι μόνο…» Κι έσφιξε τη γροθιά του, για να δείξει την κάβλα του Θάνου.
«Δεν είναι έτσι, δεν είναι αυτό που λες», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Εσύ το βλέπεις έτσι. Η Γιωταλία είναι το πεπρωμένο μου.»
Ο Καρόγλου έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι κι άναψε καινούριο. Έκανε νόημα στο γκαρσόν να τους πάει δυο κονιάκ ακόμα.
«Συγνώμη, σου μιλάω σαν να μιλάω σε κάποιον άλλον. Το ξέρω δεν είσαι έτσι», έσφιξε πάλι τη γροθιά, «τουλάχιστον όχι μόνο έτσι». Γέλασε. «Γι’ αυτό σας αγάπησα όλους σας. Γιατί είστε άνθρωποι που αγαπάνε. Πώς το λένε; Η αγάπη αγαπάει ν’ αγαπιέται.»
Του έδωσε το ποτήρι του για να τσουγκρίσουν.
«Η αγάπη αγαπάει να προδίδει;» του είπε ο Θάνος.
Ο Καρόγλου συννέφιασε.
«Ο Σταύρος δεν θα μ’ άφηνε, στο λέω. Θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να γίνει υπαίτιος, συνεργός, σε κάτι τέτοιο. Είναι πολύ πιο ανθρώπινος από μένα, όλο συναίσθημα είναι. Αυτός μ’ έμαθε να είμαι άνθρωπος. Όσο μπόρεσα… Ίσως να είχε δίκιο ο πατέρας μου. Δεν αξίζω τίποτα, δεν αξίζω να είμαι κανενός. Ούτε γιος, ούτε εραστής, ούτε σύντροφος. Πάντα τα ίδια λάθη. Αλλά έχω το ποτό, το τσιγάρο και το φαΐ. Είμαι ένα τίποτα.»
«Δεν είσαι έτσι.»
«Πώς είμαι;»
«Δεν θα σου πω. Εγώ το ‘χω νιώσει, γι’ αυτό σε εμπιστεύομαι τώρα. Νιώσε κι εσύ ποιος είσαι, δείξε ποιος είσαι.»
Ο Καρόγλου ένιωσε ευγνωμοσύνη για τα λόγια που άκουσε.
«Θα γινόσουν καλός ηγέτης», του είπε τη στιγμή που φάνηκαν οι γυναίκες που περίμεναν –και τότε σταμάτησαν να μιλάνε.
~~~~~
Μπροστά πήγαινε η Τενερίφη. Εκείνη είχε προτιμήσει πιο αγγλικό στυλ. Φορούσε ίσια φούστα, σε γραμμή μιλιταριστική, πάνω από ένα πουκάμισο κουμπωμένο ψηλά και σακάκι λεπτό, σε χακί χρώμα. Κι ένα καπέλο που θύμιζε λιγάκι φρυγικό σκούφο. Έμοιαζε σαν να ήταν η αυστηρή νταντά της Ιουλιέτας, που ερχόταν πίσω της.
Η Γιωταλία είχε φορέσει ένα βεραμάν Delphos. Αμυγδαλένιο σμαράγδι το έλεγαν. Ήταν κυρίως στο χρώμα της φλούδας του φρέσκου αμύγδαλου, με ανταύγειες από σμαράγδι μέσα του. Το σχοινί ήταν πρασινωπό κι εκείνο. Δεν φορούσε μεσοφόρι, το ρούχο έπεφτε πάνω της κατάσαρκα και τα στήθη της πρόβαλλαν κάτω απ’ το ύφασμα. Τα μαλλιά της τα είχε μαζέψει μέσα σ’ ένα κλοσέ καπέλο.
Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα τακούνια της. Κι είναι αλήθεια ότι πολλοί είχαν σταματήσει για να τη δουν να περνάει. Σαν να ήταν η Μέδουσα όλοι είχαν παγώσει στη θέα της.
«Ναι», είπε ο Θάνος, «το τέλος του κόσμου.»
Σηκώθηκαν και πήγαν να τις συναντήσουν.
«Η ομορφότερη επένδυση που έχει κάνει ο Καρπόφ», είπε ο Καρόγλου.
«Μάλλον δεν λες για μένα», έκανε η Τενερίφη.
«Κι εσύ, είσαι πολύ καλύτερη έτσι.»
«Για μια στιγμή νόμισα ότι θα έλεγες πολύ ομορφότερη.»
Σκούντηξε το Θάνο, για ν’ αρχίσει ν’ αναπνέει πάλι. Του έκανε νόημα να πάρει τις βαλίτσες με τα ρούχα, που είχε κουβαλήσει μέχρι εκεί ο Μικρός.
Η απαστράπτουσα γοργόνα είχε τραβήξει την προσοχή. Ο Καρόγλου τους είπε να μπουν στην πριβέ αίθουσα αναμονής, μόνο για τους επιβάτες του Όριεντ Εξπρές. Οι αντιδράσεις των πλούσιων επιβατών ήταν πιο μετριοπαθείς. Ανάμεσα τους υπήρχαν αριστοκράτες, μεγιστάνες, μέλη βασιλικών οικογενειών, είχαν δει και πιο εντυπωσιακές παρουσίες.
Ο Θάνος άφησε τις βαλίτσες να τις κουβαλήσουν οι βαστάζοι και χαιρέτησε τις δύο γυναίκες, σαν να ήταν άγνωστοι. Θα ανέβαιναν χωριστά στο τρένο. Η Γιωταλία θα ταξίδευε μαζί με την Τενερίφη, γιατί μια τόσο όμορφη και νέα κοπέλα, μόνη σε τέτοια διαδρομή, θα λογιζόταν για πόρνη.
Ο Καρόγλου κι ο Θάνος είχαν κλείσει στο ίδιο δίκλινο, με χωριστή χρέωση. Υποτίθεται ότι ήταν άγνωστοι. Κι όλοι μαζί θα συναντιούνταν στην τραπεζαρία και θα μοιράζονταν το τραπέζι.
Ήπιαν από λίγη σαμπάνια που τους σέρβιραν, μέχρι που ο υπεύθυνος της διαδρομής τους ανακοίνωσε την επιβίβαση. Δέκα λεπτά αργότερα το Όριεντ Εξπρές ξεκίνησε απ’ το Καλαί για την Κωνσταντινούπολη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
73.
Απ’ το πρώτο γεύμα, και το γεύμα που είχαν στο βαγόνι ρεστοράν, η Τενερίφη είχε συγκλονιστεί. Το Εξπρές ήταν πιο πολυτελές απ’ τα περισσότερα ξενοδοχεία της εποχής, σαν ένα κινητό ανάκτορο των Βερσαλλιών. Πέρα απ’ τον Καρόγλου, που είχε ζήσει κάτι παραπάνω, οι υπόλοιποι δοκίμασαν για πρώτη φορά γαλλική κουζίνα από σεφ. Οι σερβιτόροι ήταν διαρκώς κοντά τους, για να γεμίζουν ποτήρια που μισοάδειαζαν. Και τα πιάτα που τους πήγαιναν ήταν αμβροσία –όπως παραδέχτηκε η Τενερίφη.
«Ξέρετε τι είναι το χειρότερο στον κόσμο σας;» είπε λίγο μετά. «Η ανισότητα. Στο χωριό όπου πρωτοβρέθηκα δούλευαν απ’ το πρωί ως το βράδυ κι έτρωγαν πατάτες με πατάτες. Δεν πλένονταν κι είχαν ένα ρούχο να φοράνε. Κι αυτοί εδώ ζουν…» Έδειξε τους γαλαζοαίματους και τους πλούσιους στο ρεστοράν. «Είμαι σίγουρη ότι η διαδρομή με το τρένο, το εισιτήριο, είναι ένας μήνας ζωής για τους πατατοφάγους.»
Ο Καρόγλου γέλασε.
«Ένας μήνας; Με τα λεφτά που δώσαμε για τα εισιτήρια, οι τέσσερις μας, θα ζούσε ένα ολόκληρο χωριό για μερικούς μήνες.»
«Αυτό λέω. Δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατία έτσι. Πιο πολύ με τους Πέρσες μοιάζει. Ο αυτοκράτορας Θεός και το ιερατείο και η αυλή του έχουν τα πάντα. Οι από κάτω τίποτα. Κι όμως, χωρίς τους αποκάτω δεν μπορούν να υπάρξουν οι αποπάνω.»
«Αυτά λέει κι ο Μαρξ.»
«Τι ‘ν’ αυτό;»
«Ένας… προφήτης.»
Κι ενώ ο Καρόγλου ξεκίνησε να της εξηγεί τον κομμουνισμό, ο Θάνος στράφηκε στη Γιωταλία.
«Είσαι πολύ όμορφη μ’ αυτό το φόρεμα.»
«Χωρίς αυτό δεν είμαι;»
«Όχι! Και πάλι είσαι, εννοώ…»
Του χαμογέλασε.
«Ευχαριστώ. Νιώθω κι εγώ πιο όμορφη. Και πιο ελεύθερη.»
Τεντώθηκε μέσα στο φουστάνι και το στήθος διαγράφηκε λιγάκι πιο έντονα. Ο Θάνος κόλλησε να κοιτάει. Απ’ τα στήθη της επέστρεψε στα μάτια της και κατάλαβε ότι εκείνη είχε δει τι κοιτούσε. Κοκκίνισε, έλιωσε απ’ την ντροπή του. Έκανε να πιάσει το ποτήρι του, κι ήπιε σαμπάνια, δήθεν αδιάφορα. Όμως το βλέμμα της Γιωταλίας δεν ήταν επίπληξη. Κατάλαβε ότι τον κοιτούσε κι εκείνη ερωτικά, ίσως για πρώτη φορά τόσο ερωτικά, και στραβοκατάπιε. Μελάνιασε χωρίς να μπορεί ν’ ανασάνει, ο Καρόλου τον έπιασε και τον έσφιξε. Έφτυσε το κρασί στο τραπεζομάντηλο. Τριγύρω έγινε ταραχή για λίγο, μέχρι που βεβαιώθηκαν ότι όλα ήταν καλά, οπότε όλοι επέστρεψαν στον εαυτό τους και την παρέα τους.
Ο Καρόγλου τον ρωτούσε τι έπαθε, ο Θάνος έπαιρνε βαθιές ανάσες, κι η Γιωταλία χαμογελούσε κοιτώντας έξω, την ύπαιθρο της Γαλλίας, κοιτώντας την αχνή αντανάκλαση τους προσώπου της στο τζάμι. Ήξερε τι ήθελε να κάνει το βράδυ. Το είχε αποφασίσει σαν είδε τον εαυτό της στη μπουτίκ, με το πρώτο Delphos.
~~
Αργότερα, στο δίκλινο, η Γιωταλία μπήκε να κάνει μπάνιο. Κι ήταν πρώτη φορά στη ζωή της που έκανε με τρεχούμενο ζεστό νερό. Το απολάμβανε, ενώ η Τενερίφη γκρίνιαζε απέξω, έλεγε για τον καπιταλισμό και τα αδιέξοδα του. Σε λίγες ώρες είχε μετατραπεί σε ακραιφνή κομμουνίστρια.
Βγήκε από το μπάνιο με το μπουρνούζι της Όριεντ.
«Θέλω να φύγεις απόψε», της είπε.
«Να φύγω; Και πού να πάω;» έκανε η Τενερίφη.
«Στο δίκλινο του Καρόγλου. Να κοιμηθείς εκεί.»
«Και πώς θα χωρέσουμε τρεις άνθρωποι…»
Μόνο τότε φωτίστηκε και κατάλαβε τι είχε στο νου της η μικρή μάγισσα.
«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;»
«Ναι, το θέλω.»
«Ωραία. Ούτε κι εκείνος ξέρει τι του γίνεται, αλλά είναι τόσο τρελός για σένα που θα κάνει ό,τι του πεις.»
«Θα μου δώσεις καμιά συμβουλή;»
«Θα ‘πρεπε να ‘χεις την αδελφή μου, τη Φουέρτη, να σου τα ‘λεγε όλα. Εγώ δεν έχω κάνει και πολλά πράγματα με άντρες, λίγες φορές.»
Είδε την περιέργεια στα μάτια της Γιωταλίας, την ερώτηση που ετοίμαζε.
«Ναι, μ’ αρέσουν κι οι γυναίκες. Πειράζει;»
Ο τρόπος που μίλησε, η κίνηση της, έκανε τις δυο γυναίκες να γελάσουν. Της είπε να πάει να ντυθεί. Θα τη βοηθούσε και στο βάψιμο, όσο μπορούσε. Ζήτησε απ’ το θαλαμηπόλο να τους πάει μια σαμπάνια, είχε λατρέψει αυτό το ποτό περισσότερο κι απ’ τη Γκίνες. Θα της έλεγε όλα όσα ήξερε, κι όσα είχε κάνει, με άντρες και γυναίκες. Και καθόταν περίμενε σκέφτηκε ότι αυτό θα ήταν κάτι που θα ήθελε να είχε κάνει με τη Ζήνα, να της πει εκείνης όλα όσα ήξερε, να είναι μαζί της την πρώτη νύχτα που θα έκανε τον έρωτα. Βούρκωσε, αλλά σκούπισε τα δάκρυα, γιατί ο θαλαμηπόλος είχε πάει τη σαμπάνια.
~~~
Στο δικό τους δίκλινο ο Θάνος ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι του. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ο Καρόγλου, που είχε βγει στο τρένο παγανιά για να μαζέψει πληροφορίες και κουτσομπολιά για τους άλλους επιβάτες, επέστρεψε και πνίγηκε απ’ την καπνίλα. Έτρεξε ν’ ανοίξει το παράθυρο.
«Ν’ αυτοκτονήσεις θέλεις;»
Περίμενε λιγάκι να καθαρίσει η ατμόσφαιρα για ν’ ανάψει κι εκείνος τσιγάρο.
«Δεν μπορώ να τη βγάλω απ’ το μυαλό μου.»
«Και γιατί να τη βγάλεις;»
«Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ…»
«Κατάλαβα. Τη θες τρελά.»
«Είμαι σε απόγνωση.»
Ο Καρόγλου έκατσε σε μια καρέκλα και μελαγχόλησε. Θυμήθηκε τον καιρό που είχε πρωτοδεί τον Σταύρο. Πόσο μεγάλα ήταν τα μάτια του, σαν ψεύτικα. Είχαν γνωριστεί σε μια χοροεσπερίδα. Όταν πήγαν να κάνουν χειραψία τους χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Στατικός ηλεκτρισμός», είχε πει ο Δημήτρης. Όμως ήταν το προμήνυμα ηλεκτρικής καταιγίδας.
Εκείνες οι πρώτες μέρες, ο πρώτος μήνας, το εξάμηνο, ο χρόνος, τα πρώτα χρόνια, ήταν καταιγιστικά. Έπειτα ο έρωτας έγινε κάπως πιο… αγάπη.
Η αγάπη είναι πιο σπουδαία απ’ τον έρωτα, αλλά δεν έχει τη τρέλα της πρώτης νύχτας, του πρώτου φιλιού, του πρώτου αγκαλιάσματος, της πρώτης γύμνιας. Αυτό που ακολούθησε δεν είχε την ένταση των πρώτων ημερών, που γελούσαν όταν έκαναν έρωτα κι έκλαιγαν όταν κοιτιούνταν στα μάτια.
Έκλαιγαν, γατί ήξεραν ότι ποτέ θα ξανάβρισκαν κάτι τόσο προσωπικό, κάτι τόσο αυθεντικό, κάτι τόσο… Σαν να βρίσκεις τον εαυτό σου. Κι ίσως ο Πλάτωνας να έχει δίκιο, γιατί έτσι ένιωθαν κι οι δυο τους. Ότι κάποιος, ένας Θεός, η Μοίρα, κάτι ανώτερο, τους είχε χωρίσει στα δυο, αυτούς που κάποτε ήταν μια ψυχή.
Σαν ξαναβρέθηκαν, σαν αγγίχτηκαν και τους χτύπησε το ρεύμα, νίκησαν τους θεούς και τις μοίρες. Θα έμεναν μαζί, γατί ήταν μια ψυχή σε δύο σώματα. Γι’ αυτό έκλαιγαν όταν κοιτιόντουσαν στα μάτια. Είχαν βρει την ευτυχία της απόλυτης αγάπης, της ολοκλήρωσης, κι ίσως να πέθαιναν μαζί, έτσι όπως θα ήθελαν να ζήσουν, μαζί.
Πήγε στο μπάνιο κι άνοιξε τις βρύσες να τρέχουν. Το νερό που κυλούσε κάλυψε τα δάκρυα που έτρεχαν, κάλυψε τους λυγμούς του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε κουραστεί, είχε γεράσει τόσο πολύ τους τελευταίους μήνες. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του και βγήκε.
«Πρέπει να της μιλήσεις», είπε στο Θάνο.
«Κι αν…»
«Ξέχνα τα αν και τα ίσως και μήπως. Πες της αυτό που νιώθεις, τώρα. Δεν έχεις χρόνο. Νομίζεις πως έχεις χρόνο, πάντα νομίζουμε πως έχουμε χρόνο, αλλά πάντα είναι αργά. Πες αυτό που θες να πεις. Μην αφήσεις ούτε λεπτό χαμένο.»
«Είναι σαν να μιλάς για κάτι…»
«Δικό μου. Για τον εαυτό μου. Σ’ εμένα μιλάω. Στον παλιό εαυτό μου. Και στον καινούριο. Αν καταφέρω να σώσω τον Σταύρο…»
Χτύπησε το κουδούνι και ζήτησε απ’ το θαλαμηπόλο μια μπουκάλα κονιάκ Κουρβουαζιέ.
«Θα τις δούμε σε λίγο. Πήγε ετοιμάσου, φτιάξου, γιατί απόψε είναι η νύχτα. Αύριο είναι…»
«Το τέλος του κόσμου.»
«Ναι, αυτό ακριβώς. Η τελευταία νύχτα της ζωής σου είναι απόψε. Πώς θες να την περάσεις; Μ’ έναν γέρο κλαψιάρη;»
«Δεν είσαι…»
«Ξέρεις τι λέω: Απόψε!»
~~~~
Βρέθηκαν και πάλι, σαν ξένοι που είχαν γνωριστεί στη διαδρομή, κι έκατσαν στο ίδιο τραπέζι. Μια τριπλέτα έπαιζε τσιγγάνικα τραγούδια, που είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας. Οι επιβάτες το βράδυ έπιναν περισσότερο κονιάκ και ουίσκι, παρά σαμπάνια και κρασί. Τα οινοπνεύματα φαίδρυναν τα πνεύματα και τις συνομιλίες, ακούγονταν γέλια πιο συχνά απ’ το μεσημέρι. Καθώς περνούσαν τα σύνορα Γαλλίας-Γερμανίας οι βιρτουόζοι ξεκίνησαν να παίζουν τη Μασσιαλώτιδα κι όλοι οι Γάλλοι επιβάτες σηκώθηκαν για να τραγουδήσουν «αλλόνς ανφάντ ντε λα πατρί».
Η Γιωταλία είχε εμφανιστεί με το δεύτερο φόρεμα Delphos, αυτό που της είχε κάνει εντύπωση, τον Ασημένιο Παγετώνα. Έμοιαζε πάνω στο κορμί της σαν να είχε στρώσει μια μεταξένια στρώση από πάγο πάνω σ’ ένα ηφαίστειο.
Δεν φορούσε καπέλο, είχε κάνει τα μαλλιά της στο στυλ «Gibson Girl», χτένισμα που είχε έρθει από τη Νέα Υόρκη, και φανέρωνε την απελευθερωμένη γυναίκα, σεξουαλικά και πολιτικά. Ο Θάνος έχασε και πάλι το θάρρος και τα λόγια του. Την παρακολούθησε να πλησιάζει και να κάθεται, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. Ο Καρόγλου τον πάτησε για να γυρίσει. Του έδειξε τι είχε γράψει στο πιάτο του με τα υπολείμματα της μπεσαμέλ: «Απόψε!»
Τότε το πήρε απόφαση και μπροστά στους άλλους, κάτι που δεν θα έκανε ποτέ χωρίς ενθάρρυνση, είπε δυνατά:
«Κάθε φορά που σε βλέπω είσαι και πιο όμορφη.»
«Κι όταν δεν με βλέπεις;»
«Δεν μπορώ να μη σε βλέπω.»
Την ίδια στιγμή ο Καρόγλου έκανε νόημα στο σερβιτόρο και ζήτησε ν’ αλλάξουν τραπέζι, εκείνος με την Τενερίφη. Έπρεπε να τους αφήσουν μόνους.
~~~~~
Οι δυο τους έφαγαν και ήπιαν χωρίς να μιλάνε γι’ αρκετή ώρα.
«Με μισείς», της είπε κάποια στιγμή, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ το πιάτο.
«Λιγάκι ναι. Δεν μπορώ τους προδότες.»
«Εσύ δεν πρόδωσες κανέναν; Ποτέ;»
«Ποτέ.»
«Το γαϊδουράκο που είπες;»
«Ο Λανθαρότε ήταν μουλάρι.»
«Αυτόν. Δεν τον άφησες;»
«Για να κάνω κάτι μεγαλύτερο.»
«Κι εγώ γι’ αυτό σας άφησα. Για κάτι μεγαλύτερο.»
Η Τενερίφη ξεφύσησε ενοχλημένη, γιατί ένιωθε δικό της τον Καρόγλου, όσο κι αν τον έδιωχνε. Στο άλλο τραπέζι οι δύο νέοι μιλούσαν πρόσωπο με πρόσωπο, τόσο κοντά στο φιλί, αλλά χωρίς να το δίνουν.
«Θα την πατήσει ο μικρός», είπε η Τενερίφη.
«Δεν τον θέλει;»
«Τον θέλει. Γι’ αυτό θα την πατήσει. Είναι μάγισσα.»
«Κι η Τενιέλ ήταν. Ερωτεύτηκε.»
Η Τενερίφη δεν απάντησε, κι αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: Συμφωνούσε. Ο έρωτας είναι πάνω απ’ όλα. Έκανε νόημα για λίγη σαμπάνια κι άναψε τσιγάρο. Γύρισε στον Καρόγλου:
«Απόψε θα κοιμηθώ στο δίκλινο σας.»
Εκείνος δεν αναρωτήθηκε πώς θα χωρούσαν οι τρεις τους.
«Θα ήθελα να ήμουν πάλι σαν αυτούς», της είπε.
«Εντάξει, αν θες, μπορούμε εμείς να…»
Το βλέμμα τρόμου του Καρόγλου την έκανε να ξεκινήσει να γελάει. Κι εκείνος κατάλαβε το αστείο και γέλασε. Όλο το βαγόνι τους άκουσε, επηρεάστηκε, κάποιοι γέλασαν με το γέλιο τους, άλλοι ήταν τόσο μεθυσμένοι που γέλασαν χωρίς λόγο, κι οι τσιγγάνοι έπιασαν έναν αλέγκρο σκοπό. Γελούσε όλο το ρεστοράν, εκτός απ’ το άδειο τραπέζι της Γιωταλίας και του Θάνου.
~~~~~~
Η Γιωταλία του είχε πει: «Πάμε στο κουπέ μου.»
Μόνο αυτό κι έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε. Ένας ηλίθιος, ένας δειλός, θα έμενε στη θέση του. Ο Θάνος δεν ήταν τίποτα απ’ τα δύο. Την παρακολούθησε ν’ αποχωρεί, το λαιμό της, αφού τα μαλλιά τα ‘χε πιασμένα ψηλά, την πλάτη της, τον κώλο της κάτω απ’ το μετάξι, τους αστράγαλους της, τις φτέρνες. Ήπιε το τελευταίο ποτήρι σαμπάνια μονοκοπανιά. Σκούπισε τα χείλη του κι ακολούθησε.
Στο διάδρομο εκείνη πήγαινε πιο αργά, για να τη φτάσει, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Πήγε πίσω της. Κόλλησε πάνω της και τη φίλησε στο λαιμό. Εκείνη προχώρησε. Στο επόμενο βαγόνι ήταν στο παράθυρο ένας άντρας που κάπνιζε. Κοίταξε τη Γιωταλία προκλητικά. Εκείνη σταμάτησε και γύρισε στο Θάνο. Εκείνος κατάλαβε. Την πήρε αγκαλιά κι αγριοκοίταξε τον ξένο. Έπαιζαν το παιχνίδι τους. Ο ξένος ανασήκωσε τους ώμους.
Η Γιωταλία προχώρησε μέχρι το δίκλινο της, περπατώντας σαν τ’ αστέρια τις νύχτες. Έξω απ’ την πόρτα της γύρισε να τον κοιτάξει. Το βλέμμα της ήταν ερωτικό, αλλά θα τρόμαζε πολλούς άντρες –και γυναίκες. Δεν τον καλούσε για περίπατο, δεν ήταν πεδιάδα. Ήταν γκρεμός, ήταν άβυσσος.
Μπήκαν μέσα και κλείδωσαν την πόρτα. Δεν είχαν κάτι να πουν, λέξεις να μιλήσουν. Η Γιωταλία, που προσπαθούσε να δείχνει δυνατή, ήταν πιο τρομοκρατημένη από ποτέ. Κι ο Θάνος ήθελε να φύγει, να πάει να κρυφτεί στα φουστάνια της μάνας του.
Κανείς δεν έφυγε. Στάθηκαν όρθιοι ο ένας απέναντι στον άλλον. Το φως της λάμπας ήταν ασθενικό. Απέξω φαινόταν η σκοτεινιά του τοπίου κι ένα φεγγάρι που πήγαινε προς την πανσέληνο.
Έσπρωξε το φόρεμα της απ’ τους ώμους. Έπεσε κάνοντας ένα θρόισμα του νερού, σαν πηγή στο δάσος. Από κάτω ήταν ολόγυμνη. Έλυσε και τον Gibson κότσο της. Τ’ άσπρα μαλλιά της έπεσαν ως τη μέση.
Εκείνος την είδε γυμνή και το πρώτο πράγμα που του ήρθε ήταν ν’ αρχίσει να κλαίει. Της είχε ονειρευτεί τόσες φορές αυτή τη σκηνή. Κι όμως ήταν καλύτερο από κάθε όνειρο. Ήθελε να κλάψει, αλλά ο πόθος υπερίσχυσε.
Έκανε ένα βήμα πιο κοντά, ενώ γδυνόταν κι εκείνος. Δεν ήταν το ίδιο εύκολο. Κατάφερε το πουκάμισο, αλλά κόντεψε να πέσει με το παντελόνι. Γέλασαν για λίγο, κι αυτό τους έκανε να νιώσουν καλύτερα, να καταλάβουν ότι δεν υπήρχε τίποτα τραγικό σ’ αυτό το σμίξιμο, μόνο χαρά.
Στάθηκαν γυμνοί σ’ απόσταση ανάσας. Ο Θάνος άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε την αριστερή της ρώγα, δισταχτικά. Η Γιωταλία ένιωσε το πέος του ν’ ακουμπάει στην κοιλιά της. Κοίταξε να δει τι ήταν. Γέλασε. Κόλλησε ο ένας πάνω στον άλλο και ξεκίνησαν να φιλιούνται.
Φιλιόντουσαν μέχρι που το φεγγάρι έδυσε. Έπειτα ξάπλωσαν στο κρεβάτι και χάθηκαν ο ένας μέσα στον άλλο.
~~~~~~~
Ο Θάνος ήταν ανάσκελα κι η Γιωταλία κοιμόταν πάνω του. Γυμνοί κι οι δύο. Την κοιτούσε στο φως της ανατολής, τη μαλακή γραμμή απ’ την ωμοπλάτη ως τη μέση, και πιο κάτω ως τα γόνατα και τις φτέρνες. Τα μαλλιά της ήταν ριγμένα στο πλάι.
Έτσι όπως είχαν πέσει στο κρεβάτι ένιωθε να μην κυκλοφορεί το αίμα στο αριστερό του χέρι. Αν κουνιόταν για να ξεμουδιάσει θα την ξυπνούσε. Και δεν ήθελε να τελειώσει αυτό που ζούσαν. Ήταν σαν να είχε μια γάτα ή ένα μωρό πάνω του. Δεν έπρεπε να κουνηθεί.
Έξω ξημέρωνε και πάλι, έτσι όπως συνήθιζε ο ήλιος. Κι ο Θάνος είπε από μέσα του: «Το τέλος του κόσμου ή …»
Χάιδεψε ανάλαφρα το δέρμα της. Αναστέναξε. Γιατί κατάλαβε τι έλεγε ο Καρόγλου. Κι εκείνος θα θυσίαζε κάθε πίστη και κάθε φίλο και οικογένεια και τον κόσμο ολόκληρο, μόνο για να είναι μαζί της.
Κρατήθηκε όσο μπορούσε για να μην τελειώσει η πρώτη νύχτα, που ήταν ήδη μέρα. Τελικά το σώμα νίκησε την ψυχή. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και τον πήρε ο ύπνος.
74.
Αργά το μεσημέρι, απόγευμα σχεδόν, έφτασαν στη Βιέννη. Το Εξπρές σταματούσε σ’ ελάχιστες πόλεις και μόνο για είκοσι λεπτά. Ο Ναγκέλμακερς είχε εξασφαλίσει την άδεια από κάθε κράτος και κρατίδιο που διέσχιζε το τρένο, να μην σταματάνε στα σύνορα για έλεγχο. Έτσι το τρένο νύχτα ταξίδευε μέρα νύχτα, με ολιγόλεπτες στάσεις για επιβιβάσεις κι ανεφοδιασμό.
Η Τενερίφη με τον Καρόγλου είχαν κάτσει στο ρεστοράν, πήραν το πρωινό τους, μετά το δεκατιανό τους, μετά από ένα κοκτέιλ, μέχρι που ήρθε η ώρα του γεύματος. Παρέμειναν και περίμεναν, πίνοντας και καπνίζοντας. Η Τενερίφη μαγεύτηκε απ’ τη Βιέννη.
«Αυτή είναι η πιο όμορφη πόλη που έχω δει. Πιο ωραία κι απ’ την Αθήνα.»
«Μα έτσι την αποκαλούν: Η νέα Αθήνα. Είναι ο ομφαλός της Ευρώπης. Μαζί με το ανερχόμενο Παρίσι.»
Η Τενερίφη ζήτησε να της πάνε άλλη μια μποτίλια σαμπάνια.
«Έχεις ξανάρθει;»
«Κανά δυο φορές.»
«Βλέπω ότι γυρνούσες.»
«Είμαι κοσμοπολίτης. Ο πατέρας μου μ’ έδιωξε, δεν έχω πατρίδα.»
Το σκέφτηκε για λίγο. Πήγε να πει ότι πατρίδα ένιωθε όπου βρισκόταν ο Σταύρος. Δεν το είπε για να μην ακουστεί μελοδραματικός.
«Κι από χρήματα;»
«Όπως καταλαβαίνεις δεν είμαι ο άνθρωπος που θα έκανε μια σταθερή δουλειά. Κι όταν θες να βγάλεις κάτι παραπάνω…»
«Πάντα το ίδιο είναι. Παρανομείς.»
«Το κατά δύναμιν. Μικρές απάτες, μη φανταστείς. Λίγο λαθρεμπόριο, πολύτιμοι λίθοι, ναρκωτικά, κάνα δύο εκβιασμοί σε υψηλά πρόσωπα που είχαν ερωτικές συνομιλίες εκτός γάμου… Το κατά δύναμιν.»
«Είσαι πιο ενδιαφέρων τύπος απ’ όσο φαινόσουν, παρότι…»
Δεν είπε κι εκείνη τη λέξη, δεν τον είπε προδότη, δεν ωφελούσε σε τίποτα. Γύρισε πάλι προς τα έξω, να θαυμάζει τα κτίρια και τους δρόμους.
«Όταν τελειώσουν όλ’ αυτά μπορεί να ξανάρθεις», της είπε.
«Ποτέ δεν ξέρεις.»
Ο σερβιτόρος άνοιξε τη σαμπάνια και τους σέρβιρε. Είχαν μείνει τελευταίοι στο ρεστοράν. Όλοι οι άλλοι επιβάτες είχαν πάει για να ετοιμαστούν να κατέβουν στο σταθμό, να περπατήσουν λιγάκι έξω.
«Θα έρθουν κάποτε λες;» είπε η Τενερίφη μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
«Ακόμα κι αν κοιμούνται θα ξυπνήσουν μόλις σταματήσει το τρένο. Συμβαίνει αυτό. Έχω ακούσει θαλαμηπόλους να λένε ότι δεν μπορούν να κοιμηθούν όταν είναι σταματημένο.»
«Δεν νομίζω να κοιμούνται.»
«Ευτυχώς γι’ αυτούς!»
Τσούγκρισαν τα ποτήρια εύθυμα, σαν να βρίσκονταν σε γάμο. Ήξεραν πως ήταν δυο νέοι άνθρωποι, που είχαν περάσει από τόσο δύσκολες καταστάσεις, μεταξύ ζωής και θανάτου. Κι εκεί όπου κατευθύνονταν θα είχαν άλλα τόσα να περάσουν. Βρίσκονταν στο μεσοδιάστημα και το απολάμβαναν. Ποιο είναι το αντίθετο του θανάτου; Ο έρωτας.
«Στις απατεωνιές είχε μαζί σου και τον…»
«Σταύρο. Ναι, τα κάναμε όλα μαζί. Εκείνος ήταν όμορφος, οπότε κατάφερνε να γοητεύει και τις γυναίκες. Ήταν πολύ όμορφος όταν…»
Σταμάτησε ταραγμένος. Γιατί μιλούσε για εκείνον σε παρελθοντικό χρόνο;
«Είναι», το διόρθωσε, «είναι πολύ όμορφος. Και θα κάνουμε κι άλλα ταξίδια κι απάτες. Θα κάνουμε, κατάλαβες;»
«Ηρέμησε. Είναι ζωντανός, είμαι σίγουρη.»
«Το νιώθεις κι εσύ;»
«Ναι.»
Του έλεγε ψέματα. Δεν ένιωθε τίποτα για εκείνον και της φαινόταν πιο πιθανό, απ’ αυτά που ‘χε ακούσει για τον Καρπόφ, να τον είχαν σκοτώσει απ’ την πρώτη μέρα. Αλλά γιατί να του πει κάτι τέτοιο; Ακόμα κι αν ήταν αλήθεια, δεν βοηθούσε. Θα το μάθαινε σε λίγες μέρες.
«Μαλάκωσες, Τενερίφη», είπε από μέσα της.
Κι έτσι αισθανόταν. Αυτό το λίγο καιρό στη νέα εποχή είχε μάθει πολλά. Το πρώτο πλήγμα ήταν ο Αυτόλυκος. Δεν τον έκλαψε αρκετά, γιατί ήθελε να βρει τη Ζήνα. Τη βρήκε και την έχασε. Ούτε κι εκείνη την έκλαψε, γιατί είχε στο νου της ότι δεν πέθανε, ότι μόνο αποθεώθηκε. Έλεγε ψέματα στον εαυτό της; Μάλλον. Έτσι κι αλλιώς όλα είναι προσωπικές οπτασίες.
Αυταπάτες. Εκείνη περίμενε την ανάσταση της Ζήνας, εκείνος περίμενε να βρει το Σταύρο ζωντανό. Του γέμισε το ποτήρι. Καθώς περνούσε η ώρα τον αισθανόταν πάλι φίλο.
«Λοιπόν, αγαπητέ», του είπε και σήκωσε το ποτήρι της πάλι σε πρόποση, «είθε να γίνουν όλα έτσι όπως θέλουμε να γίνουν.»
«Με συγχωρείς λοιπόν;»
«Πάντα θα συγχωρώ αυτούς που από έρωτα εκπέσανε.»
Ακριβώς με τον ήχο απ’ τα κρυστάλλινα ποτήρια τους άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο ρεστοράν το ζεύγος.
~~
Η Γιωταλία είχε φορέσει το ιβουάρ Delphos κι είχε αφήσει τα μαλλιά της λυτά, να πέφτουν σαν γαμήλιο πέπλο. Ήταν σαν νύφη –κι ας είχε προηγηθεί η νύχτα του γάμου. Έτσι όπως περπατούσε στο βαγόνι έμοιαζε ν’ ακούγεται το εμβατήριο του γάμου.
Ο Θάνος φάνηκε πίσω της, κι είχε τόσο χαζό βλέμμα, τόσο κολλημένο το χαμόγελο στο πρόσωπο του, που έσπασε την κατάνυξη της μάγισσας νύφης.
Η Τενερίφη σηκώθηκε για να την υποδεχτεί. Της έπιασε τα χέρια και της είπε: «Καλώς ήρθες, κόρη μου.»
Έμειναν να κοιτιούνται για λίγο. Έπειτα πήγε στην άλλη μεριά του τραπεζιού κι έκανε νόημα στον Καρόγλου να μπει μέσα, στο παράθυρο, για να κάτσει κι εκείνη.
Ο Θάνος έκατσε στη μέσα θέση. Του πρόσφερε τσιγάρο. Το πήρε χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει.
«Πεινάτε;» του είπε ο Καρόγλου, ενώ ήθελε να τον ρωτήσει αν ήταν ευτυχισμένος.
«Περισσότερο από ποτέ», είπε ο Θάνος, απαντώντας και στις δυο ερωτήσεις, τη ρητή και την άρρητη.
Η Γιωταλία έκατσε κι εκείνη. Όποιες τελευταίες ανησυχίες είχε η Τενερίφη είχαν εξαλειφτεί. Εκείνο που έβλεπε ήταν το πρόσωπο μιας καινούριας γυναίκας, ικανοποιημένης κι ευτυχισμένης, μια καινούριας μάγισσας. Είχε φύγει απ’ τον πρώτο ρόλο της τριπλής Σεληνοθεάς, το ρόλο της παρθένας κι είχε εισέλθει στο ρόλο της γυναίκας. Θα χρειαζόταν πολύς καιρός ακόμα για να φτάσει στην πανσέληνο της ωριμότητας. Ήταν σημαντικό που ξεκίνησε σωστά, με έρωτα κι ηδονή. Η Τενερίφη δεν ήταν πουριτανή, όπως ο καινούριος κόσμος που είχε βρει. Πίστευε στην ηδονή ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Όταν απαγορεύεις σ’ έναν άνθρωπο να χαίρεται το σώμα του, τον καθιστάς ανελεύθερο.
Ο Καρόγλου έκανε νόημα στο σερβιτόρο, που πλησίασε και τους είπε τι φαγητά μπορούσαν να σερβίρουν ακόμα. Εκείνη την ώρα το Εξπρές σταμάτησε στο σταθμό της Βιέννης. Οι νεόνυμφοι θαύμασαν το χώρο, αλλά είχαν επικεντρωθεί και στη μετάφραση του μενού απ’ τον Καρόγλου, γιατί πεινούσαν περισσότερο απ’ όσο έδειχναν. Ο Θάνος κάπνιζε με τ’ αριστερό και χάιδευε τη Γιωταλία με το δεξί –κάτω απ’ το τραπέζι.
Όλοι ήταν στραμμένοι προς τα μέσα, όμως απέξω, στο παράθυρο του ρεστοράν, στάθηκε ένας επιβάτης με γυαλιά μυωπίας και γενάκι, ψάχνοντας δεξιά κι αριστερά για κάποιον να του ανεβάσει τις αποσκευές στο τρένο. Έπειτα είδε τον Καρόγλου και φάνηκε να παραξενεύεται. Έφυγε απ’ το παράθυρο για ν’ ανέβει στο τρένο.
Εκείνη την ώρα ο Καρόγλου ζήτησε άλλη μια μποτίλια και μερικά πιάτα.
«Θα φάμε κι εμείς κάτι, έτσι δεν είναι;»
«Γιορτάζουμε», είπε η Τενερίφη.
~~~
Το τρένο ξεκίνησε και πάλι. Οι νέοι επιβάτες πήγαν να τακτοποιηθούν και βρέθηκαν στο ρεστοράν, για να πάρουν το τσάι, τον καφέ, το κοκτέιλν ανάλογα την εθνικότητα και την ιδιοσυγκρασία.
Στο τραπέζι των Ελλήνων ο Καρόγλου έλεγε μια ιστορία με το Χότζα. Πώς είχαν φτάσει ως εκεί κανείς δεν θυμόταν.
«Οπότε», είπε ο Καρόγλου, «ο Χότζας έριξε ρύζι στο παλτό του κι είπε: Φάε, παλτό, φάε!»
Όλοι γέλασαν. Η Τενερίφη έψαξε για το σερβιτόρο και είδε έναν άντρα με γυαλιά μυωπίας και γενάκι να πλησιάζει το τραπέζι.
«Χαίρετε, κύριε Μελίδη», είπε στα ελληνικά, με προφορά πρωτευουσιάνικη. Το είπε κοιτώντας τον Καρόγλου. Και συνέχισε: «Απροσδόκητο να σας βρίσκω σ’ αυτό το τρένο. Με τέτοια εκλεκτή παρέα κι εορταστική ατμόσφαιρα. Τι γιορτάζετε;»
Ο Καρόγλου τον κοίταξε για λίγο, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει ποιος του μιλούσε. Έπειτα φωτίστηκε δυσάρεστα, αλλά το έκρυψε και γέλασε.
«Δόκτωρ Οικονομίδη! Τι ευχάριστη έκπληξη!»
Σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι.
«Να σας συστήσω.»
Το σαβουάρ βιβρ λέει ότι πρώτα παρουσιάζεις τις γυναίκες, με σειρά ηλικίας, και μετά τους άντρες. Εκτός αν έχεις βασιλικά πρόσωπα ή κάποιον σπουδαίας σημασίας, που πρέπει να παρουσιαστεί πρώτος.
Στη συγκεκριμένη περίσταση θα έπρεπε να ξεκινήσει απ’ την Τενερίφη. Όμως χρειαζόταν χρόνο για ν’ αυτοσχεδιάσει και να μάθουν οι υπόλοιποι ποιος ήταν ο δόκτορας.
«Από ‘δω ο δόκτωρ Οικονομίδης, νευρολόγος και εγκεαφαλοχερουργός, ειδικευμένος στη νέα επιστήμη της ψυχανάλυσης.»
«Γι’ αυτό ήρθα στη Βιέννη άλλωστε, τον ομφαλό της ψυχανάλυσης», είπε και στράφηκε προς την Τενερίφη.
«Η κυρία Τενέρη», είπε ο Καρόγλου, «είναι χήρα Κύπριου αξιωματικού του βρετανικού στρατού.»
«Τα συλληπητήρια μου, κυρία Τενέρη.»
«Κι αυτή είναι η κόρη της κυρίας Τενέρη, που μόλις αρραβωνιάστηκε τον αγαπημένο της.»
Δεν του βγήκε αμέσως το όνομα, αλλά τον πρόλαβε ο Θάνος.
«Ευάγγελος Βενιζέλος, καλησπέρα σας.»
«Έχετε κάποια σχέση με τον Ελευθέριο;»
«Μόνο κατ’ όνομα, δυστυχώς, γιατί θα ήταν πολύ χρήσιμο ένα τέτοιο μέσο.»
Ο δόκτορας έκανε ότι γελούσε, αλλά δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του απ’ τα λευκά μαλλιά της κόρης.
«Πηγαίνετε στην Κωσταντινούπολη;»
«Πάμε για το μνημόσυνο του πεθερού μου», είπε ο Θάνος.
«Καλό είναι αυτό», έκανε ο δόκτορας.
«Ποιο;»
«Που ξεπερνάτε την απώλεια με το γέλιο.» Η απάντηση του ακούστηκε ιδιαίτερα σαρκαστική. «Σας χαιρετώ. Ίσως να τα πούμε στο δείπνο.»
Πήγε κι έκατσε σ’ ένα τραπέζι μόνος του, στην άλλη μεριά του ρεστοράν.
~~~~
«Τι ‘ν’ αυτός;» είπε η Τενερίφη.
«Είναι άνθρωπος του Καρπόφ.»
«Μας πρόδωσες πάλι;»
«Όχι, τ’ ορκίζομαι! Δεν το ήξερα πως θ’ ανέβει στο τρένο. Αν είναι δυνατόν να λες κάτι τέτοιο, σου είπα, θέλω να βρω τον Σταύρο.»
Κι ενώ μιλούσαν σοβαρά κι ήταν τσιτωμένοι, έπρεπε να μιλάνε χαμηλόφωνα και να χαμογελούν, να προσποιούνται ότι διασκεδάζουν.
«Τι σχέση έχει με τον Καρπόφ;»
«Είναι ένας απ’ τους γιατρούς του. Πέρα απ’ τα χειρουργικά, του κάνει και ψυχανάλυση.»
«Τι ‘ν’ αυτό;»
«Κάτι καινούριο. Για τους πλούσιους.»
«Κι εσένα πού σε ξέρει;»
«Είχαμε βρεθεί κάποιες φορές στο μέγαρο.»
Ο Θάνος τότε γέλασε δυνατά, έπειτα γύρισε και φίλησε τη Γιωταλία στο στόμα.
«Αυτό το έκανα για το φιλί», τους είπε και γέλασαν όλοι ειλικρινά. «Αλλά υπάρχει θέμα», συνέχισε. «Κάπου είχα διαβάσει ότι η… ψυχανάλυση είναι σαν την εξομολόγηση. Λες τα πάντα στο γιατρό σου.»
«Ναι, κάτι τέτοιο πρέπει να είναι.»
«Οπότε ο δόκτορας ξέρει πολλά για τον Καρπόφ. Τα πάντα;»
«Μάλλον θα ξέρει ποιος είναι ο τελευταίος του καημός: Μια μάγισσα με λευκά μαλλιά που σκότωσε το γιο του.»
«Μας έπιασαν», είπε η Τενερίφη, «έτσι στην τύχη μας έπιασαν..»
Ο Θάνος συμφώνησε.
«Μόλις σταματήσουμε στην επόμενη πόλη, νομίζω είναι μία που λέγεται Γκαλάντα ανάμεσα στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, ο δόκτορας θα στείλει τηλεγράφημα στον Καρπόφ. Ο Μελίδης… Έτσι σε λένε;»
«Καρόγλου με λένε. Το Μελίδης ήταν κωδικός στο μέγαρο.»
«Ο Μελίδης, με μια ασπρομάλλα όμορφη, μια μεγάλη γυναίκα κι έναν νεαρό πάνε προς Κωνσταντινούπολη. Η Τενερίφη έχει δίκιο.»
Το σκέφτηκαν όλοι για λίγο. Πρώτος μίλησε ο Καρόγλου:
«Θα το λύσω εγώ αυτό. Από σας θέλω μόνο κάτι, να φαίνεστε.»
Τους εξήγησε τι είναι το άλλοθι. Έπρεπε να τους βλέπει διαρκώς κάποιος ξένος, που θα επιβεβαίωνε ότι ήταν εκεί όπου ήταν, μακριά απ’ το έγκλημα.
«Γιωταλία, συγνώμη, αλλά θα πρέπει να μείνεις με την νταντά σου απόψε. Μην κλειστείτε μέσα. Κάθε τόσο πρέπει να βγαίνετε να σας βλέπουν. Να σας βλέπει ο θαλαμηπόλος, ο σερβιτόρος, οι άλλοι επιβάτες. Το ίδιο κι εσύ», είπε στο Θάνο.
«Τι θα κάνεις;»
«Θα κάνω ό,τι χρειάζεται να κάνω για να βρω αυτόν που ψάχνω.»
Τους εξήγησε με περισσότερα λόγια τι έπρεπε να κάνουν, μέχρι ποια ώρα. Κανείς δεν πρόσεξε ότι μάζεψε απ’ το τραπέζι ένα ασημένιο μαχαίρι, κοφτερό σαν στιλέτο, και το ‘βαλε στη τσέπη του.
~~~~~
Περίμενε να φύγει ο δόκτορας και τον ακολούθησε. Πήγαινε πέρα δώθε στο βαγόνι του, μέχρι που εκείνος έτυχε να βγει και συναντηθήκανε. Έμειναν στο διάδρομο να καπνίσουν ένα τσιγάρο κι έλεγαν για τη Βιέννη και τον Φρόυντ. Ο Καρόγλου σημείωσε τον αριθμό του δωματίου. Ήταν στο βαγόνι με τα μονόκλινα, τα πιο ακριβά. Απ’ το μπροστινό, με τη φορά της κίνησης, βγήκε ένας Ούγγρος κόμης. Στο άλλο, πίσω απ’ του δόκτορα, δεν είδε καμιά κίνηση.
Έκανε ότι φεύγει κι επέστρεψε μετά από λίγο, όταν ο διάδρομος ήταν άδειος. Άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει και μπήκε στο διπλανό κουπέ. Εκεί ήταν μια υπέργηρη γυναίκα, ξαπλωμένη.
«Ποιος είστε;» τον ρώτησε στα γαλλικά όταν κατάλαβε ότι ήταν εκεί.
Ο Καρόγλου ήξερε ποια ήταν. Μια Ελληνίδα απ’ την Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν στα τελευταία στάδια μιας ανίατης ασθένειας, κι είχε πάει στο Παρίσι για κάποια πειραματική θεραπεία –που όπως φαινόταν δεν είχε αποτέλεσμα. Όλα αυτά τα είχε μάθει όταν κουτσομπόλευε με τους άλλους επιβάτες και τους θαμαμηπόλους.
Πριν προλάβει να βρει δικαιολογία, του είπε:
«Ελπίζω να είσαι ο άγγελος του θανάτου.»
«Είμαι, αλλά όχι για εσάς.»
«Γιατί όχι;» είπε η κυρία στα ελληνικά πλέον, αφού είχε αντιληφθεί την ελληνική προφορά. Άπλωσε το χέρι στο κουδούνι. «Αν τους καλέσω…»
«Τι θέλετε;»
«Να με σκοτώσεις. Δεν αντέχω άλλο.»
Ο Καρόγλου δεν το σκέφτηκε πολύ.
«Θα έρθω το βράδυ», της είπε. «Ετοιμάσου.»
Λίγες ώρες αργότερα ο Θάνος έκανε ότι έπαιζε χαρτιά με τον Καρόγλου. Λίγα λεπτά χρειαζόταν, αλλά έπρεπε ο θαλαμηπόλος να πιστεύει ότι ήταν κι οι δύο στο κουπέ τους.
Έφυγε κρυφά και μπήγε στο βαγόνι της γυναίκας. Εκείνη τον περίμενε. ΟΙ ρυτίδες στην άκρη των ματιών της χαμογελούσαν. Της έκανε νόημα να περιμένει και να κάνει σιωπή. Ακούμπησε το αυτί στην ενδιάμεση πόρτα των δωματίων. Ο ψυχαναλυτής ροχάλιζε πιο βαριά κι απ’ τη μηχανή του τρένου. Ο Καρόγλου άνοιξε σιγά την πόρτα και μπήκε.
Το επόμενο πρωινό ξύπνησαν όλοι απ’ τις φωνές. Είχε γίνει διπλή δολοφονία στο Όριεντ Εξπρές. Ο ένας νεκρός ήταν γιατρός. Τον είχαν μαχαιρώσει στο κρεβάτι του δώδεκα φορές.
Όπως είπαν οι αστυνομικοί ήταν έγκλημα πάθους, έρωτα ή εκδίκησης. Κανείς δεν μαχαιρώνει τόσες φορές μόνο για να σκοτώσει. Κάποιος ψιθύρισε στο αυτί του διευθυντή του τρένου ότι ο δολοφονημένος ήταν ομοφυλόφιλος. Αυτό εξηγούσε πολλά. Οι ομοφυλόφιλοι είναι εκδικητικοί, έτσι έλεγε η θεωρία.
Όσον αφορά την κυρία, που τη μαχαίρωσαν μια φορά, στην καρδιά, όλοι πίστεψαν ότι ήταν παράπλευρη απώλεια. Έτυχε να βρίσκεται στο λάθος μέρος.
Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε ότι οι δολοφονίες έγιναν λίγη ώρα πριν τη μεταμεσονύχτια στάση στη Γκαλάντα. Το μαχαίρι του εγκλήματος βρέθηκε πεταμένο στο σταθμό της. Η υπόθεση ήταν απλή. Ο δολοφόνος ανέβηκε στη Βιέννη. Σκότωσε το γιατρό και κατέβηκε στη Γκαλάντα.
Οι Ούγγροι αστυνομικοί δεν ασχολήθηκαν πολύ ώρα. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, αυτοκράτορας της Αυστρίας και βασιλιάς της Ουγγαρίας, είχε δώσει προσωπική εντολή για την ανενόχλητη πορεία του Όριεντ Εξπρές. Ένας νεκρός κίναιδος και μια νεκρή γριά δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Οι αστυνομικοί πήραν τα πτώματα κι άφησαν το τρένο να συνεχίσει.
Σ’ εκείνο το ταξίδι βρισκόταν και μια εικοσιτριάχρονη Αγγλίδα, που έγραφε αισθηματικά διηγήματα και ρομαντικές νουβέλες με το ψευδώνυμο Monosyllaba. Ο φόνος στο τρένο της έκανε μεγάλη εντύπωση. Τότε λεγόταν ακόμα Άγκαθα Μαίρυ Κλαρίσσα Μίλλερ. Παντρεύτηκε τον Άρτσιμπαλντ Κρίστι τα Χριστούγεννα του 1914. Έγραψε την πρώτη αστυνομική της ιστορία το 1916, όπου πρωτοεμφανίστηκε ο Ηρακλής Πουαρώ.
75.
Απ’ τη Βουδαπέστη και μετά το τοπίο άλλαξε, οι πόλεις άλλαξαν, οι άνθρωποι άλλαξαν. Είχαν μπει στα Βαλκάνια. Απόλαυσαν άλλη μια μέρα στο πολυτελές τρένο. Στο Σεράγεβο μεταβιβάστηκαν σ’ εκείνο που πήγαινε στην Αθήνα. Χρειάζονταν άλλη μια μέρα ταξίδι, ειδικά αφού σε κάποια σημεία δεν είχε ολοκληρωθεί η σιδηροδρομική γραμμή, οπότε θα έπρεπε να ταξιδεύουν και με τις άμαξες της εταιρείας.
Αυτή τη φορά επιβάστηκαν στο βαγκονλί διαφορετικά. Ο Θάνος με τη Γιωταλία μαζί ως νεόνυμφοι, η Τενερίφη με τον Καρόγλου σε διαφορετικά δίκλινα, με κάποιους άγνωστους συνεπιβάτες, για να μην προκαλέσουν υποψίες. Καθώς θα έμπαιναν Ελλάδα θα έπρεπε να προσέχουν περισσότερο. Τους είχε τύχει γνωστός στη Βιέννη. Από την Θεσσαλονίκη και μετά θα ήταν πιο επικίνδυνα, ειδικά για τον Καρόγλου. Το ίδιο βράδυ μαζεύτηκαν στο κουπέ των νέων, για να στήσουν το σχέδιο τους.
«Πρώτα απ’ όλα αυτά τα ρούχα», είπε ο Καρόγλου κι έδειξε τα πολυτελή που είχαν αγοράσει στο Καλαί. «Δεν τα φοράμε πια. Επιστροφή στο επαρχιώτικο.»
«Είναι τόσο όμορφα», είπε η Γιωταλία.
«Θα τα φορέσεις στο γάμο σου», της απάντησε.
Η Γιωταλία κι η Τενερίφη έκαναν σχεδόν την ίδια γκριμάτσα απαξίωσης. Ο μόνος που το είδε ήταν ο Θάνος, αλλά δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή. Θα το θυμόταν αργότερα.
Ο Καρόγλου τους εξήγησε ότι μετά την Αθήνα είχαν άλλο τόσο ταξίδι, γιατί το τρένο μέχρι την Πάτρα σταματούσε σε κάθε κωλοχώρι. Χρειάζονταν οκτώ με δέκα ώρες. Με αυτοκίνητο ή με άμαξα δεν θα έκαναν πιο γρήγορα. Οπότε το καλύτερο ήταν να μείνουν στην Αθήνα και να ξεκινήσουν μεσάνυχτα με ιστιοπλοϊκό, μέσω της Διώρυγας της Κορίνθου, ώστε να είναι ξημερώματα στην Πάτρα.
«Το πρόβλημα είναι άλλο», είπε ο Θάνος. «Τι θα κάνουμε στην Πάτρα;»
Δεν μπορούσαν να ορμήσουν στο μέγαρο του Καρπόφ, μόνο με τις δυνάμεις της Γιωταλίας. Πρώτα απ’ όλα κάπου εκεί θα ήταν κι η μικρή Γκιορσαλί. Και πόσοι θα τη φρουρούσαν;
«Δεν έχει φρουρούς», είπε ο Καρόγλου
Τους εξήγησε το σκεπτικό του Καρπόφ. Ήταν τόσο ισχυρός που ένιωθε απρόσβλητος, ακατανίκητος. Κι ίσως να είχε δίκιο. Κανείς δεν θα τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Τι να κάνει; Να τον απαγάγει και να ζητήσει λύτρα; Να τον σκοτώσει; Θα ήξερε, εφόσον γνώριζε τον Καρπόφ, ότι αυτό θα στοίχιζε τη ζωή σε όλη την οικογένεια του.
«Ο Καρπόφ είναι ο πιο ισχυρός άνθρωπος στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Όχι επειδή είναι πλούσιος, υπάρχουν και πλουσιότεροι. Ούτε επειδή είναι αδίστακτος ή επειδή κινείται στις σκιές. Έχει κάτι άλλο, μπορεί να ελέγχει το μυαλό σου με τον τρόπο του. Αλλά νομίζω ότι τόσα χρόνια στην εξουσία έχει χάσει την οξυδέρκεια του, αλλιώς θα ήμασταν όλοι νεκροί.»
«Ο Φοίβος μια χαρά οξυδέρκεια είχε», είπε η Τενερίφη. «Μας έκανε ό,τι ήθελε.»
«Ναι, αυτός είναι πιο επικίνδυνος, γιατί είναι ανερχόμενος. Ο Καρπόφ είναι… αρχαίος.»
«Αυτό θα ήταν πλεονέκτημα», του είπε η Τενερίφη.
Ο Θάνος πρότεινε να εγκατασταθούν στην Πάτρα και να παρακολουθήσουν για λίγο καιρό το μέγαρο.
«Δεν πρόκειται να περιμένω ούτε μια ώρα», δήλωσε η Γιωταλία. «Πρέπει να βρούμε τη μικρή.»
«Ο Φοίβος είπε ότι δεν θα την πειράξουν.»
«Και τον πίστεψες; Είπε κι άλλα.»
«Η Γιωταλία έχει δίκιο. Ήρθαμε έτσι για να τους αιφνιδιάσουμε. Όχι να περιμένουμε για να χαίρεστε τον έρωτα σας.»
«Δεν το είπα γι’ αυτό», έκανε ο Θάνος, αλλά γι’ αυτό ακριβώς το είχε πει. Ονειρευόταν έναν πλήρη μήνα του μέλιτος.
Έκατσαν για λίγη ώρα ακόμα κι έστησαν ένα σχέδιο. Δεν ασχολήθηκαν υπερβολικά με τις λεπτομέρειες, γιατί ήξεραν ότι θα έπρεπε ν’ αυτοσχεδιάσουν.
Θα έμπαινε πρώτη η Τενερίφη, γιατί δεν την είχε δει ο Καρπόφ, ούτε κανένας στην έπαυλη. Ο Θάνος πρότεινε ν’ αγοράσουν φρέσκα μύδια απ’ την ψαραγορά και να τα πάει στην κουζίνα, λέγοντας ότι ήταν παραγγελία του ίδιου του Καρπόφ.
Θα έκανε μια αναγνωριστική βόλτα και θα έβγαινε. Απέξω θα περίμεναν οι υπόλοιποι. Ανάλογα με τις πληροφορίες θα διάλεγαν τρόπο δράσης. Αιχμή του δόρατος θα ήταν η Γιωταλία.
Έπειτα η Τενερίφη ζήτησε απ’ τους άντρες να βγουν για λίγο έξω, καθώς ήθελε να πει κάποια πράγματα με τη μικρή μάγισσα.
Ο Καρόγλου με τον Θάνο κάπνισαν στο παράθυρο αμίλητοι.
~~~
Οι επόμενες ώρες, η άφιξη στην Αθήνα, το ξενοδοχείο απέναντι απ’ το σταθμό, ο νυχτερινός απόπλους, όλα τους φάνηκαν σαν όνειρο. Σαν στιγμιότυπα, όπως όταν η Τενερίφη είδε από μακριά τον Παρθενώνα.
«Ακόμα εδώ είναι αυτός;» είπε κι έκλαψε, γιατί ήταν πια το μόνο που είχε μείνει από την εποχή της.
Το ιστιοφόρο που τους πήγε στην Πάτρα το κυβερνούσε ένας γλεντζές καπετάνιος, ο κάπτεν Πέτρος. Ήξερε τόσο καλά τη διαδρομή, τα νερά και τα ρεύματα που μπορούσε να την κάνει και με τα μάτια δεμένα. Ο Κορινθιακός ήταν για εκείνον η κρεβατοκάμαρα του: Μπορούσε να σηκωθεί και να πάει για κατούρημα χωρίς ν’ ανάψει τα φώτα –και χωρίς να σκοντάψει σε έπιπλο ή ύφαλο.
Έφτασαν στο λιμάνι της Πάτρας τη χαραυγή. Είχαν βγει στο κατάστρωμα και κοιτούσαν. Ο Θάνος κοιτούσε τα βουνά του. Ο νόστος, πάντα ο νόστος. Σκεφτόταν ότι έπρεπε να πάει στο Αγρίδι, να κάνει την κηδεία της μάνας του, όταν θα τέλειωναν όλα τα δύσκολα.
Η Γιωταλία είχε ανησυχήσει, γιατί δεν ένιωθε τίποτα μαγικό εκεί κοντά. Το είπε στην Τενερίφη.
«Τα παιδιά δεν εκπέμπουν», της είπε. «Εσύ πότε έγινες μάγισσα; Πότε ένιωσες έτσι;»
«Δεν ήμουν παιδί πια, μου είχε έρθει αίμα.»
«Κι η Ζήνα το ίδιο, κι εγώ. Και οι μάγοι το ίδιο, εκεί γύρω στην εφηβεία. Μάλλον όλα τα παιδιά είναι μαγικά ούτως ή άλλως, γι’ αυτό δεν μπορούμε να τα εντοπίσουμε. Το να παραμείνεις μαγικός αφού μεγαλώσεις, αυτή είναι η διαφορά.»
Ηρέμησε μ’ αυτό που άκουσε. Διαρκώς φοβόταν ότι θα σκότωναν τη Γκιορσαλί. Έπειτα σκεφτόταν ότι αν ήθελαν θα το έκαναν στα Άραν. Τη χρειαζόντουσαν ζωντανή –για κάτι.
Έδεσαν και κατέβηκαν. Ο κάπτεν Πέτρος τους είπε ότι θα έμενε μερικές μέρες στην Πάτρα, είχε μια Σοφία να συναντήσει. Γέλασε κάτω απ’ τα μούσια του. Ήταν πενηντάρης, αλλά έμοιαζε ν’ απολαμβάνει τη ζωή περισσότερο από δύο εικοσιπεντάρηδες.
«Οπότε αν θελήσετε επιστροφή ή ταξιδάκι στα Ιόνια, ελάτε να τα πούμε.»
Οι τέσσερις τους προχώρησαν στο λιμάνι. Είχαν φορέσει τα παλιά τους ρούχα, γιατί σίγουρα θα ήταν θέαμα, δυο άντρες με κουστούμια, μια Αγγλίδα νταντά και –κυρίως- η Γιωταλία με τα Delphos της. Αφού ο Πέτρος δεν θα έφευγε είχαν αφήσει τις αποσκευές τους στο ιστιοπλοϊκό.
Ο Καρόγλου, που ήξερε περισσότερο την Πάτρα, πήγαινε μπροστά. Τους οδήγησε στην ψαραγορά, για ν’ αγοράσουν τα όστρακα που θα πήγαινε η Τενερίφη στο μέγαρο. Αγόρασε μια οκά στρείδια, αφού έκανε παζάρια, όχι γιατί τον ένοιαζαν τα λεφτά, αλλά για να μη φανεί ξένος. Πήρε και μερικά χτένια, αφού δοκίμασε ένα κι ήταν ζωντανό. Τα έδωσε στο Θάνο να τα κουβαλάει. Λίγα μέτρα παρακάτω σταμάτησε.
Έκανε νόημα στους άλλους να σταματήσουν. Κόλλησαν πίσω του μέσα στο πλήθος που πήγαινε κι ερχόταν, μιλώντας για τον Μικελάντζελο και τα ψάρια.
«Αυτός είναι», είπε ο Καρόγλου.
Ο Καρπόφ, με το κουστούμι του, το μπαστούνι του κι εκείνα τα τεράστια μάτια, περπατούσε εκεί, κάθετα στην πορεία των τεσσάρων, είκοσι μέτρα μακριά. Οι πωλητές σταματούσαν να φωνάζουν κι έκαναν μια μικρή υπόκλιση. Ο Καρπόφ έβλεπε τι είχαν, έδειχνε τι ήθελε και συνέχιζε να προχωράει. Μέχρι που βγήκε απ’ το οπτικό πεδίο των τεσσάρων.
«Αλλαγή σχεδίου», είπε ο Θάνος.
76.
Συνήλθε με το κεφάλι του να πονάει. Πήγε να κουνηθεί και δεν μπορούσε. Τον είχαν δεμένο σε μια καρέκλα. Ημίφως. Ήταν μέσα σε κάποια αποθήκη. Απ’ τη μυρωδιά κατάλαβε ότι ήταν κοντά στην ψαραγορά. Τα εντόσθια των ψαριών που πετούσαν σάπιζαν κάπου εκεί.
«Δεν υπήρχε λόγος γι’ αυτό», είπε ο Καρπόφ.
Δεν τους έβλεπε, αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί πίσω του. Ήξερε και ποιοι ήταν. Κανείς άλλος δεν θα τολμούσε να του επιτεθεί.
«Με ψάξατε, δεν έχω όπλο. Και να είχα δεν θα μπορούσα να τα βάλω με τη μάγισσα, έτσι δεν είναι;»
Δεν είχε νιώσει χτύπημα. Άξαφνα, καθώς έστριψε σ’ ένα μικρότερο δρόμο, σκοτείνιασαν όλα. Και ξύπνησε δεμένος.
Άκουγε ψίθυρους πίσω του, Γυναικείες κι αντρικές φωνές. Διαφωνούσαν. Έπειτα ένιωσε μια ανάσα στο σβέρκο του, αντρική και νεανική. Τον έλυνε.
«Λοιπόν, αγαπητέ Γκάτζο, το είχα καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή πως είσαι άξιος. Γι’ αυτό σ’ έστειλα με το άλλο το γομάρι. Αποδείχτηκες ανώτερος των προσδοκιών μου.»
Ένιωσε τα δεσμά να λύνονται. Έτριψε τους καρπούς του.
«Μην τρομάξετε, την ταμπακιέρα μου θα πιάσω», είπε πριν βάλει το χέρι του στη μέσα τσέπη.
Έβγαλε κι άναψε ένα λεπτό πούρο. Ο Θάνος πήγε και στάθηκε μπροστά του, να μπορεί να τον δει.
«Να ξέρεις ότι υπάρχει δουλειά για σένα», είπε ο Καρπόφ. «Χρειάζομαι κάποιον να τα διευθύνει όλα στην Πάτρα, τώρα που θα φύγω.»
«Μας περίμενες.»
«Αδημονούσα.» Φύσηξε λίγο καπνό. «Ήρθατε μια μέρα νωρίτερα, μπράβο. Καλή ιδέα να μην πάτε από Κωνσταντινούπολη. Σίγουρα ο Καρόγλου το σκέφτηκε αυτό, έτσι δεν είναι;»
Βγήκε κι εκείνος μπροστά, κάπως δειλά. Ήταν περίεργο, αλλά όση ώρα ο Καρπόφ ήταν αναίσθητος τον μεταχειρίζονταν σαν έναν κανονικό άνθρωπο. Μόλις ξύπνησε έπεσαν όλοι στα δίχτυα του. Πρώτα ήταν η μαυλιστική φωνή του, ο τρόπος που πρόφερε τις λέξεις, ο τονισμός, σαν να ήταν μεγάλος ηθοποιός. Αν έκανες το λάθος και να τον κοιτάξεις στα μάτια, τότε δεν υπήρχε διαφυγή. Αλλά μπορεί να ήταν και κάτι παραπάνω, πιο παράξενο, μεταφυσικό ίσως. Μπορεί να εξέπεμπε κάποιο μαγνητισμό, μπορεί η αύρα του να ήταν υπερβολικά ισχυρή, κι ενώ δεν καταλάβαινες γιατί, ένιωθες αμέσως υποδεέστερος. Ίσως σε μια άλλη εποχή να ήταν προφήτης ή μπορεί να γινόταν ιδρυτής θρησκείας.
«Έξυπνο τέχνασμα αυτό με τα παραπλανητικά μηνύματα», του είπε. «Έχασαν τα ίχνη σας έτσι. Οι άλλοι.»
«Δεν…»
«Ναι, το ξέρω. Δεν ήταν δική σου ιδέα. Αλλά ήταν έξυπνη ούτως ή άλλως. Αλήθεια, πού είναι οι κυρίες;»
Ήξερε ότι ήταν πίσω του, θ’ αρκούσε να γυρίσει το κεφάλι για να τις δει, αλλά ήθελε να παρουσιαστούν μπροστά του. Ακόμα και σ’ εκείνη την ετοιμόρροπη καρέκλα, όπου πριν λίγο ήταν δεμένος, είχε αέρα μεγαλειότατου, σαν να καθόταν σε θρόνο.
Εμφανίστηκε κι η Τενερίφη.
«Να κι η αρχαία γυναίκα. Δεν εννοώ σε ηλικία, προς θεού, είσαι νεότατη. Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Να ξέρεις κάτι: Εσύ είσαι η κόλλα που κράτησε ενωμένη την τετράδα. Χωρίς εσένα δεν θα είχατε προλάβει να φύγετε απ’ τη Μασσαλία.»
«Έχω γνωρίσει κι άλλους σαν κι εσένα», του είπε η Τενερίφη.
«Δεν αμφιβάλλω. Δεν είμαι τίποτα ξεχωριστό. Δεν έχω δυνάμεις σαν κι εσάς, δεν είμαι καλός στα μαθηματικά, στις γλώσσες, σε τίποτα.»
«Μόνο στις ραδιουργίες.»
«Δεν είμαι ραδιούργος, όχι… Τον ξέρετε», είπε κοιτώντας και τους τρεις, «αυτόν τον υπέροχο κανόνα τονισμού της ελληνικής γλώσσας; Στις σύνθετες με δεύτερο συνθετικό το έργο, η λέξη τονίζεται στη λήγουσα όταν το έργο που κάνει είναι θετικό. Για παράδειγμα, μελισσουργός, μουσουργός, χειρουργός. Αν το έργο είναι αρνητικό τονίζεται στην παραλήγουσα: Ραδιούργος, κακούργος, πανούργος, χειρούργος. Εγώ είμαι κοσμουργός. Ναι, μ’ αρέσει αυτή η λέξη, αυτό είμαι, αυτό κάνω: Πλάθω τον κόσμο –προς το καλύτερο.»
Άναψε καινούριο πουράκι, ενώ το προηγούμενο ήταν ακόμη στη μέση. Ο Θάνος κι ο Καρόγλου, που τον είχαν συναντήσει και πριν, παρατήρησαν για πρώτη φορά την ανανέωση. Το δέρμα του ήταν πολύ πιο νεανικό, χωρίς μαύρους κύκλους, σημάδια και ρυτίδες. Το άσπρο των ματιών του δεν είχε ούτε μια φλέβα. Η φωνή του ήταν καθαρή σαν έφηβου, και τόσο δυνατή, ενώ παλιότερα το γρέζι τον τυραννούσε. Κι ούτε μια γκρίζα τρίχα. Ήταν ένας Καρπόφ τριάντα χρόνια νεότερος.
«Και η επίσημη προσκεκλημένη; Η φόνισσα μάγισσα δεν θέλει να εμφανιστεί, να μου ζητήσει συγνώμη που σκότωσε το μοναχοπαίδι μου;»
Σαν να την είχε δοθεί η άδεια, έπαιξε κι εκείνη το παιχνίδι του κοσμουργού, βγήκε απ’ τις σκιές κι η Γιωταλία.
«Είσαι πιο όμορφη απ’ όσο περίμενα. Δεν είσαι η πιο όμορφη που έχω δει κι έχω πάρει, αλλά άνετα θα έβγαινες στην πρώτη δεκάδα.»
«Το ξέρεις ότι μπορώ να σε σκοτώσω με μια κίνηση;»
«Αν μπορούσες θα το είχες κάνει ήδη. Αν στο επέτρεπα θα το είχες κάνει, αλλά θέλεις κάτι από μένα, ζωντανό. Έτσι παίζεται το παιχνίδι. Όλοι θέλουν κάτι από κάποιον. Κι εγώ δίνω σε όλους αυτό που θέλουν.»
«Για να πάρεις αυτό που θέλεις.»
«Έτσι παίζεται το παιχνίδι. Διάλεξε αν θες να παίξεις.»
Η Γιωταλία πήγε να κάνει μια κίνηση. Τη σταμάτησαν οι άλλοι τρεις, με πρώτη την Τενερίφη που ένιωσε το κύμα της μαγείας και μπήκε στη μέση. Της είπαν να πάει πιο πίσω, ν’ αφήσουν αυτούς να διαπραγματευτούν. Η έφηβη κόρη δεν ανεχόταν να της μιλάει έτσι ένας γέρος. Την απομάκρυναν.
«Θέλουμε δυο πράγματα από σένα», του είπε ο Θάνος.
«Και τι θα μου δώσετε γι’ αντάλλαγμα;»
«Τη ζωή σου.»
«Αυτή την έχω ήδη. Ζωντανός είμαι.»
«Δεν θα σε σκοτώσουμε», του είπε ο Καρόγλου.
«Δεν θα με σκοτώσετε γιατί δεν μπορείτε να το κάνετε. Αν το κάνετε δεν θα πάρετε τίποτα. Οπότε δεν υπάρχει διαπραγμάτευση.»
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε η Τενερίφη.
Ο Καρπόφ έκανε ότι το σκέφτεται. Μετά γέλασε. Δεν τον ένοιαζε, δεν ήθελε τίποτα από εκείνους, τα είχε φτιάξει όλα έτσι όπως έπρεπε.
«Υπάρχει κάτι που μπορείτε να κάνετε», τους είπε. «Να δώσετε ένα μήνυμα στο Φοίβο πριν τον σκοτώσετε ή πριν σας σκοτώσετε. Να του πείτε, έτσι λιγάκι θεατρικά, είναι από τον Σαίξπηρ. Να του πείτε: Είναι καλύτερο να υπολογίζεις ότι ο εχθρός σου είναι πιο δυνατός απ’ ό,τι φαίνεται. Θα καταλάβει ότι σας στέλνω εγώ.»
Εκείνη τη στιγμή ο Καρόγλου πετάχτηκε μπροστά. Δεν άντεχε άλλο το παιχνίδι, έπρεπε να μάθει.
«Τον Σταύρο… Τι τον έκανες;»
«Τίποτα. Τι να τον κάνω;»
«Είναι ζωντανός;»
Ο Καρόγλου έκανε την ερώτηση σαν να παρευρισκόταν στην ανάσταση κάποιου. Τόσο πολύ το είχε πιστέψει πλέον, πως ο αγαπημένος του ήταν νεκρός.
«Μάλλον. Αν και με τη ζωή που κάνει…»
«Πού είναι;»
«Κάπου στον Πειραιά. Τριγυρνά σε καταγώγια.»
«Δεν τον πείραξες;» ρώτησε και πάλι ο Καρόγλου. Του φαινόταν απίστευτο ακόμα.
«Εγώ προσωπικά δεν πειράζω κανέναν. Για τον συγκεκριμένο… Δεν είχα λόγο. Αυτός ήταν το κίνητρο σου. Σου έδωσα το κίνητρο, έκανες ό,τι ήθελα να κάνω.»
Ο Καρόγλου έμοιαζε να ‘χει χάσει τα λογικά του. Πήγαινε προς τη μια μεριά, μετά πίσω, χαμογελούσε και δάκρυζε. Πλησίασε τον Καρπόφ, του μίλησε λες και ήταν ο άγιος που είχε αναστήσει τον αγαπημένο του.
«Αλήθεια το λες; Είναι ζωντανός;»
Ο Καρπόφ μόνο κούνησε το κεφάλι, χαμογελώντας συγκαταβατικά. Για μια στιγμή έμοιαζε ότι ο Καρόγλου θα γονάτιζε να του φιλήσει το χέρι. Κι ήθελε αλήθεια να το κάνει.
Από εκείνη τη στιγμή όλη η περιπέτεια είχε τελειώσει για ‘κείνον. Ήθελε μόνο ένα πράγμα: Να πάει στον Πειραιά και να βρει το Σταύρο. Δεν έφυγε απ’ την αποθήκη, αλλά ο νους ήταν φευγάτος. Ήταν τόσο ευτυχισμένος και πάλι, μετά από τόσο καιρό –κι ένιωθε ότι ο Καρπόφ του την είχε δώσει.
«Πάει το πρώτο θέμα», είπε ο Καρπόφ. «Το δεύτερο και πιο σημαντικό. Μάγισσα φόνισσα, εσύ έχεις κάτι να μου ζητήσεις;»
Ακουγόταν σαν να ήταν ο Σολομώντας, ο σοφός βασιλιάς που έδινε στους υπηκόους τους συμβουλές σοφίας.
Η Γιωταλία βγήκε μπροστά, επιθετικά.
«Θέλω τη Γκιορσαλί. Πού την έχεις;»
«Δεν την έχω. Τι να την κάνω; Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα παιδιά.»
«Δεν την κρατάς στο μέγαρο;»
«Αγαπητέ Γκάτζο, σύντομα θα φύγω κι εγώ απ’ το μέγαρο. Εσάς περίμενα για ν’ αρχίσω τις διαδικασίες, αφού θα χρειαστεί να…»
«Πού είναι η Γκιορσαλί;» είπε πιο έντονα η Γιωταλία, έτοιμη να τον λιώσει.
«Πού είναι; Αυτή είναι μια δικλείδα ασφαλείας για να μη με μεταμορφώσεις σε βάτραχο. Αν με κάνεις βάτραχο δεν θα προλάβετε να τη σώσετε.»
«Να τη σώσουμε;» είπαν κι οι τρεις μαζί. Ο Καρόγλου ήταν φευγάτος.
Ο Καρπόφ έκανε μια θεατρική χειρονομία, υπερβολική, σαν να έλεγε: Δεν μπορώ άλλο με τόσους αφελείς. Έβαλε το χέρι στην άλλη τσέπη. Έβγαλε το φλασκί κι ήπιε λίγο κονιάκ. Πρότεινε και στους άλλους. Κανείς δεν ήθελε να πιει.
«Ο Φοίβος ήθελε τη μικρή για τον μέντορα του», τους εξήγησε.
«Να τη μεγαλώσει;»
«Το αντίθετο. Να τη θυσιάσει.»
77.
Χρειάστηκε λίγη ώρα για να ηρεμήσουν και ν’ απομακρύνουν τη Γιωταλία. Ήταν έτοιμη να σκοτώσει τον Καρπόφ –κι ίσως να σκότωνε τους πάντες σε αχτίνα εκατό μέτρων. Παραδόξως ο μόνος που φαινόταν ήρεμος ήταν ο Καρπόφ. Όχι μόνο ήρεμος, το διασκέδαζε.
Περίμενε να ηρεμήσουν και τους εξήγησε όσα ήξερε. Ο μέντορας του Φοίβου ήταν μάγος. Ήθελε να θυσιάσει σε κάποιο παλιό θεό ένα μικρό κορίτσι με μαγικές δυνάμεις. Ο ίδιος ο Καρπόφ δεν πίστευε τίποτα απ’ αυτά που του είπε, για τον Ξένιο Θεό, που προηγείται όλων των άλλων. Ήταν άθεος και πίστευε μόνο στον εαυτό του.
Είχε κάνει τη συμφωνία για να πάρει αυτό που ήθελε: Παράταση ζωής. Ο καρκίνος τον είχε φάει κι οι γιατροί σώπαιναν απελπισμένοι. Λίγοι μήνες στην καλύτερη περίπτωση.
Ο Φοίβος ήξερε για την κατάσταση του Καρπόφ. Εμφανίστηκε μια μέρα μετά την ανακοίνωση της δολοφονίας του γιού του, εκεί στη Θάλαττα. Του είπε ότι μπορούσε να θεραπεύσει τα πάντα, εκτός απ’ το θάνατο. Ο Καρπόφ θα τον ξαπόστελνε, αλλά είχε ένστικτο και διέκρινε στο Φοίβο κάτι σπουδαίο. Ζήτησε μια απόδειξη.
«Το πρώτο που χτύπησε ήταν τα πνευμόνια, έτσι δεν είναι;» είχε πει ο Φοίβος.
Πράγματι, ο ένας πνεύμονας σχεδόν δεν λειτουργούσε πια. Του έδωσε ένα βάμμα. Ήταν πιο πικρό κι από γαϊδουράγκαθο. Το ίδιο βράδυ ξεκίνησε να ξερνάει κι έβγαζε μαύρη χολή, πίσσα, απ’ τα πνευμόνια του. Για τρεις μέρες έβγαζε μαυρίλες, έφτυνε σάλια σαν μελάσα. Την τέταρτη μέρα ο γιατρός του τον ακροάστηκε κι έμεινε άφωνος. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στην ανάσα του.
«Είναι θαύμα απ’ το θεό», του είπε ο γιατρός.
«Ή απ’ το διάβολο», έκανε ο Καρπόφ.
Όταν τον επισκέφτηκε ξανά ο Φοίβος είχαν μια μεγάλη συζήτηση, μια διαπραγμάτευση. Του είπε τι ήθελε να πάρει, τι μπορούσε να δώσει. Ο Καρπόφ αναγνώρισε στον νεαρό τη φιλοδοξία, την ευφυΐα και την αλαζονεία, που είχε κι εκείνος κάποτε.
Ο νεαρός πρόσφερε πλήρη ίαση. Από κάθε μετάσταση. Μαζί με μια ανανέωση του οργανισμού πρωτοφανή. Τριάντα χρόνια ζωής παραπάνω –στη χειρότερη περίπτωση. Ως αντάλλαγμα του ζήτησε να βάλει σε κίνηση το μηχανισμό των Άλφα, προκειμένου να βρει και να πάρει ένα μικρό παιδί.
Ο Καρπόφ συμφώνησε και τον έβαλε στο παιχνίδι του, όπως είχε κάνει και με την παρέα των τεσσάρων.
~~
«Πιστεύεις ότι θα εξυπηρετήσουμε τους σκοπούς σου;» του είπε ο Θάνος.
Ο Καρπόφ δεν είχε βαρεθεί να παίζει. Του άρεσε να δείχνει στους άλλους πόσο μικροί ήταν.
«Όχι, αυτό θα ήταν εγωιστικό. Τους δικούς σας σκοπούς και μόνο, αυτούς θα υπηρετήσετε.»
«Και τότε…»
«Και τότε όλοι δουλεύετε για μένα. Πρέπει να καταλάβετε κάτι. Οι ισχυροί άνθρωποι δεν έχουν φίλους ούτε συμμάχους. Έχουν υπηρέτες και εχθρούς. Αν μου είστε χρήσιμοι θα επιβιώσετε. Αν είστε ανταγωνιστές θα σας εξοντώσω. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο. Αυτή είναι η τέχνη της επικυριαρχίας.»
Συνέχισε και τους εξήγησε πώς κυριαρχεί κάποιος. Εκμεταλλεύεται τις διχόνοιες των άλλων, τις αντιπαλότητες και τις συμπάθειες. Βάζεις τους Καθολικούς να σκοτώνονται με τους Προτεστάντες, τους Έλληνες με τους Τούρκους, τους λευκούς με τους μαύρους.
Πρέπει να βρεις ένα σπουδαίο σκοπό, έναν ιερό σκοπό, για να στείλεις τους άλλους να πεθάνουν και να σκοτώσουν για το δικό σου σκοπό.
«Εσείς θα πάτε να πάρετε τη μικρή», είπε ο Καρπόφ. «Δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς.»
«Κι εσένα γιατί σε συμφέρει αυτό;»
«Επειδή δεν πρόκειται να σας τη δώσουν. Θα πρέπει να τους σκοτώσετε.»
«Μπορεί να μας σκοτώσουν αυτοί.»
«Ναι, πάντα υπάρχει ρίσκο.»
Άναψε ένα ακόμα πουράκι και δήλωσε πως θα ήταν το τελευταίο. Έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Οπότε μπορούσαν να κάνουν τις τελευταίες ερωτήσεις.
«Πού είναι η Γκιορσαλί;» είπε η Γιωταλία.
«Είσαι όμορφη, είσαι ισχυρή, αλλά… Αν σου πω τώρα γιατί να με αφήσεις ζωντανό;»
«Και πώς θα γίνει;»
Τους εξήγησε. Θα έφευγαν με το ιστιοφόρο που πήγαν. Θα κατέβαιναν στο Κατάκολο. Εκεί θα τους περίμενε ο μαντατοφόρος. Για να πάει στο λιμάνι περίμενε τηλεγράφημα από τον Καρπόφ. Η θυσία της Γκιορσαλί θα γινόταν στη μεγαλύτερη πανσέληνο της χρονιάς, σε δυο νύχτες.
«Και πού ξέρεις ότι δεν θα γυρίσουμε μετά να σε σκοτώσουμε;» του είπε η Τενερίφη.
«Δεν θα είναι εδώ», είπε ο Θάνος.
«Γι’ αυτό σου είπα ότι σε θέλω στην ομάδα μου, Γκάτζο. Το θέμα είναι απλό. Θα πάτε για να σώσετε τη μικρή. Μη φανείτε ελεήμονες, σκοτώστε τους όλους.»
«Έχεις πάρει όλη τη θεραπεία σου ήδη», του είπε ο Καρόγλου. «Ό,τι ήταν να πάρεις.»
Μόνο τότε σηκώθηκε ο Καρπόφ κι άνοιξε τα χέρια σε μια θεατρική χειρονομία
«Ναι! Νιώθω σαν εικοσιπεντάχρονος. Στη δύναμη, στην ευκαμψία, στην όρεξη και στη στύση.» Το τελευταίο το είπε κοιτώντας τη Γιωταλία.
«Γιατί θες να τους σκοτώσουμε;»
«Είναι επικίνδυνοι, έχουν πολλή δύναμη.»
«Εμείς δεν έχουμε;»
«Εσείς είστε καλοί.»
«Σαν να θες να είσαι ο πιο κακός απ’ τους κακούς.»
«Είμαι ο πιο δυνατός, είμαι ο κοσμουργός. Και μου δόθηκαν σαράντα, πενήντα χρόνια, για να συνεχίσω. Αυτά λοιπόν…»
Πήγε προς την πόρτα. Κανείς δεν τον εμπόδισε. Έπρεπε να πάει να στείλει το τηλεγράφημα.
«Πού θα πας;» τον ρώτησε ο Θάνος
«Δεν θα ‘πρεπε να σας πω, αλλά αυτή η θεραπεία μου έχει φτιάξει και την ψυχή, έγινα πιο ειλικρινής. Πάω στην Αμερική. Αυτή θα είναι το επίκεντρο του κόσμου. Η γηραιά ήπειρος θα καταστραφεί. Νέα Υόρκη, χρηματιστήριο, λεφτά για τα λεφτά, αυτό είναι το μέλλον.»
Έσυρε την πόρτα κι ο ήλιος σύρθηκε μέσα.
«Μην καθυστερείτε», τους είπε. «Δυο μέρες έχετε. Θυμηθείτε να πείτε το μήνυμα μου στο Φοίβο. Καλή τύχη.»
Κι έμειναν οι τέσσερις εκεί, άναυδοι, να σκέφτονται ότι είναι πιόνια σε μια παρτίδα που έστησε άλλος.