Ο τυφλός που είδε μετά από 45 χρόνια (μια αληθινή ιστορία)

0
3383

Από παλιά αναρωτιόμουν τι όνειρα «βλέπουν» οι τυφλοί. Είναι μόνο ήχοι, οσφρητικές «εικόνες» και απτικές αναμνήσεις; Ή μήπως στον εγκέφαλο τους δημιουργούνται ονειρικές αναπαραστάσεις φωτός; Είναι, με άλλα λόγια, η όραση ικανότητα αποκλειστικά εγγενής;

Θα μπορούσα απλώς να πάω να ρωτήσω έναν τυφλό, αλλά αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν τόλμησα. Ίσως γιατί πίστευα ότι έτσι θα πλήγωνα τα αισθήματα του, επειδή θα αναφερόμουν στη «μειονεξία» του.

Βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά, όσο παράξενο κι αν μας φαίνεται, σε όλους εμάς τους μη-τυφλούς.

(Μόλις τώρα συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει αντίθετη λέξη για το τυφλός ούτε για το κουφός, ίσως μόνο… κανονικός.)

Οι τυφλοί είναι εξίσου ευτυχισμένοι με εκείνους που βλέπουν. Και το «εξίσου» σημαίνει ότι αισθάνονται το ίδιο συχνά δυστυχισμένοι.

                                                                         ~~{}~~

Διαβάζοντας το αποκαλυπτικό βιβλίο του νευρολόγου Όλιβερ Σακς («Ένας ανθρωπολόγος στο Άρη», εκδόσεις Άγρα –και ευχαριστώ τη φίλη/συνεργό Ιωάννα που μου το δάνεισε) κατάλαβα ότι η τυφλότητα δεν είναι μειονεξία.
Μάλλον άργησα λιγάκι.

Ο Ντιντερό (ναι, αυτός του διαφωτισμού) πίστευε ότι οι τυφλοί οικοδομούν με τον δικό τους τρόπο, έναν πλήρη και επαρκή κόσμο, ότι έχουν μια πλήρη «τυφλή ταυτότητα» και καμία αίσθηση αναπηρίας ή ανεπάρκειας.

Το «πρόβλημα» της τυφλότητας τους -και η επιθυμία να θεραπευτεί- δεν είναι δικό τους, αλλά δικό μας.

Τη σκέψη του Ντιντερό επιβεβαιώνει ουσιαστικά η περίπτωση του Βέρτζιλ, του τυφλού που «θεραπεύτηκε».

Ο οφθαλμίατρος Αλμπέρτο Βάλβο, στο «Αποκατάσταση της όρασης μετά από μακροχρόνια τυφλότητα», γράφει ότι τέτοιες περιπτώσεις, σαν του Βέρτζιλ, γνωρίζουμε λιγότερες από είκοσι (χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τα θαύματα του Χριστού).

                                                                  ~~{}~~

Ο Βέρτζιλ γεννήθηκε στο Κεντάκι, λίγο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχασε την όραση του στην ηλικία των έξι χρονών από εκτεταμένο καταρράκτη. Προσαρμόστηκε γρήγορα (όπως συνηθίζουν να κάνουν τα παιδιά) στην νέα κατάσταση. Πήγε σε ειδικό σχολείο και έμαθε να διαβάζει με Μπράιγ.

Ήταν μέτριος μαθητής, αλλά τέλειωσε το σχολείο και μετακόμισε στην Οκλαχόμα. Εκεί έγινε μασέρ και ξεκίνησε να δουλεύει για τη ΧΑΝ, η οποία του παραχώρησε και ένα μικρό σπίτι.

Για σαράντα πέντε χρόνια ο Βέρτζιλ ζούσε τη ζωή του τυφλού, χωρίς να αισθάνεται ότι μειονεκτεί σε κάτι.

~

Στα 51 γνώρισε και ερωτεύτηκε την Έιμι. Εκείνη, ως διαβητική, υποβαλλόταν σε τακτικούς οφθαλμιατρικούς ελέγχους, και πήγε τον Βέρτζιλ στο γιατρό της. Η εγχείρηση του καταρράκτη ήταν πλέον (το 1991) μια εγχείρηση ρουτίνας, με τοπική αναισθησία και κανέναν ουσιαστικό κίνδυνο.

Ο Βέρτζιλ δεν είχε τίποτα να χάσει, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα κέρδιζε κάτι. Η Έιμι, όμως είχε διαφορετική άποψη, έτσι ο Βέρτζιλ, δεσμώτης του έρωτα, προχώρησε στην εγχείρηση.

                                                                 ~~{}~~

Η εγχείρηση πέτυχε. Ο Βέρτζιλ μπορούσε να δει πλέον. Όμως τι ήταν αυτό που έβλεπε;

‘Οταν, 24 ώρες μετά, του έβγαλαν τους επίδεσμους, υπήρχε φως, υπήρχε κίνηση, υπήρχε χρώμα, αλλά όλα ήταν ανάκατα, σαν μια μουντζούρα.

Ο Βέρτζιλ δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, τι ήταν αυτή η “μουντζούρα”, μέχρι που εκείνη του είπε, με τη φωνή του χειρουργού: “Λοιπόν;”

Μόνο σαν τον άκουσε κατάλαβε ότι έβλεπε το πρόσωπο του.

Γύρισαν στο σπίτι πιστεύοντας ότι είχε γίνει θαύμα, όπως όταν ο Χριστός θεράπευσε τον τυφλό. Όμως η αληθινή ζωή, η νευρολογική πραγματικότητα, απέχει πολύ από τα θαύματα.

                                                                               ~

Ο Βέρτζιλ, με όραση 20/80 μπορούσε να κάνει πολύ λιγότερα πράγματα απ’ ό,τι πριν. Δυσκολευόταν να φάει, να περπατήσει, να ξυριστεί. Το μάτι του έβλεπε, αλλά ο εγκέφαλος του δεν μπορούσε να δει.

Κοιτούσε χωρίς να βλέπει, χωρίς να κατανοεί τι βλέπει, σαν να ήταν αγνωσικός.

                                                                            ~
Καταρχάς δεν μπορούσε να κατανοήσει τις αποστάσεις, το βάθος, τον ίδιο το χώρο.

Οι τυφλοί χτίζουν τον κόσμο από ακολουθίες εντυπώσεων (απτικών, ακουστικών, οσφρητικών).

Η ταυτόχρονη αντίληψη των αντικειμένων (σηκώστε το κεφάλι σας και κοιτάξτε γύρω σας) είναι ένας ασυνήθιστος τρόπος για όσους έχουν εξοικειωθεί με τη διαδοχική αντίληψη δια της αφής.

Όταν κάποιος παύει να βλέπει το χώρο, τότε η ίδια η ιδέα του χώρου γίνεται κάτι το ακατανόητο (ή αφηρημένο). Οι τυφλοί ζουν μέσα στο χρόνο.

~

Όταν του έδειχναν φωτογραφίες ή ζωγραφιές δεν μπορούσε να καταλάβει τι απεικόνιζαν. Για παράδειγμα ένα τοπίο, με ποτάμι-γέφυρα-κτίρια, για εκείνον δεν ήταν τίποτα άλλο από χρωματιστά μπαλώματα, χωρίς κανένα νόημα.

Τα χρώματα τα έβλεπε, αλλά δεν μπορούσε να τα ταυτοποιήσει. Η μπανάνα ήταν ροζ, ενώ την έβλεπε κίτρινη.

~
Τα σχήματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Το οπτικό τετράγωνο δεν αντιστοιχούσε κατά καμία έννοια με το απτικό τετράγωνο, αυτό που ήξερε, που γνώριζε με τα χέρια του.
Και το χειρότερο ήταν ότι τα οπτικά σχήματα άλλαζαν όψη!

Την αισθητική σταθερότητα -το συσχετισμό όλων των διαφορετικών όψεων ενός αντικειμένου- τη μαθαίνουμε ασυνείδητα από τους πρώτους μήνες της ζωής μας, βλέποντας. Είναι ένα τεράστιο επίτευγμα, που οι μεγαλύτεροι υπερυπολογιστές δεν μπορούν ούτε να ξεκινήσουν.

Ο Βέρτζιλ δεν μπορούσε να συνθέσει τις ποικίλες όψεις ενός αντικειμένου (από πάνω, από κάτω, λίγο πιο αριστερά, πιο δεξιά, περιστροφή 90 μοιρών, πιο κοντά, πιο μακριά, με άλλο φωτισμό, στη σκιά, με άλλο χρώμα) σε μια αίσθηση ενιαίου αντικειμένου.

Για τους πρόσφατα αναβλέψαντες η όψη και η πραγματικότητα δεν έχουν σχέση.

~

Ο σκύλος του φαινόταν τόσο διαφορετικός σε κάθε του φάση, που αναρωτιόταν αν ήταν ο ίδιος σκύλος. Όταν καταλάβαινε ότι είναι σκύλος και όχι γάτα.

Ο Βέρτζιλ είχε έναν σκύλο και μια γάτα, και τα δύο (ατυχώς) ασπρόμαυρα. Όταν τα έβλεπε δεν ήξερε ποιο είναι ποιο. Έπιανε τις λεπτομέρειες, αλλά δεν μπορούσε να τις συνθέσει, να σχηματίσει μια γενική εικόνα από αυτές.

Δεν έβλεπε γάτα ή σκύλο, αλλά ένα αυτί, ένα πέλμα, το μάτι, το στόμα, κάτι σαν ουρά (ή μήπως ήταν πόδι;) Αν τις άγγιζε αμέσως αντιλαμβανόταν ποιο ζώο ήταν.

Τα χέρια του έβλεπαν πολύ καλύτερα από το μάτι.

~

Δεν μπορούσε να καταλάβει το φαινόμενο της σκιάς (ούτε καν τη δική του). Πολλές φορές σταματούσε για να μην πέσει πάνω της ή προσπαθούσε να περάσει από πάνω της.

Μπορούσε να διακρίνει το κάθε γράμμα χωριστά (τα είχε ψηλαφήσει ως ανάγλυφα στο ειδικό σχολείο), αλλά του ήταν αδύνατο να σχηματίσει ολόκληρες λέξεις. Του ήταν αδύνατον να θυμηθεί όλα τα γράμματα μαζί, ενώ τα είχε διαβάσει πριν, το ένα μετά το άλλο.

(Ας μην ξεχνάμε ότι ο Βέρτζιλ δεν είχε κάποιο πρόβλημα νοημοσύνης, μπορούσε να διαβάσει εύκολα ολόκληρα βιβλία με τη μέθοδο Μπράιγ).

Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούσε να μετρήσει τα δάκτυλα του. Ήξερε ότι είχε πέντε, αλλά δεν μπορούσε να περάσει από το ένα στο άλλο καθώς μετρούσε.

                                                                  ~~{}~~

Η γυναίκα του τού φάνηκε άσχημη (τι απογοήτευση θα ήταν για εκείνη), όπως άσχημος του φάνηκε και ο εαυτός του. Πολλά πράγματα και μέρη στην πόλη τον ξάφνιασαν με την ασχήμια τους.

Μόνο η θέα των λόφων τον γαλήνεψε, αλλά κι εκεί έβλεπε μια πράσινη “θάλασσα”, χωρίς να καταλαβαίνει ότι είναι οι λόφοι και χωρίς να αντιλαμβάνεται τι συνδέει τον κορμό των δέντρων με τα φύλλα τους.

Το φεγγάρι τον εντυπωσίασε. Το περίμενε πολύ μικρότερο. Επιπλέον πίστευε ότι στη χάση του το φεγγάρι μοιάζει σαν κομμάτι πίτσας, έτσι ξαφνιάστηκε σαν είδε την αληθινή του όψη.

~

Στη δουλειά του αρχικά δυσκολεύτηκε. Έκανε μασάζ είκοσι χρόνια και υπερηφανευόταν ότι ήξερε το δέρμα του κάθε του πελάτη.

Το χρώμα τους, οι λεκέδες και τα σημάδια που είχαν τον αηδίασαν, αλλά αυτό το ξεπέρασε συνεχίζοντας να δουλεύει με κλειστά μάτια.

(Φανταστείτε ο Βέρτζιλ να ήταν ρατσιστής και μόλις έβλεπε να συνειδητοποιούσε ότι είναι μαύρος!)

                                                                ~~{}~~

Με την Έιμι, τον Σακς και έναν ακόμα γιατρό πήγαν στο ζωολογικό κήπο. Εκεί ο Βέρτζιλ αναγνώρισε (μάντεψε πιο πολύ) τα ζώα, από κάποιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό. Το καγκουρό από την κίνηση του, την καμηλοπάρδαλη από το ύψος της, τη ζέβρα από τις ρίγες.
Αλλά όταν βρέθηκε μπροστά στους γορίλες δεν μπορούσε να τους ξεχωρίσει από τους ανθρώπους.

Μόλις όμως άγγιξε ένα ομοίωμα γορίλα κατάλαβε ακριβώς πως είναι το ζώο και μάλιστα απόλαυσε αυτήν την αίσθηση.

~

Λίγο αργότερα ήταν ο μόνος που άκουσε τους μακρινούς βρυχηθμούς των λιονταριών.
“Ταϊζουν τα λιοντάρια!” είπε στους άλλους και τους οδήγησε, χωρίς καμία αμφιβολία, προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο ήχος.
Τότε ο Σακς αντιλαμβάνεται ότι: “Του ζητούσαμε να απαρνηθεί όλα όσα του ήταν εύκολα, να αισθανθεί τον κόσμο με έναν τρόπο απίστευτα δύσκολο γι’ αυτόν, έναν κόσμο αλλότριο.”

                                                                     ~~{}~~

Λίγο καιρό μετά και την εγχείρηση στο δεύτερο μάτι, ο Βέρτζιλ αρρώστησε. Είχε πάρει πολλά κιλά, αφού πολεμούσε το άγχος που του προκαλούσε η νέα κατάσταση, τρώγοντας.

Η παχυσαρκία και η ανοξία (ελλειπής οξυγόνωση) σε συνδυασμό με μια πνευμονία, οδήγησαν στην κατάρρευση του ενός του πνεύμονα. Ο Βέρτζιλ βγήκε από το νοσοκομείο φορτωμένος μόνιμα με μια φιάλη οξυγόνου.

Στη ΧΑΝ δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει και έτσι έχασε και το σπίτι που του παραχωρούσε αυτή.

Ο Βέρτζιλ βρέθηκε χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς υγεία και… χωρίς όραση!

Η αρρώστια τον τύφλωσε ξανά.
Όμως ο Βέρτζιλ φάνηκε να λυτρώνεται με αυτήν την τύφλωση, αφού επέστρεψε στο γνώριμο κόσμο του.

                                                                       ~~{}~~

Ο Σακς αναφέρεται και στην παρόμοια περίπτωση ενός άλλου αναβλέψαντα, εν έτει 1963. Και εκείνος τυφλώθηκε όταν ήταν παιδί και εκείνος ξαναείδε μετά από σαράντα χρόνια. Είχε τα ίδια προβλήματα με τον Βέρτζιλ. Πιο άτυχος εκείνος, ίσως πιο ευαίσθητος, έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και δύο χρόνια μετά την εγχείρηση αρρώστησε και πέθανε, ενώ μέχρι τότε είχε απολύτως φυσιολογική υγεία -και ζωή.