Τρεις κανόνες υπάρχουν για να επιβιώσεις:
1) Μην τους κοιτάς στα μάτια.
2) Αν τους κοιτάξεις, κάνε σαν να μην τους είδες.
3) Αν νιώσουν ότι τους είδες κι έρθουν για σένα, τότε κλείσε τα μάτια σου.
(Και προσευχήσου, αν πιστεύεις ακόμα στο θεό)
~~
Γράφω στις 4 το πρωί, στο μπαλκόνι. Δεν κυκλοφορεί τίποτα στο δρόμο, το φεγγάρι μπαινοβγαίνει στα σύννεφα ως συνήθως. Μοιάζει σαν ένα κανονικό βράδυ του Ιουλίου -με συννεφιά.
Θα μπορούσα να είμαι κάποιος που μόλις έκανε σεξ και βγήκε να καπνίσει, με το χαμόγελο απ’ το ένα αυτί ως το άλλο. Η ζωή είναι ωραία, τι καλά που περνάμε, κι άλλα τέτοια χαζοχαρούμενα.
Ίσως πέρυσι τέτοια εποχή να τα έλεγα. Αλλά τότε δεν είχε ξεκινήσει. Όλα πήγαιναν κανονικά στον κόσμο (κατά διαόλου, αλλά κανονικά), μέχρι που εμφανίστηκε ο πρώτος.
Ήταν στην Τζακάρτα ή στο Λάγος, δεν θυμάμαι πού ακριβώς, κάποιο τριτοκοσμικό μέρος. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα που δεν προλάβαμε να καταλάβουμε τι είναι. Παρά μόνο πως συμβαίνει. Κι ότι βρίσκονται παντού.
Τώρα προσπαθούμε να κάνουμε ότι όλα είναι κανονικά (κατά διαόλου κανονικά). Μάλλον πάντα έτσι κάναμε, ό,τι και να συνέβαινε. Και συνεχίζουμε να προσποιούμαστε πως όλα είναι εντάξει. Αλλά δεν είναι.
Χθες, σήμερα το πρωί, χάσαμε έν’ ακόμα παιδί. Και φοβάμαι ότι δεν θα σταματήσει. Το χειρότερο είναι ότι πλέον έχω αρχίσει να μη νοιάζομαι. Ίσως απλά πρέπει να το αποδεχτούμε.
Αλλά, γαμώτο, η Κατερίνα ήταν τόσο χαμογελαστή.
~~
Δεν ξέρω αν γεννιόμαστε ή γινόμαστε, αλλά όποιος έχει δουλέψει με παιδιά θα ξέρει ότι το καθένα έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι υπάρχουν κακά παιδιά, η κακία δεν ταιριάζει στην ηλικία τους. Αλλά σίγουρα κάποια μπορούν να φερθούν με άσχημο τρόπο, σχεδόν με μοχθηρία.
Η Κατερίνα δεν ήταν απ’ αυτά. Ενθουσιώδης, πάντα να χαμογελάει, πάντα να θέλει να βοηθήσει τα μικρότερα, πάντα να θέλει να φτιάξει κάτι όμορφο.
Το πρωί είχε κάτσει για να φάει το κολατσιό της απέναντι απ’ τη Σοφία. Εκείνη είναι… Ο πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός που μπορώ να σκεφτώ είναι “κάφτρα”. Έχει ταλέντο να βρίσκει τις αδυναμίες του κάθε παιδιού, την αχίλλειο φτέρνα του, και να τα χτυπάει εκεί. Το κάνει με ευχαρίστηση, σαν να της αρέσει να πονάει τους άλλους.
Η Κατερίνα είχε δαγκώσει το κριτσίνι της κι ένα μπροστινό δόντι, έτοιμο να βγει, ξεκίνησε να ματώνει. Πήρε τη χαρτοπετσέτα της χωρίς να στεναχωρηθεί και την έβαλε στο στόμα. Τότε η Σοφία της είπε: “Μη χαμογελάς τώρα. Είσαι σαν βρικόλακας.”
Δεν ξέρω κατά πόσο γνώριζε η Κατερίνα τους βρικόλακες -και δυστυχώς δεν θα μπορέσω ποτέ να μάθω. Αλλά ξεκίνησε να κλαίει, ίσως επειδή δεν μπορούσε να χαμογελάει.
Είπα στη Σοφία να κάτσει στο άλλο τραπέζι -και τα παιδιά σ’ εκείνο μαζεύτηκαν στο καβούκι τους, έτοιμα για άμυνα. Προσπάθησα να παρηγορήσω την Κατερίνα, αλλά εκείνη συνέχιζε να κλαίει, με τη ματωμένη χαρτοπετσέτα στο στόμα, χωρίς χαμόγελο.
Σηκώθηκα για να της φέρω μια καινούρια και μέχρι να κάνω δυο βήματα κατάλαβα ότι είχε σταματήσει το κλάμα. Χάρηκα -ο αφελής- και γύρισα να της πω κάτι για να την επιβραβεύσω.
Την είδα να κοιτάει έξω. Όχι απλώς να κοιτάει. Να έχει καρφωθεί σε κάτι που ήταν έξω. Και κατάλαβα.
~~
Το εργαστήριο είναι ισόγειο, με τριπλές τζαμαρίες. Όταν ξεκίνησε η επιδημία βάλαμε ψηλά έπιπλα και ράφια μπρος στα τζάμια. Τα γεμίσαμε με κουτιά και κιβώτια, υλικά, υφάσματα και πίνακες ζωγραφικής, έτσι ώστε να μη φαίνεται τίποτα απ’ έξω -ούτε από μέσα.
Όμως χθες, σήμερα το πρωί, κάποιο παιδί είχε κατεβάσει ένα κουτάκι, για να βγάλει κλωστές υφαντικής, κι είχε αμελήσει να το βάλει στη θέση του. Υπήρχε ένα μικρό κενό, λίγα εκατοστά μόνο, στη τζαμαρία. Μικρό, αλλά αρκετά μεγάλο για να μπορείς να δεις.
Η Κατερίνα κοιτούσε ακριβώς εκεί.
Γύρισα το κεφάλι μου χωρίς να θέλω. Ήταν μια κίνηση ενστικτώδης -“τι κοιτάει αυτή;”
Έτσι όπως βαρούσε η καρδιά μου, και η αδρεναλίνη έκανε τον χρόνο να ρέει αργά σαν ποτάμι λάβας, όχι νερού, μπορούσα ν’ ακούσω το ένα ημισφαίριο του μυαλού μου να λέει μηκοιτάς μηκοιτάς μηκοιτάς ΜΗΚΟΙΤΑΣ!
Αλλά κοίταξα, γιατί όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Και είδα, σ’ εκείνο το μικρό κενό, τα μάτια του! Κοιτούσαν τη Κατερίνα κι όταν κατάλαβε ότι το κοιτούσα κι εγώ, γύρισε προς τα μένα.
~~
Κάποτε, πριν έναν μόλις χρόνο, είχαμε τα παιδιά στον χώρο με ανοιχτές τις πόρτες και τα παράθυρα. Δεν υπήρχε κάτι να μας φοβίζει. Και τα βγάζαμε στον πεζόδρομο να παίξουν μήλα, ποδόσφαιρο, σχοινάκι, αμπάριζα, για μια ώρα.
Αλλά πλέον είμαστε όλες τις ώρες κλειδαμπαρωμένοι μέσα, στις διπλές τζαμαρίες, με τα κιβώτια και τα υλικά να αποκλείουν την οπτική επαφή.
Κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που δημιουργήθηκε εκείνο το μικρό κενό.
~~
Σαν τον είδα, και κατάλαβα ότι μας είχε δει που τον κοιτάζαμε, αντέδρασα αστραπιαία. Αυτός είναι ο δεύτερος κανόνας.
Γύρισα στα παιδιά και τους φώναξα ότι θα τραγουδούσαμε ένα τραγούδι.
Και ξεκίνησα, σαν να μην συνέβαινε τίποτα:
“Ήτανε ‘να μικρό καράβι, ήτανε ‘να μικρό καράβι
που ήταν α α αταξίδευτο, που ήταν α α αταξίδευτο
οε οε οεοε.”
Κάποια παιδιά τραγούδησαν μαζί μου. Αλλά τα περισσότερα κοιτούσαν την Κατερίνα, που κοιτούσε έξω, και σύντομα θα κοιτούσαν κι εκείνα έξω, θα κοιτούσαν εκείνο, και τότε σίγουρα δεν θα υπήρχε καμιά ελπίδα.
Φώναξα πιο δυνατά και σκούντηξα την Κατερίνα να με δει:
“Κι έκανε ‘να μακρύ ταξίδι, κι έκανε ‘να μακρύ ταξίδι
μέσα εις τη τη τη Μεσόγειο, μες εις τη τη τη Μεσόγειο,
οέ οέ οέ οέ.”
Τα παιδιά, μαζί κι η Κατερίνα, τραγουδούσαν, αλλά το έκαναν χλιαρά, σαν να φαινόταν ότι κάτι άλλο είχαν στο μυαλό τους. Εκείνο, που στεκόταν έξω απ’ το τζάμι, το καταλάβαινε.
Έδωσα μια σπρωξιά στην Κατερίνα να κοιτάξει απ’ την άλλη και ξεκίνησα να ουρλιάζω σαν να ήμουν μαστουρωμένος τραγουδιστής σε ροκ συναυλία:
“Κι ύστερα ρίξανε τον κλήρο, ύστερα ρίξανε τον κλήρο,
να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί, να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί, ΟΕ ΟΕ ΟΕΟΕ.”
Χτύπησα τα χέρια στο τραπέζι.
“ΌΛΟΙ ΜΑΖΙ! ΟΕ ΟΕ ΟΕΟΕ!”
Τα παιδιά το επανέλαβαν, τρομαγμένα, διστακτικά.
“ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ”, τους φώναξα. “ΟΕ ΟΕ ΟΕΟΕ”.
Το είπαν λίγο πιο δυνατά, επειδή με φοβήθηκαν. Κι εγώ συνέχισα να στριγγλίζω, ΠΙΟΔΥΝΑΤΑ ΠΙΟΔΥΝΑΤΑ ΠΙΟΔΥΝΑΤΑ, μέχρι που τα μισά το είπαν με όση δύναμη είχαν και τ’ άλλα μισά ξεκίνησαν να κλαίνε.
Τα είχα καταφέρει. Υπήρχα μόνο εγώ, κανείς δεν κοίταζε έξω, κανείς δεν κοιτούσε μέσα. Τα είχα σώσει.
~~
Γελάω με τον εαυτό μου τώρα. Εκείνη την ώρα νόμισα ότι είχα καταφέρει κάτι. Πόσο σπουδαίος είμαι; Αλλά στις 4 το πρωί, χωρίς σεξ και χωρίς τσιγάρο και χωρίς η-ζωή-είναι-ωραία χαζοχαρούμενα μότο, ξέρω ότι απέτυχα.
Η μητέρα της Κατερίνας ήρθε στην ώρα της, όπως πάντα. Άφησε το αυτοκίνητο στο δρόμο, με αναμμένη τη μηχανή και μας χτύπησε το κουδούνι.
Άνοιξα την πόρτα κοιτώντας κάτω. Με τον ίδιο τρόπο, σαν να μη βλέπω, με την περιφερειακή μου όραση, είδα ότι τίποτα δεν κουνιόταν τριγύρω.
Η περιφερειακή όραση είναι καλύτερη για να εντοπίζει κίνηση, αλλά είναι ασπρόμαυρη, δεν βλέπει χρώματα, ούτε λεπτομέρειες.
Πήγα και έφερα την Κατερίνα. Την παρέδωσα στη μητέρα της, χωρίς πολλές κουβέντες. Και γύρισα για να μπω μέσα. Πριν κάνω δύο βήματα άκουσα την Ελένη, τη μαμά της Κατερίνας, να φωνάζει: “Μην το κοιτάς!”
Δεν γύρισα. Τα είδα όλα στο τζάμι, την αντανάκλαση των γεγονότων, σαν να έβλεπα τηλεόραση.
Εκείνο είχε ξαπλώσει στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας. Η Κατερίνα το είδε, το κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε. Η μάνα της την είδε να χαμογελάει και κοίταξε κι εκείνη με τη σειρά της. Όταν κατάλαβε το λάθος της προσπάθησε να βάλει την Κατερίνα στο αυτοκίνητο. Αλλά δεν κράτησε τη ψυχραιμία της. Ούτε καν έκλεισε τα μάτια. Και συνέχισε να κοιτάει.
Μπήκα μέσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κλείδωσα την πόρτα και συνέχισα να προχωράω προς την αίθουσα όπου κάθονταν τα υπόλοιπα παιδιά.
Πίσω μου άκουγα κλάματα, φωνές, κραυγές. Ήταν η Κατερίνα, χαμογελαστή και υπέροχη, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια. Shit happens.
Αν δεν σκέφτεσαι έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να επιβιώσεις.
~~
Ένας άλλος κανόνας, που δεν είναι ακριβώς κανόνας, αλλά καλύτερα να τον ακολουθείς, είναι ν’ αποφεύγεις τις μετακινήσεις. Κάνε ό,τι δουλειά χρειάζεται να κάνεις απ’ το ίντερνετ. Ψώνια, πληρωμές, τα πάντα. Ακόμα και διασκέδαση, συναυλίες, γενέθλια, παρέα με φίλους, όλα απ’ την ασφάλεια του υπολογιστή. Όσο γίνεται μείνε μέσα.
Αλλά κάποιες φορές πρέπει να βγεις. Όπως τις προάλλες, που κυκλοφόρησε μια φήμη ότι στο μαγαζί με τα βιολογικά είχαν φέρει κινόα. Τόσο καιρό με ρύζι μπασμάτι και κόκκινα φασόλια ήταν απάνθρωπο.
“Θα πάω για κινόα”, είπα στη γυναίκα μου.
“Είναι ανάγκη;” με ρώτησε αυτή, αλλά ήξερα ότι συμφωνούσε.
“Δεν γίνεται να ζούμε σαν τα ποντίκια, ροκανίζοντας πλιγούρι όλη την ώρα”, της είπα.
Με φίλησε και μου είπε να προσέχω.
“Πάρε και γκότζι μπέρι, αν έχουν φέρει”, μου είπε.
~~
Το να περπατάς έξω είναι το πιο επικίνδυνο απ’ όλα. Πρέπει να έχεις πολύ εξασκημένη περιφερειακή όραση, ώστε να μπορείς να τους βλέπεις και να τους αποφεύγεις χωρίς να τους κοιτάς.
Μπορείς απλώς να κοιτάς κάτω, αλλά το καλύτερο είναι να έχεις το κινητό στο χέρι και να κάνεις ότι κοιτάς εκεί. Να σκρολάρεις, να βλέπεις φωτογραφίες και αναρτήσεις, να γράφεις και να γελάς.
Τα γυαλιά ηλίου, ακόμα κι οι καθρέφτες, δεν βοηθάνε. Γιατί με κάποιον τρόπο, δεν ξέρω τι υπεραισθήσεις έχουν αναπτύξει, μπορούν να σε καταλάβουν ότι τους κοιτάς, ακόμα και πίσω απ’ τα γυαλιά.
Περπατάς με χαμηλωμένο το κεφάλι και ελέγχεις τον χώρο με την περιφερειακή όραση. Συνήθως τους καταλαβαίνεις απ’ τον τρόπο που περπατάνε. Δεν πηγαίνουν κανονικά. Είτε είναι πολύ σφιγμένοι είτε κάνουν παράξενες κινήσεις. Κάποιοι μονολογούν. Αν κάνεις το λάθος να νομίσεις ότι σου μιλάνε και τους κοιτάξεις… Εντάξει, το είπαμε ήδη, τότε προσευχήσου στον θεό που δεν πιστεύεις.
Η ηλικία δεν είναι κριτήριο. Κάποιοι είναι γέροι που κάθονται σε παγκάκια και πεζούλια. Μπορεί να είναι και νέοι, ακόμα και παιδιά. Κάποιες φορές είναι ξαπλωμένοι κάτω, στο πεζοδρόμιο, σκεπασμένοι με κουβέρτες. Ακόμα και μέσα στους κάδους των σκουπιδιών μπορείς να τους βρεις ή να κάνουν ότι πουλάνε περιοδικά.
Οι χειρότεροι είναι εκείνοι που σου μιλάνε. Αυτούς χρειάζεται υπερπροσπάθεια για να τους αποφύγεις. Μιλάνε κανονικά και μπορεί να σου πουν “συγνώμη, μήπως ξέρετε…” ή “μήπως έχετε ώρα;” ή… Οτιδήποτε. Νομίζεις ότι είναι κανονικοί, τους κοιτάς για να απαντήσεις, κι αυτό είναι το τέλος.
~~
Εγώ έχω πλέον εξασκηθεί. Δεν δίνω σημασία σε κανέναν τριγύρω, αν χρειαστεί να βγω. Μπορώ να τους καταλαβαίνω και μόνο απ’ τα πόδια τους. Συνήθως είναι πιο μαυριδεροί και φοράνε διαλυμένα παπούτσια. Συνήθως. Γιατί μερικές φορές τα φαινόμενα απατούν.
Έτσι την πάτησα όταν πήγα να πάρω κινόα, κι αν τώρα είμαι ζωντανός για να γράφω ήταν καθαρή τύχη.
Περπατούσα και κοιτούσα το κινητό μου, ελέγχοντας με την περιφερειακή όραση τον χώρο. Σ’ ένα φανάρι είδα δυο όμορφα γυναικεία πόδια. Φορούσε δερμάτινα σανδάλια, είχε βαμμένα νύχια, κατακόκκινα. Σήκωσα λίγο το βλέμμα κι ήταν δυο υπέροχες γάμπες πιο πάνω. Γόνατα στρογγυλά πιο πάνω, μπούτια γυμνά πιο πάνω, κι ένα σορτσάκι κολλητό. Αφαλός με πίρσινγκ, κοιλιά όχι ξελιγωμένη ούτε χοντρή, και περνώντας απ’ τα στητά στήθη χαμογέλασα και την κοίταξα στο πρόσωπο.
Ήταν τρία μέτρα μακριά μου κι ήταν όμορφη, παρά την αρρώστια. Με είδε που την κοίταξα και πάγωσα. Να προσποιηθώ ότι δεν την είχα δει δεν μπορούσα πια. Την είδα να έρχεται κατά πάνω μου. Έκλεισα τα μάτια, αλλά δεν προσευχήθηκα. Μόνο είπα: “Αυτό ήταν λοιπόν;”
Πίστευα ότι θα έβρισκα κάτι ωραίο να πω σαν τελευταία λόγια. Κάτι σαν το “πείτε τους ότι έζησα μια υπέροχη ζωή” του Βιτγκενστάιν. Ή έστω το “φως, περισσότερο φως”, του Γκαίτε -αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι το είπε επειδή δεν έβλεπε καλά στο τέλος. Μάλλον είναι δύσκολο να βρεις κάτι καλό για να πεις όταν πεθαίνεις.
Ίσως να μην το βρήκα γιατί δεν πέθανα -όπως είναι προφανές, αφού συνεχίζω να είμαι στο ίντερνετ. Όποιος έχει σύνδεση είναι ζωντανός.
Όταν έκλεισα τα μάτια -κι είπα την επιθανάτια φράση μου- άκουσα την κραυγή ενός άντρα. Κοίταξα και είδα ότι η ωραία άρρωστη είχε πέσει πάνω σε κάποιον που βρισκόταν μισό μέτρο δίπλα μου. Μάλλον ήμασταν πολλοί που είχαμε σαγηνευτεί απ’ τα βαμμένα δάχτυλα της.
Όλοι όσοι περιμέναμε στο φανάρι κοιτάξαμε αλλού ή κάτω. Μέχρι που έγινε πράσινο και περάσαμε, αφήνοντας τον άτυχο πίσω μας. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο. Μόνο ν’ αδιαφορήσεις.
Αγόρασα κινόα. Βρήκα και σπόρους τσία! Η τύχη μου είχε γυρίσει.
Στο σπίτι η γυναίκα μου ρώτησε αν είχα συναντήσει κάποιον από κείνους. Δεν της είπα για το επεισόδιο με την κοπέλα στο φανάρι.
~~
Σε λίγο ξημερώνει Τετάρτη. Άλλες δυο μέρες και μετά φεύγουμε διακοπές. Κι εκεί θα πρέπει να προσέχουμε, το ξέρω. Κάποιες φορές έρχονται κι από τη θάλασσα. Μου το ‘πε ένας φίλος στο facebook που είχε πάει στο ίδιο νησί.
Απολάμβανε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του τον ήλιο σ’ ένα μπιτς μπαρ. Κι όπως πίνανε τα καφεδάκια τους και μαυρίζανε βγήκε στην ακτή ένας από ‘κείνους. Αναγκαστικά όλοι σηκώθηκαν και γύρισαν στο ξενοδοχείο. Να δουλεύεις όλον τον χρόνο, για να πας λίγες μέρες στη θάλασσα, και να εμφανίζονται πάλι μπροστά σου.
Είναι σκληρό, αλλά πρέπει να μάθουμε να επιβιώνουμε, ακόμα κι έτσι.
~~
Ετοιμάζομαι να πάω για ύπνο. Αύριο έχουμε άλλη μια δύσκολη μέρα. Αλλά θα τα καταφέρουμε. Η ανθρωπότητα έχει περάσει πολλά, οι άνθρωποι έχουμε αντέξει πολλά. Σε κάθε πρόβλημα πάντα βρίσκουμε τη λύση.
Ίσως να καταφέρουμε να τους εξοντώσουμε. Ίσως αν συνεχίσουμε να τους αγνοούμε να εξαφανιστούν.
Το μόνο που έχει σημασία είναι να συνεχίσουμε να είμαστε ζωντανοί.
Ναι, το αντίδοτο στο δηλητήριο τους ίσως να είναι αυτό, μια φράση: Η ζωή είναι ωραία.
Θα το πω στα παιδιά αύριο. Το μόνο που έχουμε να φοβόμαστε είναι ο φόβος.
Αλλά πάντα θα βρίσκουμε βιολογική κινόα, ό,τι και να γίνει, παιδιά.