Εγγονή μιας μάγισσας που δεν μπορέσατε να κάψετε

0
4498

Το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί στη ζωή είναι να βρεις έναν άνθρωπο που θα σ’ αγαπήσει όσο τον αγαπάς κι εσύ.

Αυτό μοιάζει να είναι η ολοκλήρωση της ευτυχίας.

Όμως, μερικές φορές, αυτός που σ’ αγαπάει δεν μοιράζεται τα πάντα μαζί σου. Όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί δεν ξέρει.

Λίγοι ζωντανοί γνωρίζουν ποιους νεκρούς κουβαλάνε.

~~

Ήταν ένα καυτό καλοκαίρι, το δεύτερο που περνούσα με τη Τζένη. Είχαμε πάει διακοπές στο Ανήλιο, ένα χωριό στο δυτικό Πήλιο, κάτι σαν εξώστη στο Αιγαίο.

Η Τζένη είχε καταγωγή από ‘κει. Κι ένα μικρό σπίτι, που το μοιραζόταν όλη η οικογένεια της ως εξοχικό.

Μόνοι μας φίλοι στο Ανήλιο ήταν ένα άλλο ζευγάρι, ο Βασίλης και η Ρούλα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού, που δεν ήταν τουριστικό, μας κοιτούσαν με περιέργεια που έφτανε στα όρια της έχθρας.

Σίγουρα έφταιγε που ήμασταν ξένοι, καθώς κι ότι κάναμε παρέα με τους άλλους “παράξενους” του χωριού, το ζευγάρι που προανέφερα.

Όμως έπαιζε ρόλο και το χρώμα μαλλιών της Τζένης.

Δεν είναι ακριβώς κόκκινα, όχι όπως το κόκκινο της βαφής. Πιο πολύ θα τα έλεγες πυρόξανθα. Αλλά σε συνδυασμό με το λευκό δέρμα και τις φακίδες είναι σίγουρα εκδήλωση του γονιδίου MC1R.

Αυτό το γονίδιο το φέρει το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά εκδηλώνεται μόλις στο 12%

Ακόμα και δύο μελαχρινοί γονείς μπορούν να γεννήσουν κοκκινομάλλικο παιδί. Στις βόρειες χώρες είναι πιο συνηθισμένο. Εδώ, στον νότο, ζήτημα να είναι το 1 στα 1000 παιδιά.

Ό,τι είναι σπάνιο, ό,τι είναι ανεξήγητο, είναι ύποπτο.

Στα παλιότερα χρόνια οι κοκκινομάλληδες, ειδικά οι γυναίκες, θεωρούνταν σπέρμα του Σατανά.

Πώς γίνεται δυο μελαχρινοί γονείς, με άλλα τρία μελαχρινά παιδιά, να γεννήσουν ένα κόκκινο; Με τη βοήθεια του διαβόλου φυσικά ( ή αν έκαναν σεξ όταν η γυναίκα είχε έμμηνο ρύση, έλεγε μια άλλη δεισιδαιμονία-εξήγηση.)

Δεν νομίζω ότι οι κάτοικοι του Ανήλιου θυμόντουσαν αυτές τις δεισιδαιμονίες, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Αλλά στο συλλογικό ασυνείδητο, με μύθους, σύμβολα, ιστορίες και λέξεις, είναι γραμμένο: Κόκκινο=Κακό.

(Στη μαύρη Αφρική θεωρούν δαιμονισμένα τα παιδιά αλμπίνους, αλλά αυτή μια διαφορετική ιστορία, διαφορετικών χρωμάτων και πολιτισμών.)

~~

Περνούσαμε όμορφα με τη Τζένη, τόσο που μερικές μέρες δεν πηγαίναμε καν στη θάλασσα. Μέναμε στο σπιτάκι, να κοιτιόμαστε στα μάτια και να κλαίμε, από ευτυχία που είχαμε βρει αυτό το μισό που έλεγε ο Πλάτωνας.

Όταν θέλαμε παρέα πηγαίναμε στο σπίτι των φίλων μας, καθόμασταν στην αυλή τους και μιλούσαμε για λογοτεχνία και ζωγραφική.

Ο Βασίλης, πέρα απ’ την “κανονική δουλειά” που έκανε για να επιβιώνει, ήταν και εξαιρετικός ζωγράφος.

Το υπόγειο τους σπιτιού τους το είχε κάνει στούντιο κι έφτιαχνε εκεί σουρεαλιστικούς πίνακες, κάτι ανάμεσα σε Νταλί και Εγγονόπουλο, με το προσωπικό του ύφος.

Εκείνος πρότεινε στην Τζένη να της παραχωρήσει το στούντιο του, αν ήθελε να ζωγραφίσει κάτι.

Η Τζένη χάρηκε, της έλειπε η ζωγραφική παρά την πλησμονή του έρωτα μας. Για να είσαι ολόκληρος δεν αρκεί να μοιράζεσαι. Αλλά δεν είχε μαζί της τίποτα άλλο από μολύβια.

“Έχω όσα πινέλα θες κι όσο χρώμα μπορείς να βάλεις”, της είπε ο Βασίλης.
“Δεν έχω ούτε καμβάδες”, έκανε εκείνη.
“Μη σε νοιάζει γι’ αυτό”, είπε η Ρούλα. “Ο Βασίλης δεν αγοράζει καμβάδες. Τους φτιάχνει με μουσαμά -και τα τελάρα από ξύλα, μόνος του.”
“Είναι μέρος της ιεροτελεστίας”, είπε ο Βασίλης, ταπεινά.

~~

Μάζευε ξύλα που ξέβραζε το Αιγαίο, καθώς και κομμάτια από πόρτες ή παράθυρα που έβρισκε σε εγκαταλειμμένα σπίτια.

Το Πήλιο είχε πολλά τέτοια. Ακόμα κι ολόκληρα χωριά ή συνοικίες, εκεί όπου δεν υπήρχε τουρισμός, χωριά φαντάσματα.

Εξαιτίας της δουλειάς του γυρνούσε όλο το βουνό κι όταν έβρισκε κάποιο γκρεμισμένο σπίτι που του άρεσε έπαιρνε ό,τι χρειαζόταν για τα τελάρα του και τους πίνακες του.

“Αισθάνομαι”, μας είπε, ενώ αδειάζαμε το έκτο τσίπουρο, “ότι αυτά τα σπίτια έχουν απορροφήσει την ενέργεια, την ιστορία, τη ζωή των ανθρώπων που έμεναν εκεί. Φανταστείτε ότι κάθε ξύλο έχει ακούσει τις φωνές των μαστόρων που τα έστηναν, τις οδηγίες της νοικοκυράς, κλάματα μωρών και παιδιών, έχει βραχεί με κάτουρα και γάλα, με τις φαντασιώσεις των εφήβων, κι έχει νιώσει τη λαχτάρα και τον φόβο της πρώτη νύχτας του γάμου.

Κι όλα, όλ’ αυτά που έγιναν εκεί μέσα, φανερά και κρυφά. Μέχρι και την τελευταία ανάσα, το τελευταίο κοίταγμα στον κόσμο κάποιου ετοιμοθάνατου.

Τα σπίτια είναι ζωντανά, έτσι τα νιώθω, κι ας ακούγεται πολύ… λογοτεχνικό.”

Κοίταξε εμένα σαν το είπε αυτό. Συμφώνησα, χωρίς να μιλήσω.

“Κι αυτά τα ξύλα που παίρνω έχουν κάτι απ’ την ιστορία του τόπου μέσα τους. Δεν είναι mdf, ούτε σανίδες από κόντρα-πλακέ, που φτιάχτηκαν στην Κίνα. Είναι κομμάτι του Πηλίου, της Ελλάδας, ίσως της Ευρώπης, του κόσμου, δεν ξέρω. Αλλά είναι κάτι παλιό.”

~~

Γι’ αυτό δεν συμπαθούσαν οι ντόπιο τον Βασίλη και τη Ρούλα. Γι’ αυτό ταιριάξαμε τόσο πολύ. Γιατί είχαν ανοιχτά τα μάτια τους, να βλέπουν πέρα απ’ αυτό που θεωρείται φυσιολογικό και κανονικό.

Άλλωστε είμαστε καλλιτέχνες, αυτό είναι το άλλοθι για την τρέλα μας.

~~

Εκείνο το βράδυ γυρίσαμε σπίτι, κάναμε έρωτα και κοιμηθήκαμε, αγκαλιασμένοι κι ευτυχισμένοι. Ακουγόταν απέξω ένα νυχτοπούλι που καλούσε για ταίρι, όταν έκλεινα τα μάτια μου.

Ξύπνησα μες στη νύχτα. Η Τζένη έλειπε απ’ το κρεβάτι. Σηκώθηκα και τη βρήκα στο παράθυρο της κουζίνας, να κοιτάει έξω.

“Η αποθήκη”, μου είπε. “Εκεί είναι.”

Το σπίτι όπου μέναμε είχε χτιστεί μετά από κάποιο σεισμό, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Παραδίπλα υπήρχε το παλιό σπίτι, όλο πέτρα, που κανείς δεν θυμόταν πότε είχε χτιστεί.

Το χρησιμοποιούσαμε πλέον ως αποθήκη -και κάποτε που είχαμε πάει ν’ αφήσουμε μια χαλασμένη σόμπα είχαμε βρει και μια φωλιά φιδιού στο ταβάνι, αλλά δεν το πειράξαμε, γιατί το σπιτικό φίδι είναι γούρι.

Δεν ήταν χώρος για να ζήσεις πια, αλλά εκεί μέσα είχαν ζήσει κι είχαν πεθάνει πάρα πολλοί.

~~

Φωνάξαμε τον Βασίλη το επόμενο απόγευμα, όταν τέλειωσε απ’ τις δουλειές του. Δεν χρειάστηκε να σπάσει παράθυρα ή την πόρτα. Ενθουσιάστηκε με τον θησαυρό των ξύλων που ήταν πεταμένα στις άκρες.

“Καταλαβαίνεις τι ζωή έχουν αυτά τα ξύλα, τι ιστορία;” μου είπε.

Μου ‘ρθε στο μυαλό ο Μπριάν Μέι, ο κιθαρίστας των Queen. Εκείνος είχε φτιάξει την κιθάρα του από ένα παμπάλαιο καρότσι του παππού του. Και τι μουσική έβγαλε απ’ αυτή.

Ο Βασίλης πήρε τέσσερα ξύλα, 80X60 εκατοστά. Την επόμενη μέρα είπε στην Τζένη ότι είχε έτοιμο τον καμβά της.

“Αγχώνεσαι;” ρώτησα την Τζένη.
“Γιατί να αγχώνομαι;”
“Επειδή είναι παλιά ξύλα, απ’ το σπίτι των προγόνων σου, κι ίσως σκέφτεσαι τι πρέπει να ζωγραφίσεις.”
“Δεν σκέφτομαι όταν ζωγραφίζω, νιώθω. Θα φτιάξω αυτό που θα νιώσω.”
“Σ’ αγαπώ”, της είπα.

Κάπως έτσι τέλειωναν όλες οι συζητήσεις μας.

Τότε νόμιζα ότι η αγάπη είναι ένας ηλιόλουστος δρόμος, όλο λουλούδια και πεταλούδες. Αργότερα, με τα χρόνια, έμαθα ότι για να έχεις την αγάπη πρέπει να διασχίσεις σκοτεινά δάση, όλο παγίδες και δράκους.

Αλλά, πρώτα απ’ όλα, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουμε μαζί κάτι μεγαλύτερο -και παλιότερο. Γιατί συχνά, ενώ κάνεις ρομαντική βαρκάδα σε ήσυχα νερά, βρίσκεται μπροστά σου η άβυσσος.

Και τότε θες κάποιον να σου κρατήσει το χέρι.

~~

Το επόμενο απόγευμα η Τζένη πήγε στο στούντιο του Βασίλη για να ζωγραφίσει. Εγώ έμεινα στο σπίτι για να γράψω.

Οι σελίδες του τετραδίου μου φάνηκαν πολύ κοινές, μετά απ’ την ιστορία με τ’ αρχαία ξύλα που είχαν γίνει τελάρο για τον πίνακα.

Ήταν αργά τη νύχτα, είχα τελειώσει ένα διήγημα, όταν άρχισα ν’ ανησυχώ. Πού ήταν η Τζένη; Συνήθως μ’ έπαιρνε τηλέφωνο κάθε μια ώρα.

Πήγα στο σπίτι των φίλων και τους βρήκα μόνους στην αυλή.

“Η Τζένη;”
“Κάτω είναι”, είπε ο Βασίλης. “Δεν θέλαμε να την ενοχλήσουμε.”

Πήγα και χτύπησα την πόρτα. Μία, δυο φορές. Της μίλησα. Καμιά ανταπόκριση. Άνοιξα και μπήκα ανήσυχος.

Η Τζένη καθόταν στο ημίφως κοιτώντας απέναντι, στο καβαλέτο.

“Είσαι καλά;”
“Δεν ξέρω.” Με κοίταξε σαν υπνωτισμένη και μετά συμπλήρωσε: “Ναι, ναι…” Ξανακοίταξε το καβαλέτο. “Δεν ξέρω.”

Γύρισα να δω τι κοιτούσε. Κι είδα τον πίνακα.

Η Τζένη αγαπάει τον Ματίς. Της αρέσουν τα έντονα χρώματα, η διακοσμητική αισθητική, κάτι ανάμεσα σε ναΐφ και λαϊκό, αλλά πιο έντονο, πιο χρωματιστό, όπως έκαναν οι φωβιστές.

Έτσι ζωγράφιζε, έτσι ήξερα ότι ζωγραφίζει. Αυτό που κοιτούσε δεν μπορεί να ήταν δικό της.

“Ποιος το φτιαξε αυτό;”
“Εγώ;” είπε και ρώτησε.

Ξανακοίταξα τον πίνακα. ήταν μια κοκκινομάλλα γυναίκα, με μαλλιά που έμοιαζαν να ‘χουν πιάσει φωτιά. Το ένα μάτι πράσινο. Το άλλο κενό, χωρίς χρώμα. Η πάνω μεριά του πίνακα πράσινη, από κάτω άδεια.

“Θα το τελειώσεις αύριο;” τη ρώτησα.
“Τελειωμένος είναι”, έκανε η Τζένη, κάπως εκνευρισμένη.

Θυμήθηκα ότι πολλοί ζωγράφοι, όπως ο Μικελάντζελο σε κάποιες πιετά, κι ο Σεζάν με τις απεικονίσεις των βουνών, προτιμούσαν ν’ αφήνουν τα έργα τους ημιτελή.

Σύμφωνα με τη gestalt ψυχολογία αυτό έχει νόημα. Ο εγκέφαλος συμπληρώνει τα κενά κατά το δοκούν.

Αν έχεις διαβάσει ιστορία της τέχνης ξέρεις ότι όλα έχουν ξαναγίνει, κι όλα είναι φυσιολογικά. Αλλά ο πίνακας της Τζένης απείχε πολύ απ’ τη φυσιολογικότητα. Ειδικά εκεί, μέσα στο ημίφως, έμοιαζε να ξεχειλίζει από κάτι παράξενο.

“Γιατί ζωγράφισες αυτό;” τη ρώτησα.
“Τι γιατί; Τι ερώτηση είν’ αυτή; Γιατί έτσι.”

Πρώτη φορά την άκουγα να μιλάει μ’ αυτό τον τρόπο. Προσπάθησα να το συζητήσουμε, αλλά δεν είχε διάθεση. Πήγε τον καμβά με την κοκκινομάλλα κι έφυγε. Ούτε καν χαιρέτησε τον Βασίλη και τη Ρούλα.

“Τι συμβαίνει;” με ρώτησε ο Βασίλης.
“Δεν ξέρω. Ζωγράφισε κάτι παράξενο, κάτι που δεν συνηθίζει. Και η συμπεριφορά της…”
“Ναι, συμβαίνει αυτό. Κι εγώ, κάποιες φορές, με κάποια ξύλα, νιώθω να ακολουθώ το σχέδιο κάποιου άλλου.”

Γύρισα στο σπίτι ελπίζοντας ότι θα περνούσε γρήγορα.

~~

Από ‘κείνη τη μέρα η σχέση μας άλλαξε. Η Τζένη ήταν ευέξαπτη και κακόκεφη. Δεν ήθελε να πηγαίνουμε στη θάλασσα, την ενοχλούσε η ζέστη.

Σταματήσαμε να βρισκόμαστε με τους φίλους. Αλλά ούτε και με μένα ήθελε πλέον να περνάει την ώρα της. Είχε στήσει τον πίνακα σε μια καρέκλα και καθόταν με τις ώρες να τον κοιτάει.

Κοιμόταν αργά το βράδυ, ξυπνούσε μετά από μια-δυο ώρες. Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να την πλησιάσω.

Φύγαμε απ’ το Πήλιο χειρότερα από τσακωμένοι, σαν ξένοι.

Στο αυτοκίνητο, μετά από δυο ώρες βουβαμάρα, λίγο πριν φτάσουμε, γύρισε και μου μίλησε.

“Πρέπει να βρω ποια είναι αυτή”, μου είπε.
“Ποια;” ρώτησα.
“Ξέρεις ποια. Η κοκκινομάλλα στον πίνακα.”

Της είπα διάφορα ορθολογιστικά κι άλλα αδιάφορα, αλλά το ήξερα, όπως το ‘ξερε κι εκείνη, ότι δεν ήταν “απλά” μια ζωγραφιά.

~~

Η Τζένη είναι άνθρωπος με πολύ ανεπτυγμένη διαίσθηση. Έχει αυτό το χάρισμα, να μπορεί να καταλαβαίνει κάποια πράγματα χωρίς να σκέφτεται, αστραπιαία, μόνο τα νιώθει. Πώς το κάνει δεν ξέρω, ούτε κι εκείνη ξέρει.

Αλλά κάθε χάρισμα μπορεί να είναι και κατάρα.

Γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη κι η Τζένη δεν μπορούσε να ηρεμήσει, να κοιμηθεί, να γελάσει. Της πρότεινα να πάει σε ψυχολόγο κι εκείνη γέλασε. Ένα γέλιο υστερικό, τρομαχτικό.

Η συμβίωση μας είχε γίνει αφόρητη. Κάποιες φορές, σαν γνήσιος βλάκας, σκεφτόμουν ότι το έκανε στα ψέματα. Ότι με είχε βαρεθεί κι έψαχνε τρόπο να με διώξει.

Αλλά μετά θυμόμουν ότι η Τζένη αδυνατούσε να πει ψέματα, ακόμα κι όταν έπρεπε. Δεν έλεγε ψέματα. Υπέφερε. Και δεν ήξερα πώς να τη βοηθήσω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να μένω δίπλα της.

~~

Ένα πρωινό, πριν ακόμα ξημερώσει, αντιλήφθηκα έναν άνθρωπο να στέκεται όρθιος μπροστά στο κρεβάτι.

Δεν είχα ανοίξει τα μάτια ακόμα. Μόνο καταλάβαινα ότι κάποιος ήταν εκεί, μες στο σκοτάδι, και με κοιτούσε. Καθώς άνοιγα τα μάτια ευχήθηκα να μη δω κάτι τρομακτικό.

Ήταν η Τζένη. Συνήθως ξυπνούσε στις 2 το πρωί και περιφερόταν στο σπίτι σαν φάντασμα. Εκείνη τη μέρα με περίμενε να ξυπνήσω.

“Θα πάω στο Μπρίστολ, στη Σούζι”, μου είπε. Η Σούζι ήταν μια αγαπημένη της φίλη.

Δεν ρώτησα γιατί ήθελε να πάει εκεί. Ήξερα την απάντηση. Ανακάθισα στο κρεβάτι.

“Φτιάχνω καφέ και βγάζω εισιτήρια”, της είπα. “Φεύγουμε σήμερα;”

“Ναι”, είπε η Τζένη και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Την άκουσα να κάνει δυο ξυπόλητα βήματα, να κοντοστέκεται, να γυρνάει.

“Σ’ ευχαριστώ”, μου είπε απ’ την πόρτα.
“Είμαστε μαζί, έτσι δεν είναι;” της απάντησα.

~~

Φύγαμε το ίδιο βράδυ. Πήραμε μόνο δύο χειραποσκευές. Μέσα στο τετράδιο μου είχα χώσει και μια εκτύπωση του πίνακα με την κοκκινομάλλα. Ένιωθα λίγο σαν ντετέκτιβ που ψάχνει έναν αγνοούμενο.

Στο Μπρίστολ η Τζένη φάνηκε να ηρεμεί λίγο. Της άρεσε να βγαίνει και να περπατάει στους δρόμους.

Ένα απόγευμα που έλειπε πλησίασα τη Σούζυ. Έβγαλα απ’ το τετράδιο την εκτύπωση και της την έδειξα.

“Σου λέει κάτι αυτό;” τη ρώτησα.
“Τι ‘ν’ αυτό;”
“Ένας πίνακας. Της Τζένης. Σου θυμίζει κάτι;”
“Την Τζένη;”
“Ναι, πέρα απ’ αυτό. Κάτι άλλο; Τι σου ‘ρχεται στο μυαλό;”
“Σκωτία”, είπε η Σούζυ.
“Σκωτία;”
“Εκεί είναι η χώρα των τζίντζερ.”

Σκωτία λοιπόν. Σαν μου το είπε θυμήθηκα ότι η Τζένη είχε ιδιαίτερη αγάπη γι’ αυτή τη χώρα, χωρίς να έχει πάει ποτέ.

Εγώ είχα, κι έχω ακόμα, ως χώρα ονείρου, ως μέρος που θέλω να επισκεφτώ προτού πεθάνω -αλλά και μετά δεν θα με πείραζε- τη Χιλή.

Η Τζένη πάντα έβαζε πρώτη στη λίστα τη Σκωτία, κι ειδικά τα Χάιλαντς.

Όταν γύρισε απ’ τον περίπατο της, της είπα ότι θα μπορούσαμε να πάμε για μια-δυο μέρες στα Χάιλαντς, όσες μας επέτρεπαν τα οικονομικά μας.

Αντί γι’ απάντηση η Τζένη άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε δυο φυλλάδια που είχε πάρει από κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο στο Μπρίστολ: “Εξερευνήστε τα μαγικά Χάιλαντς. Μόνο … λίρες.”

~~

Πήγαμε με το λεωφορείο, το πιο φτηνό πακέτο. Άφησα την Τζένη να διαλέξει την περιοχή: Σάδερλαντς, το πιο βόρειο μέρος των Βρετανικών Νήσων.

Στο Ντόρνοχ, όπου κατεβήκαμε, η Τζένη ταίριαζε σαν να ‘ταν στο σπίτι της. Οι κοκκινομάλληδες εκεί δεν ήταν αξιοπερίεργο θέαμα. Κάθε πέντε ή έξι περαστικούς έβλεπες κι έναν τζίντζερ.

Το παράξενο θέαμα εκεί ήμουν μάλλον εγώ, με τα μαύρα κατσαρά μαλλιά, το σκούρο δέρμα (ήταν καλοκαίρι στην Ελλάδα) και τα ανοιχτόχρωμα μάτια.

Ο γέρος ιδιοκτήτης του Bed&Breakfast μας κοίταξε περίεργα, ειδικά εμένα. Σαν έμαθε ότι είμαστε Έλληνες γέλασε.

“Εσύ μοιάζεις πιο πολύ με βερβερίνο”, είπε με βαριά σκωτσέζικα. “Αλλά εσύ, κοπέλα μου, είσαι γαελική, δικιά μας.”

“Το ξέρω”, είπε η Τζένη σοβαρά -και με προφορά ανάλογη.

Βγήκαμε να περπατήσουμε. Η Τζένη έμοιαζε να μην είναι δίπλα μου. Παρατηρούσε τα σπίτια, τους δρόμους, μ’ ανοιχτό το στόμα.

“Έχω ξαναβρεθεί εδώ”, μου είπε όταν κάτσαμε σε μια παμπ για να φάμε.
“Κανονικά εννοείς;”
“Όχι. Πρώτη φορά έρχομαι, το ξέρεις. Αλλά… Αυτός ο τόπος είναι τόσο οικείος και τόσο τρομαχτικός μαζί.”
“Déjà vu;” της είπα.
“Είναι κάτι πιο βαθύ, είναι… Έχω ζήσει εδώ. Έχω…” Κοίταξε κάτω τρέμοντας. “Νομίζω ότι έχω πεθάνει εδώ.”

Την πίστευα. Ήταν παράξενο, αλλά την πίστεψα πιο πολύ απ’ ό,τι πιστεύω ότι η Γη γυρνάει γύρω απ’ τον Ήλιο.

Την αγκάλιασα, μάζεψα τα πράγματα μας και σηκωθήκαμε για να γυρίσουμε στο B&B.

Καθώς προχωρούσαμε η Τζένη κοντοστάθηκε και μύρισε τον αέρα σαν λαγωνικό.

“Από ‘δω”, είπε κι έφυγε μπροστά. Έπρεπε να τρέχω για να την προλάβω. Έστριβε δεξιά-αριστερά με βεβαιότητα, λες κι ήξερε πού πήγαινε.

Σ’ ένα άνοιγμα στάθηκε.
“Ωχ, θεέ μου”, είπε κι έβαλε το χέρι στο στόμα.

Υπήρχε μια πέτρα εκεί, ένας μικρός μονόλιθος, σαν μνήμα. Πάνω του έγραφε 1722. Τίποτα άλλο.

Η Τζένη γονάτισε εκεί και ξεκίνησε να κλαίει. Δεν ήθελε να την παρηγορήσω, το ένιωσα.

Παραδίπλα υπήρχε ένας μικρός πίνακας, μια εξήγηση για τον μονόλιθο. Δεν ήθελα να πάω να δω τι έγραφε, αλλά με τραβούσε όπως το φως ελκύει τις νυχτοπεταλούδες. Πόσες νυχτοπεταλούδες αντιστέκονται;

Σαν διάβασα τι έγραφε δεν λιποθύμησα, μόνο χαμογέλασα. Ήταν σαν να είχα βρει το τελευταίο κομμάτι για ένα παζλ.

~~

Στο σημείο εκείνο όπου έκλαιγε η Τζένη, στο Ντόρνοχ, στα Χάιλαντς της Σκωτίας, είχαν κάψει την τελευταία μάγισσα. Την τελευταία γυναίκα που κατηγορήθηκε ως μάγισα και εκτελέστηκε γι’ αυτό. Το 1722.

Το όνομα της ήταν Janet Horne ή Jenny Horne, κι ήταν κοκκινομάλλα.

Είχε μια κόρη, χωρίς επίσημο σύζυγο, τη Μόλλυ. Η Τζάνετ ήταν παράξενος άνθρωπος. Κάποιοι γείτονες την κατηγόρησαν ότι είχε σχέσεις με τον διάβολο.

Ότι μεταμόρφωνε την κόρη της σε πόνι για να πηγαίνει να βρίσκει τον σατανά στα λιβάδια και να συνουσιάζεται μαζί του.

Ο σερίφης της περιοχής συνέλαβε τη μάνα και την κόρη, για να περάσουν από γρήγορη δίκη. Ζήτησαν από τη Τζάνετ να πει κάποια προσευχή στα γαέλικα. Εκείνη έκανε λάθος. Αυτό ήταν απόδειξη του σατανισμού. Καταδικάστηκαν, μητέρα και κόρη, στην πυρά.

Την Τζάνετ, καθώς η πομπή περνούσε μέσα απ’ το χωριό την χτύπησαν με πέτρες στο δεξί μάτι. Την άλειψαν με πίσσα, την ανέβασαν στο σωρό με τα ξύλα και την έκαψαν.

Όμως η κόρη της, η Μόλλυ, κατάφερε να δραπετεύσει, αφού είδε τη μητέρα της να καίγεται. Τη βοήθησε ένας ιερέας, που την ερωτεύτηκε.

Έφυγαν μαζί απ’ τα Χάιλαντς και τη Βρετανία. Κανείς δεν ξανάκουσε για κείνους στα μέρη τους.

~~

Από ‘κει και πέρα χρειάστηκε να κάνω συγγραφική έρευνα, να ψάξω πολύ, για να βρω στοιχεία κι ενδείξεις.

Όπως φαίνεται η Μόλλυ κι ο πρώην ιερέας προσπάθησαν να φύγουν όσο πιο μακριά μπορούσαν απ’ τον προτεσταντικό βορρά και τον ακόμα πιο θρησκόληπτο καθολικό νότο.

Παραδόξως βρήκαν καταφύγιο σε μια αλλόθρησκη αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί ήταν πολύ πιο ανεκτικοί με τις διάφορες θρησκείες. Ειδικά τους “λαούς του Βιβλίου”, Εβραίους και Χριστιανούς.

Η Μόλλυ με τον εραστή της έφτασαν ως το Πήλιο. Εκεί, σ’ ένα μικρό χωριό, το Ανήλιο, που τότε είχε άλλο όνομα, τούρκικο, έζησαν ως χριστιανοί υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ποτέ δεν έγινε κυνήγι μαγισσών στον ελλαδικό χώρο.

Παρότι κοκκινομάλλα, παρότι ξένη, η Μόλλυ έζησε, γέννησε, γέρασε και πέθανε σ’ ένα πέτρινο σπίτι στο Πήλιο.

Οι απόγονοι της μεγάλωσαν ως Έλληνες, κάποιοι πήραν μέρος στην επανάσταση, κάποιοι σκοτώθηκαν στον εμφύλιο, κάποιοι μετανάστευσαν στη Θεσσαλονίκη.

Μία από τους απογόνους της Μόλλυ, μία απ’ τους απογόνους της Τζάνετ, της τελευταίας μάγισσας, ήταν η Τζένη, που την έβλεπα γονατισμένη να κλαίει μπρος στο μνήμα της προ-προ-γιαγιάς της.

Ίσως θα μπορούσε να γίνει μια εξέταση DNA για να το αποδείξουμε. Αλλά εγώ δεν τη χρειάζομαι. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά το νιώθω βαθιά μέσα μου. Μια βεβαιότητα που είναι πιο στέρεη από κάθε επιστημονική απόδειξη.

Ίσως γιατί όταν σηκώθηκε η Τζένη, χωρίς δάκρυα πια, και με κοίταξε, δεν υπήρχε τίποτα, κανένα πρόβλημα να λύσουμε.

“Είσαι εντάξει τώρα”, της είπα.
“Ναι, τώρα είμαι.”
Χαμογέλασε.

Τη φίλησα και προχωρήσαμε μαζί, χέρι με χέρι, ένας βερβερίνος πειρατής κι η εγγονή μιας μάγισσας που δεν μπόρεσαν να κάψουν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πίνακας είναι της Nelli Bloom