Τ’ άσπρα μαλλιά της Γιωταλίας (3. Σέρλοκ Γκάτζο)

0
1063

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 01a8694b5eed557bdc943b86e3c4bf11.jpg

Το πρώτο μέρος εδώ https://sanejoker.info/2020/09/giotalia.html

~~~~~~~{7}~~~~~~~

Κάθε ταξίδι χιλίων χιλιομέτρων αρχίζει μ’ ένα βήμα. Εκείνο της Γιωταλίας άρχισε με φωτιά και θάνατο. Ο Φάρος καιγόταν και φώτιζε όλη τη νύχτα. Τα ξημερώματα είχε μείνει ένα πέτρινο κουφάρι που κάπνιζε, σαν το κέλυφος του τζίτζικα όταν βγαίνει απ’ τη γη.

Οι χωρικοί απ’ τη Θάλαττα που πήγαν εκεί πρώτοι, μέσα στη νύχτα ακόμα, βρήκαν τα οκτώ πεθαμένα άλογα. Δεν είχαν χτύπημα από σπαθί ή βόλι. Πώς είχαν πεθάνει; Και πού ήταν οι καβαλάρηδες;

Σ’ αυτά τα μικρά μέρη όλοι ήξεραν τα πάντα -ή έστω αυτό που φαινόταν. Κι ήξεραν για τον πρίγκηπα Καρπώφ. Ήξεραν για τους εφτά μπάσταρδους. Ήξεραν πού πήγαιναν.

Απ’ το χωριό η φωτιά στον Φάρο τους φάνηκε σαν το φυσικό αποτέλεσμα. Πήγαν, βίασαν, έκαψαν. Όμως τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονταν.

Στο φως του φλεγόμενου Φάρου αναγνώρισαν το άλογο του Καρπώφ. Τα κουφάρια των αλόγων ήταν στην άκρη ενός κύκλου θανάτου. Πώς αλλιώς μπορούσαν να το πουν εκείνο που έβλεπαν; Ήταν σαν να είχε φτιαχτεί με διαβήτη. Μέσα στο κύκλο όλα νεκρά. Κι εκείνους τους έπιανε ανατριχίλα να πατάνε μέσα. Πήγαιναν γύρω γύρω.

Μόνο τα νεκρά άλογα ήταν εκεί. Οι καβαλάρηδες έλειπαν. Όπως κι οι οικοδέσποινες.

Να μπουν μέσα δεν μπορούσαν. Πυροσβεστική δεν υπήρχε στην επαρχία της Ωλένης. Ό,τι ήταν να καεί καιγόταν. Απλά πράγματα.

Οι χωριάτες έμειναν να κοιτούν τη φωτιά με μάτια που λάμπανε.

~~

Κόντευε μεσημέρι όταν κρύωσε αρκετά για να μπορέσουν να μπουν. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι έβλεπαν. Κάτω υπήρχαν οκτώ καμένοι, με τα όπλα τους στο πλάι. Ο ένας φορούσε χρυσά στο λαιμό και στα χέρια. Εκείνος ήταν ο Καρπώφ.

Κάποιος χωριανός, που ήταν κι ελαφρύς στο νου, έκανε να συλήσει το πτώμα. Θ’ αγόραζε τρεις γαϊδάρους μ’ εκείνα τα χρυσάφια. Τον γράπωσε απ’ το χέρι ο συγχωριανός του.

“Μην είσαι βλάκας.”
“Τι; Δεν θα τα βάλει εκεί που πάει.”
“Θα πας κι εσύ εκεί. Μόλις το μάθει ο Καρπώφ.”

Ο χωριάτης τραβήχτηκε πίσω σαν να ‘χε δει οχιά. Ελαφρύς ήταν, δεν ήταν χαζός. Είχε ακούσει τη φήμη του Καρπώφ. Όλοι τον ήξεραν.

Μέτρησαν τα πτώματα. Περίσσευε ένα. Εκείνο δεν είχε όπλα πάνω του. Ήταν σκέτα κόκαλα και πέτσες.

“Αυτή ‘ναι η γριά”, είπε ένας τους.
“Πού το ξέρεις;”
“Κοίτα το φτιασίδι της, τα κόκαλα, τα δάκτυλα.”
“Στρεβλά. Σαν της πεθεράς μου.”
“Λες να ‘ναι η πεθερά σου;”
“Πού τέτοια τύχη.”

Τους έπιασε γέλιο τόσο πολύ που σήκωσαν στάχτη σωρό. Κατάλαβαν ότι ανέπνεαν τους πεθαμένους και βγήκαν έξω τρέχοντας και βήχοντας. Τότε είδαν τους δύο χωροφύλακες.

~~~

Η φωτιά είχε φανεί ως το Χελιδόνι. Ο διοικητής έστειλε δυο χωροφύλακες. Ξεκίνησαν μες στη νύχτα βλαστημώντας. Το ξημέρωμα έβλεπαν τον καπνό. Μετά χάθηκε κι αυτός, αλλά ρωτήσανε και μάθανε.

“Τι κάηκε;”
“Ο Φάρος του Καπετάνιου.”
“Άι γαμώτο”, είπε ο Στέργιος, που ήταν πολύ καιρό στη χωροφυλακή, είχαν γκριζάρει τα μαλλιά του. Πρόγκηξε το άλογο να τρέξει.
“Τι έπαθες;” του είπε ο συνάδελφος του, ο Θάνος, πρώτη χρονιά στο σώμα.
“Χαϊβάνι, ξέρεις ποιος μάζευε παλικαράδες για να παν στον Φάρο; Ο γιος του Καρπώφ.”

Μόνο που είπε το όνομα του ήρθε να κλωτσήσει κι άλλο το άλογο να τρέξει.

“Είχε έρθει Χελιδόνι;”
“Στην πλατεία. Και πλήρωνε καλά να κάνει απόσπασμα. Όλοι αποβράσματα. Ο Μπαντουβάς, ο Ταμπουλάρης… Τέτοιοι.”

Κάλπασαν για λίγο χωρίς να μιλάνε. Ο Στέργιος δάγκανε τα χείλη του, ρουφούσε το μουστάκι του. Το χαϊβάνι τον πλεύρισε.

“Και τι σε νοιάζει σένα για τον Φάρο;”
“Στ’ αρχίδια μου ο Φάρος. Ο γιος του Καρπώφ με νοιάζει.”
“Α”, έκανε ο Θάνος που μόλις είχε καταλάβει ότι παιζόταν η ζωή τους.

~~~~

Έφτασαν μεσημέρι. Οι χωροφύλακες ξεπέζεψαν μπροστά στα ψόφια άλογα. Ο Στέργιος ξεχώρισε με την πρώτη το άτι του Καρπώφ. Δεν ήταν σαν τα δικά τους. Περιποιημένο, χτενισμένο, μπορεί κι αραβικό. Βλαστήμησε και πάλι, μέσα στα δόντια του ξανά.

Είδε τους χωρικούς που έβγαιναν βήχοντας και γελώντας απ’ τα χαλάσματα του Φάρου. Όπλισε το ντουφέκι του.

“Σείς το κάνατε αυτό, ρε γομάρια;”

Τους κόπηκε ο βήχας και το γέλιο μπρος στη κάνη. Σήκωσαν τα χέρια.

“Στάσου, Στέργιο, στάσου”, είπε ο μεγαλύτερος της παρέας, που ήξερε τον χωροφύλακα.
“Τι να σταθώ;”
“Στέργιο, της Βασίλενας αδελφός είμαι.”
“Και λοιπόν;”
“Κι εμείς τη φωτιά είδαμε, Στέργιο. Κι ήρθαμε.”
“Να κάνετε πλιάτσικο;”
“Όχι, να βοηθήσουμε ήρθαμε.”
“Ποιος την έβαλε;”
“Πού να ξέρουμε. Εμείς –”
“Ναι, είδατε τη φωτιά κι ήρθατε. Πού είναι ο Καρπώφ;”

Αυτή ήταν η ερώτηση κλειδί. Θα έπρεπε να την είχε κάνει απ’ την αρχή. Βουβαμάρα έπεσε κι ήταν κακό σημάδι. Θα προτιμούσε να του έλεγαν ξανά πού-να-ξέρουμε. Δεν είπαν τίποτα. Ήξεραν. Έκαναν στην άκρη, βουβά και δραματικά, σαν να ‘τανε χορός απ’ αρχαία τραγωδία, κι άφησαν να φανεί η πόρτα.

Ο Στέργιος έσυρε αργά τα βήματα του. Ο Θάνος ακολουθούσε. Μπήκαν στον Φάρο. Είδαν τα καμένα πτώματα. Πρόσεξαν κι εκείνο με τα χρυσά.

“Τη γαμήσαμε για τα καλά”, είπε ο Στέργιος.

~~~~~

Έβαλε τους χωριάτες να θάψουν τους νεκρούς, εκεί δίπλα. Καθάρματα ήταν, δεν θα τους έκλαιγε κανείς.

“Και με τον Καρπώφ τι κάνουμε;” ρώτησε ο Θάνος.
“Δεν θέλω να το σκέφτομαι, χαϊβάνι.”
“Ποιο;”
“Ότι πρέπει να πάμε το νεκρό γιο στον πατέρα. Κι ο πατέρας είναι…”
Ξεφύσησε. Δεν είπε τι είναι ο πατέρας.

Έκαναν μια βόλτα γύρω, μήπως βρουν στοιχεία. Ο Στέργιος πήγε στον αδελφό της Βασίλενας.
“Ποιος έμενε στον Φάρο;” τον ρώτησε καθώς εκείνος φτυάριζε.
“Η γριά με τη γοργόνα.”
“Εκείνη τη μορφονιά που λέγαν όλοι;”
“Εκείνη, ναι.”
“Την είχες δει;”
“Αν την είχα δει λέει. Μια φορά, αλλά πώς να την ξεχάσω;”
“Ήταν στ’ αλήθεια ωραία;”
“Και χειρότερα. Μάγισσα κανονική.”
“Μπορείς να μου την περιγράψεις;”

Ο Στέργιος έβγαλε ένα τεφτέρι που είχε κι έγραψε όσα του είπε ο χωριάτης. Μετά μπήκε πάλι μέσα κι έψαξε τριγύρω. Μήπως τους είχε ξεφύγει κάνα πτώμα. Τίποτα. Πού ήταν η γοργόνα;

Τον πλησίασε ο Θάνος.
“Υπήρχε και σκύλος”, είπε και του έδειξε τα χνάρια της Νέδας παντού.
“Ωραία”, είπε ο Στέργιος και χάιδεψε το μουστάκι του. “Ήταν δέκα άνθρωποι, οκτώ άλογα κι ένας σκύλος. Έχουμε οκτώ ψόφια άλογα κι εννιά καμένους, άρα–”
“Μήπως δεν κάηκαν;” ρώτησε ο Θάνος.
“Τι λες;” έκανε ο Στέργιος κι έδειξε τα μαύρα κουφάρια που περίμεναν υπομονετικά ν’ ανοίξει ο λάκκος.

Το χαϊβάνι ήταν από τη νέα φουρνιά αστυνομικών. Είχε εκπαιδευτεί στην Αστυνομία Πόλεων, εκείνη της Πάτρας, δεν ήταν αμόρφωτος. Ανάμεσα στα μαθήματα που είχαν κάνει στην πόλη είχαν κι εκείνα της “Διεύθυνσις Εγκληματολογικών Ερευνών”.

“Γιατρός ήταν ο συνταγματάρχης που μας μιλούσε”, είπε ο Θάνος, “αλλά ασχολείται μόνο μ’ αυτό, με τους νεκρούς. Από τι πέθαναν και πότε και πώς.”
“Και τι θα μας έλεγε ο γιατρός; Ουδείς μωρότερος των ιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι. Κάηκαν, δεν φαίνεται;”
“Όχι”, έκανε ο Θάνος. “Δεν φαίνεται. Αν πέθαναν προτού μπουν στη φωτιά δεν θα έχουν καπνό στα πνευμόνια τους.”
“Τι λες;”
“Οι νεκροί δεν αναπνέουν”, έκανε το χαϊβάνι κι έδειξε τα άλογα.

Ο Στέργιος ήταν παλιός στη δουλειά, αλλά δεν ήταν και ξυράφι. Χρειάστηκε λίγη ώρα για να το πιάσει. Παρατήρησε τα άλογα που δεν είχαν σημάδι πάνω τους.
Οκτώ ψόφια άλογα. Χωρίς σημάδι.
Οκτώ ψόφιοι άντρες. Καμένοι. Και η γριά καμένη.

“Οι άντρες κι η γριά πέθαναν σαν τα άλογα.  Μετά, ναι μετά, τους έβαλε μέσα στον Φάρο να καούν”, είπε ο Θάνος.
“Γιατί δεν έβαλε και τ’ άλογα;”
“Γιατί ζυγίζουν μισό τόνο.”

Ο Στέργιος ήταν παλιός, αλλά ήξερε ν’ αναγνωρίζει την αξία του νέου. Χτύπησε τον Θάνο στον ώμο, με ειλικρινή θαυμασμό.
“Πού τα σκέφτηκες όλ’ αυτά;”
“Μα είναι στοιχειώδες”, είπε ο Θάνος, που είχε στο ερμάρι του πολλούς τόμους του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, και αγαπημένο του μυθιστόρημα το: “Ο Σέρλοκ Χολμς σώζων τον κ. Βενιζέλον, με χώρο δράσης το Λονδίνο”, που ίσως να μην ήταν αυθεντικό έργο του Ντόιλ.

“Οπότε, τα πράγματα είναι απλά”, είπε ο Στέργιος. “Κάποιος τους σκότωσε όλους κι έκλεψε τη γοργόνα.”
“Όχι”, έκανε ο Θάνος.
“Γιατί όχι;”

Του έδειξε τα χνάρια της Νέδας.
“Όχι! Αν ήταν κάποιος άλλος δεν θα έπαιρνε μαζί του τον σκύλο.”
“Μπορεί να τους ακολούθησε.”
“Θα τον σκότωνε. Δεν λυπήθηκε ανθρώπους κι άλογα.”
“Τότε τι έγινε;”

Ο Θάνος θα ήθελε να έχει ένα τσιμπούκι να καπνίσει πριν μιλήσει. Μόνο για το εφέ. Το έκανε καλύτερα. Έβγαλε την καπνοθήκη του. Έβαλε καπνό στο τσιγαρόχαρτο που έγραφε Βασίλειον της Ελλάδος. Το χαρτάκι δεν είχε κόλλα, το δάγκωσε για ν’ αφήσει ίνες. Μετά το κόλλησε. Το έβαλε στο στόμα. Έψαξε για σπίρτα. Δεν είχε. Ο Στέργιος του έκανε νόημα ότι δεν κάπνιζε. Το κράτησε στο χέρι.

“Σκότωσαν τη γριά κι η κοπέλα τους σκότωσε όλους. Μετά έφυγε με τον σκύλο”, είπε ο Θάνος με το σβηστό τσιγάρο.
“Η γοργόνα τους σκότωσε; Πώς;”

Του έδειξε πάλι τα άλογα. Ούτε αμυχή. Κι αυτά πεθαίνουν από καρδιά ή εξάντληση κάποιες φορές, ειδικά τα γέρικα. Εκείνα ήταν νέα ζώα, δυνατά. Και να πεθάνουν όλα μαζί από καρδιά, απίθανο.

Ο Στέργιος τα κοιτούσε, έβλεπε τους καμένους άντρες, προσπαθούσε ν’ αποφύγει την πιο πιθανή εξήγηση, γιατί ήταν αδύνατο.

Ήταν αδύνατο να τους έχει σκοτώσει η γοργόνα. Θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει μαγεία. Και μετά να φύγει με τον σκύλο της.

Ήταν αδύνατο, αλλά ήταν το πιο πιθανό.

“Να δούμε ποιος θα το πει αυτό στον Καρπώφ”, είπε ο Στέργιος.
“Σίγουρα όχι εγώ”, έκανε ο Θάνος, το χαϊβάνι.

~~~~~~~~{8}~~~~~~~~

Ο πατήρ Καρπώφ ήταν ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος, λίγο πιο πάνω από ένα κι εξήντα. Και βάρος κοντά στα σαράντα πλέον. Τον είχε λιώσει το χτικιό.

Αν κάποιος τον έβλεπε από πίσω στο δρόμο θα τον περνούσε για παιδί ή γέρο τιποτένιο κι ετοιμοθάνατο. Φορούσε πάντα μαύρα ρούχα, μόνο μαύρα ρούχα, και φορούσε τα ίδια τα τελευταία είκοσι χρόνια. Δεν αγόραζε καινούρια γιατί δεν τον ένοιαζαν τα λούσα. Δεν ήταν τσιγκούνης. Ξόδευε όταν υπήρχε λόγος. Ούτε τα λεφτά τον ένοιαζαν, ένα μέσο ήταν για να πετύχει το μόνο που ήθελε.

Μπορούσες να καταλάβεις τι ήταν αυτό αν τον προσπερνούσες και γυρνούσες να κοιτάξεις το πρόσωπο -του τιποτένιου γέρου.

Ήταν σαν να είχε μόνο μάτια. Δεν έφταιγε μόνο το μέγεθος τους, που σίγουρα φαίνονταν τεράστια στο λιπόσαρκο πρόσωπο του. Αλλά ήταν το χρώμα τους. Τα μάτια του ήταν πιο μαύρα απ’ την πιο μαύρη νύχτα. Μαύρα όσο κι η ψυχή του; Μπορεί.

Είχε και φρύδια αετού και μύτη σημιτική, αλλά δεν έβλεπες τίποτα άλλο από τα μάτια του. Έδειχνε κάπως θλιμμένος, επειδή το στόμα του ήταν μια κυρτή -προς τα κάτω γραμμή, έδειχνε έτσι όσο δεν κοιτούσες τα μάτια του. Γιατί μόλις έπεφτες εκεί μέσα δεν μπορούσες να βγεις. Ούτε το φως δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ τα μαύρα μάτια του.

Τον Καρπώφ δεν τον ένοιαζε ο πλούτος, ήθελε να ελέγχει τα πάντα. Εκεί είχε επικεντρώσει όλη του τη δύναμη από τότε που ήταν παιδί. Κάποιοι έλεγαν ότι είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν ο ίδιος ο διάβολος. Εκείνος δεν νοιαζόταν για τη γνώμη κανενός. Ούτε των ανθρώπων ούτε του Θεού. Κατά κάποιον τρόπο ήταν Θεός κι εκείνος.

Γιατί όταν κάτι ξέφευγε απ’ το τέλεια οργανωμένο σχέδιο του, κι αυτό το κάτι ήταν πάντα ο ανθρώπινος παράγοντας, ο Καρπώφ γινόταν πιο σκληρός κι απ’ τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Τα Σόδομα και τα Γόμορρα ήταν πλημμελήματα σε σχέση με τις φρικαλεότητες που είχε διατάξει ο Καρπώφ.

Κι όσο ένιωθε τον θάνατο να σιμώνει, αντί να ετοιμάζεται και να μαλακώνει για να συναντήσει τον Δημιουργό του, που μπορεί να ήταν κι ο Διάβολος τελικά, εκείνος αγρίευε, μεγάλωνε η εμμονή του για έλεγχο, κι αδυνάτιζε, οπότε μεγάλωναν και τα μάτια του.

~~

Εκείνη τη μέρα είχε βγει για περπάτημα και σκέψη. Του άρεσε αυτό, να περπατάει έξω, να παρατηρεί, να σκέφτεται.

Έπαιρνε ιδέες απ’ αυτά που έβλεπε. Είχε ένα σπάνιο ταλέντο, ίσως να μπορούσε να γίνει και ποιητής αν ήθελε. Μπορούσε να συνταιριάζει ανόμοια πράγματα και εμπειρίες, εντελώς διαφορετικές μήτρες σκέψεις, για να γεννήσει κάτι καινούριο και να βρει τη λύση σε κάθε πρόβλημα του.

Η Πάτρα ήταν μεγάλη πόλη και το πρώτο λιμάνι στα δυτικά. Εκεί έβλεπε τα πάντα.

Το ζήτημα της ημέρας ήταν μια επανάσταση σ’ ένα βαλκανικό κρατίδιο. Η κυβέρνηση ζητούσε δάνειο για να πάρει όπλα. Οι επαναστάτες ζητούσαν δάνειο για να πάρουν όπλα. Ο Καρπώφ έπρεπε να βρει ποιος θα κέρδιζε. Όχι για να πάρει πίσω τα λεφτά του, δεν τον ένοιαζε αυτό. Αλλά για να χώσει τα πλοκάμια του κι εκεί μέσα.

Περπατούσε και σκεφτόταν. Έφτασε στην ψαραγορά. Συνέχισε τη βόλτα του ανάμεσα στους πάγκους. Οι ψαράδες τον γνώριζαν, αλλά δεν φώναζαν μόλις τον έβλεπαν, όπως έκαναν με τους άλλους πλούσιους της πόλης. Σώπαιναν κι έσκυβαν το κεφάλι, σαν να περνούσε ο Μωυσής. Κι ήταν παράξενο αυτό, πώς επικρατούσε σιγή απ’ όπου περνούσε, σαν να κατάπινε και τον ήχο. Μετά, πίσω του, άρχιζαν να διαλαλούν πάλι την πραμάτεια τους.

Στάθηκε στον Γιάγια, που είχε τα καλύτερα όστρακα, και του έκανε νόημα να στείλει στην έπαυλη. Ο Γιάγιας μόνο υποκλίθηκε, δεν ρώτησε πόσα κιλά, δεν είπε τιμή.

~~~

Μετά τα ψαράδικα ήταν τα μπαχαράδικα. Όσφρηση δεν είχε καλή ο Καρπώφ, αλλά του άρεσαν τα χρώματα.

Καθώς περνούσε μπρος από έναν πάγκο είδε μια τροφαντή Πατρινιά, με το μισό βυζί στη φόρα, να χαριεντίζεται με τον πρασινομάτη νεαρό που πουλούσε μπαχάρια, έναν κορδωμένο κόκορα.

“Και τι τη θες την πάπρικα στα σουτζουκάκια”, έλεγε ο πρασινομάτης.
“Δεν τη θέλω εγώ, ο άντρας μου τη θέλει.”

Ο Καρπώφ μπορούσε να καταλάβει τους ανθρώπους. Κι εκείνοι οι δύο είχαν πόθο στο βλέμμα και στη φωνή. Αν ο Θεός έσβηνε τα φώτα μεσημεριάτικα θα έπεφταν αγκαλιά κάτω απ’ τον πάγκο, να προλάβουν πριν ξαναβγεί ο ήλιος.

“Κι εσύ κάνεις ό,τι θέλει ο άντρας σου;” είπε ο πρασινομάτης κι έδειξε το χαμόγελο του, που σίγουρα θα το ζήλευαν πολλοί.

Ο Καρπώφ στάθηκε στον διπλανό πάγκο για να τους παρατηρήσει. Του άρεσε ο τρόπος που χειριζόταν τη συζήτηση ο μικρός. Μπορεί να είχε ταλέντο. Συχνά στρατολογούσε ανθρώπους που έβρισκε στο δρόμο. Το έκανε με το ένστικτο, χωρίς να τον νοιάζει αν ήταν μορφωμένος. Πάντα έπεφτε μέσα.

Ο δεύτερος στην ιεραρχία, το δεξί του χέρι, ήταν ο Ιωάννης Ζαΐμης. Όταν τον είχε πρωτοδεί ήταν ο Γιαννάκης, ένα πιτσιρίκι ξυπόλητο που σου πουλούσε και τη μάνα σου. Και τη δικιά του. Σαράντα χρόνια μετά ο Γιαννάκης συνομιλούσε με πρωθυπουργούς -και συνέχιζε να τους πουλάει τη μάνα τους.

“Κι εσύ κάνεις ό,τι θέλει ο άντρας σου;”
“Άντρας μου είναι. Αφού θέλει πάπρικα θα βάλω πάπρικα.”
“Καλά, βάλε την πάπρικα του άντρα σου, αλλά βάλε και κύμινο να μοσχομυρίσει. Βάλε και τα δύο στο σουτζούκι σου.”

Ο Καρπώφ άφησε πίσω τα γαργαλιστά γέλια της Πατρινιάς και προχώρησε πιο γρήγορα για το σπίτι. Το είχε βρει και πάλι.

Θα έδινε δάνειο και στους δύο. Όποιος και να έπαιρνε την εξουσία θα του όφειλε. Άλλωστε και οι επαναστατικές κυβερνήσεις ανατρέπονται. Ο Καρπώφ θα ήταν πάντα εκεί, στο σουτζούκι τους.

Χαμογέλασε με τα μάτια, το στόμα πάντα έμενε κυρτό. Σταμάτησε να χαμογελά σαν έφτασε στο σπίτι. Έξω απ’ την πόρτα της έπαυλης ήταν δεμένο ένα ψωράλογο.

~~~~

Ο Καρπώφ δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του, ήταν φίδι. Είχε πάρει μετάλλιο γι’ αυτό στα νιάτα του. Είχαν πεθάνει όλοι απ’ τους συντρόφους του στη μάχη. Εκείνος κρύφτηκε κάτω απ’ τα πτώματα κι επέζησε.

Μπήκε στο σπίτι με το κλειδί του. Είχε είκοσι υπηρέτες, αλλά δεν ήθελε να χτυπάει κουδούνι για να του ανοίξουν. Έλεγχος.

Ο Ερνέστος, ένας Εγγλέζος μπάτλερ που είχε αγοράσει από το Μπάκιγχαμ, δίνοντας του μισθό υπουργού, πλησίασε για να τον βοηθήσει να βγάλει το πανωφόρι του. Δεν τον άφησε.

“Ποιος είναι εδώ, Ερνέστο;”
“Ένας χωροφύλακας, κύριε”, του είπε με τη σπαστή προφορά. Είχε μάθει ελληνικά γρήγορα, ήταν έξυπνος άνθρωπος, αλλά η προφορά ήταν λονδρέζικη πάντα.
“Οι χωροφύλακες μπαίνουν απ’ την είσοδο της υπηρεσίας, Ερνέστο. Και τα ψοφίμια τους τα δένουν πίσω.”
“Φοβάμαι ότι είναι επείγον, κύριε.”
“Να φοβάσαι ότι μόνο εγώ αποφασίζω τι είναι επείγον.”

Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Τον είχε υπηρετήσει καλά, αλλά δεν επέτρεπε κανένα ολίσθημα.

“Πες να σε πληρώσουν μισθούς ενός έτους, Ερνέστο. Και φύγε.”
“Ευχαριστώ, κύριε”, είπε ο Ερνέστο κι υποκλίθηκε.
“Από την Ελλάδα.”
“Μάλιστα, κύριε.”

~~~~~

Ένας άλλος υπηρέτης έτρεξε να πάρει το πανωφόρι του Καρπώφ. Το μπαστούνι του δεν το έδινε σε κανέναν. Ήταν μαύρο, όπως τα ρούχα του, αλλά είχε αλαβάστρινο χερούλι, το κεφάλι ενός φιδιού. Κανείς δεν ήξερε ότι ξεβίδωνε. Κανείς δεν ήξερε τι έκρυβε στο κεφάλι.

Ο Καρπώφ μπήκε στην αίθουσα με το τζάκι. Εκεί στεκόταν ένας νεαρός χωροφύλακας, με το πηλήκιο στα χέρια. Κοιτούσε γύρω το ταβάνι, τους τοίχους, τους πίνακες.

“Τι ‘σαι ‘συ;” του είπε ο Καρπώφ, με ειλικρινή έκπληξη. Περίμενε να δει έναν αξιωματικό, έναν διοικητή. Όχι το παιδαρέλι.
“Χωροφύλακας Θάνος Γκάτζο, κύριε.”
“Γκάτζο; Αρβανίτης είσαι;”
“Όχι, κύριε. Λευκαδίτης.”
“Κρίμα. Οι Αρβανίτες είναι καλά κουμάσια. Εσύ είσαι το επείγον;”

Ο Θάνος είχε κάνει το λάθος να σηκώσει το βλέμμα και να κοιτάξει στα μάτια τον Καρπώφ.
“Ε, δεν ξέρω, κύριε, εγώ…” Δυσκολευόταν να μιλήσει. Και ν’ αναπνεύσει.

Ο Καρπώφ εκνευρίστηκε. Κάθε λεπτό που ζούσε είχε αξία, δεν μπορούσε να το χαραμίζει με στραβάδια.

“Μίλα ή χάσου!” του είπε.
“Ο γιος σας είναι νεκρός”, είπε με μια ανάσα ο Θάνος.

~~~~~~~~~{9}~~~~~~~~~

Ο αγγελιοφόρος πάντα κινδυνεύει όταν κουβαλάει άσχημο μήνυμα. Αφού δεν έχεις νέα ευχάριστα να πεις, καλύτερα να μην πεις κανένα. Ειδικά όταν απευθύνεσαι στον Καρπώφ. Ειδικά όταν πρόκειται να του αναγγείλεις τη δολοφονία του γιου του. Ποιος παίρνει την ευθύνη να το κάνει;

Δυο μέρες πριν, ο Βεζούβιος, ο διοικητής της χωροφυλακής στο Χελιδόνι τους μάζεψε όλους στο γραφείο του. Δεν ήταν ακριβώς γραφείο. Ένα τραπέζι είχε και μια καρέκλα. Ούτε βιβλιοθήκη ούτε ντουλάπα, τίποτα. Αλλά είχε τραπέζι.

Τους είπε να κάνουν ησυχία. Οι χωροφύλακες, οκτώ στον αριθμό μάλωναν. Γιατί ήξεραν τι έπρεπε να γίνει. Κάποιος θα γινόταν αγγελιοφόρος άσχημων νέων.

“Θα το κάνουμε αντρίκεια”, τους είπε ο Βεζούβιος. “Με κλήρωση. Κανονικά θα πήγαινα εγώ, αλλά δεν μπορώ ν’ ανέβω σ’ άλογο πια. Με τις αιμορροΐδες μου–”
“Πήγαινε μ’ αμάξι”, του είπε ένας χωροφύλακας που δεν ήταν και πολύ αγαπητός ανάμεσα στους συναδέλφους τους και στους χωριανούς.
“Έχεις αμάξι να μου δανείσεις, Γιουρούκο;”
“Πού να το βρω;” είπε ο Γιουρούκος.
“Τότε σκάσε.”

Ο Βεζούβιος πήρε εννιά οδοντογλυφίδες. Έκοψε τις οκτώ στη μέση. Μετά άρχισε να εξαιρεί όσους δεν μπορούσαν να μπουν στην κλήρωση. Εξαιρέθηκε ο ίδιος πρώτα απ’ όλους. Μετά ο Στράγκας που είχε εφτά παιδιά, o Μπαρδάλης που ήταν χήρος και πατέρας, κι ο Χαλούλος που ήταν ηλίθιος, αλλά τον είχαν πάρει γιατί είχε μπάρμπα στην Κορώνη.

Ο Σκάμπης δεν μπορούσε να πάει γιατί γεννούσε η γυναίκα του στα κοντά, ο Καψαμπέλιας είχε να φροντίσει τα κτήματα του πεθερού του. Ο Λιάλιος είχε βαφτίσια, την κόρη του Στράγκα.

Έμειναν τρεις. Ο Στέργιος, ο Γιουρούκος κι ο Θάνος.

Έχασε ο Θάνος. Δεν διαμαρτυρήθηκε. Πήγε κι αποχαιρέτησε τη μάνα του πριν ξεκινήσει για την Πάτρα.

~~

Ο Καρπώφ πήγε μόνος του και γέμισε δυο βαριά ποτήρια με βότκα Πέντε-Λίμνες. Την έφερναν από τη Σιβηρία στην Ελλάδα μόνο για κείνον.

“Άσπρο πάτο, ναστρόβγια”, είπε κι έδωσε το ποτήρι στον Θάνο.

Εκείνος το ήπιε σαν νερό. Του άρεσε, είχε γεύση βανίλιας. Ο πατέρας του έφτιαχνε τσίπουρα. Τα έκανε παράνομα, τα έκανε και χάλια. Συνήθως κατέληγε με οινοπνεύματα που ούτε για εντριβή δεν πήγαιναν, σου καίγανε το δέρμα. Αλλά ο πατέρας δεν ήθελε να παραδέχεται τα λάθη του. Αυτά του τρύπησαν το συκώτι.

Ο Θάνος είχε μάθει να πίνει από την εφηβεία αποστάγματα εβδομήντα βαθμών και βάλε. Η ρωσική βότκα του φάνηκε σαν λικεράκι.

“Αντέχεις άλλο ένα”, ρώτησε ο Καρπώφ.
“Και δύο μη σου πω”, έκανε ο Θάνος, και συμπλήρωσε γρήγορα, σαν κατάλαβε τι είχε πει, “κύριε.”

Του το ξαναγέμισε. Ο Θάνος το ήπιε πάλι μονορούφι, ενώ ο Καρπώφ τον παρατηρούσε.

“Τι συκώτι έχει αυτός, φιδίσιο;” σκέφτηκε ο γέρος.

Γιατί υπήρχε μια ιστορία που λέγανε στην Οδησσό, μια δεισιδαιμονία. Αν έτρωγες έλεγε συκώτι από φίδι δεν σ’ έπιανε ποτέ η βότκα. Το φίδι αλλάζει δέρμα, έτσι άλλαζες κι εσύ συκώτι.

“Ώστε λοιπόν, τι μου λες, Γκάτζο; Ο γιος μου είναι νεκρός;”
“Ανυπερθέτως.”

Την πρώτη φορά του το είχε πει χωρίς επιρρήματα, πιο απλά. Δεν είδε ούτε ένα βλέφαρο ν’ ανοικοκλείνει, μια βαθιά ανάσα, έναν σπασμό στο πρόσωπο, σίγουρα όχι δάκρυ. Ήταν σαν να του είχε ανακοινώσει ότι γκρεμίστηκε το γιοφύρι της Άρτας -ή κάποιας κωμόπολης.

“Πώς πέθανε;”
“Δολοφονήθηκε.”
“Πάλι καλά”, είπε ο Καρπώφ.

Του έκανε νόημα να περάσουν στην τραπεζαρία κι έδειξε δυο δάκτυλα στις υπηρέτριες. Δυο σερβίτσια.

~~~

Στην τραπεζαρία υπήρχε ένα τραπέζι αρκετά μακρύ και φαρδύ για να παίξουν ποδόσφαιρο τέσσερα παιδιά -μονότερμα. Δεν έκατσαν σ’ αυτό. Ο Καρπώφ το διέτρεξε όλο με το δάκτυλο του, για να δει αν είχε σκόνη. Στρίγκλισε σαν καθρέφτης. Και προχώρησε.

Στρίψανε αριστερά σ’ ένα μικρότερο δωμάτιο. Το μοναδικό τραπέζι εκεί μέσα ήταν ένα επί ένα. Και μόνο μια καρέκλα. Την ώρα που έμπαιναν στο δωμάτιο ένας υπηρέτης έτρεξε κουβαλώντας τη δεύτερη θέση. Ανακουφίστηκε που πρόλαβε.

Ο Καρπώφ έκατσε κι άφησε το  φιδομπάστουνο στο πλάι. Έκανε νόημα στον Θάνο να κάτσει απέναντι του. Εκείνος ένιωθε σαν ποντίκι απέναντι στη γάτα. Προτιμούσε χίλιες φορές το δωδεκάμετρο τραπέζι, να ‘ναι μακριά, να μην ακούει καλά, να μη βλέπει εκείνα τα μεγάλα μάτια. Ένιωσε σαν να ‘ταν η Κοκκινοσκουφίτσα. Αλλά ο Καρπώφ τίποτα δεν έκανε τυχαία.

“Λοιπόν, Γκάτζο από τη Λευκάδα, ποιος δολοφόνησε τον γιο μου; Και γιατί;”

Ο Θάνος ξεροκατάπιε. Είχε εκείνα τα μάτια ακριβώς μπροστά του, μέσα στο ζωτικό του χώρο, πώς να σκεφτεί να πει κάτι άλλο απ’ την αλήθεια;

“Το έκανε μια κοπέλα”, του είπε.
“Αναμενόμενο”, είπε ο πατέρας του νεκρού. “Πώς τον σκότωσε; Είναι το πτώμα ευπαρουσίαστο για την κηδεία;”

Ο Θάνος πνίγηκε στο σάλιο του. Προσπάθησε να ζητήσει λίγο νερό. Ο Καρπώφ μόνο τον κοιτούσε, ατάραχος όπως πάντα, περιμένοντας να συνέλθει και να το απαντήσει.

Μια υπηρέτρια μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα ποτήρι νερό. Ο Καρπώφ την κοίταξε. Το κορίτσι γύρισε και πήγε να μαζέψει τα υπάρχοντα της, για να φύγει από την έπαυλη. Πώς της είχε έρθει να βοηθήσει;

Ο Θάνος ξεπέρασε τον πνιγμό προτού πεθάνει. Τον βοήθησε κάτι που του είχε πει ο παππούς Γκάτζο, ένας θυμόσοφος χωρικός, που δεν είχε πάει μια μέρα σχολείο, αλλά ήξερε πώς λειτουργεί ο κόσμος. Του είχε πει:
“Όταν βρίσκεσαι μπρος σε κάποιον που το παίζει μεγάλος, ακόμα κι αν είναι μεγάλος, να τον σκέφτεσαι με κατεβασμένα τα βρακιά, να χέζει. Όταν χέζουν όλοι είναι ίδιοι.”

Έτσι κι ο Θάνος κοίταξε τον Καρπώφ και τον φαντάστηκε να χέζει. Να ζορίζεται και να βογκάει και να σφίγγει εκείνα τα μάτια. Ο βήχας έγινε γέλιο.

“Διασκεδάζετε, αγαπητέ Γκάτζο;”
Ο Θάνος του έκανε νόημα να μην του δίνει σημασία. Δεν μπορούσε να το πνίξει.

“Μου αρέσεις, χωροφύλακα Γκάτζο”, είπε ο Καρπώφ. “Έχεις περισσότερα μέσα σου απ’ αυτά που δείχνεις.”

Έκανε νόημα στις υπηρέτριες. Την ίδια στιγμή ακούστηκε μέσα στο χώρο μουσική από γραμμόφωνο. H Σνεγκούροτσκα, η Κόρη του Χιονιού, όπερα του Ρίμσκι Κόρσακοφ.

Ο Καρπώφ έκλεισε τα μάτια κι ακούμπησε πίσω να απολαύσει τη μουσική. Ο Θάνος κατάλαβε ότι έπρεπε να βγάλει το σκασμό.

~~~~

Σαν τέλειωσε η άρια ο Καρπώφ άνοιξε τα μάτια του. Με αστραπιαία διαδοχή οι υπηρέτες έφυγαν για να φέρουν το φαγητό.

“Λοιπόν, πείτε μου, γιατί πρέπει να είναι κλειστό το φέρετρο;”

Ο Καρπώφ είχε καταλάβει την αιτία του βήχα. Το πτώμα δεν ήταν ευπαρουσίαστο. Αλλά γιατί;

“Γιατί…” είπε ο Γκάτζο. Δεν ήθελε να το πει, αλλά πόσο ακόμα θα το έκρυβε; “Αφού τον σκότωσε τον έκαψε.”

Είδε τα μάτια του Καρπώφ να τρεμοπαίζουν για λίγο. Ή μπορεί μόνο να το φαντάστηκε. Εκείνη την ώρα τους σέρβιραν τα πιάτα τους. Ένα στον καθένα. Ήταν φρούτα της θάλασσας, κτένια, μύδια και στρείδια, κυδώνια και γυαλιστερές, αχιβάδες, πίνες και σωλήνες, φούσκες, πορφύρες και πεταλίδες. Κι ήταν όλα ζωντανά. Το περιεχόμενο του πιάτου κουνιόταν.

“Ο Προμηθέας έδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους για να γίνουν θεοί”, είπε ο Καρπώφ. “Προμηθέας, Εωσφόρος, Διάβολος, πες το όπως θέλεις.”

Έπιασε ένα κυδώνι. Το άνοιξε. Του έριξε λεμόνι. Εκείνο κουνήθηκε. Το ρούφηξε.

“Και τι έγιναν οι άνθρωποι με τη φωτιά; Σκουλήκια. Τιποτένιοι.”

Έπιασε έναν αχινό. Τον κράτησε για να δει αν κουνιόταν. Μετά τον έκοψε στη μέση κι έφαγε τα αβγά του.

“Δεν τρώω τίποτα που ψήνεται”, είπε ο Καρπώφ. “Η φωτιά καταστρέφει τη γεύση, τα ισοπεδώνει όλα. Πρέπει να τρως την τροφή σου ζωντανή.”

Μες στο πιάτο του υπήρχε κι ένας αργοναύτης, ένα κεφαλόποδο σαν μικρό χταπόδι. Προσπαθούσε να κρυφτεί κάτω από τα όστρακα. Ο Καρπώφ το ξετρύπωσε και το έβαλε στο στόμα του. Καθώς το μασούσε τα πλοκάμια προσπάθησαν να κρατηθούν απ’ τη μύτη, τα χείλη, τ’ αυτιά, όπου έφταναν. Ο Καρπώφ  το ρουφούσε και το μασούσε μαζί, μέχρι που κατάπιε και το τελευταίο πλοκάμι.

“Δεν τρως, αγαπητέ Γκάτζο.”

Ο Θάνος έπιασε ένα κτένι. Του βρομούσε. Ήταν ορεσίβιος, ψάρι έτρωγαν μια φορά το χρόνο, ξαλμυρισμένο μπακαλιάρο με σκορδαλιά. Είδε απέναντι τα μάτια του Καρπώφ να χλευάζουν. Λίγο τσαντίστηκε. Δεν του άρεσε να φαίνεται αδύναμος. Ρούφηξε το κτένι κι ένιωσε να κουνιέται στο στόμα του. Του έβγαλε κάτι το σεξουαλικό.

“Είναι σαν αιδοίο, δεν είναι;” του είπε ο Καρπώφ.

Έπιασε ένα ακόμα όστρακο. Πριν το φάει έβγαλε τη γλώσσα του και το άγγιξε με την άκρη. Είχε γλώσσα μακριά σαν λύκου ή σαν δαίμονα. Ο Θάνος έγινε κατακόκκινος. Ήταν παρθένος. Το πιο κοντινό που είχε φτάσει ήταν με την Αργυρώ στο εκκλησάκι του νεκροταφείου. Αλλά δεν είχαν προχωρήσει περισσότερο απ’ τα χουφτώματα και τα φιλιά.

Ο Καρπώφ είδε την αμηχανία του χωροφύλακα. Χαμογέλασε και το κατάπιε. Μετά χτύπησε το δάκτυλο στο τραπέζι, δυο φορές. Μια υπηρέτρια έφερε λευκό κρασί. Γέμισε το ποτήρι του. Και το ποτήρι του Γκάτζο.

“Και πώς τον σκότωσε;”
“Με μάγια”, είπε ο Θάνος.

Το είπε έτσι απλά και μονοκόμματα, γιατί ήθελε να δει έναν μορφασμό στο πρόσωπο του Καρπώφ. Εκείνος κοίταξε για λίγο τον τοίχο. Ένα τεράστιο διάστημα αδράνειας για τα δικά του δεδομένα. Μετά σήκωσε την αριστερή του παλάμη. Μπήκε ένας υπηρέτης.

“Τον Πρωτονοτάριο”, του είπε.
Ο υπηρέτης έφυγε τρέχοντας. Ο Γκάτζο άκουσε την εξώπορτα να κλείνει. Άλογο να καλπάζει.

“Αγαπητέ Γκάτζο, θέλω να πεθάνει αυτή η κοπέλα. Έχει συνεργό;”
“Είχε μια γριά. Κάηκε κι εκείνη. Τώρα μόνο έναν σκύλο.”
“Να πεθάνει κι ο σκύλος.”
“Τι εννοείτε, κύριε Καρπώφ; Εγώ είμαι χωροφύλακας.”
“Ήσουν. Ο υπουργός μου ανήκει. Θα κάνεις ό,τι σου λέω και θα γίνεις διοικητής Πατρέων, αστυνομία Πόλεως. Και θ’ αποκτήσεις ένα ωραίο σπίτι και χρήματα για να στεγάσεις την οικογένεια σου.”
“Κι αν δεν το κάνω;”

Ο Καρπώφ δεν απάντησε. Έφαγε λίγο ακόμα, ήπιε κρασί.

Μπήκε ο Πρωτονοτάριος. Πίσω ο υπηρέτης κουβαλούσε ένα τραπεζάκι. Το ακούμπησε παραδίπλα. Ο δικηγόρος έβγαλε χαρτί, μελανοδοχείο, πένα. Ο υπηρέτης του έφερε και καρέκλα.

Ο Καρπώφ του υπαγόρευσε:
“Ο Αθανάσιος Γκάτζο, Λευκαδίτης στην καταγωγή, μαζί με τον Νικόλα Νίτση, αναλαμβάνουν να λύσουν την υπόθεση του φόνου του Κωνσταντίνου Καρπώφ.”

Και συνέχισε να μιλάει. Όλα τα έξοδα θα τα πλήρωνε αυτός, συν ένα ποσό προκαταβολή. Μόλις ολοκλήρωναν την αποστολή τους θα έπαιρναν…

Όταν άκουσε το ποσό ο Θάνος ζαλίστηκε. Θα μπορούσε να πάρει τη μάνα του από κείνη την τρύπα όπου ζούσανε. Θα της έφτιαχνε ένα ωραίο σπίτι, με μπαλκόνι και πάτωμα. Αυτό του έλεγε πάντα. Πως ήθελε να ζήσει σ’ ένα σπίτι που να μην έχει χώμα πατημένο και να μπορεί να κάθεται στο μπαλκόνι να πίνει καφέ.

Ο Καρπώφ πρόσθεσε μια τελευταία παράγραφο: “Όλες οι συνέπειες των πράξεων τους, νομικά, ηθικά και θρησκευτικά, βαραίνουν μόνο εμένα, τον εντολοδόχο.”

Ο Πρωτονοτάριος του έδωσε το χαρτί και την πένα. Ο Καρπώφ υπέγραψε και σηκώθηκε. Έφυγε χωρίς να χαιρετήσει.

Ο Θάνος ήταν μπερδεμένος.
“Εγώ δεν πρέπει να υπογράψω;” ρώτησε τον δικηγόρο.
“Αρκεί η υπογραφή του κυρίου Καρπώφ.”
“Κι αν αρνηθώ;”
“Δεν έχεις αυτή την επιλογή.”

Ο δικηγόρος σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του. Έδωσε την κάρτα του στον Θάνο, για να πάει την επομένη στο γραφείο του.

“Και ποιος είναι αυτός ο Νίτσης;” τον ρώτησε ο Θάνος ακολουθώντας τον ως την πόρτα.
“Θα τον συναντήσεις αύριο”, είπε ο δικηγόρος. “Ας πούμε ότι εσύ θα είσαι η λογική κι εκείνος η τρέλα.”

Άφησε τον Θάνο εκεί, να κοιτάζει την Πάτρα από ψηλά.

~~~~~~~

Εκείνη την ώρα, σ’ ένα γραφείο πίσω απ’ τα καταγώγια του Κατάκολου, ακούστηκε το καμπανάκι εισόδου.

Ο ιδιοκτήτης ήταν ναυτικός. Μέχρι που έπεσε από είκοσι μέτρα ύψος κι έχασε τα πόδια του. Πήγαινε πέρα δώθε με μια καρέκλα που της είχε βάλει ρόδες. Τι έκανε για να βγάζει τα προς το ζην; Τοκογλυφία.

Ο Νώντας πήγε να δει ποιος μπήκε. Είδε μια γυναίκα σκεπασμένη με μαντίλι. Μαζί της ένας σκύλος.

“Δεν επιτρέπονται ζώα εδώ”, είπε με την τσιριχτή φωνή του.
“Φέρνω μήνυμα απ’ τον Καπετάνιο”, είπε η γυναίκα.
“Ποιον καπετάνιο;” ρώτησε ο Νώντας που ως ναυτικός είχε γνωρίσει πολλούς. “Ποια είσαι εσύ;”

Η Γιωταλία ξεσκέπασε τ’ άσπρα της μαλλιά. Το πρόσωπο της φώτισε τον χώρο. Ο Νώντας έκανε μια ρόδα πίσω.

“Ω!” έκανε σαν να έβλεπε την Παρθένο Μαρία. “Είσαι το παιδί του Καπετάνιου και της…”

Η Νέδα γάβγισε μια φορά. Γαβ!
Αυτό σήμαινε ναι.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ