Γιωταλία (7. Οι ληστές των Κόκκινων Βάλτων)

0
761

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι n-3861-00-000045-hd-1024x768.jpg

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το έβδομο κεφάλαιο σε pdf

 

Τα προηγούμενα κεφάλαια θα τα βρείτε εδώ

https://sanejoker.info/category/giotalia

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Γιωταλία (7. Οι ληστές των Κόκκινων Βάλτων)

14

In my thoughts I have seen rings of smoke through the trees
And the voices of those who stand looking
Led Zeppelin, Stairway to heaven

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που ο ασήμαντος Φοίβος έπνιξε τη σπουδαία Μέγαιρα.

Τον ναό και μαζί με τη διοίκηση του Συνοικισμού της Παρθένου τον είχε αναλάβει η Φουερτεβεντούρα. Τους Άλφα τους είχε απολύσει, δεν χρειαζόταν άντρες φρουρούς. Στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν καθόλου φρουρούς. Όλες οι εταίρες τη θαύμαζαν και την προστάτευαν –ανταποδίδοντας όσα τους είχε δώσει.

Η Φουέρτε πίστευε ότι όλα θα συνέχιζαν να πηγαίνουν έτσι ωραία, έτσι όπως ζούσε. Μέχρι που είδε, προέβλεψε τον ερχομό της Ζανζιβάρης με την Τενερίφη.

«Κακά μαντάτα», είπε και ζήτησε απ’ τις θεραπαινίδες να της ετοιμάσουν ένα ζεστό μπάνιο. Λίγη ώρα μετά, καθώς έμπαινε γυμνή στο νερό είχε στην πλάτη της δυο ζευγάρια μάτια.

«Το κακό θα ξεκινήσει από δω και θα εξαπλωθεί παντού», της είπε η Τενερίφη.
«Τι εννοείς εδώ;» έκανε η Φουέρτε μέσα απ’ το νερό, χωρίς να γυρίσει.
«Είναι παράξενο, αλλά στον ύπνο μου έβλεπα συνέχεια εσένα μέσα σε μια λίμνη. Ήταν σπηλιά, υπόγεια. Αλλά τώρα έρχομαι και σε βρίσκω μέσα σε νερό. Τι το λες αυτό;»

Η Τενερίφη τα πήγαινε πολύ καλά με τη βασική ερμηνεία των ονείρων, αλλά δεν είχε το χάρισμα της ονειρομαντείας. Ο κόσμος των Ιδεών επικοινωνούσε με τον κόσμο της ζωής μέσω των ονείρων. Πολλοί ήταν καλοί δέκτες ονείρων, αλλά δεν ήξεραν από ερμηνεία, ονειρομάντης δεν γινόσουν, γεννιόσουν.

«Το ξέρεις ότι πάντα μου χαλάς τη διασκέδαση;» είπε η Φουέρτε. «Αλλά πάντα.»
«Η διασκέδαση είναι υπερτιμημένη», είπε η Τενερίφη.
«Όπως κι ο έρωτας;»
«Πφφφ. Και τα σκυλιά πηδιούνται.»
«Τα σκυλιά δεν ερωτεύονται.»
«Οι τράγοι βατεύουν», πετάχτηκε τότε η Ζήνα.

Η Φούερτε γέλασε.
«Ξέρεις από βάτεμα;» της είπε.
«Δεν ξέρει τίποτα», μπήκε στη μέση η Τενερίφη για να σώσει τη μαθητευόμενη της. «Ας την ήσυχη, δεν θα γίνει σαν του λόγου σου.»
«Και θα γίνει σαν κι εσένα; Στέρφα γη; Ξεραμένη;»

Η Τενερίφη αγρίεψε.

«Καλύτερα ξεραμένη παρά πόρνη και χοντρή.»
«Χοντρή; Τράβα στον Άδη, ηλίθια.»
«Πρώτα εσύ, χαμένη.»
«Αλήθεια, Τυρούλα», είπε η Φουέρτε συλλαβίζοντας, φτύνοντας μία μία τις συλλαβές του παιδικού ονόματος της Τενερίφης, «δεν πίστεψα ποτέ ότι είμαστε αδελφές.»

Η Ζήνα έμεινε μ’ ανοικτό το στόμα. Είχε πιστέψει ότι ήταν ερωμένες, γι’ αυτό κι υπήρχε σύγκρουση.

«Είστε αδελφές;» τους είπε. «Εσείς οι δύο;»
«Δίδυμες», είπαν εκείνες με μια φωνή.

Η Ζήνα τις παρατήρησε για λίγο. Καταρχάς η Φουέρτε έμοιαζε να είναι είκοσι χρόνια νεότερη. Κι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει. Ενώ η Τενερίφη…

«Πρόσεχε τι θα πεις», την έκοψε απ’ τις σκέψεις της η Τενερίφη.
«Όχι, δεν θα πω τίποτα.»
«Γιατί; Πες ό,τι σκέφτεσαι», την καθοδήγησε η Φουέρτε και γύρισε προς το μέρος τους.
«Απλώς… Δεν μοιάζετε.»
«Μπορεί να είμαστε από διαφορετικούς πατέρες δίδυμες», έκανε η Φουέρτε και βγήκε απ’ το νερό.

Για λίγο σταμάτησαν να μιλάνε. Μια θεραπαινίδα έτρεξε να την σκεπάσει με το βαμβακερό της ύφασμα, βαμβάκι της καλύτερης αιγυπτιακής ποιότητας, ύφασμα που βράχηκε και κόλλησε στις καμπύλες της. Ό,τι κι αν έκανε η Φουέρτε, ακόμα κι όταν ντυνόταν, γινόταν πιο γυμνή, πιο ερωτική.

«Τέλος πάντων, αδελφή κακορίζικη, στο ξαναλέω: Δεν πρόκειται να έρθω όπου θες να πάμε. Πηγαίντε οι δυο σας.»
«Πρέπει να είμαστε τρεις μάγισσες, το ξέρεις, η τριπλή σεληνοθεά έχει τη δύναμη», είπε η Τενερίφη.

«Θα έρθω εγώ!»

Η φωνή που είχε δηλώσει συμμετοχή στον αγώνα ήταν αντρική. Απ’ τις σκιές του δωματίου, τόση ώρα κρυμμένος, εμφανίστηκε ο Φοίβος.

~~

Ήταν πλέον είκοσι χρονών. Το πρόσωπο του είχε γίνει πιο τετράγωνο κι αρρενωπό, με τη βοήθεια των ορμονών της εφηβείας και των γητειών της Φούερτε –κι είχε παχύνει λιγάκι τα τελευταία χρόνια.

Δεν ήταν όμορφος και πάλι, αλλά έμοιαζε περισσότερο με άντρα παρά με κορίτσι. Ήταν αρκετά γυμνασμένος στο σώμα, αλλά περισσότερο ήταν γυμνασμένος στον έρωτα. Έχοντας ως ερωμένη τη Φουέρτε τόσα χρόνια, μαζί με κάποιες άλλες που του προμήθευε για ποικιλία, είχε αποκτήσει σιγουριά κι αποφαστικότητα ώριμου άντρα.

Τι είχε χάσει;

«Θα έρθω εγώ μαζί σας, να είμαι ο τρίτος», είπε και πλησίασε την παρέα.
«Άντρας; Εδώ;» έκανε η Τενερίφη.
«Δεν είναι ΕΝΑΣ άντρας», είπε η Φουέρτε. «Είναι αυτός που σκότωσε τη Μέγαιρα.»
«Εντάξει, δεν είναι ΕΝΑΣ άντρας. Είναι ΕΝΑΣ άντρας-ήρωας. Το χειρότερο είδος.»

Οι δύο αδελφές κοιτιόντουσαν στα μάτια κι έμοιαζε σαν να ξεκινούσε πυρκαγιά.

«Να σας πω ότι…» ξεκίνησε να λέει ο Φοίβος, αλλά η Φουέρτε τον έκοψε.
«Κάτσε να εξηγήσω δυο πράγματα στην αδελφή μου, Φοίβε, πριν την πνίξω.»

Της εξήγησε ποια ήταν η Μέγαιρα. Όχι αυτά που ήξεραν όλοι, αλλά τα κρυφά της νεκυοδαιμονίας. Της είπε πώς την σκότωσε ο δεκαπεντάχρονος τότε Φοίβος. Ακόμα κι η Τενερίφη, που δεν συνήθιζε να εντυπωσιάζεται με τίποτα, τον κοίταξε με θαυμασμό. Της είπε και κάτι ακόμα. Μόλις ανέλαβε τη διοίκηση του Συνοικισμού η Φουέρτε αισθάνθηκε να πέφτει στο Χάος που υπήρχε πριν τη Θεογονία. Ο Φοίβος έβαλε το χέρι του, το μυαλό του περισσότερο, έγινε ο συμβουλάτορας της, αυτός που κατάφερε να…

«Πηδιέστε;» την έκοψε η Τενερίφη.
«Αυτό είναι άσχετο.»
«Για σένα μπορεί. Αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Για εκείνον; Του έχεις κάνει τα μάγια σου κι είναι άσχετο;»
«Δεν του έκανα μάγια.»
«Σ’ όλους και σ’ όλες κάνεις. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις καν», της είπε η Τενερίφη.

«Μπορώ να πω κάτι;» παρενέβη ο Φοίβος για να βοηθήσει.
«Τι δύναμη έχεις;» του είπε η Τενερίφη φτύνοντας.

Απ’ την αργοπορία στην απάντηση κατάλαβε.

«Τι; Δεν είσαι μάγος;» Κοίταξε την αδελφή της. «Δεν είμαι μάγος ο αγαπητικός σου;»
«Όχι ακριβώς.»
«Όχι ακριβώς δεν είναι αγαπητικός σου ή όχι ακριβώς δεν είναι μάγος; Το ‘χεις μπλέξει το μουνί σου», της είπε η Τενερίφη. «Ή είναι μάγος ή δεν είναι.»
«Έχει μια δύναμη», είπε η Φουέρτε.
«Τι; Να σε βατεύει;»
«Ξέρει να λύνει τα προβλήματα που μπορούν να λυθούν και να παρακάμπτει ή να αποφεύγει τα άλυτα.»

Η Τενερίφη κοίταξε καλά καλά την αδελφή της. Μετά παρατήρησε τον Φοίβο. Δεν της γέμιζε το μάτι, αλλά δεν ήταν κλασικός άντρας. Είχε κάτι παράξενο.

«Το κάνει αυτό;» ρώτησε η Τενερίφη.
«Ως τώρα με απόλυτη επιτυχία», είπε η Φουέρτε.

Η Τενερίφη περπάτησε λιγάκι τριγύρω. Έκανε νόημα στη μαθητευόμενη να μη μιλήσει. Περπάτησε λίγο ακόμα. Μετά γύρισε στον Φοίβο.

«Πώς το κάνεις;» του είπε.
«Δεν ξέρω», απάντησε εκείνος, χωρίς καθόλου να κρύβεται. Είχε μάθει πια ότι δεν μπορείς να κρυφτείς από μια μάγισσα. «Δεν ξέρω, νομίζω ότι μου ‘ρχονται στο κεφάλι απ’ τη μούσα. Κάπου απέξω. Σαν να φωτίζεται το μυαλό μου.»
«Μόνο το μυαλό σου; Τι παράξενη μαγεία είναι αυτή;»
«Δεν είναι μαγεία. Όχι μαγεία όπως την ξέρετε», είπε ο Φοίβος.
«Αν δεν μπορείς να το εξηγήσεις είναι μαγεία», είπε η Τενερίφη.

Ο Φοίβος γέλασε, κι ακούστηκε κάπως σκωπτικό το γέλιο του, σαν να την κορόιδευε, πράγμα που έκανε την Τενερίφη να κοκκινίσει απ’ το θυμό.

Η Ζήνα είδε τον νεαρό άντρα να την πλησιάζει. Τόση ώρα μόνο άκουγε και δεν καταλάβαινε πολλά. Ο Φοίβος πήγε κοντά της.

«Γιατί πετάνε τα πουλιά και δεν πετάνε οι άνθρωποι;» τη ρώτησε.

Η Ζήνα βουβάθηκε.

«Γιατί ο Επιμηθέας έδωσε φτερά στα πουλιά κι όχι στους ανθρώπους», είπε η Τενερίφη που έτρεξε να σώσει τη μικρή.
«Ο Επιμηθέας, ο Προμηθέας και ο Αρχιδέας», είπε ο Φοίβος.
«Α, είσαι και σοφιστής», του πήγε κόντρα η Τενερίφη.
«Δεν με πειράζει να με πεις έτσι. Μόνο ηλίθιο μη με πεις», απάντησε εκείνος.

«Γιατί πετάνε τα πουλιά;» είπε τότε η Ζανζιβάρη. «Γιατί κολυμπάνε τα ψάρια; Γιατί μιλάνε οι ανθρώποι;»
«Υπάρχουν πουλιά που δεν πετάνε, ψάρια που δεν κολυμπάνε κι άνθρωποι που δεν μιλάνε», είπε ο Φοίβος.
«Όπως υπάρχουν μάγοι που δεν κάνουν μαγικά. Σαν κι εσένα», τον κοίταξε πριν συνεχίσει. «Είσαι ένα ψάρι που πετάει, ένα πουλί που μιλάει, ένας άνθρωπος που κολυμπάει.»

Τότε έγινε μια μεγαλύτερη παύση. Ο Φοίβος είχε εντυπωσιαστεί απ’ τη μικρή, κι αυτό δεν άρεσε καθόλου στη Φουέρτε. Μετά από πέντε χρόνια με τον Φοίβο και δεκάδες ανταλλαγές ερωτικών συντρόφων, για πρώτη φορά ένιωθε απειλή και ζήλεια. Γιατί δεν ήταν μόνο ερωτική έλξη, η μικρή μάγισσα είχε πιάσει το νήμα του μυαλού. Ο Φοίβος είχε γοητευτεί. Κι αυτό ήταν επικίνδυνο, γιατί η γοητεία προηγείται του έρωτα. Κι ο έρωτας είναι το τέλος της λογικής.

«Προτείνω να συνεχίσουμε τη συζήτηση στο δείπνο», είπε η Φουέρτε κι έκανε νόημα σε μια άλλη θεραπαινίδα. Της είπε να ετοιμάσει συμπόσιο για τέσσερις και να οδηγήσει τις νιόφερτες στον ξενώνα, για να καλλωπιστούν.

Καθώς έφευγαν ο Φοίβος συνέχισε να κοιτάει τη Ζανζιβάρη, όχι για να δει τι σχήμα φρούτου είχε ο κώλος της, αλλά γιατί τον είχε εντυπωσιάσει η βαθιά σκέψη της.

«Φτάνει!» του είπε η Φουέρτε, καθώς έφευγε προς το δωμάτιο της. «Ματιάζονται εύκολα οι παρθένες. Μένουν κι έγκυες έτσι, μόνο με το κοίταγμα.»

 

~~~

Στο δωμάτιο τους η Τενερίφη ξάπλωσε κι έκλεισε τα μάτια ξεφυσώντας. Η Ζήνα πλενόταν. Μετά φόρεσε έναν καινούριο πέπλο που της έφεραν. Ήταν ώχρα, το αγαπημένο της κίτρινο. Η θεραπαινίδα της πρότεινε να τη βάψει.

«Μην τολμήσεις ν’ απλώσεις χέρι πάνω της», είπε η Τενερίφη χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια και χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις και διάλογο.

Μόλις έφυγε η υπηρέτρια, μόνο τότε μίλησε η μουτρωμένη Ζήνα.

«Γιατί; Είναι κακό να είμαι όμορφη;»
«Το ήξερα ότι θα μπλέκαμε εδώ που σ’ έφερα. Αλλά τι να κάνω;» Ανακάθισε στο κρεβάτι και της είπε: «Αν γίνεις πολύ όμορφη θα σε βατέψει ο τράγος.»

Η Ζήνα δεν είπε κάτι, αλλά η μάγισσα ήξερε να διαβάζει εκφράσεις. Είχε σκεφτεί: «Δεν είναι ακριβώς τράγος.» Κι είχε στο μυαλό της τον νεαρό άμαγο μάγο.

«ΟΛΟΙ ΤΡΑΓΟΙ ΕΙΝΑΙ!» της φώναξε και την τρόμαξε.

«Δεν θέλουν να σε βατέψουν σώνει και καλά. Να σε ελέγξουν θέλουν. Αν τους αφήσεις τον έλεγχο θα σε κάνουν ό,τι θέλουν. Και δεν θα είναι καλό.»
«Η αδελφή σου δεν είναι έτσι.»
«Μη τη λες έτσι, δεν μπορώ. Η Φουέρτε είναι μάγισσα.»
«Κι εγώ είμαι.»
«Σκατά είσαι. Ακόμα δεν…»

Η Ζανζιβάρη δεν ήθελε να την ακούει. Πήγε στην πόρτα.
«Ωραία τότε. Αφού είμαι σκατά μάγισσα, τότε τράβα μόνη σου να σώσεις το αυγό της Ευρυδίκης.»
Βγήκε έξω και χτύπησε την πόρτα πίσω της.

Η Τενερίφη σάστισε για λίγο.
«Δεν ξέρεις καν πώς τη λένε! Ευρυνόμη! Που θες να είσαι και μάγισσα και δεν ξέρεις το…»

Κι έπιασε να βλαστημάει σαν ναύτης απ’ τη Μασσαλία, ενώ ετοιμαζόταν γρήγορα να κατέβει για το δείπνο.

~~~~

Τέτοιο τραπέζι δεν είχε ξαναδεί η Ζήνα. Δεν είχε μεγάλες ποσότητες, μόνο οι βάρβαροι και οι Θρακιώτες έτρωγαν πολύ, αλλά είχε την πιο απίστευτη ποικιλία, σχεδόν κάθε είδος φαγητού που υπήρχε.

Είχε άρτο από σιτάρι, όχι την κριθαρένια μάζα που έτρωγε ο λαός, είχε ελιές και σύκα. Διάφορες πίτες και πουλερικά, ψάρια και χταπόδια, τυριά και σαλιγκάρια. Είχε κουνέλι κι αγρογούρουνο και λαχανικά, αγγούρι, αγκινάρες, κολοκύθες, τα κρεμμύδια, το λάχανο, μανιτάρια και παντζάρια, κι άλλα τόσα που δεν ήξερε πώς τα λέγανε.

«Πού θα κάτσουμε;» ρώτησε η Τενερίφη.
«Θα το κάνουμε Αθηναϊκά», είπε η Φουέρτε. «Καθίστε στα ανάκλιντρα σας.»

Εκείνη ξάπλωσε σαν γάτα, ράθυμα και σεξουαλικά. Η μικρή προσπάθησε να τη μιμηθεί, αλλά περισσότερο σαν σκύλος έπεσε.  Η Τενερίφη έκατσε, δεν ξάπλωσε, χωρίς καθόλου να νοιάζεται να χαλαρώσει. Είχε πολλά να σκεφτεί. Κι ο Φοίβος έκανε κάτι παρόμοιο. Δεν έκατσε καν. Στάθηκε μπροστά στο ανάκλιντρο μελετώντας έναν πάπυρο ή κάνοντας ότι μελετάει.

Οι θεραπαινίδες γέμισαν πιάτα με διάφορα φαγητά και τα πέρασαν μπροστά απ’ τους συνδαιτημόνες. Καθένας έπαιρνε ό,τι ήθελε να φάει. Κι ήταν τόσο ευωδιαστά κι ωραία, που ακόμα και η Τενερίφη έφαγε.

Ενώ τα πιάτα πήγαιναν κι έρχονταν εμφανίστηκε κι ο Οινοχόος. Σε κάθε συμπόσιο έπρεπε να υπάρχει Οινοχόος. Συνήθως ήταν δούλοι, αλλά με εξαιρετική μόρφωση.

Το ανώτατο αξίωμα για έναν μη-ελεύθερο άνθρωπο ήταν ο οινοχόος –και μετά παιδαγωγός.

Ο Οινοχόος είχε σημαντική αποστολή. Δεν γέμιζε απλώς τα ποτήρια των συνδαιτυμόνων με ποτό, αλλά κατεύθυνε τη συζήτηση. Ξεκινούσε με άκρατο οίνο, ανέρωτο, για ν’ ανάψουν τα πνεύματα. Παρακολουθούσε τη συζήτηση κι όταν καταλάβαινε ότι πήγαινε να βγει εκτός ελέγχου, να γίνει άσκοπη φλυαρία ή τσακωμός, αύξαινε την ποσότητα του νερού στο κρασί, μέχρι και τέσσερα μέρη νερού σε ένα μέρος οίνου. Κεκραμένος οίνος, το κρασί γινόταν ελαφρύ και δροσερό. Όταν η συζήτηση επανερχόταν σε φυσιολογικά πλαίσια, ο Οινοχόος άλλαζε την αναλογία πρόσμειξης, μείωνε το νερό. Έτσι επηρέαζε τις συζητήσεις, την εξέλιξη της φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης.

Περίφημος Οινοχόος, που τον έκαναν μέχρι και άγαλμα, ήταν ο Μυς, ο οινοχόος που κατεύθυνε τη συζήτηση στο συμπόσιο που έγινε στην οικία του Αγάθωνα και κατέγραψε ο Πλάτωνας.

Στη Φεά Οινοχόος εκείνη την νύχτα ήταν ο Κάβουρας, που σαν μπήκε στο δωμάτιο με τον κρατήρα κοίταξε τον Φοίβο. Εκείνος του έκανε ένα κρυφό νόημα. Θα ήταν ένα συμπόσιο μέθεξης, όχι φιλοσοφίας. Ο Κάβουρας έβαλε ελάχιστο νερό στον κρατήρα, το ανακάτεψε και μετά γέμισε τον κύλικα. Όλοι θα έπιναν απ’ το ίδιο κύπελλο που περνούσε από χέρι σε χέρι.

~~~~~

«Ωραίο κρασί», είπε η Τενερίφη που δοκίμασε πρώτη. Δεν τα πήγαινε πολύ καλά με το φαΐ, αλλά της άρεσε το ποτό. «Έτσι το σερβίρετε εδώ; Άκρατο;»
«Ξέρει τι κάνει ο Κάβουρας», είπε η Φουέρτε. «Είναι ο καλύτερος οινοχόος της Αχαΐας και της Ηλείας.»

Ήπιε κι εκείνη με ευχαρίστηση και το έδωσε στη Ζήνα. Εκείνη πήγε να μιμηθεί τις μεγάλες, αλλά η πρώτη γουλιά της έφερε αναγούλα. Είχε ξαναπιεί κρασί, αλλά ποτέ τόσο δυνατό. Μάλλον της άρεσε περισσότερο η μπύρα.

«Η μικρή δεν πίνει οίνο», είπε η Τενερίφη.
«Φερ’ της έναν κυκεώνα με δυόσμο», έκανε η Φουέρτε.

Ο κυκεώνας ήταν ένα θρεπτικό ρόφημα του πρωινού, που είχε ως βάση λίγο κρασί, μέλι και σιτάρι. Ανάλογα την περιοχή προσθέτανε και μπαχαρικά ή βότανα. Σε κάποια μέρη έβαζαν χυμό φρούτων ή λιωμένα λαχανικά.

«Θα πιω!» είπε η Ζήνα και κατέβασε μεγαλύτερη γουλιά. Τα μάτια κόντεψαν να βγουν, αλλά το άντεξε.

«Κατάλαβα», έκανε η Τενερίφη. «Θα περάσουμε καλά απόψε.»
«Ας τη να διασκεδάσει», είπε η Φουέρτε. «Δεν κινδυνεύει εδώ. Ο Κάβουρας είναι κίναιδος.»

Η Τενερίφη έδειξε με τα μάτια της τον Φοίβο. Για εκείνον ανησυχούσε, όχι για τον μεσήλικα Κάβουρα. Η Φούερτε δεν μίλησε, όχι με το στόμα, της μίλησε στο μυαλό, όπως έκαναν από τότε που ήταν μαζί στη μήτρα. Της είπε: «Αυτός είναι δικός μου.»

«Τέλος πάντων», έκανε η Τενερίφη. «Ας την να πιεί όσο θέλει. Θα πάθει και θα μάθει. Άντε πέρνα το στον επόμενο. Κάβουρα, πρόσθεσε.»

Ο Οινοχόος γέμισε το κύλικα και τον πήρε ο Φοίβος. Εκείνος έκανε ότι ήπιε μεγάλη ποσότητα, αλλά το περισσότερο το έφτυσε πίσω στο κύπελλο. Και το ξανάδωσε στην Τενερίφη.

~~~~~~

Δυο ώρες μετά οι τρεις γυναίκες κελαηδούσαν, ενώ ο Φοίβος οδηγούσε τη συζήτηση έτσι όπως ήθελε κι έκανε ότι ήταν το ίδιο μεθυσμένος.

«Θα στο πω απλά, αδελφούλα», έλεγε η Φουέρτε εκείνη τη στιγμή. «Μου αρέσει εδώ. Έχω δει περισσότερα από σένα. Κι άλλους κόσμους, κι άλλες εποχές. Έχω ζήσει πολλά. Δεν θέλω να ξαναφύγω ακόμα κι αν δεν ξαναδώ την…»

Σταμάτησε να μιλάει και σκούπισε τα δάκρυα της. Δεν είναι εύκολο να βρεις μάγισσα μεθυσμένη, αλλά ο Κάβουρας ήταν πράγματι ο καλύτερος Οινοχόος, ενσάρκωση του Γανυμήδη.

«Θα ήθελα να την ξαναδώ», είπε η Φουέρτε κοιτώντας έναν κίονα.
«Ποια;» είπε ο Φοίβος.
«Την κόρη μου, ποια;»

Η Τενερίφη γύρισε απότομα και χτύπησε το πόδι της κάτω.

«Έχεις παιδί;» της φώναξε. «Κανονικό παιδί;»
«Κι εσύ κανονική ανιψιά.»

Η Τενερίφη πετάχτηκε πάνω κι είπε μερικές λέξεις που σίγουρα δεν ήταν ελληνικές, μπορεί να μην ήταν καν ανθρώπινες. Αμέσως ξενέρωσε, σαν να μην είχε πιει ούτε σταγόνα οίνου.

«Είσαι τρελή;» φώναξε στην αδελφή της. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.»
«Το έκανα.»

Η Τενερίφη μαινόμενη πήγε στο τραπέζι με τα εδέσματα κι άρχισε ν’ αναποδογυρίζει πιατέλες. Η Ζήνα σηκώθηκε και πήγε να τη σταματήσει. Αλλά ήταν τόσο ζαλισμένη που ξανάκατσε. Αφού δεν μπορούσε να περπατήσει προσπάθησε να μπει στο μυαλό της. Αυτό είναι κάτι που δεν επιτρέπεται να κάνεις, αλλά οι μεθυσμένοι δεν καταλαβαίνουν από κανόνες. Μπήκε εκεί μέσα και τρόμαξε τόσο που το αλκοόλ έβρασε μες στο αίμα της κι έγινε ατμός. Κι η Τενερίφη την ένιωσε εκεί και γύρισε πιο αγριεμένη από ποτέ.

Η Ζανζιβάρη ήταν πεσμένη μπροστά στο ανάκλιντρο της. Κοιτούσε μια τη δασκάλα της, μια τη Φουέρτε, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που είχε διαβάσει στο μυαλό της μάγισσας. Ο Φοίβος στεκόταν πιο πίσω και τους παρατηρούσε όλους, με τρομαχτική νηφαλιότητα και προσήλωση.

«Ξέρω τι έχει συμβεί», είπε η Ζήνα.

Είχε ανακαλύψει δυο μυστικά μέσα στο μυαλό της Τενερίφης. Το πρώτο ήταν πολύ δύσκολο να το χειριστεί, έστω να το καταλάβει. Αποφάσισε να μιλήσει για το δεύτερο, το πιο πρόσφατο.

«Είσαι καταραμένη, επειδή γέννησες», είπε στη Φουέρτε.

Και είχε δίκιο. Όταν διαλύθηκε η μητριαρχική ιεροσύνη, οι ιέρειες έδωσαν όρκο στη Μεγάλη Μητέρα: Θα έμεναν ελεύθερες απ’ τους άντρες. Όχι απ’ τη συνουσία απαραίτητα, αλλά απ’ τη μητρότητα με βεβαιότητα. Οι μόνες ελεύθερες που μπορούσαν να γεννήσουν θα ήταν οι εταίρες. Όσες μάγισσες τολμούσαν να γεννήσουν έχαναν την ψυχή τους. Καταδικάζονταν σε αέναο μεταθανάτιο μαρτύριο.

«Πάντα έτσι», φώναζε η Τενερίφη. «Πάντα απερίσκεπτη.»
«Πάντα ελεύθερη», είπε η Φουέρτε.
«Τι ελεύθερη; Η ψυχή σου καταδικάστηκε.»
«Η ψυχή μου είναι στην κόρη μου.»
«Θα τη βρουν κι αυτή. Δεν γλιτώνει.»
«Δεν είναι εδώ», είπε η Φουέρτε.
«Όπου κι αν είναι.»
«Δεν είναι τώρα.»

Ο Φοίβος έκανε ένα ταραγμένο βήμα μπροστά. Ανέκτησε την ψυχραιμία του, χαλάρωσε, έκανε σαν να μην άκουγε.

«Τι έκανες;» είπε η Τενερίφη.
«Ώσμωση, αδελφούλα.»
«Τι ν’ αυτό;»
«Βρήκα μία απ’ τις μεμβράνες στην χρόνο και πέρασα.»
«Πού πήγες; Μπροστά ή…»
«Μπροστά.»
«Πολύ;»
«Όχι όσο έπρεπε, όχι όσο παλιά είναι οι Αιγύπτιοι. Κι οι γυναίκες είναι ακόμα από κάτω.»
«Και γέννησες;»
«Ναι, ένα κοριτσάκι.»
«Πώς ήτανε;»

Η Φουέρτε χαμογέλασε. Την ίδια στιγμή χαλάρωσε κι η Τενερίφη, χαμογέλασε κι εκείνη, σαν να τη διάβαζε.

«Παράξενο. Η μαία την ακούμπησε πάνω μου. Στο στήθος μου. Σταμάτησα να πονάω. Κι εκείνη να κλαίει.»
«Πόσων χρονών την άφησες;»
«Τριών. Ο πατέρας της…»
«Ζει ακόμα;» ρώτησε η Ζήνα.

Οι δύο αδελφές είχαν ξεχάσει πού βρίσκονταν. Γύρισαν προς τη φωνή. Ο Φοίβος πλησίασε. Έπρεπε ν’ ακούσει κι εκείνος.

«Ζει», είπε η Φουέρτε.
«Επικοινωνείς;» ρώτησε η Ζήνα.
«Όχι, αλλά ξέρω. Τη νιώθω.»

Η Τενερίφη έκανε νόημα στον Κάβουρα να ξαναγεμίσει το κυλικίο. Με άκρατο οίνο σίγουρα. Ήξερε ότι θα άκουγε άσχημα νέα, ήταν μέσα στη μήτρα με τη Φουέρτε.

«Η κόρη μου είναι δεμένη με τον κόσμο», είπε η Φουέρτε. «Κι είναι η τελευταία μάγισσα. Γι’ αυτό τη γέννησα εκεί. Αν χαθεί η… Γιωταλία, θα χαθεί κι η μαγεία, κάθε αντίσταση θα χαθεί. Όχι μόνο στην εποχή της, αλλά και πάντα, πίσω και μπρος.»

«Κινδυνεύει;» είπε η Ζήνα.

Η Φουέρτε δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει, γιατί μπήκε στη μέση η Τενερίφη.

«Καλή μου Ζανζιβάρη, οι γυναίκες πάντα κινδυνεύουν. Οι μάγισσες κινδυνεύουν δέκα φορές περισσότερο.»
«Μπορεί να τα βγάλει πέρα», είπε η Φουέρτε. «Η Γιωταλία είναι το απαύγασμα.»

Η Ζήνα ζήλεψε. Ρώτησε τι μπορούσε να κάνει η κόρη.

«Δεν ξέρω», είπε η Φουέρτε.
«Πού να ξέρεις; Ως συνήθως είσαι χαοτική», είπε η Τενερίφη.

Η Φουέρτε απάντησε κάτι εξίσου προσβλητικό για τη δίδυμη αδελφή της. Ο Φοίβος κατάλαβε ότι δεν μπορούσαν να πουν περισσότερα γι’ αυτό που ήθελε να μάθει. Έκανε νόημα στον Κάβουρα να γεμίσει το κυλίκιο με άκρατο οίνο. Μέχρι να πέσουν ξερές απ’ το ποτό.

 

 

15

Την επομένη ξύπνησαν όλες με πονοκέφαλο. Ευτυχώς ήταν μάγισσες, οπότε ήπιαν εκχύλισμα γαϊδουράγκαθου με γάλα γαϊδούρας κι ωμό αβγό αγριόπαπιας και σε λίγα λεπτά είχαν κεφάλι και συκώτι καθαρό.

Βρέθηκαν στην κεντρική αίθουσα για να πάρουν το προάριστο. Η Φουέρτε έλαμπε ως συνήθως, και υπήρχε κάτι σκοτεινό στα μάτια της που την έκανε ακόμα πιο ελκυστική. Είχε κλάψει. Έπινε τον κυκεώνα της κοιτώντας το νερό.

Η Τενερίφη με τη Ζανζιβάρη πήγαν μαζί. Η μάγισσα δεν χαιρέτησε καν. Έκατσε στο τραπέζι, έβαλε λίγο έτνος στο πιάτο της και ζήτησε μπύρα. Η Ζήνα κοιτούσε τριγύρω, δήθεν αδιάφορα, αλλά έψαχνε για το Φοίβο.

«Δεν ήρθε ακόμα. Μάλλον πήγε στη βιβλιοθήκη», της είπε η Φουέρτε.

Η μικρή δεν προσπάθησε να κάνει την ανήξερη. Έκατσε να φάει κι έλαμψε λίγο μετά, όταν τον είδε να μπαίνει.

Εκείνος δεν φαινόταν καθόλου ταλαιπωρημένος απ’ την οινοποσία. Κάτι παρόμοιο έλεγαν και για το Σωκράτη. Μπορούσε να πίνει περισσότερο απ’ όλους τους συνδαιτυμόνες, ακόμα και τους νεότερους, και ποτέ δεν φαινόταν να μεθάει. Ίσως να έφτυνε κι εκείνος το κρασί.

Ο Φοίβος έβαλε στο πιάτο του ένα ψάρι. Ήταν οδηγία του Ιπποκράτη, το ψάρι δυναμώνει τη φαιά ουσία, γιατί είναι υγρή κι εκείνη.

«Έκανα μια μικρή έρευνα», είπε ο Φοίβος.
«Δεν ήρθες στο κρεβάτι μου», είπε απροκάλυπτα η Φουέρτε.
«Με συγχωρείς γι’ αυτό, αλλά ήθελα να μάθω τι γίνεται. Κατέβηκα στα καταγώγια.»

Στο λιμάνι της Φεάς έδεναν πλοία απ’ όλο τον κόσμο. Ήταν σαν κέντρο πληροφοριών, αν είχες να πληρώσεις κι ήξερες να κάνεις σωστές ερωτήσεις.

«Ο Αριστοτέλης, στο πρώτο βιβλίο της Ποιητικής, είχε γράψει ότι η τέχνη είναι μίμηση ζωής», είπε ο Φοίβος κόβοντας το κεφάλι του ψαριού. «Αλλά κάποιες φορές η ζωή είναι μίμηση τέχνης. Γιατί η τέχνη είναι απάτη. Κι εγώ ήμουν απατεώνας.»

Οι μάγισσες δεν είχαν διάθεση για φιλοσοφικούς γρίφους. Ο Φοίβος αναγκάστηκε να εξηγήσει με απλά λόγια, όσο απλά γινόταν να μιλήσεις για κάτι τόσο δύσκολο.

~~

Ό,τι υπάρχει και συμβαίνει στον κόσμο είναι συνδεδεμένο με όλα τ’ άλλα. Όπως το μυκήλιο μεταδίδει σήματα ανάμεσα στα δέντρα και στα φυτά, έτσι υπάρχει κι ένα αόρατο δίκτυο  που επικοινωνεί κάθε σκέψη και ιδέα και κάθε όνειρο στο Δάσος της Νόησης.

Το Δάσος της Νόησης είναι το σύνολο των Ιδεών. Κάθε σκέψη, συναίσθημα, γραφή, όνειρο, τέχνη, τα πάντα καταγράφονται στο Δάσος.

Υπάρχουν δυο Κόσμοι. Εκείνος της Ύλης κι εκείνος των Ιδεών.

Μια πέτρα που πέφτει ανήκει στον Κόσμο της Ύλης. Όταν κάποιος βλέπει μια πέτρα να πέφτει ή φαντάζεται μια πέτρα να πέφτει ή γράφει για μια πέτρα που πέφτει, βρισκόμαστε στον Κόσμο των Ιδεών, στο Δάσος της Νόησης.

Αυτοί οι δύο κόσμοι επικοινωνούν με ώσμωση.
Η Νόηση δεν δημιουργεί, αλλά μεταφέρει την Ιδέα στον Κόσμο της Ύλης για να δημιουργηθεί κάτι.

Η Ύλη χωρίς Νόηση θα ήταν νεκρή.
Η Νόηση χωρίς Ύλη θα ήταν άδεια.

~~~

«Τι έχει συμβεί λοιπόν», είπε η Τενερίφη που βαριόταν τη φιλοσοφία του Πλάτωνα.

«Η απάτη μου ή μάλλον η απάτη μας», έκανε ο Φοίβος κοιτώντας τη Φουέρτε, «δημιούργησε μια πραγματικότητα. Η Νόηση έφτιαξε Ύλη.»

Για να εξαπατήσουν τη Μέγαιρα είχαν ισχυριστεί ότι ο Άβαρις, ο Υπερβόρειος, προσπαθούσε να φτιάξει μια πανελλήνια ομοσπονδία  μ’ εκείνον σκιώδη κυβερνήτη.

Και φάνηκε ότι πράγματι ο Άβαρις προσπαθούσε να κάνει ακριβώς αυτό. Αλλά με προδοσία. Συμβούλευε τους Ρωμαίους πώς να διαλύσουν την Αχαϊκή Κοινοπολιτεία, την τελευταία αντίσταση στην Ελλάδα, μετά την υποδούλωση των Μακεδόνων.

«Δεν μου το είπες αυτό», είπε η Φουέρτε.
«Μόλις σήμερα το ‘μαθα. Χτες το βράδυ για την ακρίβεια.»
«Και τι μας νοιάζει ποιος θα νικήσει; Κι οι Ρωμαίοι χρειάζονται εταίρες.»
«Η Ρώμη θέλει να είναι η χιλιόχρονη αυτοκρατορία», είπε ο Φοίβος. «Κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Καμιά μαγεία δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Αλλά ο Άβαρις έχει διαφορετικούς σκοπούς. Στήνει διωγμό με τους Ρωμαίους να τον σιγοντάρουν.»

Η Τενερίφη άφησε το ποτήρι της και σηκώθηκε να φύγει.
«Αρκετές βλακείες άκουσα για σήμερα.»
«Δεν λέει ψέματα», είπε η Ζήνα.
«Μπήκες στο μυαλό του;»
«Ξώφαλτσα.»

Τι είχε δει η Ζήνα εκεί μέσα; Πολλούς ναύτες κι εργάτες και μισθοφόρους να μιλάνε στο Φοίβο για το σκουλήκι, την αρρώστια που τρώει τη ζωή. Τι ήταν; Κάθε ξένο και παράξενο. Ξεκινώντας απ’ το δαίμονα που ζούσε ανάμεσα τους. Τις ελεύθερες γυναίκες, μάγισσες κι εταίρες.

Αυτό το σπόρο είχε σπείρει ο Άβαρις. Αυτές θα έπρεπε να υποταχτούν σαν τις άλλες γυναίκες ή θα τις έπνιγαν.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Υπερβόρειος ήθελε να φτιάξει μια κοινωνία καθαρή, που θα διοικούσαν και θα ελέγχανε μόνο οι ελεύθεροι άντρες, οι άριοι, αυτοί ήταν η κορυφή της Δημιουργίας, έτσι έλεγε.

Από κάτω ήταν όλοι οι άλλοι. Το μόνο πρόβλημα σε μια τέτοια πυραμίδα ήταν οι γυναίκες που συνέχιζαν να υπερασπίζονται έναν κόσμο παλιό. Κι η βάση ήταν φαρδιά.

«Οπότε», είπε η Φουέρτε, «αφού εμπλέκονται οι Ρωμαίοι, που όπως είπες είναι ανίκητοι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Βάλτε να πιούμε.»

Η μικρή Ζήνα, καθώς περνούσε περισσότερο καιρό με ανθρώπους πιο πολύπλοκους απ’ τους αγροίκους είχε αρχίσει να μαθαίνει κάτι καινούριο. Χωρίς να δανείζεται το μυαλό τους, που ήταν επίπονο, έξυνε την επιφάνεια τους κι άκουγε τις σκέψεις τους, έβλεπε πράγματα που είχαν δει, τι είχαν νιώσει, αλλά χωρίς να εντρυφεί και να επηρεάζεται.

Έτσι κατάλαβε αμέσως ότι η Φουέρτε δεν εννοούσε αυτό που έλεγε.

«Θες ν’ αποφύγεις τη σύγκρουση», της είπε. «Και να το σκάσεις. Με το Φοίβο.»
«Κακό είναι; Γιατί να δώσω μια μάχη που θα χάσω;»
«Την έχουμε χάσει σίγουρα αν δεν τη δώσουμε», είπε η Ζήνα
«Είσαι δειλή κι άσε τις φιλοσοφίες», είπε η Τενερίφη στην αδελφή της.
«Αγαπώ τη ζωή. Κακό είναι;»

Και πριν αρχίσουν να τσακώνονται πάλι μπήκε στη μέση ο Φοίβος.

«Μπορούμε να νικήσουμε αυτή τη μάχη. Όχι τον πόλεμο. Αν φύγει ο Άβαρις απ’ τη μέση θα είναι πολύ καλύτερα για όλους μας.»
«Θες να σκοτώσεις τον Άβαρι;» είπε η Φουέρτε.

Όλες ανατρίχιασαν. Ο μεγάλος μάγος είχε τη φήμη ημίθεου, έλεγαν ότι είναι απόγονος του Απόλλωνα. Τα είχε βάλει με τους πιο δυνατούς ηγεμόνες. Δεν ήταν Μέγαιρα, ήταν εκατό φορές πιο δυνατός.

«Θα τον σκοτώσουμε», είπε ο Φοίβος. «Τρεις. Εγώ και δυο μάγισσες.»
«Εγώ δεν πάω πουθενά», είπε η Φουέρτε.
«Ωραία. Τότε ξέρουμε ποιοι θα πάμε.»

«Η Ζανζιβάρη δεν είναι μάγισσα ακόμα», είπε η Τενερίφη. Την είχε πάρει μαζί της γι’ αυτό, για να σώσουν το αβγό της Ευρυνόμης, που σίγουρα δεν θα γινόταν χωρίς αγώνα. Αλλά σαν κατάλαβε πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο, πόσο αδύνατη ήταν η αποστολή, ξεκίνησε ν’ ανησυχεί για την προστατευόμενη της.

«Είμαι!» έκανε η Ζήνα. «Είμαι μάγισσα! Σ’ έσωσα στην Αγορά, δεν σ’ έσωσα;»
«Δεν μπορείς να το ελέγξεις ακόμα.»
«Τότε γιατί μ’ έφερες;»

Όλοι κοίταξαν την Τενερίφη περιμένοντας την απάντηση της. Ακόμα κι οι θεραπαινίδες. Εκείνη παραδέχτηκε την ήττα χωρίς να μιλήσει. Δεν το είπε, αλλά το έδειξε. Γέμισε το ποτήρι της μπύρα, πήρε ένα μπούτι από πάπια και πήγε στην άκρη.

Η Ζήνα πλησίασε τον Φοίβο και του είπε, λιγάκι προκλητικά, όσο μπορούσε αφού ήταν άμαθη: «Πάμε δίπλα να μας δείξεις τα σχέδια;»
«Πού το ξέρεις;» είπε εκείνος και γελάσανε, μόνο οι δυο τους.

Η Φουέρτε κοίταξε θυμωμένα την Τενερίφη. Της μίλησε στο μυαλό της: «Μα τι είναι αυτή η μικρή που βρήκες;»
Η Τενερίφη απάντησε με τον ίδιο τρόπο: «Ούτε κι εγώ ξέρω ακόμα. Ούτε κι εκείνη δεν ξέρει.»

~~~~

Ο Φοίβος τους οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο, όπου είχε στήσει χάρτες και σχεδιαγράμματα. Μέσα σε μια νύχτα, ρωτώντας, ψάχνοντας, αλιεύοντας, είχε καταφέρει να μάθει ό,τι ήταν γνωστό για τον Άβαρι –και λίγα παραπάνω.

Πρώτο στοιχείο: Η βάση του μάγου ήταν στον Ακροκόρινθο, το απόρθητο κάστρο στο βουνό πάνω απ’ την Κόρινθο.

«Ωραία ξεκινήσαμε», είπε η Φουέρτε. «Μπορείτε να πάτε εκεί σαν τον Βελλεροφόντη που το ‘χτισε. Μόνο που θα χρειαστείτε και τον Πήγασο του.»

«Αυτό λύνεται», είπε ο Φοίβος. «Το πρόβλημα είναι άλλο. Οι Άλφα. Ο Άβαρις δεν έχει δέκα. Έχει χίλιους, έτσι λένε.»
«Αυτούς μια χαρά τους αντιμετώπισες, έτσι λένε», τον χλεύασε η Τενερίφη.
«Δεν τους αντιμετώπισα. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω Άλφα. Τους απέφυγα. Εσύ θα μπορούσες να τους επηρεάσεις;»  ρώτησε τη Ζήνα.
«Δεν νομίζω.»
«Μπαίνεις στο μυαλό τους.»
«Στα ζώα. Οι άνθρωποι είναι…»
«Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, είναι περίπου άνθρωποι.»
«Και συνήθως μπαίνω μόνο σ’ ένα», είπε η Ζήνα.
«Συνήθως;»

Μια μικρή παύση. Η Τενερίφη δεν ήθελε να του πει. Η μικρή ήθελε να εντυπωσιάσει τον νέο.

«Στην Αγορά μπήκα στο μυαλό όλων των ζώων εκεί τριγύρω.»
«Όλων;»
«Ναι, τα είδα σαν κουκίδες.»
«Μα πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;» είπε ο Φοίβος που είχε συνηθίσει την ήπια ερωτική μαγεία της Φουέρτε.

Η Τενερίφη γέλασε.
«Μικρέ, είσαι εξυπνάκιας, εντάξει. Αλλά δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να κάνει μια μάγισσα, μια δυνατή μάγισσα.» Αυτό ήταν σπόντα για τη Φουέρτε.

«Κι έτσι περνάμε και στο τρίτο πρόβλημα», είπε ο Φοίβος, που ακούστηκε σαν να είχε προσχεδιάσει όλη τη συζήτηση, σαν να ήξερε τι θα έλεγε η Τενερίφη.

«Το βασικό πρόβλημα: Τι μπορεί να κάνει ο Άβαρις;»

Τους διηγήθηκε στα γρήγορα όσα λεγόντουσαν για εκείνον. Μπορούσε να πετάει, να ελέγχει τα καιρικά φαινόμενα, να σβήνει τον ήλιο για λίγο, να σταματάει την καρδιά των εχθρών του με μια λέξη, να ελέγχει τους νεκυοδαίμονες και να προστάζει τους νεκροζώντανους, να καίει χωρίς φωτιά, να φτιάχνει χρυσό απ’ τις πέτρες, να σε κάνει να βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν.

Οι τρεις μάγισσες ζάρωσαν λιγάκι στο πετσί τους. Αν ήταν τόσο δυνατός δεν μπορούσε κανείς να τον αντιμετωπίσει.

«Επιπλέον», συνέχισε ο Φοίβος, «κάποιος μου είπε ότι κατουράει ίχωρ και χέζει κεραυνούς.»
«Δεν πιστεύεις;» του είπε η Φουέρτε.
«Κανείς απ’ τους μάρτυρες δεν είχε δει κάτι με τα μάτια του. Όλοι το είχαν ακούσει από κάποιον που του το είπε κάποιος άλλος. Μόνο φήμες και διαδόσεις. Ο Άβαρις είναι μάγος στα ψέματα και στην παραπλάνηση. Μας έχει κάνει να πιστέψουμε ότι έχει δυνάμεις.»
«Δεν το ξέρεις αυτό με σιγουριά», του είπε η Φουέρτε.
«Το ξέρω. Γιατί δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει αυτός ο Υπερβόρειος. Κανείς δεν τον έχει δει.»
«Δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει», είπε η Τενερίφη.
«Έστω. Αλλά δυνάμεις δεν νομίζω να έχει μεγαλύτερες απ’ τις δικές σας.»

«Έστω ότι ισχύει», είπε η Τενερίφη. «Έχουμε τα άλλα δυο προβλήματα να λύσουμε. Πώς θα μπούμε στο κάστρο και πώς θα ξεφύγουμε απ’ τους Άλφα. Και πώς θα φύγουμε.»
«Το ‘χω», είπε ο Φοίβος.
«Τόχο; Τι είναι αυτό;» έκανε η Τενερίφη.

Η Φουέρτε γέλασε. Μαζί κι η Ζήνα. Η Τενερίφη σκυθρώπιασε.

«Ωραία», είπε ο Φοίβος. «Αύριο το πρωί ξεκινάμε. Θέλουμε τρεις μέρες για τον Ακροκόρινθο. Θα σας πω το σχέδιο στη διαδρομή.»
«Πάμε να πιούμε και να φάμε τώρα;» είπε η Φουέρτε.
«Πάλι;» είπε ο Φοίβος.

~~~~~

Πότε ήρθε το βράδυ ούτε που το κατάλαβαν. Ήπιαν με περισσότερη σύνεση απ’ την προηγούμενη φορά, κι ο Κάβουρας έβαλε περισσότερο νερό στο κρασί για να θυμούνται την τελευταία τους νύχτα.

Ο Φοίβος πήγε στο κρεβάτι της Φουέρτε και ξάπλωσε δίπλα της.

«Θα έρθω μαζί σας», του είπε καθώς τον γρατζουνούσε.
«Δεν χρειάζεται.»
«Θέλω.»
«Δεν γίνεται! Το σχέδιο είναι έτοιμο, είναι τέλειο, και χρειάζεται τρεις. Δεν με εμπιστεύεσαι;»
«Το ξέρεις ότι πιστεύω σε σένα, αλλά…» του είπε κοιτώντας τον τρυφερά στα μάτια.
«Πάλι νιώθω λιγάκι Οιδίποδας», είπε ο Φοίβος για ν’ αλλάξει συζήτηση.

Η Φουέρτε τον έριξε ανάσκελα και του έβγαλε το ρούχο με μια κίνηση.

«Ωραία, λοιπόν. Θα γίνω η Σφίγγα.»

Για ν’ αλλάξει θέμα κι εκείνη, αφού δεν ήθελε να τη δει να κλαίει, τον έκανε να νιώσει σαν παρθένος ξανά.

~~~~~~

Στο άλλο δωμάτιο οι δύο μάγισσες, η παλιά και η καινούρια, είχαν ξαπλώσει και κοιτούσαν το ταβάνι.

«Λίγο στεναχωριέμαι που σ’ έμπλεξα σ’ αυτό», εξομολογήθηκε τελικά η Τενερίφη.
«Εγώ καθόλου. Γιατί σκέφτομαι την εναλλακτική: Να ήμουν στο Κατσικοχώρι και να περιμένω πότε θα με δώσουν οι δικοί μου στον τράγο.»
«Άθλιο.»
«Ακριβώς. Οπότε σ’ ευχαριστώ, δασκάλα, που μου έδειξες πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος.»

Η Τενερίφη χάρηκε. Επειδή η μικρή είχε δίκιο κι επειδή η μικρή ήταν έξυπνη και ταλαντούχα. Όλα θα πήγαιναν καλά. Έσβησε το λυχνάρι χωρίς να το ακουμπήσει.

«Ευτυχώς έχουμε κι αυτόν τον εξυπνάκια», είπε η Τενερίφη στο σκοτάδι. «Και θα σου συστήσω να μην τον σκέφτεσαι ερωτικά.»
«Γιατί;»
«Γιατί είσαι μικρή και γιατί είσαι μάγισσα.»
«Κι η Φουέρτε είναι μάγισσα.»
«Ένας λόγος παραπάνω. Δεν θες να μπλέξεις μαζί της.»
«Ναι, καλά, σιγά μη φοβηθώ», είπε η μικρή.

Η Τενερίφη χτύπησε ελαφρά τον αντίχειρα με το μεσαίο δάκτυλο και η φλόγα ξανάναψε. Γύρισε στο πλάι να βλέπει τη Ζήνα.

«Μην νομίζεις ότι η Φουέρτε είναι καμιά αδύναμη εταίρα. Έχεις δει ποτέ θέατρο; Πού να δεις στο Κατσικοχώρι; Έρωτ᾽ ανίκητε στον πόλεμο, που στ᾽ απαλά τα μάγουλα της κορασίδας νυχτερεύεις
δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός κι όποιον θα πιάσεις γίνεται τρελός. Τρελή είναι κι αυτή. Θα σου κάνει τη ζωή Άδη.»
«Κι εγώ μπορώ.»
«Ωχ, που έμπλεξα; Άκου. Τον Φοίβο τον θέλουμε τώρα για ένα πράγμα: Για το μυαλό του, όχι για το πουλί του. Είναι καλός. Σκέφτεται όπως οι στρατηλάτες. Αν είχε γεννηθεί στη Μακεδονία από ευγενική γενιά θα ήταν σπουδαίος. Οι περισσότεροι άντρες είναι άχρηστοι, αλλά πάντα υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Αυτός ο μικρός έχει ταλέντο στο σχεδιασμό.»

Η Ζανζιβάρη είχε ξεκινήσει να γελάει αρκετή ώρα, αλλά κρατιόταν. Τελικά το άφησε να φανεί.

«Τι γελάς;»
«Μπήκα πάλι στο μυαλό του, όταν έλεγε το σχέδιο.»
«Και τι; Είναι ηλίθιος;»
«Όχι, είναι υπέροχος. Αλλά… Δεν έχει σχέδιο.»
«Για ποιο; Εννοείς με τον Άβαρι;»
«Ναι!» είπε η Ζήνα και ξεκαρδίστηκε. «Ξέρει στο περίπου, αλλά σχέδιο δεν έχει.»
«Και γελάς;»
«Ναι, το λατρεύω.»
«Γιατί;»

Η μικρή σηκώθηκε και πήγε να κάτσει πρόσωπο με πρόσωπο με τη δασκάλα της.

«Γιατί είναι περιπέτεια. Έτσι δεν είπε ο Αριστοτέλης που όλοι θαυμάζετε; Περιπέτεια. Απ’ την ευτυχία στη δυστυχία, έντονες στιγμές. Θα παλέψουμε, θα δυσκολευτούμε, αλλά θα νικήσουμε.»
«Αυτό δεν το ξέρεις.»
«Το ξέρω. Είμαι σίγουρη. Το ξέρει κι ο Φοίβος, το είδα στο μυαλό του.»

Η Τενερίφη δεν είπε κάτι παραπάνω. Της έκανε νόημα να πάει πίσω στο στρώμα της κι έσβησε το λυχνάρι. Σκέφτηκε αυτά που είχε ακούσει.

Η Ζήνα είχε δίκιο. Ήταν στην αρχή της εφηβείας, νόμιζε ότι ήταν αθάνατη κι ανίκητη. Κι ο Φοίβος είχε δίκιο. Εικοσάχρονος που είχε σκοτώσει τη Μέγαιρα στα δεκαπέντε του και ήταν εραστής της πιο ερωτικής γυναίκας του τελευταίου αιώνα. Θα έβρισκε τρόπο να κατατροπώσουν το γέρο μάγο.

Κι εκείνη είχε δίκιο. Γιατί είχε κουραστεί πια και ήξερε ότι πολλές φορές, τις περισσότερες, οι Θεοί και οι Μοίρες είναι εναντίον σου. Δεν νικάς όποτε θες να νικήσεις.

Αλλά δεν ήθελε να τα σκέφτεται άλλο. Ας γινόταν ότι η Κρυφή Αρμονία ήθελε να γίνει. Έκλεισε τα μάτια. Θα ξημέρωνε μια δύσκολη μέρα. Όλο περιπέτειες. Χαμογέλασε.

 

 

 

16

Το πρωί η Φουέρτε δεν πήγε να τους ξεπροβοδίσει. Είχε κλειστεί στο δωμάτιο της. Δεν έκλαιγε, αλλά έπρεπε να προσευχηθεί για τον Φοίβο. Κι όλοι ήξεραν ότι ιδιωτικά και χαμηλόφωνα προσεύχονταν οι μάγισσες.

Πράγματι ένιωθε λιγάκι σαν την Ιοκάστη, τη μητέρα και γυναίκα του Οιδίποδα. Γιατί τον ποθούσε και τον αγαπούσε μητρικά. Επιπλέον ήξερε ότι δεν μπορούσε να μείνει μαζί του πολύ ακόμα. Ήταν μάγισσα, αλλά δεν ήταν θέαινα. Ήταν πολύ μεγάλη η διαφορά ηλικίας κι όταν θα γερνούσε εκείνος θα προτιμούσε κάποια άλλη, νεώτερη. Έμεινε, λοιπόν, να προσεύχεται.

Ο Φοιβος είχε προτείνει να πάρουν άλογα, όμως η Τενερίφη αρνήθηκε οτιδήποτε σχετικό. Θα πήγαιναν με τον Λανθαρότε και το κάρο της. Όταν ο νέος είδε το μουλάρι απελπίστηκε.

«Μ’ αυτό το πράμα θα πάμε; Θα μας πάρει τρεις αιώνες!»

Ο Λανθαρότε γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν ένα πολύ θλιμμένο μουλάρι.

«Πράμα να πεις το πράμα της ερωμένης σου», του είπε η Τενερίφη. «Ο Λανθαρότε μου έχει κάνει τρεις φορές το γύρο της Πελοποννήσου.»
«Φαίνεται.»
«Και δεν τρέχουμε. Σπεύδε βραδέως.»
«Αλλά πολύ βραδέως», είπε ο Φοίβος και πήρε τη θέση του στην καρότσα.

Δεν φόρτωσαν τρόφιμα, ούτε καν νερό. Ό,τι χρειαζόντουσαν θα το αγόραζαν στα πανδοχεία που θα έβρισκαν. Έτσι είχαν λιγότερο βάρος.

Πριν ξεκινήσουν ο Φοίβος άνοιξε το χάρτη. Έδειξε τη συντομότερη διαδρομή, μια ευθεία ανάμεσα στη Φεά και στον Ακροκόρινθο.

«Η ευθεία δεν είναι η συντομότερη διαδρομή», του είπε η μάγισσα.
«Δεν υπάρχει μαγική οδός για τη γεωμετρία, αγαπητή μου», της είπε ο Φοίβος.
«Μη με ξαναπείς έτσι, γιατί θα σε μεταμορφώσω σε βάτραχο.»
«Εντάξει», έκανε ο Φοίβος και το σκέφτηκε λιγάκι. Λες να μπορούσε; «Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι…»
«Ο Ευκλείδης το έδειξε στο χώμα. Επίπεδο. Η δικιά σου ευθεία περνάει πάνω από βουνά. Δεν θ’ αντέξει ο Λανθαρότε.»
«Γι’ αυτό πρότεινα άλογα.»

Η Τενερίφη δεν μίλησε. Έκατσε μπροστά και μίλησε στο μουλάρι για να ξεκινήσει, με κατεύθυνση τη θάλασσα.

«Δεν μπορούμε να πάμε παραθαλάσσια!» φώναξε ο Φοίβος. «Ο δρόμος είναι γεμάτος ληστές και δολοφόνους.»
«Ωραία, θα κάνουμε προπόνηση», είπε η Τενερίφη.

Η Ζανζιβάρη, που είχε κάτσει πίσω κι εκείνη, έγειρε να του μιλήσει.
«Δεν μπορείς να τη μεταπείσεις. Οπότε χαλάρωσε κι απόλαυσε τη διαδρομή.»
«Όσο την απόλαυσε κι ο Οδυσσέας.»

Γύρισε να δει την καινούρια διαδρομή στο χάρτη του. Υπήρχαν κάποια σημεία, όπως οι Κόκκινοι Βάλτοι της Κυλλήνης, όπου περνούσες με δική σου ευθύνη.

Παλιότερα, όταν οι Σπαρτιάτες έλεγχαν την περιοχή, είχαν εξαφανίσει τους ληστές. Πλέον η γενική παρακμή ενός πολιτισμού που κατέρρεε ήταν φανερή παντού. Μακριά απ’ τις πόλεις η ανομία ήταν ο μόνος νόμος.

«Και τι θα κάνουμε αν… Λάθος. Τι θα κάνουμε ΟΤΑΝ μας επιτεθούν;» είπε ο Φοίβος που δεν το έβαζε εύκολα κάτω.
«Θα τους μεταπείσουμε», του απάντησε η μάγισσα και μίλησε στο μουλάρι, μια λέξη που σίγουρα δεν ήταν ελληνική.

Ο Λανθαρότε ήξερε τις μαγικές γλώσσες κι ανέπτυξε ταχύτητα.

~~

Όταν ο δρόμος τους πήγε στην ακροθαλασσιά ο Λανθαρότε στάθηκε λιγάκι, να παρατηρήσει τη θάλασσα.

«Γιατί σταμάτησε;» είπε ο Φοίβος.
«Θέλει το χρόνο του», απάντησε η Τενερίφη.
«Όχι, δεν είναι αυτό», είπε η Ζανζιβάρη που είχε ξύσει το μυαλό του μουλαριού.
«Ο Λανθαρότε είναι ζωγράφος.»
«Το μουλάρι;»
«Ναι! Κοιτάζει τη θάλασσα και σκέφτεται χρώματα που δεν έχουν όνομα καν. Αυτό που βλέπει τώρα δεν είναι το κυανό. Δεν ξέρω τι είναι.»
«Καλά λες», είπε η Τενερίφη. «Μερικές φορές το κάνει αυτό. Τις προάλλες κοιτούσε τ’ αστέρια.»

Καθώς ο Λανθαρότε συνέχισε το δρόμο του, ο Φοίβος είχε αρχίσει να γελάει.

«Μπορείς να του δέσεις ένα πινέλο στην ουρά», της είπε.
«Ίσως και να το κάνω.»
«Είσαι τρελή.»
«Το ξέρω. Μάγισσα είμαι. Για σένα δεν ξέρω.»
«Τι εννοείς;»
«Γιατί το κάνεις; Για να εντυπωσιάσεις την ερωμένη σου;»
«Δεν το κάνει γι’ αυτό», είπε η Ζήνα.
«Ε, για πες μας εσύ, που τα ξέρεις όλα.»
«Έχεις βαρεθεί.»

Εκείνος αντέδρασε απότομα.
«Σιγά μην έχω βαρεθεί τη Φουέρτε.»
«Έχεις βαρεθεί τη ζωή σου.»

Ο Φοίβος δεν μίλησε. Περίμενε ν’ ακούσει.

«Κατάκτησες αυτό που ήθελες τόσο νωρίς. Την πιο όμορφη γυναίκα της Πελοποννήσου. Όμως δεν είσαι Πάρης. Δεν σου αρκεί το δώρο της Αφροδίτης. Θες και τα άλλα δύο που δίνει το Μήλο της Έριδος: Σοφία και Δύναμη. Τη σοφία την κατακτάς μόνος σου. Χρειάζεσαι δύναμη. Νίκησες τη Μέγαιρα. Χρειάζεσαι προκλήσεις. Τώρα θ’ ανέβεις σε ψηλότερη βουνοκορφή, θες τον Υπερβόρειο. Μετά θα θες κάτι ακόμα. Ώσπου να φτάσεις πού; Πρέπει να το αναρωτηθείς αυτό. Πού πας; Στον Όλυμπο;»

Ο Φοίβος δεν μιλούσε. Κοιτούσε εκείνο το μικρό κορίτσι που ήξερε την ψυχή του καλύτερα κι απ’ τον ίδιο, σαν να ήταν η Διοτίμα, η σοφή που είχε δασκαλέψει τον Σωκράτη. Η Τενερίφη γελούσε, σαν του έλεγε: «Τα ήθελες και τα ‘παθες.»

Όμως η Ζανζιβάρη είχε τρομάξει. Γιατί άθελα της είχε ακούσει τη σκέψη του Φοίβου. Κι εκείνος είχε σκεφτεί: «Ο Όλυμπος δεν είναι αρκετός.»

~~~

Πλησίαζαν προς το λιμάνι της Κυλλήνης, που ήταν λίγο πιο μικρό απ’ της Φεάς. Εκεί σίγουρα θα έβρισκαν πανδοχείο ή καταγώγιο, για να πάρουν φαγητό.

Όταν όμως ήταν ακόμα έξω απ’ την κωμόπολη είδαν πλήθος κόσμου να την εγκαταλείπει. Δεν χρειαζόταν να είσαι μάγος για να καταλάβεις ότι κάτι είχε συμβεί.

«Μην πάτε στην Κυλλήνη», τους είπε η πρώτη γυναίκα που συνάντησαν. Κουβαλούσε ένα μωρό στην αγκαλιά και μια αρμαθιά ρούχα στο άλλο. Από το βάψιμο και το ντύσιμο φαινόταν ότι ήταν εταίρα. «Μην πάτε, στρατιώτες τα διαλύουν όλα. Ρημαδιό.»

Και οι τρεις κατάλαβαν τι είχε γίνει. Ακόμα και το μουλάρι κατάλαβε. Όπως ο Φοίβος είχε πάρει πληροφορίες για τον Άβαρι, έτσι είχε πάρει κι ο μάγος γι’ αυτούς. Η Νόηση κι η πληροφορία κινείται αμφίδρομα. Ίσως να μην μπορούσε να φανταστεί ότι θα έκαναν κάτι τόσο παράτολμο (θα μπορούσες να το πεις και ηλίθιο), αλλά σίγουρα είχε νιώσει ότι έπρεπε να συντρίψει κάθε αντίσταση, ξεκινώντας απ’ τον πυρήνα.

«Δεν μπορούμε να πάμε παραθαλάσσια», είπε η Τενερίφη.
«Πάμε απ’ τα βουνά, όπως σας είπα.»
«Όχι, ούτε από ‘κει.»
«Από πού τότε;»

Ο Φοίβος άνοιξε το χάρτη. Υπήρχε ένας ακόμα δρόμος, που ήταν σημειωμένος με κόκκινο. Και πολύ σωστά, αφού περνούσε όχι δίπλα ή κοντά, αλλά μέσα απ’ τους βάλτους της Κυλλήνης.

Σ’ εκείνο το μέρος η λάσπη έβραζε και βρωμούσε σαν τον Άδη. Παλιότερα, οι Πελασγοί το είχαν για μαγικό μέρος, ιαματικό, πήγαιναν και βουτούσαν μέσα στις λάσπες σαν γουρούνια. Με τον καιρό, άλλαξαν οι κάτοικοι, έγινε αυτή η συνήθεια απεχθής πράξη, το μέρος παρήκμασε. Έπειτα έγινε άντρο ληστών. Αρχηγός τους ήταν ο περιβόητος Αυτόλυκος, ένας αιμοβόρος άντρας.

Ο Αυτόλυκος με τη συμμορία του συνήθιζαν να θάβουν τους άντρες που σκότωναν τη λάσπη της Κυλλήνης –και να βιάζουν τις γυναίκες, πριν τις θάψουν κι εκείνες. Γι’ αυτό η λάσπη που κάποτε ήταν ιαματική είχε γίνει κόκκινη, απ’ το αίμα των δολοφονημένων.

«Δεν γίνεται να πάμε απ’ αυτό το δρόμο. Βγάζει στους Κόκκινους Βάλτους», είπε ο Φοίβος.
«Θα πάμε μια χαρά», είπε η μάγισσα.
«Τι είναι οι Κόκκινοι Βάλτοι;» ρώτησε η Ζήνα.
«Δεν θες να ξέρεις. Δεν θες να μάθεις», της είπε ο Φοίβος.

«Άκου να δεις», είπε η Τενερίφη και τράβηξε τα χαλινάρια του Λανθαρότε να σταματήσει. Γύρισε πίσω.

«Άκου, μορφονιέ εξυπνάκια», είπε στο Φοίβο. «Και πες μου αν κάνω λάθος σ’ αυτά που λέω. Αν θέλουμε να τα βγάλουμε πέρα με χίλιους Άλφα, και τον Υπερβόρειο, στο φρούριο του Ακροκόρινθου, πρέπει να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα με τον Αυτόλυκο και τους παρακατιανούς του. Αν δεν τα βγάλουμε πέρα μ’ αυτούς, αν μας βιάσουν και μας σκοτώσουν, τότε δεν θα χάσουμε χρόνο. Θα πεθάνουμε τώρα. Αν θες να ζήσουμε, δείξε τι αξίζεις.»

Ο Φοίβος κοιτούσε την καρότσα, τα χέρια τους.

«Δεν έχουμε όπλα», της είπε. «Εγώ έχω το σπαθί. Εσείς δεν έχετε τίποτα!»

Η Τενερίφη ξεκίνησε να γελάει.
«Δεν έχουμε τίποτα λέει. Περίμενε.» Άνοιξε τη τσάντα της και φόρεσε το φρυγικό της σκούφο. «Για να δούμε ποιος έχει τι;»

Ο Φοίβος έκανε μια γκριμάτσα απορίας.

«Μικρή, δείξε στο μορφονιό λίγη δύναμη», είπε η Τενερίφη.
«Αλήθεια; Έτσι, χωρίς λόγο;»
«Υπάρχει λόγος, μικρή. Πρέπει να πιστέψει σ’ εσένα. Και δεν έχεις καπέλο.»
«Εντάξει», είπε η Ζανζιβάρη και κοίταξε πάνω.

 

Πέρασαν λίγα λεπτά. Ο Φοίβος γέλασε. Πήγε να πει κάτι ειρωνικό. Δεν πρόλαβε.

Πρώτα ακούστηκε ο θόρυβος, ένας πρωτοφανής θόρυβος, ήσυχος κι ανησυχητικά ανάλαφρος. Μετά είδαν τι τον προκαλούσε. Τα φτερά των πεταλούδων. Εκατομμύρια πεταλούδες, κάθε είδους και μεγέθους, πετούσαν κατά πάνω τους. Δεν τους χτύπησαν, πέρασαν τριγύρω τους, αλλά ο θόρυβος και τα χρώματα ήταν μοναδικά. Ο Λανθαρότε κοιτούσε και ζωγράφιζε.

Σαν σταμάτησε η επέλαση των λεπιδόπτερων η Τενερίφη έκανε ένα προσποιητό γέλιο.

«Θα τους επιτεθούμε με πεταλούδες;» είπε ο Φοίβος.
«Φαντάσου να ήταν κοράκια», είπε η Τενερίφη. «Ή γρύπες.»
«Δεν υπάρχουν γρύπες.»
«Εντάξει. Ούτε μαγεία υπάρχει.»

Η Τενερίφη μίλησε στο Λανθαρότε. Εκείνος έστριψε δεξιά στο σταυροδρόμι, έχοντας περιέργεια να δει με τι κόκκινο ήταν βαμμένοι οι Κόκκινοι Βάλτοι της Κυλλήνης.

~~~~

Κατάλαβαν ότι πλησίαζαν πολύ πριν τους δουν. Όλη η περιοχή μύριζε κλούβιο αβγό. Ο δρόμος γινόταν πιο άγριος, γεμάτος φυτά και πέτρες, αφού λίγοι τολμούσαν να περάσουν από εκεί. Τα θύματα του Αυτόλυκου ήταν συνήθως παραστρατημένοι ή τίποτα ήρωες που πήγαιναν για να γίνουν ένδοξοι –και ποτέ δεν γυρνούσαν.

Ο Λανθαρότε πήγαινε πιο αργά πλέον, πατούσε διστακτικά το έδαφος πριν προχωρήσει. Και οι τρεις συνταξιδιώτες ήταν ανήσυχοι. Ακόμα κι η Τενερίφη, που πάντα ήταν φλεγματική και χαλαρή, πεταγόταν κάθε φορά που άκουγε θόρυβο.

Το δάσος τριγύρω τους ήταν πυκνό, αλλά και υπερβολικά ήσυχο. Έτσι κάθε τρίξιμο, κάθε θρόισμα, κάθε κλαδάκι ακουγόταν σαν κεραυνός.

«Μάλλον έπρεπε να πάμε ευκλείδεια», είπε η μάγισσα.

Οι άλλοι δύο κόλλησαν για λίγο. Μετά ξεκίνησαν να γελάνε νευρικά, κλείνοντας το στόμα τους για να μην ακουστούν. Ακόμα κι η Τενερίφη χαμογέλασε.

Συνέχισαν τη διαδρομή ελπίζοντας ν’ αποφύγουν την αναμέτρηση.

 

~~~~~

Λίγη ώρα μετά η κατάσταση δυσκόλεψε. Το μονοπάτι, δεν το έλεγες δρόμο, περνούσε μέσα απ’ τους βάλτους. Η κόκκινη λάσπη χωνόταν ανάμεσα στις ρόδες και στα πόδια του μουλαριού. Οι τρεις κατέβηκαν για να γίνει το κάρο πιο ελαφρύ. Όλων τα σανδάλια βουλιάξανε στο βούρκο. Ο Λανθαρότε με δυσκολία έκανε κάθε βήμα. Κάποιες στιγμές έπρεπε να σπρώξουν –και πάλι ίσα που προχωρούσαν. Ήταν η τέλεια παγίδα, σαν χαρτί μελιού για μύγες. Κι εκείνοι είχαν κολλήσει.

«Λίγο ακόμα και θα…» είπε η Τενερίφη, αλλά δεν ολοκλήρωσε. Ακούστηκε κάτι σαν σφύριγμα, λίγο αναταράχτηκε ο αέρας, κι ένας υπόκωφος ήχος.

Η Τενερίφη έπεσε στο πλάι. Ένα τριγωνικό ξύλο την είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Και το είχε πετάξει κάποιος που δεν φαινόταν. Ο φρυγικός σκούφος έπεσε στη λάσπη.

Η Ζήνα κι ο Φοίβος γονάτισαν. Την ίδια στιγμή ένας διαφορετικός ήχος, σαν μαστίγιο. Δυο πέτρες δεμένες με σχοινί τυλίχτηκαν γύρω απ’ τα μπροστινά πόδια του Λανθαρότε. Έπεσε με τη μουσούδα στο κόκκινο.

Η Ζανζιβάρη ανέπνεε γρήγορα. Το ίδιο κι ο Φοίβος.

«Πρέπει να παραδοθούμε», της είπε. «Δεν μπορώ να τους νικήσω στη μάχη.»
«Μετά θα μπορείς;»
«Θα βρούμε τρόπο.»
«Δεν θέλω. Φοβάμαι.»
«Θα βρω τον τρόπο, στο υπόσχομαι.»

Εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν πίσω απ’ τα δέντρα εκείνοι που τους είχαν επιτεθεί. Ήταν έξι άντρες, πολύ πιο δυνατοί και τριχωτοί απ’ αυτούς που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο Φοίβος. Πριν προλάβει να πει κάτι βγήκαν μέσα απ’ τη λάσπη, κόκκινοι και πάνοπλοι, άλλοι δύο.

Δεν χρειαζόταν να το σκεφτούν, αν έπρεπε να παραδοθούν ή όχι. Δεν είχαν επιλογή.

«Ερχόμαστε εκ μέρους της Φουερτεβεντούρε», ξεκίνησε να λέει ο Φοίβος.

Ένας ψηλός σαν κυπαρίσσι τον κοπάνησε στο κεφάλι, με γυμνό χέρι. Ο Φοίβος έπεσε σαν δέντρο.

Τότε ήταν που η Ζανζιβάρη σταμάτησε να φοβάται. Γιατί εξοργίστηκε. Είχαν ρίξει και τους τρεις συντρόφους της. Μόνο εκείνη είχε μείνει, για να την κάνουν τι; Δεν ήθελε να μάθει.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και διοχέτευσε την οργή της τριγύρω. Κι ήταν τόσο δυνατός παλμός που σκουλήκια ξεκίνησαν να βγαίνουν απ’ την κόκκινη λάσπη, σκουλήκια που τόσα χρόνια έτρωγαν ανθρώπινες σάρκες. Κοράκια και όρνια ξεκίνησαν να κάνουν κύκλους πάνω απ’ τους άντρες που έμοιαζαν αποσυντονισμένοι. Αρκούσε μια τελευταία προτροπή της Ζανζιβάρης και τα ζώα θα έτρωγαν ζωντανές σάρκες για πρώτη φορά.

Τότε ακούστηκε μια φωνή: «Στάσου! Μάγισσα, στάσου!»

Η Ζήνα γύρισε πίσω της, περιμένοντας να δει τον θηριώδη αντίπαλο, το ληστή.

«Δεν είμαστε εχθροί», είπε εκείνος –κι η φωνή ήταν τόσο γλυκιά που την έπεισε.

Μέσα απ’ τα χορτάρια είδε να βγαίνει ένα παιδί. Είχε το ύψος παιδιού. Περπατούσε στα πίσω του πόδια, σαν άνθρωπος, αλλά το πρόσωπο του δεν ήταν εντελώς ανθρώπινο. Έμοιαζε πιο πολύ με σκύλο –μπορεί και με λύκο.

«Χτύπησες τους φίλους μου», του είπε η Ζήνα, έκπληκτη αλλά και έτοιμη να διαλύσει ό,τι υπήρχε.
«Δεν ήξερα ότι είστε μαγικοί.»
«Και πώς το κατάλαβες;»

Ο Αυτόλυκος είχε πλησιάσει πιο κοντά, ενώ η Αγέλη του έλυνε τον Λανθαρότε κι ετοιμάζονταν να σπρώξουν το κάρο.

«Το μαγικό πεδίο», της είπε. «Το είχες πιάσει απ’ τα μαλλιά κι ήσουν έτοιμη να… Τι θα έκανες;»
«Θα ‘σωζα τους φίλους μου.»
«Δεν νομίζω. Τόση δύναμη. Ανεξέλεγκτη. Θα μας σκότωνες όλους. Κι εσένα μαζί.»
«Πες μου γιατί να μην το κάνω τώρα;»

Ο Αυτόλυκος έκανε σήμα να φορτώσουν τους λιπόθυμους στο κάρο.

«Γιατί είμαστε αδέλφια», της είπε μετά. «Και σας περιμένουμε στο κρησφύγετο. Για να ζητήσουμε συγνώμη.»

Η Ζανζιβάρη χαλάρωσε, μαζί με τη μαγεία της. Ο κόσμος πήρε ανάσα. Ειδικά τριγύρω απ’ τους Κόκκινους Βάλτους της Κυλλήνης.

 

 

 

17

Όταν συνήλθε ο Φοίβος, τελευταίος απ’ την παρέα, άργησε πολύ να καταλάβει πού βρισκόταν, ποιος ήταν και πώς έλεγαν το πιο νόστιμο φαγητό που είχε φάει.

Βρίσκονταν μέσα σε μια θεόρατη δεντροσπηλιά. Όχι κουφάλα δέντρου, έναν θόλο που είχε φτιαχτεί από λεύκες που είχαν ενώσει τα κλαδιά τους. Στη μέση έκαιγε μια δυνατή φωτιά όπου ψήνονταν φαγητά σε σούβλες. Η μυρωδιά του έκανε να τρέχουν τα σάλια.

Ακούγονταν φωνές και τραγούδια. Κάποιος τεράστιος άντρας χόρευε αγκαλιά μ’ έναν άλλο. Και φιλιόντουσαν. Ακόμα δεν μπορούσε να προσανατολιστεί στο χρόνο, ούτε να καταλάβει ποιος ήταν.

Μέχρι που άκουσε ένα στριγκό γέλιο κι ένα γκάρισμα. Το γέλιο το αναγνώρισε, ήταν της Τενερίφης. Μετά κατάλαβε και το γκάρισμα, το μουλάρι. Γύρισε προς τα ‘κει. Το θέαμα τον έκανε να ξεφυσήσει σαν να έλεγε στον εαυτό του: «Εντάξει, τι περίμενες να δεις; Κάτι φυσιολογικό;»

Η μεγάλη μάγισσα ήταν εκεί με μια κανάτα μπύρα αγκαλιά. Γελούσε δείχνοντας τον Λανθαρότε. Εκείνος βουτούσε την άκρη της ουράς του σε μια λεκάνη με κόκκινη λάσπη αραιωμένη κι έκανε γραμμές πάνω σ’ ένα τεντωμένο άσπρο ύφασμα.

Η μικρή μάγισσα καθόταν λίγο παραδίπλα και μιλούσε μ’ έναν λυκάνθρωπο. Μάλλον ήταν ένας κοντός άνθρωπος, που το πρόσωπο του είχε χαρακτηριστικά λύκου –ή σκύλου.

Η Ζανζιβάρη ήταν που κατάλαβε την αφύπνιση του. Τον έδειξε και είπε: «Ξύπνησε ο Μορφέας.»

Όλοι οι σύντροφοι του, μαζί και οι ληστές, γύρισαν να τον κοιτάξουν. Και ξεκίνησαν να γελάνε.

~~

Η μικρή πήγε κοντά του και τον ρώτησε αν είναι καλά.

«Μάλλον δεν ήμαστε όμηροι», της είπε ο Φοίβος.
«Όμηροι; Είμαστε οι επίτιμοι καλεσμένοι.»
«Τι ‘ν’ αυτοί;»
«Οι ληστές των Κόκκινων Βάλτων.»
«Οι δολοφόνοι;»
«Εντάξει, δεν χρειάζεται να τους λέμε έτσι.»
«Σκοτώνουν ανθρώπους, πώς θα τους πούμε, ήρωες;»
«Είναι ήρωες. Σκοτώνουν κακούς ανθρώπους. Και πλούσιους.»
«Κι εμάς.»

Η Ζήνα δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του στη συζήτηση. Έπρεπε ν’ αλλάξει θέμα.

«Ο Αυτόλυκος προσφέρθηκε να μας βοηθήσει ενάντια στον Άβαρη.»
«Αυτός υποθέτω είναι ο νάνος με μούρη σκύλου.»
«Μη γίνεσαι κακός, έλα να τον γνωρίσεις, να φας και να πιείς.»

Βαρύθυμος σηκώθηκε ο Φοίβος, δεν είχε καμιά όρεξη να μιλάει με τέρατα. Άλλαξε γνώμη πολύ γρήγορα.

~~~

Μετά τις χαιρετούρες και τις συστάσεις η Ζήνα είπε ότι θα πήγαινε να φέρει μπύρα και τους άφησε μόνους.

«Λοιπόν», είπε ο Αυτόλυκος, «εσύ είσαι ο σπουδαίος Φοίβος που σκότωσε τη Μέγαιρα. Σε περίμενα μεγαλύτερο. Σε ηλικία εννοώ.»

Ο Φοίβος άργησε ν’ απαντήσει, γιατί είχε εντυπωσιαστεί απ’ τη φωνή του συνομιλητή του. Ο Αυτόλυκος, παρά την παράξενη όψη του, είχε βαθιά σαγηνευτική φωνή, που έβγαινε απ’ το στομάχι του, με χροιά λιγάκι μεταλλική. Κι η άρθρωση των λέξεων, ο τονισμός των μακρών και βραχέων ήταν τόσο τέλειος που ακουγόταν σαν ρήτορας.

«Εγώ δεν γνωρίζω τίποτα για τον Αυτόλυκο, μόνο τον παππού του Οδυσσέα.»
«Ναι, δεν επιζητούμε τη δόξα και την υστεροφημία, αυτό είναι αλήθεια.»
«Έτσι σε λένε κανονικά;»
«Όχι. Ο πατέρας μου με έλεγε τέρας, εξάμβλωμα, προσωποποιημένη Ύβρη κι ό,τι άλλο άσχημο μπορούσε να φανταστεί. Δεν μου είχε δώσει όνομα.»

Ο Φοίβος θυμήθηκε τον δικό του πατέρα. Εκείνος τον έλεγε Φονιά, καλύτερο απ’ το εξάμβλωμα.

«Κι η μητέρα σου πώς σε έλεγε;»
«Παιδί μου. Έτσι με έλεγε όταν δεν ήταν μπροστά εκείνος. Αλλά δεν μπορούσε να παρακούσει.».

Ο Αυτόλυκος έπιασε το ποτήρι του να πιει μπύρα. Ήταν άδειο. Έκανε σήμα προς τη Ζήνα που είχε ξεχαστεί με το μουλάρι και τη ζωγραφική του.

«Με κράτησε για τρία χρόνια, μήπως κι αλλάξω. Μετά έμεινε έγκυος ξανά και μ’ άφησε στο δάσος.»
«Τη θυμάσαι καθόλου;»

Ο Αυτόλυκος μελαγχόλησε. Σήκωσε τα μάτια πάνω. Ανάμεσα απ’ τα δέντρα φαίνονταν μερικά αστέρια.

«Ξέρεις ποια είναι η πιο ισχυρή αίσθηση των λύκων; Η όσφρηση. Δεν θυμάμαι τα μάτια της ή το άγγιγμα της. Δεν θυμάμαι τι νανάρισμα μου έλεγε. Θυμάμαι μόνο τη μυρωδιά της. Ήταν νυχτολούλουδο μαζί με ξερά φρούτα. Και μια νυχιά από ξινό κρασί. Πώς το λένε αυτό το άρωμα;» Έμεινε να κοιτάζει τη φωτιά.

«Το λένε μητέρα», του είπε ο Φοίβος. «Το λένε η-μητέρα-σου.»

Εκείνη τη στιγμή γύρισε η Ζήνα και οι δύο άντρες σκούπισαν τα δάκρυα τους, όσο πιο διακριτικά μπορούσαν.

~~~~

Έκατσαν μαζί. Του έδωσε την μπύρα του και φαΐ. Ο Φοίβος δοκίμασε ένα κομμάτι και χωρίς να ξέρει αν ήταν απ’ την πείνα του ή αν ήταν αλήθεια είπε δυνατά: «Αυτό είναι το καλύτερο συκώτι που έχω φάει!»

Κάποιοι γέλασαν, άλλοι τον αγριοκοίταξαν.

«Δεν είναι συκώτι», είπε ο Αυτόλυκος. «Μανιτάρι του δάσους. Δεν τρώμε τίποτα ζωικό. Ούτε το κρέας του ούτε γάλα ή αβγά.»
«Είστε Πυθαγόρειοι;» του είπε ο Φοίβος. «Από εκείνους που νομίζουν ότι ξαναζούμε σε άλλα σώματα;»
«Όχι ακριβώς. Κουκιά τρώμε. Αλλά δεν θέλουμε να σκοτώνουμε ζώα.»

Ο Φοίβος έφαγε προσπαθώντας να κρατηθεί και να μη μιλήσει. Ήπιε μπύρα, αλλά δεν άντεξε, την έφτυσε γελώντας.

«Δεν σκοτώνετε ζώα, μόνο ανθρώπους.»
«Φοίβο, έλα τώρα», τον μάλωσε η Ζήνα που πρόσβαλλε τη φιλοξενία.
«Οι άνθρωποι το αξίζουν», είπε ο Αυτόλυκος. «Οι άνθρωποι γνωρίζουν τι είναι καλό και τι κακό. Και κάνουν το κακό. Τα ζώα είναι αθώα.»

Ο Φοίβος δεν του πήγε κόντρα. Άκουσε την ένταση στη φωνή του και δεν ήθελε να τον προκαλέσει. Ήταν στο έλεος τους. Κοίταξε γύρω να δει πόσοι ληστές υπήρχαν. Μέτρησε στα γρήγορα μια δωδεκάδα και μετά κατάλαβε γιατί ήταν τόσο εύκολο το μέτρημα. Ήταν όλοι ζευγαρωμένοι. Έξι ζευγάρια αντρών και ο Αυτόλυκος. Αυτοί ήταν οι περιβόητοι Ληστές των Κόκκινων Βάλτων, ο Ιερός Λόχος των Ληστών.

~~~~~

Τότε ήταν που πλησίασε και η Τενερίφη με το φρυγικό σκούφο στο κεφάλι, τρεκλίζοντας σαν ναύτη που είχε καιρό να βγει στη στεριά.

«Αυτή είναι η καλύτερη παρέα που είχα ποτέ», είπε μασώντας τις συλλαβές.

«Πώς τους μάζεψες;» του είπε ο Φοίβος.
«Αυτοί με μαζέψανε. Είναι η οικογένεια μου. Αυτοί με έσωσαν και με μεγάλωσαν.»

Τους εξήγησε ότι πριν μερικά χρόνια ζούσαν εκεί κοντά διωγμένοι μερικοί άντρες. Ήταν από διάφορες πόλεις και δεν ήθελαν να παντρευτούν γυναίκες, ήθελαν να μένουν με τον άντρα τους. Αυτό δεν ήταν ηθικά σωστό. Η παιδεραστία είχε συγκεκριμένους κανόνες, την εφάρμοζαν οι ώριμοι άντρες, αλλά παντρεύονταν γυναίκες. Οι ομοφυλόφιλοι αποτελούσαν απειλή.

Είχαν φτιάξει μια μικρή κοινότητα, το Χωριό, κοντά στο Λεόντιο της Αχαΐας. Για λίγο καιρό ήταν γνωστό ως τα Ηλύσια Πεδία των ομοφυλόφιλων.

Ήταν μέσα στο δάσος, ζούσαν αυτόνομα, με συλλογικές αποφάσεις, χωρίς νόμους, μόνο αγάπη. Εκεί κοντά βρήκαν και τον Αυτόλυκο, τρίχρονο νήπιο, παρατημένο να πεθάνει. Το μεγάλωσαν όλοι μαζί, ήταν το παιδί του χωριού.

Καθώς μεγάλωνε ο Αυτόλυκος μεγάλωνε και το Χωριό. Όχι μόνο άντρες, αλλά και ομοφυλόφιλες γυναίκες μάθαιναν γι’ αυτό και πήγαιναν εκεί με τις αγαπημένες τους.

Ο Αυτόλυκος ήταν δεκαεφτά όταν είδε το τέλος του.

Εκείνη την εποχή είχαν ξεκινήσει κι οι γέννες. Κάποιοι άντρες που ήθελαν παιδιά έκαναν ό,τι έπρεπε με κάποιες γυναίκες που επίσης ήθελαν παιδιά. Αυτά τα μεγάλωναν συλλογικά, αν και πάντα ήταν πιο σημαντικές οι μητέρες και οι πατεράδες έπαιζαν το ρόλο του θείου.

Τότε το έμαθε ο Άβαρις.

Ο Υπερβόρειος προσπαθούσε να στήσει την υπερ-κυβέρνηση και σίγουρα δεν ήθελε να υπάρχουν τέτοιες εστίες αναρχικών κίναιδων και λεσβιών. Αλλά υπήρχε και κάτι πιο βαθύ στην αντίδραση του, κάτι που θα μάθαιναν αργότερα.

Ο μάγος έστειλε τους Άλφα του στο χωριό. Επιτέθηκαν νύχτα, σφάζοντας και σκοτώνοντας χωρίς διάκριση. Αυτό ήξεραν να κάνουν, αυτό έκαναν.

Ο Αυτόλυκος το είδε να συμβαίνει. Είχε ανέβει στον κοντινό λόφο ν’ απολαύσει την Πανσέληνο, που τόσο αγαπούσε, σαν λύκος. Από ‘κει πάνω είδε τις σκιές των δολοφόνων να γλιστρούν σαν ερπετά. Το πρώτο χτύπημα, οι πρώτες κραυγές ήρθαν προτού προλάβει να κάνει οτιδήποτε. Άντρες και γυναίκες προσπαθούσαν να βγουν έξω για να σωθούν. Οι Άλφα τους εξόντωναν κι έπαιρναν τα παιδιά. Το φεγγάρι έγινε κόκκινο.

Είδε το ζευγάρι που τον είχε σώσει όταν ήταν μικρός, να πεθαίνουν αγκαλιά.  Παρακολουθούσε τις σκηνές και τρόμαζε. Πώς μπορούν οι άνθρωποι να νικήσουν τέτοια αδίστακτη δύναμη; Τόσο παραλογισμό και βία;

Έμεινε εκεί, περιμένοντας να τον ανακαλύψουν κι εκείνον. Είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Χέρια τον σκούντηξαν και του φώναξαν να σηκωθεί. Δώδεκα άντρες είχαν καταφέρει να ξεφύγουν. Δεν ήταν τυχαίοι, κάποιοι θα μπορούσαν να γίνουν Ολυμπιονίκες. Είχαν οργανωθεί κι πνίξει μερικούς Άλφα υποχωρώντας στο λόφο. Όχι χωρίς απώλειες. Είχαν ξεκινήσει είκοσι.

Οι δώδεκα κι ο Αυτόλυκος έφυγαν κλαίγοντας. Έκλαιγαν κι ορκίζονταν, ορκίζονταν πως θα έπαιρναν εκδίκηση. Για όλους τους αγαπημένους, για όλα τα παιδιά, για εκείνη την ευτυχισμένη γωνιά του κόσμου που είχαν φτιάξει.

Κι η στιγμή της εκδίκησης είχε φτάσει, με τη μορφή δυο μαγισσών, ενός νεαρού κι ενός μουλαριού ζωγράφου.

Ο Άβαρις θα πλήρωνε με πόνο.

 

 

 

18

Ξεκίνησαν ξημερώματα. Οι ληστές είχαν άλογα. Έξι μπροστά, έξι πίσω, στη μέση ο Λανθαρότε. Ο Αυτόλυκος είχε ανέβει κι εκείνος στο κάρο, άλλωστε ζύγισε όσο ένα παιδί.

«Το μόνο βέβαιο», είπε κάποια στιγμή ο Φοίβος, «είναι δεν θα ‘χουμε πρόβλημα με τους άλλους ληστές.»
«Δεν είμαστε ληστές», είπε ο Αυτόλυκος.
«Ναι, εντάξει. Μπορεί κι οι άλλοι να μην είναι ληστές. Και να φτιάξουμε ένα στρατό από…»
«Όχι, οι άλλοι είναι ληστές. Κακούργοι.»
«Θα ήθελα να κάναμε μια συζήτηση για το σχετικό της ηθικής», είπε ο Φοίβος χαμογελώντας. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, έτσι είχε πει ο Πρωταγόρας.»
«Βλακείες», τον έκοψε η Τενερίφη που είχε ξυπνήσει με πονοκέφαλο και πάλι.

Δεν συμπαθούσε τους σοφιστές. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι συμπαθούσαν τους σοφιστές. Πώς ν’ αποδεχτούν ανθρώπους που μιλούσαν για ισότητα όλων των ανθρώπων, ελεύθερων και δούλων, για αγνωστικισμό και αθεΐα, για σχετικισμό στην ηθική και για παράξενα πράγματα, όπως ότι η σκέψη είναι αποκύημα των λέξεων. Επικίνδυνα πράγματα.

«Οι σοφιστές είναι οι μάγοι της σκέψης», είπε ο Φοίβος.
«Βλάκες είναι», είπε κατηγορηματικά η Τενερίφη.
«Κανείς δεν θα θυμόταν τον Αχιλλέα αν δεν είχε τη φτέρνα του», είπε ο Αυτόλυκος.
«Άσχετο», έκανε ο Φοίβος.
Γελάσανε όλοι, εκτός απ’ τη Ζανζιβάρη.

Εκείνη καθόταν πιο πίσω και κοιτούσε μακριά. Δεν ήξερε τίποτα απ’ αυτά που έλεγαν. Για τον Αχιλλέα εντάξει, όλοι είχαν ακούσει την Ιλιάδα. Αλλά για τους υπόλοιπους, τους σοφούς και τους σοφιστές, τίποτα.

Στο Κατσικοχώρι τα κορίτσια δεν χρειαζόταν να μάθουνε να γράφουν. Ο ρόλος τους ήταν να γεννούν, να φροντίζουν και να γερνούν. Όχι πως τ’ αγόρια μάθαιναν περισσότερα. Ήταν ένας μικρόκοσμος το κάθε χωριό, με πολλές τερατογενέσεις λόγω της ενδογαμίας. Γεννιόσουν σαν ζώο, μεγάλωνες και πέθαινες σαν ζώο. Καμιά εξέλιξη.

Κι όπως προχωρούσαν με το κάρο, η Ζήνα που είχε γίνει Ζανζιβάρη, κοίταξε γύρω φωτισμένη, σαν να κατάλαβε προς τα πού πήγαινε. Αριστερά φαινόταν η θάλασσα. Αν έφευγες προς τη δύση θα βρισκόσουν στις αποικίες της Ιταλίας και στη Ρώμη, τη νέα μεγάλη δύναμη. Πιο πέρα υπήρχαν βάρβαροι λαοί, κοκκινοτρίχηδες, που λάτρευαν τα δέντρα και τους βράχους.

Δεξιά τους ήταν ο ορεινός όγκος της Πελοποννήσου. Ο λόφος κοντά τους ήταν γεμάτος ελαιώνες κι αμπελώνες. Ενδιάμεσα το δάσος.

Άκουγε τους συνοδοιπόρους της να μιλούν για τόσο παράξενα θέματα, για ιδέες, όχι για τα σπαράγγια.

Το σημαντικότερο ήταν ότι είχε μια αποστολή, και δεν ήταν εμπόδιο. Ήταν σημαντική, ήταν μάγισσα. Θ’ άλλαζε τη ροή του κόσμου, δεν θα έμενε μια ασήμαντη κοπελίτσα που θα βάτευε στο Κατσικοχώρι ο πρώτος της ξάδελφος.

Ήταν μια νέα ζωή και δεν φοβόταν καθόλου.

~~

Πήγε λίγο πιο μπροστά για να μιλήσει

«Και τι κάνουμε όταν θα καθαρίσουμε το μάγο;» ρώτησε την παρέα.

Εκείνοι ξαφνιάστηκαν απ’ τη φωνή της, είχε ώρα να μιλήσει. Ξεκίνησαν να γελάνε πάλι, αλλά γρήγορα σοβάρεψαν. Η ερώτηση της ήταν καίρια. Πήγαιναν να σκοτώσουν τον Άβαρη. Και μετά;

«Καλύτερα να μην το σκεφτόμαστε από τώρα», είπε ο Φοίβος.
Κι όλοι συμφώνησαν, κάπως σφιγμένοι, γιατί η μικρή τους είχε χαλάσει το κέφι.

Και μετά;
Ο Φοίβος σκέφτηκε ότι θα γυρνούσε στη Φεά και στη Φουέρτε. Αλλά δεν το ήθελε πια. Δεν του έφτανε αυτό.

Ο Αυτόλυκος οραματίστηκε να πίνει το αίμα του μάγου. Και μετά; Ποτέ δεν θα γινόταν δεκτός στον κόσμο των ανθρώπων, πάντα θα ήταν τέρας, μόνος.

Η Τενερίφη θυμήθηκε τη ζωή της στο Γιδοχώρι. Πάλι τις ίδιες χαζές μαγείες, πάλι με τους χαζούς συγχωριανούς, μόνη στο σπίτι με το Λανθαρότε.

Ακόμα και το μουλάρι μελαγχόλησε. Του άρεσε το ταξίδι. Είχε δει τόσα καινούρια τοπία.

Συνέχισαν χωρίς κανείς να μιλάει.

~~~

Βρίσκονταν μέσα σ’ ένα δάσος, πάνω απ’ την Πάτρα, όταν τ’ άλογα ξεκίνησαν να χλιμιντρίζουν ανήσυχα κι αρνήθηκαν να προχωρήσουν.

«Τι ‘ναι, Λανθαρότε;» ρώτησε η μάγισσα το μουλάρι.
«Κάτι επικίνδυνο έρχεται», είπαν μαζί η Τενερίφη κι η Ζανζιβάρη, που το είχε ξύσει απ’ το μυαλό των αλόγων.

Ο Αυτόλυκος έκανε μια φωνή κι αμέσως οι δώδεκα ληστές ξεκαβαλίκεψαν, κρύφτηκαν στα δέντρα κι έπιασαν τα όπλα.

«Μη δίνετε στόχο», είπε ο Αυτόλυκος στους επιβάτες του κάρου. «Μείνετε χαμηλά.»

Κατέβηκαν όλοι και χώθηκαν δίπλα στους τροχούς.

«Τι είναι;» είπε ο Φοίβος.
«Μυρίζει κάτι παράξενο»,  έκανε ο Αυτόλυκος.
«Γι’ αυτό σταμάτησαν τα άλογα;»
«Όχι! Τα ζώα δεν σκέφτονται σαν κι εμάς, δεν αναλύουν. Νιώθουν. Ξέρουν. Πάντα ν’ ακούς τα ζώα.»

Ο Φοίβος κοίταξε τον Αυτόλυκο, κοίταξε το πρόσωπο του που ήταν μουσούδα λύκου, μπορεί και σκύλου, κι αναρωτήθηκε αν εκείνος ένιωθε ζώο.

Η Τενερίφη γύρισε προς τη μαθητευόμενη.

«Εσύ τι νιώθεις;» της είπε.
«Δεν είμαι ζώο.»
«Ναι, αλλά καταλαβαίνεις.»
«Ανησυχούν για κάτι.»
«Ναι, ευχαριστώ. Ευτυχώς που είσαι μάγισσα και καταλαβαίνεις τα σημεία των καιρών και τα τέρατα.»
«Γιατί εσύ;» αυθαδίασε η μικρή.

Εκείνη τη στιγμή, μόλις ακούστηκε εκείνο το σημεία-των-καιρών, ο Φοίβος κατάλαβε τι ήταν αυτό που ερχόταν. Δεν ήταν ζώο ούτε τέρας.

Είχε διαβάσει τα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη και θυμήθηκε μια σπάνια περίπτωση που ανέφερε ο Σταγειρίτης. Η ατμόσφαιρα ξηρή, σαν μην υπάρχει καθόλου υγρασία στον αέρα. Στον ουρανό βαριά σύννεφα άνυδρα. Και μια ανησυχητική αίσθηση, για ζώα κι ανθρώπους, σαν να προετοιμάζονταν για κάτι κακό.

Ήξερε τι ήταν

~~~~

«Ξαπλώστε κάτω!» φώναξε ο Φοίβος. «Ρίξτε και τα ζώα κάτω!»

Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Τι έλεγε; Να ρίξουν και τ’ άλογα κάτω; Δεν πρόλαβαν να το σκεφτούν πολύ. Ο πρώτος κεραυνός χτύπησε ένα κοντινό τους κυπαρίσσι. Η λάμψη, ο κρότος και το ωστικό κύμα τους έκανε όλους να πεταχτούν πίσω. Κάποιοι έκαναν το λάθος και σηκώθηκαν να τρέξουν, όπως και τα άλογα.

«ΞΑΠΛΩΣΤΕ ΚΑΤΩ!» ξαναείπε ο Φοίβος κι έπιασε τη γάμπα της Τενερίφης που ήταν μπροστά του. Εκείνη τράβηξε και το μουλάρι απ’ τα χαλινάρια για να πέσουν κάτω.

Δεύτερος, τρίτος και τέταρτος κεραυνός έπεσαν με αστραπιαία διαδοχή. Οι δύο χτύπησαν δέντρα. Ο τρίτος έναν ληστή που προσπαθούσε να ξεφύγει καβαλικεύοντας το άλογο του. Ο κεραυνός τους έκανε στάχτη και τους δυο.

Μερικά ακόμα άλογα πήγαν σαν τρελά να φύγουν. Οι κεραυνοί έπεφταν απ’ τον ουρανό σε τέτοια συχνότητα που οι πιθανότητες να γλιτώσουν ήταν μηδενικές. Ηλεκτρική καταιγίδα με εστιασμένο επίκεντρο. Καλύτερα να πολεμάς τους Πέρσες.

Οι μάγισσες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, πώς να τα βάλεις με τον καιρό; Ο Αυτόλυκος είχε ισοπεδωθεί. Ο Φοίβος ήταν κι εκείνος κάτω, αλλά κρατούσε τα μάτια ανοικτά για να θαυμάζει κάτι που βλέπεις μια φορά στη ζωή σου.

Οι κεραυνοί ήταν λαμπρές εκκενώσεις με κορυβαντικό θόρυβο και με θάνατο.

Είδε άλλα πέντε άλογα να γίνονται κομμάτια. Κι άλλους τρεις ληστές που δεν έμειναν κάτω να κεραυνοβολούνται. Έπειτα η βουή και η μανία πήρε ν’ απομακρύνεται, να σβήνει προς τη θάλασσα.

Έμειναν κάτω μέχρι που δεν υπήρχε τίποτα άλλο στην ατμόσφαιρα πέρα από θειάφι και ψημένη σάρκα, μαζί με τις υπόκωφες βροντές της ηλεκτρικής καταιγίδας που χανόταν.

«Δεν ήταν τυχαίο αυτό», είπε η Τενερίφη καθώς σηκωνόταν. «Ούτε ο Δίας το ‘στειλε.»

Οι άλλοι δεν μίλησαν, γιατί συμφωνούσαν. Ο Άβαρις τους είχε ανακαλύψει. Δεν θα ήταν εύκολος ο πηγαιμός.

 

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ