Στην τέχνη, στη ζωή, υπάρχει η παθητική και η ενεργητική φαντασία.
Παθητική φαντασία χρειαζόμαστε για να αντιληφθούμε την τέχνη των άλλων.
Για να νιώσεις ένα τραγούδι, για ν’ απολαύσεις έναν πίνακα ή μια κινηματογραφική ταινία χρειάζεσαι παθητική φαντασία.
Κάποιοι, που δεν έχουν καθόλου φαντασία, δεν θα καταλάβουν ποτέ την ομορφιά ενός ποιήματος.
Για να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα πρέπει να περάσεις το κατώφλι της παθητικής φαντασίας, να χρησιμοποιήσεις δικά σου υλικά. Αλλά δεν είσαι ακόμα δημιουργός.
Ενεργητική φαντασία υπάρχει όταν ο άνθρωπος ξεκινά να δημιουργεί κάτι δικό του.
Ο άνθρωπος που φαντάζεται έναν ολόκληρο κόσμο (Μέση Γη), έναν αντιήρωα (Δον Κιχώτης), έναν τρόπο (Θέατρο του Παραλόγου), μια σύγκρουση (Moby Dick), φτιάχνει την πραγματικότητα απ’ την αρχή.
Είναι σαν το παιδί που μπορεί να δημιουργήσει ένα παιχνίδι με το τίποτα. Αυτό είναι η ενεργητική φαντασία: Να φτιάξει το παιχνίδι του.
Αν του το δώσεις έτοιμο σε κουτί, με όλες τις οδηγίες, τότε είναι παθητικό παιχνίδι.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη ανατριχίλα απ’ το να φαντάζεσαι μια ιστορία και να δημιουργείς κόσμους, ανθρώπους, συγκρούσεις, έρωτες, θανάτους, που δεν υπήρξαν πριν τους γράψεις.
Άποψη μου, το ξέρω. Όλα είναι απόψεις μιας αλήθειας που δεν έχει τίποτα άλλο από όψεις.
Αλλά κάθε όμορφη σελίδα μυθοπλασίας που γράφω, όπως έκανα απόψε, τη νιώθω σαν ένα ψίχουλο νοήματος που αφήνω πίσω μου στο δάσος του χάους.
«Τι έκανες όσο ζούσες;» θα με ρωτήσει ο Χάρος σαν έρθει να με πάρει.
«Φανταζόμουν», θα του πω. «Φανταζόμουν διάφορα και τα ‘γραφα.»
«Βοήθησαν κανέναν;»
«Εμένα σίγουρα», θα του πω γελώντας.
Μετά δεν θα παίξουμε σκάκι. Κλισέ.
Θα κάνουμε ένα αυτοσχεδιασμό σε δωδεκάμετρο μπλουζ. Κιθάρα και φυσαρμόνια.
Και δεν θα είμαστε εχθροί.