Το παιδί της νυφοχήρας (ένα γαλλικό γοτθικό παραμύθι)

0
859

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι intro-1598481690-7a24d224-1.jpg

Μάινεν ντάμεν οντ χέρεν, λέιντις εντ τζέντλεμεν, κυρίες και κύριοι και παιδιά, κι εσείς αγαπητοί γέροντες που έχουν δει πολλά τα μάτια σας, καλωσορίσατε στο πιο τρομακτικό και μαγευτικό θέαμα της Τουλούζης.

Θέλω να σας προειδοποιήσω, πως αν κάποιος έχει αδύναμη καρδιά που κάνει φτερουγίσματα και μαρμαρυγές, καλύτερα να μην περάσει το κατώφλι. Το τσίρκο μας δεν φέρει καμία ευθύνη για ό,τι σας συμβεί.

Αυτό που θα δείτε δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Αυτό το κακόμοιρο και τρομερό πλάσμα είναι καταραμένο απ’ το θεό κι απ’ το διάβολο. Καταραμένο απ’ τους ανθρώπους. Καταραμένο απ’ όλους.

Ο πατέρας του ήταν ναυτικός κι είδε πολλά λιμάνια. Μα δεν είδε μόνο λιμάνια, είδε κι άλλα πράγματα που δεν κάνει να πούμε γιατί υπάρχουν και μικρά παιδιά. Σε κάποιο απ’ αυτό κόλλησε και την αρρώστια που μερικοί αποκαλούν Μικρό Θεό, γιατί σε τρελαίνει και σε κάνει να φέρεσαι αλλόκοτα.

Ο άντρας άφησε τη θάλασσα, γύρισε στο χωριό του, στις Μπανιέρες της Λυσόν, πάνω στα Πυρηναία, και ζήτησε το χέρι μιας όμορφης παρθένας. Την έδωσαν οι γονείς της, γιατί ο ναυτικός είχε μαζέψει φράγκα.

Τη μέρα του γάμου, έστησαν μεγάλο τραπέζι έξω απ’ την εκκλησία. Κι ενώ όλα πήγαιναν καλά κι ο γαμπρός είχε αρχίσει θεός να νιώθει πάλι, μια γριά που κανείς δεν είχε ξαναδεί, ζήτησε να την κεράσουν κι εκείνη ένα κοψίδι.

Ο γαμπρός την πρόσβαλλε και την έδιωξε κλοτσηδόν. Αλλά, κυρίες και κύριοι, και μικρά παιδιά, δεν ήξερε ότι η γριά ήταν…
Μάγισσα! Κόρη του Διαβόλου! Σατανική ακόλουθος!

Η γριά τον καταράστηκε να τον θάψουν πριν κρυώσει το φαγητό που της αρνήθηκε. Κι η νύφη να μη μεγαλώσει το παιδί της.

Ο γαμπρός γύρισε στο τραπέζι κι όπως έτρωγε ένα κοτόπουλο και κατέβαζε κρασί, του στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό και πνίγηκε.

Σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι του γάμου οι καλεσμένοι και μπήκαν στην εκκλησία για την κηδεία. Τον ψάλανε, τον θάψανε στο νεκροταφείο που ήταν στο προαύλιο, και μέχρι να επιστρέψουν στο τραπέζι το φαγητό δεν είχε καλά καλά κρυώσει.

Μέσα στη θλίψη και στο χαμό συνέχισαν να πίνουν πιο πολύ κι αντί για τραγούδια γάμου έλεγαν μοιρολόγια. Έγιναν όλοι στουπί. Κι η νυφοχήρα πήγε να κοιμηθεί στο γαμήλιο κρεβάτι μόνη, χωρίς να έχει δύναμη να βγάλει το πένθιμο νυφικό.

Μόλις έκλεισε τα μάτια ένιωσε έναν άντρα να την καβαλάει και να της ανοίγει τα πόδια. Φοβήθηκε η νυφοχήρα μην ήταν ο κουνιάδος της, φοβήθηκε η νυφοχήρα μην ήταν ο πεθερός της, φοβήθηκε μην ήτανε ο διάολος. Και δεν άνοιξε τα μάτια.

Μόνο σαν άκουσε τη φωνή του, καθώς έχυνε, τ’ άνοιξε τα μάτια. Αυτός που τη ξεπαρθένευε ήταν ο νεκρός της άντρας, αυτός που είχαν θάψει πριν λίγη ώρα και δεν είχε καλά καλά κρυώσει.

Η νυφοχήρα έχασε το φως της μέχρι το επόμενο πρωί.

~~

Και νομίζετε ότι έτσι τέλειωσε η τραγωδία τους, που κανένας Ρακίνας, κανένας Σαιξπήρος δεν θα μπορούσε να επινοήσει;

Δεν πέρασαν πολλοί μήνες κι η νυφοχήρα άρχισε να φουσκώνει. Πώς να τους πει ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού και ποιος να την πιστέψει; Τη διώξαν οι γονείς της, τη διώξαν οι συγχωριανοί.

Έφυγε να περπατήσει ως τη σπηλιά της Λούρδης.  Στο δρόμο της ήρθε να γεννήσει, εκεί μέσα στην ερημιά, χωρίς Ιωσήφ και χωρίς μουλάρι. Προσευχήθηκε στο Θεό να σώσει το παιδί της. Μα εκείνος δεν απάντησε. Ζήτησε το ίδιο απ’ τον Διάβολο, κι ας ήξερε τι θα ‘δινε γι’ αντάλλαγμα.

Και πράγματι, κατάφερε να γεννήσει, λιγάκι πριν πεθάνει και φύγει η ψυχή της για την Κόλαση. Το μωρό έκλαιγε μες στο δάσος. Άνθρωποι δεν υπήρχαν κοντά. Μόνο τα θεριά το ακούσανε.

Οι αλεπούδες θα το έτρωγαν, οι νυφίτσες θα το έτρωγαν. Έφτασε πρώτη εκεί μια λύκαινα. Πριν μερικές βδομάδες είχε γεννήσει κι είχε γάλα. Πήρε το ορφανό στη φωλιά της, γιατί οι λύκοι είναι πιο άνθρωποι απ’ τους ανθρώπους. Το βύζαξε μαζί με τα δικά της και το έμαθε τους τρόπους των λύκων.

~~

Κι έφτασε ο μεγάλος χειμώνας του Οκτώ. Θα το θυμάστε όλοι, πέντε χρόνια πάνε από τότε. Τα βουνά έγιναν άσπρα, τα ποτάμια πάγωσαν, και κράτησε το χιόνι ως το Δεκαπενταύγουστο.

Οι λύκοι ψοφούσαν απ’ την πείνα και κατέβαιναν στα χωριά ν’ αρπάξουν κότες και αρνιά, ν’ αρπάξουν και μωρά. Όταν πεινάς πρέπει να φας.

Οι άνθρωποι έφτιαξαν απόσπασμα, τους περικύκλωσαν και τους σκοτώσανε. Ανάμεσα στους λύκους, ανάμεσα στα ζώα, βρήκαν και κάτι που δεν είχαν ξαναδεί. Την έπαρση του ανθρώπου! Την κατάρα της μάγισσας! Το σημάδι του διαβόλου!

Κρατηθείτε, κυρίες και κύριοι, και μικρά παιδιά κι εσείς γέροντες που έχετε τόσα δει. Θα δείτε κάτι τόσο αποτρόπαιο που μόνο διαβολικό μπορεί να είναι:
Τον λυκάνθρωπο των Πυρηναίων!

Περάστε, περάστε, τρομάξτε και θαυμάστε!

~

Συγνώμη, κύριε. Μόνο όσοι έχουν πληρώσει το εισιτήριο μπορούν να μπουν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η συνέχεια στο επόμενο μέρος της Γιωταλίας.