Lapsus Vitae – Ολίσθημα ζωής

0
559

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι edward-hopper-room-in-new-york-1932-1024x576-1.jpg

Τα lapsus (ολίσθημα) είναι κάτι που συχνά κάνουμε. Όταν θες να πεις (γράψεις) κάτι και “κατά λάθος” λες κάτι άλλο. Αυτό το λάθος εκφράζει το υποσυνείδητο, αυτό που ήθελες να πεις, αλλά για κάποιους λόγους το κρύβεις -και από τον εαυτό σου μερικές φορές.

Στην ψυχανάλυση υπάρχουν διάφορα lapsus ανάλογα με τον τρόπο που παράγονται:

  • Lapsus Linguae: ολίσθημα της γλώσσας.
  • Lapsus Calami: ολίσθημα της πένας.
  • Lapsus Clavis: ολίσθημα της δακτυλογράφησης
  • Lapsus Manu: ολίσθημα του χεριού.
  • Lapsus Memoriae: ολίσθημα της μνήμης.

Κι αναρωτιέμαι πώς θα ήταν ένα lapsus vitae, ένα ολίσθημα της ζωής.

~~

Lapsus Vitae – Ολίσθημα ζωής

(μικροδιήγημα / flash fiction)

Διάβαζε έξι μήνες για τις εξετάσεις της Εθνικής Τράπεζας. Το χειρότερο ήταν η πρακτική αριθμητική, τη μισούσε, αλλά ζορίστηκε και πίστευε ότι μπορούσε να τα καταφέρει.

Το πρόβλημα ήταν τι θα έκανε μόλις θα διοριζόταν στην τράπεζα. Θα συνέχιζε να μένει με τη μητέρα του ή θα πήγαινε να μείνει με την κοπέλα του;

Η μητέρα του έλεγε ότι δεν μπορούσε μόνη, εξαιτίας της «αρρώστιας». Ήταν άρρωστη από τότε που πέθανε ο πατέρας του, μια δεκαετία πίσω. Και η Σοφία είχε βαρεθεί να τον περιμένει να «ενηλικιωθεί», όπως του έλεγε. Μέχρι τότε ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε ως δικαιολογία την ανεργία.

Ξύπνησε χαράματα, έφαγε γερό πρωινό που του ετοίμασε η μητέρα του, τη φίλησε κι έφυγε. Καθώς περίμενε στη στάση χτύπησε το τηλέφωνο. «Καλή επιτυχία, αρχίζει μια καινούρια ζωή», του είπε η Σοφία.

Μπήκε στο λεωφορείο, έκατσε κι άνοιξε το βιβλίο της αριθμητικής, για να λύσει μερικές ασκήσεις. Έβαλε ν’ ακούει τις «Γραμμές των Οριζόντων».

Όταν σήκωσε πάλι το κεφάλι αντιλήφθηκε ότι ήταν σε κάποιο άγνωστο κομμάτι της πόλης. Ακουγόταν ο Θάνος με συνοδεία πιάνου να φωνάζει:
«Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;»

Περίμενε ν’ ακούσει τον αγαπημένο του στίχο πριν σηκωθεί. Πήγε στον οδηγό.

«Συγνώμη, το 3 είναι;»
«Όχι. Το 30.»
«Δεν πάει Κέντρο;»

Ο οδηγός δεν απάντησε. Το λεωφορείο όλο κι ανέβαινε. Σίγουρα δεν πήγαινε κέντρο. Ο Αλέξανδρος κοιτούσε έξω κι έβαλε τους Εφτά Νάνους στο S/S Cyrenia να παίζει στην επανάληψη.

Άφησε τα βιβλία στο κάθισμα και κατέβηκε στο τέρμα. Από ‘κει πάνω μπορούσε να δει όλη την πόλη και το λιμάνι. Είχε μπουνάτσα. Ξεκίνησε να γυρίσει με τα πόδια.

Στο δρόμο πήρε τηλέφωνο τη Σοφία: «Πρέπει να μιλήσουμε.»

Μπήκε στο σπίτι. Η μητέρα του έτρεξε στην πόρτα.

«Τι έγινε, γιε μου; Τέλειωσες κιόλας;»
«Δεν πήγα.»
«Γιατί;»
«Δεν θέλω να δουλέψω στην τράπεζα.»
«Καλά, γιε μου, όπως θες. Έλα να σου βάλω κάτι να φας.»
«Μάνα…» είπε ο Αλέξανδρος και χαμογέλασε.

Ο Μικρούτσικος τραγουδούσε στο κεφάλι του:
«Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει…»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πίνακας είναι του E. Hopper “Room in New York”, 1932