Γιωταλία (16. Finistère – Το τέλος της γης)

0
707

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι giotaliac-copy-1024x576.jpg

54

Το αυτοκίνητο του Καρόγλου διέσχιζε την ύπαιθρο της Βρετάνης μουγκρίζοντας. Αφότου έφυγαν απ’ το αγρόκτημα είχαν τρέξει πολλές ώρες –χωρίς στάση.

«Πρέπει να κάνουμε στάση», είπε στην Τενερίφη που καθόταν στη θέση του συνοδηγού.
«Δεν υπάρχει χρόνος.»
«Το ακούς πώς κάνει; Σε λίγο θα σκάσει σαν το Βεζούβιο.»
«Τι ‘ναι το Βεζούβιο;»

Ο Καρόγλου το σκέφτηκε λιγάκι. Η Πομπηία είχε καταστραφεί έναν αιώνα μετά την εποχή της και μέχρι τότε όλοι τον θεωρούσαν ένα συνηθισμένο βουνό.

«Ηφαίστειο, δεν έχει σημασία. Και χρειαζόμαστε καύσιμα.»
«Τι ‘ν’ αυτό;»
«Πώς νομίζεις ότι προχωράει; Αν δεν σταματήσουμε για… ανασύνταξη, θα σταματήσουμε τελείως. Και τότε δεν θα ‘χουμε καθόλου χρόνο.»
«Τέλος πάντων. Πρέπει να σε πιστέψω.»
«Πρέπει. Αυτή πόση ώρα θα κοιμάται;»

Έδειξε το πίσω κάθισμα. Εκεί ήταν η ωραία κοιμωμένη. Η Γιωταλία κοιμόταν τόσο γαλήνια που κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι ήταν ναρκωμένη. Η Νέδα δίπλα της έβλεπε όνειρο και κουνούσε τα πόδια της, δάγκωνε τον αέρα, σαν να ορμούσε σε κάποιον.

«Δεν ξέρω το μανδραγόρα της περιοχής. Δυνατός φαινόταν, στρίγγλισε όταν τον έκοψα.»
«Περίπου; Μια ώρα;»
«Χα! Μια ώρα. Μια μέρα να λες. Δεν ξέρεις τίποτα.»

~~

Κάθε καλή μάγισσα και γητεύτρα ξέρει ν’ αναγνωρίζει τα μαγικά φυτά. Στην Οξιτανία και στην Προβηγκία η χλωρίδα δεν διαφέρει πολύ από εκείνη της Αρκαδίας. Υπάρχουν κι άλλα φυτά, αλλά τα βασικά είναι τα ίδια.

Με την πρώτη σύγκρουση που είχε με την έφηβη κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να την καθοδηγήσει, όπως τη μικρή Ζήνα. Οι έφηβοι είναι τρελοί ούτως ή άλλως κι όχι μόνο δεν έχουν συναίσθηση του κινδύνου, αλλά τους γοητεύει οτιδήποτε ακραίο. Επιπλέον η Γιωταλία δεν ήταν μια οποιαδήποτε έφηβη.

Βγήκε βόλτες στο δάσος και μάζεψε αλλοπρόσαλλα μαγικά φυτά, για κάθε περίσταση. Υοσκύαμο, βαλεριάνα, γαλάζιες καμπανούλες, ντάτουρα, σπαθόχορτο, μανδραγόρα και μερικά μαγικά μανιτάρια –αυτά για διασκέδαση. Δεν ήξερε τι θα χρειαζόταν, αλλά η τύχη ευνοεί τους προετοιμασμένους.

Είδε ότι η Γιωταλία ήταν αποφασισμένη να μείνει με τους Μολιέ.  Δεν υπήρχε περίπτωση να τη μεταπείσει, ούτε να της κάνει μάγια, αφού ήταν πιο ισχυρή από εκείνη. Όμως ήταν και πολύ πιο άπειρη, νέα κι απονήρευτη. Η Τενερίφη είχε ζήσει πέντε δεκαετίες σε πολύ χειρότερες καταστάσεις απ’ το Φάρο της Θάλαττας. Για να επιβιώσει μόνη της έπρεπε να είναι η πιο έξυπνη, η πιο γρήγορη, η πιο καπάτσα.

Πίστευε στην Ειμαρμένη, στη Μοίρα, αλλά μόνο για την εντελέχεια: Όλα όσα έκαναν τελικά θα τους οδηγούσαν στον προορισμό τους. Αλλά δεν ήταν απαθής, δεν στεκόταν να κοιτάει το ποτάμι να κυλάει και τη ρόδα να γυρίζει. Ήξερε ότι οι Θεοί βοηθούν αυτούς που προσπαθούν, ήξερε ότι έπρεπε να δρα, αν ήθελε να φτάσει σ’ εκείνη την εντελέχεια. Το πεπρωμένο δεν είναι δεδομένο και μοναδικό, έχει πολλές εκδοχές κι ανάλογα τη δράση πλησιάζουμε σε κάποιο άλλο τέλος. Κι αφού εκείνη είχε καταφέρει να σκοτώσει έναν μάγο σαν τον Άβαρι κι έναν δολοφόνο σαν τον Νίτση, σήμαινε ότι δρούσε σωστά.

Με τη Γιωταλία προσποιήθηκε τη θυμωμένη. Έσπασε ποτήρια, της φώναξε, τη διέταξε. Εκείνη δεν της έδωσε σημασία. Η Τενερίφη θα μπορούσε να κάνει καριέρα σαν ηθοποιός. Γιατί ούρλιαζε με πάθος, αλλά ήξερε ότι έπαιζε ρόλο, μέσα της χαμογελούσε. Τελικά έκανε ότι αποδέχτηκε την απόφαση της και είπε στον Καρόγλου ότι θα έφευγαν μόνοι τους. Εκείνος δεν ήθελε. Δεν του είπε το σχέδιο της, για να τον αφήσει ν’ αντιδρά αυθεντικά. Δεν είχε εμπιστοσύνη στις ικανότητες των αντρών.

Στο δωμάτιο της, όσο οι Μολιέ προετοιμάζονταν για επίθεση, είχε βάλει τη ρίζα του μανδραγόρα να ψήνεται. Η στάχτη του είναι δέκα φορές πιο ισχυρή απ’ το ρόφημα ή το βάμμα. Μάζεψε όση στάχτη έβγαλε κι έριξε μέσα μαύρο υοσκύαμο, που αν δεν ξέρεις να τον φτιάξεις είναι θανατηφόρος. Λίγες στάλες από ντάτουρα, το διαβολόχορτο όπως το έλεγαν εκείνη την εποχή, που θα βοηθούσε να μη χαθεί στον ύπνο. Δεν ήταν σίγουρο ότι θα τη γλίτωνε, αφού η δόση που της έδωσε ήταν μεγάλη, αλλά δεν μπορούσε και να την αφήσει εκεί, στην αγροικία. Το ήξερε πως όσοι θα έμεναν πίσω θα πέθαιναν, μαζί με τους Μολιέ. Πώς το ήξερε; Μάγισσα ήταν.

Έβαλε τρία ποτήρια μπρούσκο κι έριξε στο ένα το μαγικό φίλτρο. Τους φώναξε στο διπλανό δωμάτιο, ν’ αποχαιρετιστούν. Τσούγκρισαν και ήπιανε, αλλά δεν τους άφησε να φύγουν. Έβαλε τον Καρόγλου να λέει ξανά και ξανά πού θα πήγαιναν, υποτίθεται για να ξέρει κι η Γιωταλία, σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη κάποια στιγμή. Η έφηβη ήπιε ένα ποτήρι κρασί, όπως συνήθιζε.

Η Τενερίφη μπόρεσε να διακρίνει τα αδιόρατα για τα μάτια των άλλων σημάδια που υποδήλωναν ότι είχε αρχίσει να επιδρά το ναρκωτικό. Φίλησε τη μικρή βιαστικά και τράβηξε τον Καρόγλου προς το αυτοκίνητο. Του είπε να βάλει μπρος, αλλά να μην ξεκινήσει.

«Περιμένουμε», του είπε.
Ο Καρόγλου κατάλαβε ότι είχε σκαρώσει κάτι.

Δέκα λεπτά μετά βγήκε απ’ το αμάξι και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Η Γιωταλία ήταν αναίσθητη στο πάτωμα της κουζίνας, με τους Μολιέ να προσπαθούν να τη συνεφέρουν.

«Αφήστε τη σε μας», τους είπε. «Θα την πάμε σε γιατρό. Το παθαίνει συχνά.»

Ο Καρόγλου είχε μείνει άφωνος με την πλεκτάνη της. Ακούμπησαν την έφηβη στο πίσω κάθισμα. Ήταν σαν νεκρή -κι αλήθεια η Τενερίφη λιγάκι τρόμαξε. Συμβαίνουν τέτοια δυστυχήματα με τη δαιμοναριά. Έκατσε κι η Νέδα πίσω, ανήσυχη. Φόρτωσαν τα πράγματα της Γιωταλίας.

«Καλά κάνετε και την παίρνετε με το ζόρι», είπε ο Μολιέ.
«Το κατάλαβες.»
«Κι εγώ το ίδιο θα έκανα με την κόρη μου. Πρέπει να είστε μαζί. Όπως κι εμείς.»
«Θα στο πω και πάλι. Φύγετε. Για λίγο καιρό.»
Ο Μολιέ χαμογέλασε.
«Ορεβουά.»

Μερικές ώρες αργότερα ήταν όλοι τους νεκροί.

~~~

«Δεν έχω παιδιά», είπε ο Καρόγλου στην Τενερίφη μέσα στο αμάξι.
«Ούτε κι εγώ.»
«Αλλά νομίζω ότι δεν πρέπει να της πεις τι έκανες.»
«Είσαι τρελός; Αυτή μπορεί να μας σκοτώσει όλους μας με μια φράση, με μια σκέψη ίσως. Οι μεγάλοι μάγοι δεν χρειάζεται να λένε τα ξόρκια. Αρκεί να τα σκεφτούν.»
«Πες της ότι λιποθύμησε.»
«Όχι, είναι μάγισσα. Θέλει κάτι ιδιαίτερο», έκανε η Τενερίφη. «Κάτι που να την κολακεύσει. Θα της πούμε ότι είχε την Ηράκλεια νόσο.»
«Κάτι σαν επιληψία δηλαδή;»
«Δεν ξέρω πώς το λέτε τώρα. Αλλά να είναι μαγικό. Σαν αυτό που έπαθα κι εγώ.»

Ο Καρόγλου είδε ένα γέρο στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησε και τον ρώτησε πού θα έβρισκε μια πόλη, μια κωμόπολη, όπου θα είχαν καύσιμα γι’ αυτοκίνητο κι ένα ξενοδοχείο να κοιμηθούν. Ο γέρος τους εξήγησε. Έστριψαν προς τα εκεί.

Θα έφταναν βράδυ. Οπότε θα έπεφταν να κοιμηθούν και το ξημέρωμα θα φρόντιζαν το αμάξι πριν φύγουν. Δεν έπρεπε να μείνουν περισσότερο σε κανένα μέρος.

«Δεν το αισθάνομαι καλά αυτό», είπε ο Καρόγλου κι εννοούσε την ωραία κοιμωμένη.
«Δεν έχει σημασία πώς το αισθάνεσαι. Η ανάγκη πείθει και τους θεούς.»
«Ναι, αλλά… Έχεις αυτό το δικαίωμα;»
«Να της σώσω τη ζωή;»
«Να μην την αφήσεις ν’ αποφασίσει μόνη της.»
«Δηλαδή αν ήθελε να σκοτωθεί θα έπρεπε να την αφήσω; Επειδή το αποφάσισε μια τρελή έφηβη;»

Ο Καρόγλου χαιρέτισε έναν ποδηλάτη που τους έγνευσε. Όλοι στέκονταν για να θαυμάσουν το αυτοκίνητο, που ίσως να ήταν συνηθισμένο στο Παρίσι και στη Ναντ, αλλά εκεί έξω ήταν ακόμα κάτι σπάνιο. Καλύτερα να ταξίδευαν με κάρο.

«Δεν ξέρεις τι θα γίνει», της είπε.
«Δεν ξέρω, αλλά ήταν πολύ πιθανό να τη σκοτώσουν. Γιατί να την αφήσω;»
«Επειδή το διάλεξε. Ελευθερία.»
«Παράξενες απόψεις έχετε στην εποχή σας. Ή μήπως μόνο εσύ είσαι έτσι;»
«Μπορεί να είμαι εγώ παράξενος.»

Προσπάθησε ν’ ανάψει τσιγάρο, αλλά δεν μπορούσε. Τ’ αυτοκίνητο δεν είχε τζάμια.

«Ελευθερία είναι αυτό; Να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει χωρίς να τον νοιάζουν οι συνέπειες στους άλλους, χωρίς νόμους, χωρίς ηθική, χωρίς θεούς; Θα πεθάνω επειδή είμαι ελεύθερη να διαλέξω.»
«Λάθος είναι;»
«Φυσικά και είναι. Είμαστε μέλη μιας κοινωνίας, δεν είμαστε μεμονωμένα άτομα. Το σύνολο είναι πιο σημαντικό απ’ το άτομο. Και οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης. Κι η Γαία υπόκειται στους νόμους των θεών, οι θεοί στους νόμους της Ειμαρμένης.»
«Κάτι σαν τους φυσικούς νόμους;»
«Δεν ξέρω για τι λες, αλλά μοιάζει, η φύση είναι πάνω απ’ όλα. Κανείς δεν είναι ελεύθερος. Τα χελιδόνια θα μπορούσαν να πετάξουν παντού. Κάνουν πάντα τον ίδιο δρόμο. Φτιάχνουν τις ίδιες φωλιές.»

Μπήκανε στη Ρεντόν, μια κωμόπολη της περιοχής, κι όλοι τους κοιτούσαν παραξενευμένοι. Ο Καρόγλου ρώτησε για πανδοχείο και τους έδειξαν πού να πάνε.

«Έχουν αλλάξει οι άνθρωποι», είπε στην Τενερίφη.
«Όχι. Οι άνθρωποι είναι ακριβώς ίδιοι. Ο κόσμος σας έχει αλλάξει, το πλαίσιο. Κι είναι πολύ πιο δύσκολος κόσμος.»
«Νομίζω ότι προχωρήσαμε.»
«Ναι, προχωρήσατε προς τα πίσω.»

Σταμάτησαν στο ξενοδοχείο. Πήγε κι έκλεισε δωμάτιο. Έπειτα έβγαλε τη Γιωταλία απ’ το αυτοκίνητο, σαν να ήταν η κόρη του που κοιμόταν. Της σκέπασε το κεφάλι και την ανέβασε πάνω αγκαλιά, ενώ η Νέδα με την Τενερίφη ακολουθούσαν. Όλοι όσοι βρίσκονταν στο πανδοχείο τους είδαν. Κι αυτό ήταν σαν να τους είχαν δει όλοι στη Ρεντόν.

~~~~

Την ίδια στιγμή ο Ζαν Μπατίστ, ένας μεσήλικας μπεκρής που ξημεροβραδιαζόταν εκεί, άδειασε το ποτήρι του και βγήκε έξω. Πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο σταθμάρχης έπινε σιντρ κι έριχνε πασιέντζες.

«Δεν ρωτούσες για κάτι Έλληνες; Με αμάξι;»
«Ναι, και;» έκανε ο Σερζ χωρίς να σηκώσει τα μάτια του απ’ τα χαρτιά.
«Ένα ζευγάρι, μεσήλικες, ένα κορίτσι κι ένας σκύλος. Με αμάξι. Μόλις ήρθαν στο Λιοντάρι και Κριός».

Αυτό ήταν το έμβλημα του Φινιστέρ, έτσι λεγόταν σχεδόν κάθε πανδοχείο, ξενοδοχείο και ταβέρνα.

Ο Σερζ αφυπνίστηκε: «Τρεις;»
«Κι ένας σκύλος.»
«Το κορίτσι έχει άσπρα μαλλιά;»
«Δεν την είδα. Κοιμόταν.»
«Το αυτοκίνητο;»
«Πεζώ. Τετραθέσιο.»

Ο Σερζ πέταξε ένα φράγκο στο Ζαν Μπατίστ, πουρ μπουάρ. Έπειτα τηλεγράφησε μήνυμα στη Βρέστη, στο ναυαρχείο. Έτσι παίρνουν προαγωγές οι σταθμάρχες.

~~~~~

Όλο το βράδυ η Γιωταλία κοιμόταν. Ο Καρόγλου με την Τενερίφη το ρίξανε στο ποτό και στο φαΐ –και την είχανε βρει μια χαρά.

«Βλέπεις τι σου λέω;» του είπε ανάμεσα στο τυρί και στο αχλάδι. «Οι άνθρωποι δεν αλλάξανε. Σ’ αρέσει το κρασί;»
«Δεν ζω χωρίς αυτό.»
«Σ’ αρέσει το φαΐ;»
«Μη μου το πάρεις ποτέ, σε παρακαλώ.»
«Σ’ αρέσει το… πώς το λέτε τώρα; Ξέρεις, η συνουσία», είπε η Τενερίφη κι έκανε μια κίνηση με τα χέρια της για να εξηγήσει τι εννοούσε.
«Ε, παλιότερα το σκεφτόμουν πιο πολύ απ’ το φαΐ και το κρασί.»

Σαν το είπε αυτό ο Καρόγλου κοιταχτήκανε και λυθήκανε στα γέλια, μεθυσμένοι σαν Βρετόνοι.

«Και το τσιγάρο», είπε κι άναψε δυο Γκωλουάζ.
«Λέω το εξής», έκανε η μεθυσμένη Τενερίφη και πήρε το τσιγάρο. «Αν πάρεις ένα παιδί απ’ τη δική μου εποχή, τους αρχαίους που μας λέτε, κι ένα απ’ τη δική σου εποχή, και τα μεγαλώσεις μαζί, στον ίδιο κόσμο, λες να έχουν καμιά διαφορά;»
«Ε, δεν ξέρω. Είναι κι η Θεωρία της Εξέλιξης, του Δαρβίνου.»
«Του ποιου;»

Πήγε να ξεκινήσει να της λέει, όταν άκουσαν τη Γιωταλία να βογκάει. Έτρεξαν πάνω της. Ήταν η πρώτη φορά που κουνιόταν. Κοίταξε το ταβάνι. Φαινόταν χαμένη. Μετά τα μάτια της γύρισαν προς τα μέσα κι έμεινε μόνο το ασπράδι.

«Τι έπαθε;»
«Είναι ακόμα υπό επήρεια. Καλή περίπτωση.»
«Τι λες; Σαν νεκρή είναι.»
«Είναι στο ενδιάμεσο. Καλή περίπτωση. Γιωταλία, Γιωταλία με ακούς;»

Εκείνη άργησε ν’ αντιδράσει. Κι όταν μίλησε δεν έμοιαζε να είναι η φωνή της. Η Νέδα γάβγιζε εχθρικά.

«Ναι», είπε η φωνή που έβγαινε απ’ το σώμα της Γιωταλίας.
«Πού βρίσκεσαι;»
«Είμαι μωρό.»
«Πόσο μωρό;»
«Περπατάω.»
«Πού είσαι; Πότε είσαι;»
«Είμαι τώρα.»
«Τώρα είσαι μωρό;»
«Είμαι μωρό.»

Ο Καρόγλου πήγε και μίλησε στο αυτί της Τενερίφης:
«Την τρέλανες!»
«Μακάρι. Η τρέλα είναι θεϊκή.»
«Όχι στην εποχή μας.»

Θυμήθηκε όσα της είχε πει ο Αυτόλυκος για το άσυλο Βολτέρα. Ναι, οι τρελοί είχαν θεϊκή έμπνευση στην εποχή της. Στη μοντέρνα ήταν σκουπίδια, για πέταμα.

«Δεν τρελαίνονται έτσι εύκολα οι μάγισσες», το διόρθωσε.
«Και τότε τι λέει;»
«Σκάσε ν’ ακούσουμε.»
Η Τενερίφη γύρισε στη Γιωταλία.
«Πού είσαι;»
«Παντού θάλασσα και βράχια. Έχουμε μουσική. Χορεύω.»

Η Γιωταλία ξεκίνησε να μισοτραγουδάει κάποιο τραγούδι. Δεν κρατούσε ρυθμό ούτε μελωδία, ήταν σαν ν’ ακουγότανε μέσα από τούνελ.

«Τι γλώσσα είν’ αυτή;» ρώτησε η Τενερίφη. «Θυμάμαι μιλάγανε κάτι παρόμοιο οι βάρβαροι που ήρθαν απ’ το βορρά.»
«Δεν είναι γαλλικά σίγουρα. Μοιάζουν λιγάκι με βρετονέζικα. Κάτι κέλτικο μάλλον. Δανία, Σκωτία, Ιρλανδία…»
«Πού βρίσκεσαι;» ρώτησε τη Γιωταλία.
«Ίνις Μορ», είπε εκείνη.
«Πού σκατά είν’ αυτό;»

Ο Καρόγλου δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει ότι δεν ήξερε, γιατί τότε τα μάτια της Γιωταλίας γύρισαν μπροστά, έγιναν κανονικά, πετάχτηκε πάνω κι έπιασε την Τενερίφη απ’ τα μαλλιά.

«Ποια είναι η Φρύνη;» της φώναξε στα μούτρα.
«Πού το ξέρεις αυτό το όνομα;»
Τη βοήθησε να ξαπλώσει πάλι πίσω, να ηρεμήσει.
«Την είδα. Μου μίλησε, σε μένα, στο μωρό. Ήταν τόσο όμορφη.»
«Εντάξει, τη Φουέρτε είδες», είπε η Τενερίφη κι αναστέναξε. «Ήταν η μάνα σου και ήταν αδελφή μου.»
«Δεν ήταν.»
«Δεν θες να το δεχτείς, αλλά πέθανε.»
«Δεν έχει πεθάνει.»
«Πώς γίνεται αυτό; Πάνε πόσα χρόνια… Την είδες να σε κρατάει μωρό;»
«Δεν με κρατούσε. Αλλά μου μίλησε. Δεν έχει πεθάνει.»
«Τι σου είπε;» μπήκε στη μέση ο Καρόγλου.
«Μου είπε ότι έρχονται.»

Ο Καρόγλου γύρισε να δει την Τενερίφη. Η μάγισσα του απάντησε καταφατικά στην ερώτηση που είχε σκεφτεί.

«Πάω να γεμίσω καύσιμα, ετοιμαστείτε», είπε κι έφυγε έξω, εντελώς ξεμέθυστος πλέον.

Η Τενερίφη βοήθησε τη Γιωταλία να σταθεί στα πόδια της. Η Νέδα την έγλειφε.

«Πώς νιώθεις;»
«Σαν να με μάσησαν, να με κατάπιαν, να με χώνεψαν και να με έχεσαν», είπε η Γιωταλία. «Τι έγινε; Πού είμαστε; Οι Μολιέ;»

Η Τενερίφη της εξήγησε τα πάντα, λέγοντας ψέματα σε όλα. Είπε ακόμα κι ότι οι Μολιέ δεν έμειναν στο αγρόκτημα, έφυγαν μαζί τους, αλλά πήγαν σ’ άλλη κατεύθυνση.

Η Γιωταλία χάρηκε.
«Ο Θάνος;»
«Ο Θάνος; Ακόμα τον σκέφτεσαι; Πάει αυτός. Λαγός. Ξέχνα τον.»
«Και πού πάμε τώρα;»
«Στο τέλος του κόσμου. Φινιστέρ το λένε. Από εκεί θα πάμε ακόμα μακρύτερα. Πάρε να φας κάτι.»

Με το ζόρι κατέβασε δυο μπουκιές. Κρασί δεν της έδωσε, θα ήταν ατυχές μετά από το επεισόδιο με το μανδραγόρα. Η Νέδα την έγλειφε τόση ώρα που επούλωσε κάθε πληγή.

~~~~~~

«Όλα έτοιμα», είπε ο Καρόγλου  μετά από μισή ώρα που γύρισε. «Εσείς; Καλά;»
«Χειρότερα δεν γίνεται», είπε κι η Γιωταλία και σηκώθηκε. Στα πρώτα βήματα παραπάτησε, σαν να ήταν νήπιο ακόμα.
«Πάντα γίνεται και χειρότερα. Αλλά δεν μπορείς να το φανταστείς μέχρι να γίνει», της είπε η Τενερίφη.

Τη βοήθησαν να κατέβει τις σκάλες. Στο μπιστρό είχαν μείνει μόνο οι θαμώνες κι εκείνοι παραπατούσαν περισσότερο απ’ τη Γιωταλία. Ο Καρόγλου πήγε κι άφησε ένα χαρτονόμισμα, ένα μεγάλο χαρτονόμισμα στην μπάρα. Είπε στον ταβερνιάρη ότι βασιζόταν στη διακριτικότητα του. Εκείνος ορκίστηκε –αλλά είχε τα δάχτυλα του σταυρωμένα πίσω απ’ την πλάτη του.

Μπήκανε στο αυτοκίνητο. Η Γιωταλία ξάπλωσε πίσω και πάλι. Φύγανε, μαύρα μεσάνυχτα προς τον Ατλαντικό.

Ο Ζαν Μπατίστ πήγε στο σταθμό να πει τα νέα και να πάρει ένα ακόμα φράγκο.

~~~~~~~~

Το επόμενο πρωινό έφτασε στο Ρεντόν το τρένο της Παρασκευής. Κατέβηκε ένας μοναχός. Πήγε ευθεία στο σταθμάρχη. Του είπε ένα όνομα. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και είπε να περάσουν στο γραφείο του.

Του είπε όλα όσα ήξερε. Στο πανδοχείο είχαν αυτιά στους τοίχους, στα πατώματα, στο ταβάνι. Ο μοναχός τ’ άκουσε όλα χωρίς να αντιδράσει. Τους είπε μόνο να στείλουν τηλεγράφημα προς όλους τους σταθμούς κι όλα τα αστυνομικά αρχηγεία. Τους είπε πού έπρεπε να πάνε:
«Φινιστέρ. Σεν Γκενολέ.»

55.

Ο Θάνος πήγε πρώτα στο ταχυδρομείο της Νάντης για να πάρει τηλέφωνο, δεν ήθελε να στείλει τηλεγράφημα. Του ήταν αδύνατο να συνεννοηθεί με το κέντρο. Βγήκε απογοητευμένος και περιπλανήθηκε για λίγο στην πόλη, μέχρι που είδε από μακριά μια ελληνική σημαία. Ήταν το προξενείο.

Εκείνοι ήξεραν τον Καρπόφ και μόλις τους είπε ότι ήταν χωροφύλακας σε αποστολή του μεγιστάνα, τον σύνδεσαν αμέσως με το μέγαρο Καρπόφ.

Το σήκωσε ο οικονόμος και γέλασε σαν άκουσε το αίτημα του Θάνου.

«Ο κύριος Καρπόφ δεν μιλάει στο τηλέφωνο», του είπε χωρίς να νοιαστεί για δικαιολογίες απουσίας.
«Άκου! Θα χάσεις το κεφάλι σου, όχι μόνο τη θέση σου, αν δεν μου τον δώσεις. Πες του ότι είναι ο Θάνος Γκάτζος και τηλεφωνώ από Γαλλία.»

Ο οικονόμος το σκέφτηκε για λίγο. Αν ενοχλούσε τον Καρπόφ μπορεί και να τον απέλυε. Αν ήταν κάτι σημαντικό και δεν μετέφερε το μήνυμα κινδύνευε περισσότερο. Ο χωροφύλακας ήξερε τι έλεγε όταν μιλούσε για καρατόμηση. Είπε στον Γκάτζο να περιμένει.

Πλησίασε τον Καρπόφ που καθόταν στο αναγνωστήριο και διάβαζε το Μάκβεθ του Σαίξπηρ.

«Κύριε. Θανάσης Γκάτζος. Από Γαλλία. Στο τηλέφωνο.»

Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι.

«Άργησε…» είπε μόνο και του έγνεψε.
Του έφερε το τηλέφωνο σε ασημένιο πιάτο, σαν να ήταν το κεφάλι του προφήτη.

«Πες μου.»
«Κύριε Καρπόφ, τα κατάφερα.»
«Να σκοτώσεις τη μάγισσα;»
«Σχεδόν. Να ξεφύγω.»
«Τα τελευταία νέα που είχαμε για σας, κύριε Γκάτζο, ήταν ότι προσεταιριστήκατε τον εχθρό. Εναντίον μας.»
«Κατασκοπία, κύριε Καρπόφ.»
«Ελπίζω όχι διπλή.»

Ο Θάνος ξεκίνησε να του λέει γιατί έφυγε, παρουσιάζοντας το ως τακτική παραπλάνησης. Του μίλησε για το αγρόκτημα και τον τύπο με τη μοτοσικλέτα.

«Αυτός είναι απ’ τους δικούς μας.»
«Το κατάλαβα.»

Ο Καρπόφ έκανε νόημα στον οικονόμο να του στρίψει ένα τσιγάρο με χασίς.

«Αυτά που μου λέτε, κύριε πρώην χωροφύλακα, τα ξέρω όλα. Και δεν μου είπατε γιατί με ενοχλείτε. Δέκα λέξεις μπορώ ν’ ακούσω ακόμα.»
«Θέλω πληροφορίες για να τους ξαναβρώ.»
«Είδατε; Μόλις έξι. Ο οικονόμος θα φωνάξει το νέο γραμματικό αυτός θα σας εξηγήσει.» Τράβηξε λιγάκι παραπάνω τα φωνήεντα του «νέο».
«Ο παλιός τι έγινε;»
«Πέθανε, Γκάτζο. Βασανιστικά. Κι αυτός δεν με είχε προδώσει, ούτε μία φορά», είπε εν κατακλείδι ο Καρπόφ και το άφησε στον ασημένιο δίσκο.

Στη Νάντη ο Θάνος χάρηκε με το θάνατο του γραμματικού. Μετά ένιωσε τα λόγια του Καρπόφ.  Ούτε μία φορά. Γιατί του έδινε δεύτερη ευκαιρία; Δεν ήταν θέμα εμπιστοσύνης, ήταν θέμα εξουσίας. Όταν είσαι τόσο δυνατός, είσαι άτρωτος.

Στην Πάτρα ο Καρπόφ δεν ένιωθε άτρωτος. Σηκώθηκε για να πάρει ένα άλλο βιβλίο και ζαλίστηκε. Τον βοήθησαν να ξανακάτσει. Οι γιατροί, όπου κι αν είχε πάει, του είχαν πει το ίδιο πράγμα: Λίγοι μήνες ως έναν χρόνο, το πολύ. Αυτή την προθεσμία ζωής του είχαν δώσει τρία χρόνια πριν. Και ζούσε ακόμη. Όμως το ένιωθε ότι δεν αρκούσε η δύναμη του χαρακτήρα του, η βούληση του, για να νικήσει το θάνατο.

Ο μέντορας του Φοίβου, του αδίστακτου νεαρού που τόσο είχε συμπαθήσει, είχε τη λύση. Ήταν η καλύτερη συμφωνία που είχε κάνει. Θα βοηθούσε να εξοντώσουνε τη μικρή και τη μεγάλη μάγισσα και θα κέρδιζε  παράταση ζωής. Ο Φοίβος του είχε μιλήσει για αιώνες, αφού ο μέντορας του ζούσε πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια.

Ζήτησε να του δώσουν το τσιγαριλίκι του. Κάπνιζε κι ονειρευόταν μια χιλιόχρονη αυτοκρατορία. Θα γινόταν προστάτης όλης της ανθρωπότητας. Αρκεί να έλεγε αλήθεια ο Αβαρίδης.

~~

Εκείνη την ώρα ο Φοίβος Αβαρίδης ανατρίχιασε, σαν κάποιος να περπατούσε στον τάφο του. Βρισκόταν στο κουπέ πολυτελείας του τρένου που ταξίδευε προς τη Βρέστη, την πρωτεύουσα του Φινιστέρ.

Μαζί του ήταν ο Γιάννης Ζέρβας, ένα τρομερό μυαλό που είχε αλιεύσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής στα μαθηματικά. Μελετούσε την εφαρμογή τους στην μακροοικονομία. Με το μοντέλο του ισχυριζόταν ότι μπορούσε να προβλέπει κάθε οικονομική αναταραχή.

«Οπότε, όπως το λες, όλο αυτό θα οδηγήσει σε επανάσταση; Εννοείς τους κομμουνιστές; Στη Γερμανία αποτύχανε.»

Ο Φοίβος κάπνιζε μικρά πούρα, φτιαγμένα στην Καραϊβική.  Πρόσφερε και στο Ζέρβα. Εκείνος δεν έπινε, δεν κάπνιζε, ίσα που έτρωγε, ήταν μόνο μυαλό.

«Η σημαντικότερη αλλαγή είναι άλλη», του απάντησε τονίζοντας τη λέξη «αλλαγή». Δεν του άρεσαν συναισθηματικά φορτισμένοι όροι, όπως επανάσταση, αγώνες, ελευθερία. Τίποτα σχετικό με ιδεολογία ή θρησκεία. Τις θεωρούσε λέξεις χωρίς σημασία –για το μοντέλο του.

«Στα επόμενα χρόνια δεν θα έχουν δύναμη εκείνοι που θα κατέχουν τα μέσα παραγωγής, αλλά εκείνοι που θα ελέγχουν το χρήμα.»
«Ναι, μου το ‘πες. Δύσκολο να το πιστέψω. Όχι μόνο οι τραπεζίτες;»
«Οι τράπεζες, όπως κι οι κυβερνήσεις, ο στρατός, όλοι θα προσκυνούν την Αγορά.»
«Η Αγορά ήταν κάτι άλλο… παλιότερα.»
«Τώρα θα γίνει πιο ισχυρό. Οι αριθμοί το δείχνουν ξεκάθαρα. Θα είναι ένα πανταχού παρόν ανύπαρχτο σύστημα που θα ορίζει τις ζωές όλων των ανθρώπων.»
«Ακούγεται σαν κάτι θεϊκό σχεδόν.»
«Κουράδες», του είπε απ’ την απέναντι θέση η Αρβανίτισσα. «Εμείς λέμε: Αν δε σπείρεις δε θα θερίσεις. Ποιος θα ταΐζει την Αγορά;»

Το ταξίδι με τη Σοφία ήταν δύσκολο, όμως άρεσε στο Φοίβο που την είχε μαζί του. Ήξερε να παίρνει ό,τι καλύτερο από κάθε άνθρωπο. Η τυφλή ζητιάνα του είχε κάνει τα πρώτα μαθήματα. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε;

Μάθαινε απ’ τον Καρπόφ, μάθαινε απ’ το Ζέρβα, μάθαινε απ’ την κυρά Σοφία. Εκείνη του μιλούσε για όσα ήξερε ο λαός, όσα περίμεναν να συμβούν οι αμόρφωτοι, η μάζα.

«Τους βασιλιάδες και τους πρωθυπουργούς γιατί τους ταΐζουμε;» είπε ο Ζέρβας που δεν τη συμπαθούσε καθόλου, επειδή του θύμισε την οικογένεια του.
«Για να μας λένε πού πάμε», είπε η Σοφία.
«Το ίδιο θα κάνει κι η Αγορά. Όχι μόνο σε μας, αλλά και στους βασιλιάδες.»
«Και λες ότι έρχεται σημείο καμπής για την Αγορά;» μπήκε στη μέση ο Φοίβος.
«Μετά τον πόλεμο, αν γίνει…»
«Θα γίνει. Έχει ήδη ξεκινήσει ουσιαστικά.»
«Ωραία.»
«Σκατά ωραία», έκανε η Σοφία.
«Ωραία… Μετά θα υπάρξει άνοδος, ευμάρεια, ευφορία, πάντα έτσι συμβαίνει. Η Αγορά θα κάνει μια φούσκα που θα περιλαμβάνει περισσότερους απ’ όσους αντέχει.»
«Οι φούσκες σκάνε», είπε η Σοφία.
«Νόμος της φύσης. Το ίδιο ισχύει και στην οικονομία. Φανταστείτε το ως εξής: Μια σαπουνόφουσκα αποτελείται από χι ποσότητα υλικού. Διαστέλλεται όσο της επιτρέπει το υλικό της, ανάλογα και την ελαστικότητα του. Αλλά δεν μπορεί να διαστέλλεται αέναα. Σπάει. Τότε έχουμε κατάρρευση της οικονομίας, που έχει επίπτωση στους πιο αδύναμους, δημιουργείται κρίση που με τη σειρά της οδηγάει στον πόλεμο.»

Η Σοφία γέλασε.
«Προφήτης είσαι;»
«Μαθηματικός.»
«Οπότε η κρίση θα συμβεί πότε;» είπε ο Φοίβος.
«Αν ο πόλεμος κρατήσει τρία χρόνια, τότε άλλα τρία να φουσκώσει η σαπουνόφουσκα και να σκάσει. Το 1920.»
«Ποια μέρα;» είπε η Σοφία. «Τρίτη και δεκατρείς;»

Γέλασε. Όλοι αυτοί οι μορφωμένοι νέοι νόμιζαν ότι ήξεραν τι είναι ζωή. Δεν ήξεραν. Νόμιζαν ότι μπορούν να ελέγχουν τη ζωή. Δεν μπορούσαν. Πάνω που πιστεύεις ότι έχεις κάτι έρχεται μια βροχή, ένας πόλεμος, μια αρρώστια, και τα χάνεις όλα. Η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα. Η μόνη βεβαιότητα είναι το τέλος, ο θάνατος. Αυτό είναι βέβαιο.

Ο Φοίβος την κέρασε λίγη σοκολάτα. Δεν αρνήθηκε.

«Σύντομα θα βρούμε το γιο σας, κυρία Σοφία.»
«Μακάρι.»
«Θέλω να τον επηρεάσετε θετικά.»
«Τι πράγμα δηλαδή;»
«Να του πείτε ότι είναι καλή η ζωή.»

Η Σοφία το σκέφτηκε για λίγο. Ήταν αμόρφωτη, αλλά δεν ήταν χαζή.

«Κι εγώ θέλω να ζήσει, παιδί μου είναι.»
«Αυτό είναι καλό.»
«Ποιον πρέπει να προδώσει ο Ιούδας;»
«Μην το βλέπετε έτσι.»
«Ποιον;»
«Μια κοπέλα.»
«Όμορφη;»
«Δεν την έχω δει. Την αποκαλούν γοργόνα.»
«Τόσο όμορφη;»
«Έτσι λένε.»

Ο νους είναι παράξενο καράβι.  Η Σοφία χάρηκε εκείνη τη στιγμή, που τα είχε μπλέξει ο γιος της με μια κόρη σαν γοργόνα.

«Δεν του το είχα», είπε και χαμογέλασε.
«Αν διαλέξει το κορίτσι… Δεν θα μπορώ να τον βοηθήσω.»
«Γι’ αυτό μ’ έφερες;»
«Ναι. Είναι το δικό μου συμφέρον να τον πείσετε να μείνει πιστός στην πατρίδα του, στη δουλειά του και… Στη ζωή του.»

Η Σοφία τον κοίταξε σοβαρά. Ήθελε ν’ αρχίσει να γελάει, αλλά πήγαινε καιρός που δεν το είχε κάνει.

«Δεν έχεις ακούσει τραγούδια εσύ; Κανένα; Δεν σου λέω για βιβλία και για γράμματα. Τραγούδια, που λέμε στα πανηγύρια, στους γάμους και στις κηδείες, δεν έχεις ακούσει; Ε, ξέρεις τι λένε όλα τα τραγούδια; Για τι πράμα μιλάνε; Τι είναι πιο δυνατό από πατρίδα, οικογένεια, ζωή κι όλα; Δεν το ξες; Ο έρωτας. Σιγά μην αφήσει τη γοργόνα επειδή θα του το πει η μάνα του.»
«Τότε θα πεθάνει.»

Η κυρά Σοφία μαζεύτηκε και τον κοίταξε τόσο άγρια όσο μόνο μαυροφορεμένες Αρβανίτισσες χήρες μπορούν να κοιτάξουν, όταν απειλείς το γιό τους.

«Γιατί μ’ έφερες εδώ;»
«Σου είπα. Για να μην πεθάνει ο Θάνος.»
«Και να πεθάνει η γοργόνα;»
«Την ξέρεις; Έχει το αίμα σου; Τι σε νοιάζει;»

~~~

Δεν του απάντησε. Φάνηκε να υποχωρεί. Σηκώθηκε να περπατήσει στο τρένο, να σκεφτεί, όπως είπε. Είχε καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή ότι ο γιός της είχε πέσει σε δίχτυ. Αλλά δεν περίμενε τόσο ‘πιδέξιους ψαράδες. Ο άλλος, ο γέρος, ήταν ίδιος ο διάβολος. Αυτός, ο νέος, ήταν χειρότερος κι απ’ το διάβολο.

Την είχαν πάρει μαζί για να τους βοηθήσει στους ανίερους σκοπούς τους, οι άνθρωποι που μιλούσαν για τον πόλεμο σαν να ήταν μια κακοκαιρία που θα περνούσε.

Να τον πείσει, της έλεγαν, να κάνει το σωστό. Έτσι είχαν προσπαθήσει να πείσουν κι εκείνη, να ξαναπαντρευτεί σαν πέθανε ο άντρας της. Σωστό ήταν, έτσι της έλεγαν, να βοηθήσει τα παιδιά της. Σωστό δεν το ‘νιωθε. Κι είχε ριζωμένη στη γκλάβα της μια λέξη, απ’ τη γιαγιά της κι απ’ τους παλιότερους: Μπέσα.

Μπέσα σημαίνει να κάνεις αυτό που νιώθεις σωστό, όταν όλα είναι εναντίον σου, όταν ο κόσμος σε καταδικάζει, όταν ακόμα κι οι θεοί σε αγνοούν.

Μπέσα σημαίνει να είσαι άνθρωπος με τιμή, να επιλέγεις αυτό που θες να γίνει και να το κάνεις, γνωρίζοντας τις συνέπειες.

Την είχαν πάει ως εκεί για να πείσει το γιο της να προδώσει τη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο και να τον προδίδεις; Δεν έχει μπέσα αυτό, είναι μπαμπεσιά.

«Ούτε κι εγώ θα έχω αν μείνω», σκέφτηκε η Σοφία.

Γιατί το ήξερε πως αν έβλεπε το παιδί της θα λύγιζε. Γιατί θα τον αγκάλιαζε και θα μύριζε τη μυρωδιά του. Αυτή που μύριζε από τότε που του καθάριζε τον κώλο κι απ’ όταν του έπλενε τα βρακιά. Το αγόρι που το είδε να ψηλώνει και να βγάζει τρίχες.  Κι αν τον αγκάλιαζε και τον μύριζε ζωντανό θα προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη. Δεν άντεχε να τον δει πεθαμένο, όπως σταυρωμένο είδε η Παναγιά το δικό της το παιδί.

«Να πεθάνω πρώτη, έτσι πρέπει. Να μη βλέπουν οι γονείς το θάνατο των παιδιών τους, έτσι πρέπει.»

Άνοιξε την πόρτα ανάμεσα στα βαγόνια. Ο αέρας της άρεσε.

«Ωραία ήταν η ζωή», είπε η κυρά Σοφία.

Πήγε και κρεμάστηκε στη μέση. Από κάτω έτρεχαν οι ράγες, ακούγονταν τα σίδερα να βαράνε, δεν θα ήταν εύκολο.

Ο Φοίβος φάνηκε να πλησιάζει τρέχοντας απ’ την άλλη μεριά του βαγονιού. Κάτι έλεγε, αλλά είχε τόσο θόρυβο που δεν τον άκουγε.

Η Σοφία τραγούδησε την πρώτη φράση από ένα πένθιμο τραγούδι, Αρβανίτικο. Ήθελε να πεθάνει μιλώντας τη γλώσσα της μάνας της, τη γλώσσα που άκουγε μέσα στη μήτρα.

Πριν ανοίξει την πόρτα ο Φοίβος, η Σοφία έπεσε στο κενό. Ακούστηκε ο ήχος απ’ το σώμα της, σαν πατσαβούρι να χτυπιέται απ’ τις ρόδες. Ο οδηγός δεν κατάλαβε τίποτα. Ένα ματωμένο πράγμα έμεινε εκεί πίσω, να το φάνε τα τσακάλια.

Ο Φοίβος στάθηκε για λίγο και γύρισε στο κουπέ.

~~~~

Ο Θάνος είχε πάρει τηλεφωνικά τις πληροφορίες που ήθελε και ξεκίνησε για το Φινιστέρ.

«Ποιος είναι αυτός με τη μάσκα;» είχε ρωτήσει το γραμματικό.
«Δεν χρειάζεται να το ξέρετε», απάντησε με την ίδια σνομπ φωνή που είχε κι ο προκάτοχος του.
«Πόσοι είναι μαζί του;»
«Ούτε αυτό σας ενδιαφέρει.»

Προχωρούσε με το άλογο του, τη Σιρίν. Απ’ αυτά που του είχε πει ο Καρπόφ και τις υπεκφυγές του γραμματικού είχε καταλάβει ότι δεν ήταν μόνο ένας ο κυνηγός. Και μπορεί η γοργόνα να είχε δυνάμεις, αλλά έπρεπε να είναι προετοιμασμένη.

«Αν δεν προλάβω θα είμαι άνθρωπος χωρίς… μπέσα.»

Η λέξη ήρθε απ’ το πουθενά: Μπέσα. Του την έλεγε η μάνα του όλη την ώρα, τόσο που είχε αρχίσει να φέρεται μπαμπέσικα, για να την εκνευρίζει. Όμως εκείνη τη στιγμή η λέξη τον συντάραξε. Τράβηξε τα ινία για να πάει λιγάκι πιο αργά. Ένιωθε μέσα του ένα κενό, κι ήταν ο θάνατος της μητέρας του, αλλά δεν μπορούσε να το γνωρίζει.

Αν είχε αναμνήσεις από τη γέννηση του θα καταλάβαινε ότι ήταν παρόμοια αίσθηση με το κόψιμο του ομφάλιου λώρου. Τότε το παιδί αποδεσμεύεται από τη μάνα για πρώτη φορά, αλλά συνεχίζει να είναι προσκολλημένος πάνω της, αφού θηλάζει. Δεύτερο πλήγμα είναι ο απογαλακτισμός. Μαθαίνει να τρώει με τα δικά του σαγόνια. Έπειτα αυτό που είχε ζήσει κι ο Θάνος: Να φεύγει απ’ το σπίτι. Το τελικό πλήγμα ήταν ο θάνατος της μητέρας. Γιατί τότε το παιδί σταματάει να είναι το παιδί κάποιου.

Έτσι είχε νιώσει, μια ταραχή πρωτόγνωρη που συνοδεύτηκε από ‘κείνη τη λέξη της μητρικής γλώσσας: Μπέσα.

Ήταν ο δεύτερος όρκος που του άφηνε η μάνα του: Ντασούρι και μπέσα. Αγάπη και φιλότιμο.

Κατάλαβε ότι δεν υπήρχε χρόνος. Έπρεπε να προλάβει, έπρεπε να δείξει ότι είχε μπέσα. Κάθε δέκατο του δευτερολέπτου μετρούσε. Τίναξε τα λουριά, φώναξε στη Σιρίν κι έφυγαν καλπάζοντας για το Φινιστέρ. Έπρεπε να προλάβει.

56.

Ήταν πρωί όταν το Πεζώ του Καρόγλου έφτασε στην Άκρη της Γης. Το Σεν Γκενολέ ήταν μια όμορφη κωμόπολη, όλο διώροφα χρωματιστά σπίτια και κήπους. Ήταν χτισμένο στην κοίτη ενός αρχαίου ποταμού, που είχε ξεραθεί εκατομμύρια χρόνια πριν εμφανιστούν δρυίδες στην περιοχή.

Ακουμπούσε τον Ατλαντικό στο επίπεδο της θάλασσας, σε αντίθεση με τους γκρεμούς της Νορμανδίας. Είχε ένα μικρό λιμάνι. Τα μεγάλα πλοία έδεναν στη Βρέστη, το μεγαλύτερο εμπορικό και στρατιωτικό λιμάνι του Φινιστέρ. Στο Σεν Γκενολέ πήγαιναν μόνο ψαράδικα και λαθρεμπορικά.

Οι κάτοικοι ήταν όλοι περήφανοι κι ανυπότακτοι Βρετόνοι, γλεντζέδες και ξεροκέφαλοι, χριστιανοί και Παρδόνοι, καθολικοί και παγανιστές.

Κάθε χρόνο οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν γύρω από τα έξι χιλιάδες παρεκκλήσια που είναι διάσπαρτα στο Φινιστέρ. Γιορτάζανε οκτακόσιους θρυλικούς αγίους που ήταν προικισμένοι με μυστηριώδεις δυνάμεις κι είχαν μαζί τους μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Περισσότερο από προσκύνημα, το Pardon Breton συνδύαζε τη θρησκευτική γιορτή με το βέβηλο πανηγύρι. Οι Παρδόνες επιδίδονταν σε τελετές και πρακτικές που η καθολική εκκλησία προσπάθησε αρκετές φορές μάταια να απαγορεύσει τόσους  αιώνες: Τριπλή περιφορά γύρω απ’ το ιερό, φίλημα αγαλμάτων και λειψάνων, πλύσιμο στις πηγές, τοποθέτηση μενίρ το ένα δίπλα στο άλλο, άναμμα φωτιάς, προσφορές κι επικλήσεις, τραγούδια και χοροί, παιχνίδια -και φυσικά πολύ ποτό.

Έπιναν τόνους υδρόμελι, ένα βαρύ αλκοολούχο ποτό με βάση το μέλι. Έτσι όπως το φτιάχνανε περιείχε και το δηλητήριο της μέλισσας, οπότε συχνά καθώς χορεύανε κάποιοι έπεφταν ανάσκελα –μέχρι την επόμενη μέρα. Σε συνδυασμό με τα μαγικά μανιτάρια που φυτρώνανε στην περιοχή, οι γιορτές γίνονταν συχνά οργιαστικές.

Οι περισσότεροι στην περιοχή ήταν ψαράδες. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν χαθεί στον Ατλαντικό, αφού έφταναν ως και την Ισλανδία για ψάρεμα, αντιμετωπίζοντας φουρτούνες που κανείς μεσογειακός δεν φαντάζεται ότι υπάρχουν.

~

Ο Καρόγλου οδήγησε ως την προβλήτα. Οι μάγισσες βγήκαν έξω σαν υπνωτισμένες, κοιτώντας τη θάλασσα.

«Αυτός είναι ο ωκεανός», τους είπε, γιατί πίστεψε ότι τις είχε εντυπωσιάσει το θέαμα.

«Εκεί πάνω, τι είναι;» είπε η Γιωταλία κι έδειξε βόρεια.
«Το νιώθεις κι εσύ;» της είπε η Τενερίφη.
Ο Καρόγλου έπιασε μαθήματα γεωγραφίας: «Ακριβώς πάνω απ’ τη Βρετάνη είναι η Μεγάλη Βρετανία. Μα να σου πω… Εκεί όπου δείχνεις μπορεί να είναι η Ιρλανδία. Κι αυτή Μεγάλη Βρετανία είναι στα χαρτιά. Το παλεύουν οι Ιρλανδοί, όμως ακόμα…»
«Εκεί είναι η μητέρα μου», είπε η Γιωταλία.
«Τη μητέρα σου καλύτερα να μην την περιμένεις. Είναι κάτι ισχυρό εκεί, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά δεν μπορεί να είναι η Φρύνη. Δεν νομίζω ότι είναι κι η δική μου, η Ζήνα. Είναι διαφορετικό. Δεν ξέρω τι είναι. Μοιάζει σαν…»

Η Τενερίφη το σκέφτηκε λιγάκι και μετά τους είπε:
«Έχετε δει το βράδυ τον ουρανό; Χωρίς φεγγάρι, χωρίς φώτα κοντά. Υπάρχουν κάποια διπλά αστέρια. Έτσι λάμπει εκεί στο βορρά, σαν ένα διπλό αστέρι.»

«Περιμένετε», τους είπε ο Καρόγλου και πήγε να βρει έναν ντόπιο ψαρά.

Του εξήγησε τι έψαχναν. Του ζήτησε να προσανατολιστεί και να σκεφτεί τι ήταν εκεί όπου έδειχναν οι γυναίκες. Εκείνος απάντησε αμέσως, του έδειξε κάποια μέρη, κι έφυγε για το καΐκι του.

«Τι σου είπε;»
«Το πρώτο που μου είπε ήταν από πού είμαστε. Έπειτα μου είπε ότι σίγουρα δεν είναι Αγγλία. Εκεί που δείχνετε είναι ευθεία για τη δυτική πλευρά της Ιρλανδίας. Το Ντιγκλ, το Γκάλγουεϊ ή τα νησιά Άραν. Πιο πάνω, ευθεία, είναι η Ισλανδία. Μετά η Γροιλανδία, αλλά εκεί δεν έχει πάει. Έτσι είπε.»
«Οπότε πάμε Ιρλανδία», είπε η Τενερίφη. «Τι άνθρωποι ζουν εκεί;»
«Οι Ιρλανδοί; Σαν Έλληνες, σαν Ιταλοί… Πίνουν, χορεύουν, τραγουδάνε. Κέλτες. Είχα πάει στο Δουβλίνο. Θα σας αρέσουν.»
«Αρκεί να βρούμε πλοίο να μας πάει.»

~~

Ο Καρόγλου τους άφησε σ’ ένα ξενοδοχείο και γύρισε στο λιμάνι. Ρώτησε όλους τους καπετάνιους των ψαράδικων αν μπορούσαν να τον πάνε στη δυτική Ιρλανδία. Τους υποσχέθηκε καλά λεφτά. Όλοι δέχτηκαν. Αλλά θα ξεκινούσαν σε τρεις μέρες. Ερχόταν καταιγίδα.

Ο Σμυρνιός κοιτούσε τον ωκεανό κάθε φορά. Δεν υπήρχε σύννεφο στον ορίζοντα και το κύμα στην ακτή δεν ξεπερνούσε το φλοίσβο. Μόνο για καταιγίδα δεν φαινόταν.

Όμως όλοι του έλεγαν το ίδιο: Η άμπωτη είχε τραβήξει τα νερά δυο χιλιόμετρα πέρα απ’ το φάρο. Αυτό σήμαινε ότι θα επέστρεφε δυο χιλιόμετρα προς τα μέσα, μάλλον θα ‘μπαινε και στην πόλη. Στην άκρη του λιμανιού είχαν τεράστιους τσιμεντένιους αστερίσκους, για να κρατάνε τα κύματα. Όπως φαινόταν το κύμα θα τους υπερπηδούσε. Όλοι ασχολούνταν με την ασφάλεια των πλοίων τους και των μαγαζιών τους. Αν δεν ασφάλιζαν τις βάρκες μπορεί να τις έψαχναν σε κάποια στέγη.

Κι όλοι είπαν το ίδιο: Τρεις μέρες υπομονή, πήγαινε πιες κρασί, φάγε φαγί, χάιδεψε σάρκα, η ζωή είναι μικρή.

~~~

Ως άλλος Φάλσταφ επέστρεψε στο ξενοδοχείο τρίβοντας την κοιλιά του. Τρεις μέρες πιοτό και φαγί το χρειαζόταν. Ίσως και λίγο σεξ. Κι η Τενερίφη δε δυσανασχέτησε ιδιαίτερα σαν άκουσε τα νέα. Ήθελε κι εκείνη μερικές μπύρες και ξεκούραση.

Η έφηβη Γιωταλία, σαν κάθε καταστροφέα ευτυχίας, δεν ήθελε να περιμένει, να ξεκουραστεί. Ήθελε τον κόσμο και τον ήθελε τώρα.

Το σκέφτηκε λιγάκι. Μετά είπε:
«Έχει καταγώγια εδώ;»
«Λιμάνι είναι. Τι θες να έχει; Παρθεναγωγεία;»
«Ωραία. Πάμε εκεί. Ξέρω ποιος θα μας μεταφέρει όπου θελήσουμε.»
«Ο καταραμένος;» ρώτησε η Τενερίφη.
«Ο αβύθιστος.»
«Πηγαίνετε. Εγώ θα κάτσω με τη Νέδα, να φάμε και να πιούμε. Ε, σκύλε, τι λες;»

Ο σκύλος της έγλειψε το πρόσωπο. Κι εκείνος είχε κουραστεί.

~~~~

Προχώρησαν προς τη σκοτεινή πλευρά του λιμανιού κι εξήγησε στον Καρόγλου κάποια πράγματα για τον κάπτεν Μπαντ.

«Οπότε λες ότι θα έρθει να σε βρει; Μα πώς θα φτάσει σ’ εκείνον το μήνυμα και το χρυσό νόμισμα;»
«Δεν ξέρω. Θα το πουν οι ναυτικοί μάλλον, ο ένας στον άλλον. Είναι μαγικό.»
«Οπότε δεν είναι κάτι που θα γίνει αμέσως», είπε ο Καρόγλου και σκέφτηκε ότι προλάβαινε να πιει μερικά ποτά.
«Αμέσως όχι, δεν νομίζω. Αλλά μπορεί πιο γρήγορα από τρεις μέρες. Κι αν αργήσει περισσότερο…»
«Τότε δεν χάνουμε και τίποτα, θα φύγουμε με τους ντόπιους. Ωραία το σκέφτηκες.»

Η Γιωταλία δεν τον άκουσε. Είχε κολλήσει να κοιτάει τη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Δεν είχε στη βιτρίνα ούτε γλυκά ούτε παιχνίδια ούτε ρούχα.

«Σταμάτα!» του φώναξε. «Τι μαγαζί είναι αυτό;»
«Αυτό; Βιβλιοπωλείο.»

Η Γιωταλία κατέβηκε απ’ το Πεζώ με τη τσάντα της. Είχε μέσα το Μόμπι Ντικ και το πουγκί με τα χρυσά νομίσματα που της είχε δώσει ο κάπτεν Μπαντ. Σκόπευε να πληρώσει πολλούς ναυτικούς, σε κάθε καταγώγιο, για να φτάσει νωρίτερα το μήνυμα της στο Έσσεξ. Αλλά σαν πέρασαν έξω απ’ το βιβλιοπωλείο ένιωσε τη Φάλαινα στο πλάι της ν’ ανεβάζει θερμοκρασία, σαν να κουβαλούσε θερμοφόρα. Σαν να την έλεγε ότι βρήκαν το μέρος.

«Έλα να τους πεις ό,τι λέω», είπε στον Καρόγλου και μπήκε στο βιβλιοπωλείο, που λεγόταν “Chez Françoise”.

~~~~~

Η Φρανσουάζ ήταν μια ψηλή γυναίκα, πιο ψωμωμένη κι απ’ τον Καρόγλου. Κοκκινομάγουλη κι η μύτη της λιγάκι πρησμένη απ’ το ποτό. Τους καλημέρισε καχύποπτα. Δεν έμοιαζαν με Γάλλους -και στην περιοχή δεν είχαν πολλούς ξένους. Της άρεσαν τα κόκκινα μαλλιά της όμορφης κοπέλας. Ρώτησε πώς μπορούσε να βοηθήσει.

Η Γιωταλία έβγαλε απ’ το σάκο το Μόμπι Ντικ –κι εξήγησε στον Καρόγλου, για να μεταφράσει, ότι ήταν ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που θα έμενε στην ιστορία. Ήθελε να τη βοηθήσει να το σπρώξει, για να γίνει γνωστό.

Εκείνος είπε ό,τι ήταν να πει και της το έδωσε. Η Φρανσουάζ το γύρισε για να δει τον τίτλο.

«Αγγλικό μυθιστόρημα;» ρώτησε.
«Νομίζω ότι είναι αμερικάνικο», είπε εκείνος ντροπαλά, σαν να ήξερε τη συνέχεια της στιχομυθίας.

Η Φρανσουάζ έκανε μια γκριμάτσα απέχθειας κι έσπρωξε το βιβλίο μακριά της.

«Με συγχωρείτε», είπε στον Καρόγλου, «αλλά… Αμερικάνικο μυθιστόρημα; Pas du tout, pas du tout. Αυτό δεν υπάρχει, καθόλου. Η Ρωσία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Αγγλία, ναι. Πείτε μου έναν Αμερικανό μυθιστοριογράφο… Ο Πόε, ναι, είναι πολύ καλός, αλλά είναι ποιητής και διηγηματογράφος, σαν τον Μπωντλαίρ και τον Μωπασάν. Ο Χένρι Τζέιμς δεν είναι Αμερικανός πια, είναι Άγγλος. Όχι, pas du tout, καθόλου αμερικανικό μυθιστόρημα δεν θα βάλω εδώ μέσα.»

Ο Καρόγλου μετέφρασε τα πάντα στη Γιωταλία -που άκουγε κι εκνευριζόταν. Για κάποιο λόγο που δεν ήξερε, αφού δεν μπορούσε καν να διαβάσει το βιβλίο, πίστευε ότι έπρεπε να γίνει γνωστό κι ότι του άξιζε να γίνει μεγάλο. Ίσως γιατί σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να έχει δώσει ο Μπαντ την ψυχή του έτσι, χωρίς λόγο.

Έβαλε το χέρι της στο τσαντάκι κι έπιασε το πουγκί. Για λίγο το σκέφτηκε. Αν τα έδινε για να γίνει το βιβλίο δεν θα είχε για να στείλει το μήνυμα. Άσε που μπορεί να έληγε η κατάρα, οπότε δεν θα υπήρχε πλέον το Έσσεξ για να τη μεταφέρει στην Ιρλανδία.

Ήταν ένα απλό δίλημμα. Μπορούσε ν’ αναβάλλει για λίγο την υπόσχεση της στον κάπτεν Μπαντ και το πλήρωμα του, προκειμένου να ολοκληρώσει το δικό της ταξίδι; Όχι, pas-du-tout.

Άφησε το πουγκί με το χρυσό στον πάγκο. Ο Καρόγλου της έπιασε το χέρι.

«Είναι πολλά λεφτά», της είπε στο αυτί.
«Δεν είναι δικά μου.»
«Πού ξέρεις ότι δεν θα σε κοροϊδέψει;»
«Έχεις ορκιστεί ποτέ σε μάγισσα; Θα μάθει τι σημαίνει. Άσε με.»

Άνοιξε το πουγκί κι άφησε να φανούν τα χρυσά νομίσματα. Έπειτα ο Καρόγλου της είπε τι ήθελαν ν’ αγοράσουν. Να προωθήσει το βιβλίο. Παντού.

Η Φρανσουάζ τον κοιτούσε ατάραχη κι απάντησε χωρίς θυμό:
«Είμαι Βρετονή. Εμείς δεν πουληθήκαμε ούτε στον Καίσαρα ούτε στο Ναπολέοντα. Τράβα να δώσεις τον Αμερικάνο σου αλλού!»

Τους γύρισε την πλάτη κι έφυγε στο πίσω δωμάτιο του βιβλιοπωλείου. Η Γιωταλία δεν χρειαζόταν μετάφραση. Πριν όμως προλάβει να μιλήσει ακούστηκε μια λεπτή φωνή απ’ το πίσω μέρος του βιβλιοπωλείου, να τους ζητάει συγνώμη στα γαλλικά –με αμερικάνικη προφορά.

~~~~~~

Τους πλησίασε μια μικροκαμωμένη κοπέλα, που είχε ζωηρό καλοσμιλεμένο πρόσωπο, μάτια καστανά, αεικίνητα σαν των μικρών ζώων και χαρωπά σαν των μικρών κοριτσιών, και κυματιστά καστανά μαλλιά χτενισμένα πίσω, ώστε να μην κρύβουν το φίνο μέτωπό της και κομμένα σε μια ίσια γραμμή ακριβώς πάνω απ΄ τα αυτιά, παράλληλη με τον γιακά του βελούδινου καφέ σακακιού που φορούσε.

Είπε λίγες κουβέντες ακόμα στα γαλλικά, με δυσκολία, μέχρι που ο Καρόγλου τη σταμάτησε και τη ρώτησε από πού ήταν –και μήπως ήταν καλύτερο να μιλάνε αγγλικά.

Την έλεγαν Σίλβια Μπιτς και –φυσικά- ήταν Αμερικανίδα. Είχε μεγαλώσει στη Βαλτιμόρη. Στα δεκαοκτώ της χρόνια βρέθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία και παθιάστηκε. Έφυγε κι επέστρεψε αρκετές φορές. Πάντα ήθελε να είναι συγγραφέας, αλλά σύντομα κατάλαβε ότι δεν ήταν αρκετά μονομανής. Έτσι έγινε αναγνώστρια κι ήθελε να γίνει και βιβλιοπώλης.

«Θα ήθελα να γίνω και εκδότης», είπε στον Καρόγλου. «Άκουσα που σας έλεγε η κυρία Φρανσουάζ για τους Αμερικάνους. Δεν τα πιστεύω αυτά που λέει.»
«Αυτό το βιβλίο το ξέρετε;» της είπε ο Καρόγλου και της έδωσε το Μόμπι Ντικ. «Είναι συμπατριώτης σας.»

Το πήρε στα χέρια της.

«Η Φάλαινα του Μέλβιλ! Πού το βρήκατε αυτό; Θεωρείται σπάνιο βιβλίο πια. Δυο χιλιάδες αντίτυπα τυπώθηκαν.»
«Το έχετε διαβάσει;»
«Ο πατέρας μου το αγαπούσε.»

Η Φρανσουάζ βγήκε απ’ το δωμάτιο της. Τους κοίταξε σαν να ήταν κατσαρίδες που τις είχε ψεκάσει, αλλά δεν είχαν πεθάνει ακόμα.

Η Σίλβια πήρε το βιβλίο στην αγκαλιά της, ο Καρόγλου το πουγκί και προχώρησαν. Η Γιωταλία έμεινε πίσω. Περίμενε να βγουν οι άλλοι έξω. Τότε γύρισε και κοίταξε στα μάτια τη Φρανσουάζ. Της είπε ότι δεν θα έμενε τίποτα γαλλικό να πουλήσει. Εκείνη δεν κατάλαβε. Της γύρισε την πλάτη. Τότε τρόμαξε. Γιατί άκουσε τη Γιωταλία να λέει ψιθυριστά ένα ξόρκι. Στη Βρετάνη ήξεραν από μαγικά.

Αυτό που είπε η Γιωταλία δεν ήταν επικίνδυνο για τους ανθρώπους  ξόρκι. Μόνο που θα έκανε τις σελίδες των βιβλίων του Chez Françoise πολύ γευστικές κι ελκυστικές για τους σκώρους όλης της Βρετάνης.

~~~~~~~

Πήγαν και στάθηκαν ανάμεσα στα σκαπάνια, σ’ ένα βρώμικο αδιέξοδο. Ο Καρόγλου πρότεινε τσιγάρο. Η Σίλβια αρνήθηκε κι έκανε ρελάνς μ’ ένα αμερικάνικο. Το πήρε.

«Πιστεύεις ότι είναι αλήθεια σημαντικό βιβλίο;» τη ρώτησε πριν επιστρέψει η Γιωταλία.
«Το αγαπούσε ο πατέρας μου. Και δεν ήταν ναυτικός.»
«Τι έκανε;»

Η Σίλβια απάντησε χωρίς καθόλου να διστάσει ή να το σκεφτεί: «Ήταν κλόουν σε τσίρκο.»

Ο πατέρας της ήταν ταλαντούχος άνθρωπος κι αυτοδίδακτος στα πάντα. Ακόμα και στην πατρότητα. Η μητέρα της Σίλβιας τη γέννησε κι εξαφανίστηκε. Ο Σιλβέστερ, ο πατέρας της, τη μεγάλωσε μόνος του. Στην αρχή σ’ ένα πρεσβυτέριο, αφού ήταν πάστορας. Κάποια στιγμή εγκατέλειψε τη θρησκεία για το τσίρκο.

Είτε εκκλησία είτε σκηνή, είχε το δωμάτιο του γεμάτο βιβλία. Διάβαζε ό,τι υπήρχε να διαβάσει. Κι είχε ένα όνειρο: Να κάνει ένα βιβλιοπωλείο όπου θα είχε όλα τα βιβλία, τα κολασμένα και τ’ απαγορευμένα, τα ξεχασμένα και τα παράξενα, όσα κανένας άλλος δεν ήθελε να βάλει στα ράφια του.

Ήξερε και το όνομα του ονείρου του. Ήθελε να βάλει τον Σαίξπηρ, το μέγιστο δραματουργό, στην ταμπέλα του βιβλιοπωλείου του. Αγαπούσε τόσο τον Βάρδο, γιατί εκείνος είχε πάντα κλόουν στα έργα του. Απ’ τον θυρωρό στο Μάκβεθ, τον νεκροθάφτη στον Άμλετ, το Φάλσταφ σε τρία έργα, το Γελωτοποιό στο Βασιλιά Ληρ.

Ο Σιλβέστερ πέθανε από κίρρωση του ήπατος πριν προλάβει να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα. Και δεν άφησε αρκετά λεφτά στην κόρη του, για να τη βοηθήσει. Τα είχε πιεί όλα όσα έβγαλε.

«Αυτό δεν λέει κάτι σε σχέση με το βιβλίο του κάπτεν Μπαντ», είπε η Γιωταλία σαν άκουσε τη διήγηση.
«Μπαντ; Αυτό ήταν ένα άλλο βιβλίο του Μέλβιλ», είπε η Σίλβια. «Μια νουβέλα. Μπίλη Μπαντ.»

Ο Καρόγλου μετάφρασε ότι της είπε. Η Γιωταλία δεν φάνηκε να νοιάζεται. Η Σίλβια του έκανε νόημα να μεταφράζει όσα έλεγε.

«Είμαι Αμερικανίδα. Όπως κι ο Μέλβιλ. Εγώ πιστεύω ότι οι Αμερικάνοι είμαστε ισάξιοι των Γάλλων –και των Ρώσων. Δεν έχουμε Ντίκενς ακόμα ούτε Ντοστογιέφσκι ούτε Φλομπέρ. Αλλά θα γίνει κι αυτό. Είμαστε καινούριο έθνος. Χρειαζόμαστε κι εμείς τον δικό μας Θερβάντες. Θα είναι ο Χέρμαν Μέλβιλ. Τον αγαπούσε ο πατέρας μου, κι ο πατέρας μου δεν αγαπούσε χωρίς λόγο.»

«Και τα χρυσά τι θα τα κάνεις;» της είπε ο Καρόγλου.

«Θα φτιάξω ένα αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο στην καρδιά της Γαλλίας, στο Παρίσι, στο Σηκουάνα. Αυτή είναι η καρδιά της παγκόσμιας κουλτούρας. Θα επανεκδώσω το Μόμπι Ντικ και θα το έχω μόνιμα στη βιτρίνα. Θα το πουλήσω. Δεν έχει σημασία να φτιάξεις κάτι υπέροχο, αν δεν ξέρεις να το πουλήσεις.»

Ο Καρόγλου ήταν έτοιμος να συνεχίσει να φέρνει αντιρρήσεις. Η Γιωταλία του πήρε το πουγκί με το χρυσό και τον έδωσε στη Σίλβια. Ακούμπησε το εξώφυλλο του Μόμπι Ντικ, σαν να ορκιζόταν σ’ αυτό. Η Σίλβια έκανε το ίδιο. Ακούμπησε την παλάμη της στο εξώφυλλο, σαν να ήταν η Βίβλος.

«Ξέρεις τι κάνεις;» είπε στη Γιωταλία ο Καρόγλου.
«Αυτή η γυναίκα πιστεύει στον εαυτό της, πιστεύει στο όραμα της, πιστεύει. Το νιώθω. Ξέρω τι κάνω.»

Η Σίλβια είδε πόσα χρήματα είχε στο πουγκί. Μ’ αυτά μπορούσε να φτιάξει το βιβλιοπωλείο της και να εκδώσει τα βιβλία κάθε Ιρλανδού Οδυσσέα.

«Τι θέλετε για δικλείδα ασφαλείας;» ρώτησε η Σίλβια.
«Το αγαπάει», είπε η Γιωταλία στον Καρόγλου που μετάφρασε. «Αφού το αγαπάει θα το κάνει.»
«Δεν θέλουμε τίποτα, πέρα απ’ την αγάπη», είπε ο Καρόγλου στη Σίλβια, κι εκείνη ένιωσε τόσο όμορφα που δεν ήταν έμπορος.

Καθώς απομακρύνονταν ακούστηκε κάτι σαν σπάσιμο γυαλιού. Δεν ήταν ψευδαίσθηση. Το άκουσε κάθε άνθρωπος που είχε ψυχή ευαίσθητη. Ήταν ένα σπάσιμο που έγινε αισθητό απ’ την Παταγονία ως την Κοριακία. Έτσι ακούγονται οι κατάρες όταν σπάνε.

 

57.

Η Τενερίφη ήξερε ότι θ’ αργούσαν να γυρίσουν. Το ευχόταν να συμβεί. Έκατσε στον κήπο ενός μπιστρό, απέναντι απ’ το ξενοδοχείο. Τα γαλλικά της δεν ήταν αρκετά καλά για να κάνει φιλοσοφικές συζητήσεις, αλλά μπορούσε άνετα να παραγγείλει.

Ζήτησε να της πάνε τη σπεσιαλιτέ τους επί δύο. Πεινούσε. Πήρε κι ένα μπουκάλι υδρόμελι μαζί με κρύο σιντρ για να δροσίζεται. Της έφεραν κι ένα κουπάκι με νερό για τη Νέδα.

Για να μην πίνει μόνη άδειασε το νερό και κάθε τόσο της έβαζε λίγο σιντρ, μπύρα από μήλο. Μια γουλιά η ίδια, μια το σκυλί και μία κάτω για τους νεκρούς.

Ήταν ένα γραφικό μπιστρό-ρεστοράν που είχε θέα, όπως και το υπόλοιπο χωριό, στον Ατλαντικό. Παντού πελούζες και ζαρντινιέρες, λουλούδια και φυτά, περιποιημένα σπίτια σε όμορφα χρώματα, χαμογελαστοί άνθρωποι. Από κάπου ακουγόταν κι ένα τραγούδι στα Βρετόνικα. Της θύμισε τον Συνοικισμό της Παρθένου, στη Φεά, την περιοχή που άνηκε στις εταίρες. Τόσο περιποιημένα ήταν κι εκεί.

«Θα το συνήθιζα άνετα να μείνω εδώ», είπε στη Νέδα κι εκείνη φάνηκε να συμφωνεί.

Το συναίσθημα ολοκληρώθηκε όταν τους πήγαν το φαΐ. Μια πιατέλα με φρούτα της θάλασσας, μύδια, γυαλιστερές, στρείδια, χτένια, κυδώνια, γαρίδες και καβούρια, αχινούς και ψάρια. Οι Γκενολέζοι τρέφονταν κυρίως από τη θάλασσα. Με σαρδέλες κι αστακούς εφοδίαζαν όλη τη Γαλλία. Επιπλέον όταν η άμπωτη τραβούσε τα νερά μπορούσες να πας και να «ψαρέψεις» με τα χέρια.

Ένα τέτοιο πιάτο θαλασσινής ποικιλίας και φρεσκάδας της σέρβιραν. Γούρλωσε τα μάτια και ζήτησε κρασί να τα συνοδεύσει. Έπινε κι έτρωγε, ενώ κάθε τόσο έδινε λίγο καβούρι ή ψάρι στην Νέδα, που τ’ απολάμβανε εξίσου.

Αυτό συνεχίστηκε και με τη δεύτερη πιατέλα, με μειωμένο ρυθμό κατανάλωσης φαγητού, αλλά αυξήθηκε η πόση. Ακόμα κι η Νέδα είχε χορτάσει.

Πίνοντας το κρασί μετά το υδρόμελι αναπόφευκτα μέθυσε, όπως και ήταν ο σκοπός της. Το ποτό θέλει παρέα, οι δικοί της αργούσαν, οπότε ξεκίνησε να μιλάει στο σκύλο, ενώ οι άλλοι πελάτες την κοιτούσαν χαμογελώντας.

«Λοιπόν, Νέδα, ξέρεις ποιον μου θυμίζεις; Το μουλάρι μου, το Λανθαρότε. Έτσι χαζό σαν κι εσένα ήταν. Μη με παρεξηγήσεις που σε είπα χαζή, να πάρε λίγη μπύρα. Για καλό το είπα, μακάρι να ήμασταν όλοι χαζοί κι ήσυχοι σαν κι εσένα.»

Η Νέδα ήπιε την μπύρα της κι έκατσε πάλι κάτω.

«Ο Λανθαρότε, να ξέρεις, είχε δυνάμεις. Όχι κάτι εξωφρενικό σαν εσένα. Όχι, ήταν κάτι άλλο. Τώρα που ήρθα στην εποχή σας και είδα τι ζωγραφίζουν οι ζωγράφοι σας το κατάλαβα. Ο Λανθαρότε ήταν ζωγράφος. Αλήθεια σου λέω, αν του έδενες ένα πινέλο στην ουρά θα έφτιαχνε καλύτερους πίνακες απ’ αυτούς που φτιάχνουν τώρα. Είχε κάτι κάρτες και μου τις έδειξε ο Αυτόλυκος.»

Βαριαστέναξε. Γέμισε το ποτήρι ξέχειλο, έβαλε και στη Νέδα.

«Για τους νεκρούς μας, σκυλίτσα τρίποδη, σίγουρα θα έχεις κι εσύ μερικούς», είπε κι αφού άδειασε το μισό στο χώμα κατέβασε το υπόλοιπο μονορούφι.

Κι η Νέδα, λίγο ζαλισμένη απ’ την μπύρα, πάτησε το κουπάκι της κι έχυσε κάμποσο έξω.

«Έτσι σε θέλω. Πρέπει να τους μνημονεύουμε τους νεκρούς. Γιατί περιμένουν από εμάς να τους θυμόμαστε.»
«Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό.»

Η Νέδα δεν είχε μιλήσει, τα σκυλιά γαβγίζουν, αλλά η Τενερίφη είχε ακούσει τη φωνή του σκύλου στο κεφάλι της. Μπορεί να έφταιγε το κρασί, αλλά δεν την πείραξε να έχει ένα συνομιλητή.

«Τι λες;» είπε η μάγισσα στο σκύλο.

Εκείνος της απάντησε κοιτώντας την κατάματα, με τα μονίμως θλιμμένα μάτια του:
«Έχω πεθάνει πολλές φορές, ξέρεις. Δεν τις μετράω, γιατί δεν ξέρω να μετράω, αλλά είναι πάνω από μία και δεν είναι δύο.»
«Μέχρι πού ξέρεις να μετράς;» τον ρώτησε, λες και ήταν αυτό το σημαντικό θέμα.
«Κανένα. Ένα. Δύο. Πολλά.»
«Μια χαρά. Πάρε.»

Του έδωσε μια ολόκληρη γαρίδα για επιβράβευση. Αυτές δεν τις είχε βαρεθεί. Του άρεσαν γιατί ήταν τραγανές απ’ έξω, όχι σκληρές σαν κόκκαλο, και νόστιμες, μαλακές μέσα. Τη μασούλισε και την έφαγε ολόκληρη, όσο η Τενερίφη έτρωγε μύδια αχνιστά.

«Αυτά ούτε στον Όλυμπο δεν τα τρώνε!» αναφώνησε η μάγισσα και γύρισε στον σκύλο που έψαχνε έναν ψύλλο στη βάση της ουράς του. «Τι έλεγες;»

Άφησε τον ψύλλο και την ξανακοίταξε.
«Λέω ότι πέθανα πολλές φορές και ξέρω πώς είναι ο θάνατος.»
«Πώς είναι;»
«Δεν είναι.»
«Δεν πεθαίνουμε στ’ αλήθεια, αυτό λες;»
«Πεθαίνουμε, αλλά ο θάνατος είναι μη-ον.»
«Ωχ, άρχισες τις σοφιστείες τώρα.»
«Δε λέω κάτι παράξενο ή στρεψόδικο.»

Η Τενερίφη γέλασε δυνατά. Οι πελάτες λιγάκι ανησύχησαν. Μιλούσε στο σκύλο της και γελούσε μόνη.

«Αν δεν υπάρχει ο θάνατος τότε γιατί πεθαίνουμε;»
«Γιατί σταματάμε να ζούμε.»
«Εντάξει, τώρα είσαι χειρότερος κι απ’ τον.. Πώς τον λέγανε; Γοργία. Όχι, όχι, ξέρω: Είσαι… κυνικός.»
«Άκου, μάγισσα», είπε η Νέδα κι ακούμπησε το πόδι της στο γόνατο της. «Χάιδευε καθώς θα σου λέω, θα σε βοηθήσει.» Ξεκίνησε να τον χαϊδεύει. «Η ζωή είναι ύπαρξη, είναι ον. Όταν πεθαίνουμε δεν υπάρχει μια διαφορετική ύπαρξη, ένα βήτα-ον. Δεν υπάρχει εναλλακτική. Μπορείς μόνο να είσαι ή να μην είσαι, ον ή μη ον.»

«Ψυχοπλακωθήκαμε», είπε η Τενερίφη κι έκανε νόημα στο γκαρσόν. Τον ρώτησε αν είχαν κάποιο γλυκά. Εκείνος ξεκίνησε να τις απαριθμεί ό,τι είχαν.

«Νο, νο. Γκατό. Σοκολατό.»

Το γκαρσόνι κατάλαβε και πήγε προς την κουζίνα.

«Δηλαδή», είπε στο σκύλο, «όλα αυτά που λέει ο Όμηρος κι οι ποιητές; Νησιά Μακάρων, Άδης, Ηλύσια, όλ’ αυτά;»
«Ποίηση. Εγώ όταν πέθανα δεν είδα τίποτα. Δεν άκουσα, δεν ένιωσα. Τίποτα.»
«Ναι!» φώναξε απότομα η Τενερίφη. «Αλλά εσύ είσαι σκύλος. Μπορεί μόνο οι άνθρωποι να συνεχίζουν.»
«Γιατί μόνο οι άνθρωποι;»
«Γιατί ο κόσμος είναι άδικος, τρίποδε φίλε μου.»
«Ο δικός σου κόσμος είναι άδικος.»
«Ωχ, τώρα με κούρασες να ξέρεις. Ευτυχώς που δεν μιλάς πιο συχνά.»

Το γκαρσόνι της έφερε το γκατό σοκολατό, ένα εκλέρ σοκολάτας. Δεν χρειαζόταν να το δαγκώσει για να καταλάβει ότι ήταν νόστιμο. Όταν έφαγε ένιωσε κάτι σαν οργασμό.

«Είναι το καλύτερο πράγμα που έχει συμβεί τα τελευταία… Δεν ξέρω. Ούτε ένα ούτε δύο, πολλά.»

Έφαγε το υπόλοιπο ψίχουλο ψίχουλο, βογκώντας από ηδονή, ενώ ο σκύλος της έλεγε για τις γάτες. Δεν του έδινε σημασία, μέχρι που σταμάτησε να μιλάει στη μέση μιας πρότασης. Τότε μόνο τον κοίταξε. Η Νέδα είχε σταθεί στα τρία της πόδια κι είχε φερμάρει κάτι πίσω της.

«Μη μου πεις. Στέκεται πίσω μου κάποιος.»
«Γαβ», έκανε ο σκύλος.
Αυτό σήμαινε ναι.

~~

Γυρίζοντας απ’ τη συνάντηση με τη Σίλβια του βιβλιοπωλείου, η Γιωταλία ένιωθε ότι είχε καταφέρει κάτι σημαντικό. Η Λάιλα Λου της έλεγε ότι πρέπει να βοηθάμε τους άλλους, ότι γι’ αυτό ήρθαμε στον κόσμο, να είμαστε όλοι μαζί.

«Και τους κακούς;» ρωτούσε η μικρή Γιωταλία.
«Τους κακούς κάποιες φορές τους βοηθάς αλλιώς: Αφανίζοντας τους. Έτσι δεν κάνουν άλλο κακό», έλεγε και γελούσε.

Πήγαιναν για το αυτοκίνητο του Καρόγλου. Το είχε αφήσει στο σημείο όπου στάθμευαν τα κάρα.

«Έχω χρήματα για να δώσω στα καταγώγια», έλεγε ο Καρόγλου.
«Για τι πράγμα;»
«Για να βρούμε τον καταραμένο σου καπετάνιο.»
«Δεν λειτουργεί έτσι. Κι εγώ έχω χρυσό. Για να βρεθεί έπρεπε να είναι αυτά που μου έδωσε ο ίδιος.»
«Γιατί τότε δεν έδωσες τα άλλα στην Αμερικανίδα και να κρατήσεις…»

Η Γιωταλία τον έκοψε.
«Δεν λειτουργούν έτσι οι κατάρες και τα μάγια. Δεν κάνεις ανταλλαγές και παζάρια, δεν είναι εμπόριο σταφίδας.»

Προχώρησε πιο γρήγορα. Είχε ένα άσχημο προαίσθημα, σαν τους ναυτικούς που ξέρουν ότι πλησιάζει καταιγίδα. Κι εκείνη ένιωθε ότι πλησιάζει θάνατος.

Ο Καρόγλου της φώναξε:
«Παρακαλώ, περιμένετε λιγάκι; Είμαι μεσήλικας με είκοσι κιλά παραπάνω.»

Τον περίμενε να την φτάσει και παρατηρούσε τα ψαράδικα. Πέρα μακριά στον ορίζοντα είχαν αρχίσει να φαίνονται τα ίχνη της επερχόμενης καταιγίδας. Ένα μπλε λιγάκι πιο σκούρο απ’ το γαλάζιο του ουρανού.

«Οπότε, τον καταραμένο τον ξεχνάμε. Περιμένουμε τρεις μέρες.»
«Να πάμε αλλού;»
«Τ’ άλλα λιμάνια, όπως της Βρέστης είναι μεγάλα, αλλά αυτό σημαίνει ότι θα μας βρουν. Εδώ ελπίζουμε να χαθούμε.»
«Μήπως να χανόμασταν μέσα σε μια πόλη;»

Ο Καρόγλου ήταν έτοιμος ν’ απαντήσει, αλλά η Γιωταλία κοντοστάθηκε σαν να οσφριζόταν τον αέρα. Τον σταμάτησε κι εκείνον.

«Πάμε από δω!» είπε κι έφυγε προς άλλη κατεύθυνση απ’ το αμάξι.

~~~

Περπάτησαν γρήγορα μέχρι μία πιο μικρή προβλήτα, όπου είχαν ανάψει φωτιά. Ψήνανε κρέατα, αλλά ήταν μόνο ο αντιπερισπασμός για να μη μυρίζει το χασίσι. Ήταν μια μεγάλη παρέα λαθρέμπορων, που γιόρταζαν μια καλή μπάζα. Ρούμι, χασίσι, μπύρες, κοψίδια στα κάρβουνα, μπαντονεόν και βιολί, γέλια και τραγούδια. Είναι ωραία η ζωή του πειρατή.

Η Γιωταλία πήγε προς τα εκεί όπως η νυχτοπεταλούδα πάει στο φως. Ήταν το μέρος που της ταίριαζε κι ένιωθε ότι την περίμεναν. Οι πειρατές τη βάλανε στη μέση να χορέψει και τότε ακούστηκε μια δυνατή γυναικεία φωνή.

«Γαμώ το θεό των πειρατών! Είμαστε τυχεροί σήμερα. Ήρθε κι η κοκκινομάλλα, που ήταν ασπρομάλλα.»

Ήταν η Ρουθ, η καπετάνισσα που είχε συναντήσει στο Περιπλανώμενο Νησί. Πήγε καταπάνω της και την αγκάλιασε. Παρά την πρωινή ώρα ήταν αρκετά μεθυσμένη και μαστουρωμένη. Δεν τρέκλιζε, ούτε παραμιλούσε, μόνο είχε γίνει περισσότερο διαχυτική απ’ όσο συνηθίζουν οι νηφάλιοι άνθρωποι.

«Να που βρισκόμαστε πάλι, κούκλα μου, στο ‘χα πει», της είπε και τη φίλησε στο στόμα. «Ωραία και τα κόκκινα. Αν έβαζες λιγότερα καρύδια θα ήταν πιο φωτεινό, αλλά ωραία… Πού είναι ο φίλος σου, ο κάπτεν Μπαντ;»

Εκείνη προσπαθούσε να συνηθίσει την απροειδοποίητη επίθεση φιλίας. Δύσκολο να μιλήσει.

«Γεια σου, είμαι ο Δημήτρης, φίλος της Γιωταλίας», είπε ο Καρόγλου και πλησίασε, αλλά δεν έκανε χειραψία, κατάλαβε ότι δεν ταίριαζε στην περίσταση.

Η Ρουθ τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω.

«Ελπίζω το φίλος να είναι μόνο φίλος.»
«Πορνόγερος σίγουρα δεν είμαι.»

Αυτό της άρεσε. Άνθρωπος που βρίζει είναι καλός άνθρωπος, έτσι έλεγαν μεταξύ τους.

«Ήρθαμε με τ’ αυτοκίνητο του απ’ τη Μασσαλία», είπε η Γιωταλία.
«Αυτοκίνητο; Μπράβο.»
«Κι ο κάπτεν Μπαντ…»
«Τι έπαθε;»
«Νομίζω ότι λύθηκε η κατάρα.»
«Αυτό είναι καλό, πολύ καλό. Σήμερα θα πίνουμε όλη μέρα και νύχτα για τον κάπτεν Μπαντ και το πλήρωμα του. Καταραμένοι ή όχι, ήταν ναυτικοί. Δικοί μας.» Γύρισε στους ναύτες της. «Ένα ζήτω για τον κάπτεν Μπαντ!» τους φώναξε.

Εκείνοι ανταποκρίθηκαν με τρεις ζητωκραυγές, πιοτό, μουσική και χορό. Τους έφεραν δυο κούπες με ρούμι. Ο Καρόγλου κατέβασε το δικό του. Η Γιωταλία μόνο το μύρισε. Είχε φοβηθεί το αλκοόλ μετά από τη λιποθυμία της.

«Μπορείς να με βοηθήσεις σε κάτι;» είπε στη Ρουθ.
«Ό,τι θες, μαγισσούλα.»
«Θέλω να πάω εκεί.» Της έδειξε.
«Ιρλανδία;»
«Μπορεί και στα Άραν», παρενέβη ο Καρόγλου. Μετά είπε στη Γιωταλία: «Θα το πιεις αυτό;» Της πήρε την κούπα κι έριξε λίγο ακόμα ρούμι στην ψυχή του.
«Θα σας πληρώσω καλά.»
«Λεφτά; Τι να τα κάνω τα λεφτά; Σκουπίδια. Θα σας πήγαινα τζάμπα όπου θέλετε. Αλλά πρέπει να ταΐσω και να ποτίσω αυτά τα καθάρματα. Γεια σας, αλήτες των πέντε θαλασσών, φεύγουμε για το πράσινο νησί.»

Της απάντησαν όλοι μαζί. Η Γιωταλία χάρηκε. Χαμογέλασε στον Καρόγλου κι εκείνος της έκανε νόημα, όλα καλά.

«Σε πόση ώρα μπορούμε να φύγουμε;» ρώτησε εκείνος.
«Σε μια-δυο ώρες θα ‘χουμε φορτώσει προμήθειες. Οπότε… Σε τρεις μέρες.»

Ο Καρόγλου ξεκίνησε να διαμαρτύρεται. Η Ρουθ του έδωσε μια κανάτα ρούμι, για να την αφήσει να μιλήσει. Σκούντηξε τη Γιωταλία να την κοιτάξει, αφού της είχε γυρίσει την πλάτη απογοητευμένη.

«Ο ωκεανός δεν είναι Μεσόγειος. Αν αυτοί οι Βρετόνοι μένουν μέσα σημαίνει ότι έρχεται καταιγίδα που ούτε οι θεοί δεν αντέχουν.»
«Θυμάσαι με ποιον ταξίδευα;» της είπε η Γιωταλία.
«Ξεχνιέται το Έσσεξ;»
«Λες να φοβάμαι τις καταιγίδες;»
«Εσύ δεν φοβάσαι. Είσαι μάγισσα, θεά, ξέρω γω. Εμείς είμαστε θνητοί.»
«Μπορώ να τιθασέψω κάθε καταιγίδα.»
«Σιγά μην μπορείς.»
«Στοίχημα.»
«Τι στοίχημα;»
«Αν δεν τα καταφέρω γυρίζουμε πίσω και παίρνετε τα λεφτά σας.»
«Πόσο χρήμα μιλάμε;»

Της είπε τι είχε. Ο Καρόγλου υποσχέθηκε να προσθέσει κι εκείνος.

«Καθόλου άσχημα. Κι αν χάσουμε το στοίχημα;»
«Θα μας πάτε εκεί που θέλουμε και θα πάρετε το χρήμα.»
«Κατάλαβα. Το χρήμα θα το πάρουμε σίγουρα. Το μόνο που παίζεται είναι αν θα ζήσουμε.»

Παρατήρησε καλύτερα τη Γιωταλία. Η Ρουθ δεν ήταν μάγισσα, αλλά καταγόταν από τσιγγάνους, μπορούσε να νιώσει.

«Εντάξει. Φεύγουμε σε δυο ώρες. Μια ώρα για να πιούμε κι άλλη μία για να ξεράσουμε.»

Ο Καρόγλου είπε ότι θα πήγαινε με το αυτοκίνητο να φέρει την Τενερίφη και τη Νέδα. Η Γιωταλία θα περίμενε εκεί. Την ανέβασε πάνω στο μικρό της λαθρεμπορικό και φώναξε το πλήρωμα. Εκείνοι την άκουγαν σαν να ‘τανε εκπαιδευμένα ποντίκια. Έκαναν κύκλο γύρω της. Τους εξήγησε την κατάσταση. Τους άρεσε. Διαλύθηκαν για να ετοιμάσουν το καράβι.

«Πες μου τι έγινε με τον Μπαντ», είπε η Ρουθ.

~~~~

Ο Καρόγλου πήγε σιγά προς το Πεζώ, στην άκρη του λιμανιού. Άναψε ένα τσιγάρο, ενώ σκεφτόταν πόσα χρήματα θα έδινε στην καπετάνισσα. Πόσα θα πρότεινε, πόσα θα αρνιόταν. Ο καλός στα παζάρια ξέρει πόσα θέλει να δώσει ή να πάρει πριν αρχίσει το παζάρεμα.

Το αυτοκίνητο ήταν μόνο του στο χώρο στάθμευσης. Τα κάρα είχαν φορτώσει ψάρια και θαλασσινά το πρωί και είχαν φύγει για την ενδοχώρα. Άνοιξε την πόρτα άφησε το πακέτο του και ξαναβγήκε, να πάει μπροστά να βάλει μπρος με τη μανιβέλα.

Τότε μόνο είδε έναν ψηλό μοναχό, με ράσο Βενεδικτίνου, να πλησιάζει λίγο πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα έπρεπε. Δεν πρόλαβε να του μιλήσει. Ο Σαμπάτ του έδωσε μια χαμηλή κλωτσιά στο πλάι του γονάτου και το έσπασε. Ο Καρόγλου δεν έφερε αντίσταση, μόνο έπεσε κάτω, δίπλα στο αμάξι, φωνάζοντας.

«Πού είναι η ασπρομάλλα;» του είπε χωρίς ένταση. Δεν είχε πάθος η φωνή του, δεν είχε συναίσθημα, τη δουλειά του έκανε.

Ο Καρόγλου πήρε όση ανάσα μπορούσε κι απάντησε:
«Κοίταξες στον κώλο σου;»

Ο Σαμπάτ τον έπιασε απ’ το γιακά και τον σήκωσε. Έβαλε το χέρι του πάνω στο αυτοκίνητο, του άνοιξε τα δάχτυλα και τον χτύπησε με το πίσω μέρος της αρβύλας. Του έσπασε τα δάκτυλα και τα οστά της παλάμης. Παραλίγο να λιποθυμήσει, αλλά οι άνθρωποι αντέχουν περισσότερο απ’ όσο πιστεύουν.

«Πού είναι η ασπρομάλλα;»

Ήθελε ν’ απαντήσει κάτι παραπλανητικό, αλλά το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν: «Δεν ξέρω.»

Ο Σαμπάτ έπιασε το άλλο χέρι και το κλώτσησε στον πήχη. Το κόκκαλο βγήκε απ’ το δέρμα. Ο Καρόγλου λιποθύμησε. Του έδωσε μερικές σφαλιάρες, του έβαλε να μυρίσει αμμωνία, μέχρι που ξύπνησε και πάλι.

«Σου έχει μείνει ένα πόδι ακόμα. Προτού αρχίσω με το σώμα. Πού είναι;»
«Σιχτίρι», είπε ο Καρόγλου κι έκλεισε τα μάτια.

Άκουσε το σπάσιμο του ποδιού, χαμηλά, στη φτέρνα. Ο πόνος δεν ήταν τόσο δυνατός. Σχεδόν δεν τον ένιωσε. Το μυαλό του είχε πλημμυρίσει ενδορφίνη βήτα, μια ορμόνη που εκκρίνει ο εγκέφαλος σε τέτοιες περιπτώσεις και είναι πενήντα φορές πιο ισχυρή απ’ τη μορφίνη.

«Τελευταία ευκαιρία, γέρο. Θα σου σπάσω το θώρακα.»

Ο Καρόγλου κοιτούσε τον ουρανό. Ήταν γαλάζιος σαν του Αιγαίου. Ένα σύννεφο σε σχήμα αρνιού βοσκούσε στο μπλε. Σκέφτηκε ότι είχε καιρό να πάει στη Σμύρνη. Τόσα χρόνια; Πώς να ήταν το σπίτι του; Πώς να ήταν οι αδελφές του; Ούτε τ’ ανίψια του δεν είχε δει. Θα ήθελε να γυρίσει πίσω.

~~~~~

Η Ρουθ κάπνιζε την πίπα της κι άκουγε για την Αμερικανίδα.

«Δεν ήταν τύχη», της είπε. «Δεν ήταν τύχη που ήρθες εδώ, που μπήκες στο βιβλιοπωλείο, που έπεσες πάνω της. Και πάνω μου.»
«Έτσι το αισθάνομαι κι εγώ.»
«Ναι, σίγουρα, κισμέτι ήταν. Παίρνεις κάποιες αποφάσεις που σε πάνε εκεί που πρέπει να βρεθείς.»
«Κι ο κάπτεν Μπαντ μου είχε πει κάτι παρόμοιο. Με περίμενε για να τον βοηθήσω.»
«Αυτό μου φαίνεται άλλο. Μάλλον κάποιος του είχε πει για σένα του Μπαντ. Ήξερε κανέναν δικό σου;»
«Ήξερε τον Νετασκέτα.»
«Ωραίο διαμάντι κι αυτός.»
«Και τον πατέρα μου. Ήξερε τον πατέρα μου.»
«Αυτός του μίλησε. Πώς τον λένε τον πατέρα σου;»
«Γεζουέ. Καπετάνιος είναι.»

Η Ρουθ φάνηκε να συνοφρυώνεται με την αναφορά του ονόματος, αλλά δεν είπε κάτι. Εκείνη τη στιγμή ένας ναύτης πλησίασε και της μίλησε σε μια παράξενη γλώσσα. Του απάντησε και τον έδιωξε.

«Βάσκοι. Μόνο καρδιά και πάθος, μυαλό μηδέν.»
«Πόσες γλώσσες μιλάς;»
«Όλες. Τσιγγάνα είμαι. Δεν ξέρεις τι λένε; Λοιπόν, άκου. Εμείς, η φυλή μου, είμαστε οι καλύτεροι κι οι πρώτοι σιδεράδες. Τσιγγάνοι σφυρηλάτησαν την Πύλη του Παραδείσου, αλλά ο Θεός μας άφησε απέξω. Και ξέρεις κάτι; Δεν ήταν κατάρα, δώρο ήταν. Είμαστε οι μόνοι χωρίς ρίζες, οι μόνοι ελεύθεροι. Όλοι οι άλλοι είστε πρόβατα, κρέατα στη στάνη, να πολεμάτε και να δουλεύετε για τους αφεντάδες σας.»
«Κι η γυναίκα που με μεγάλωσε ήταν δική σου.»
«Γι’ αυτό έγινες τόσο ελεύθερη. Τα κορίτσια στην ηλικία σου το μόνο που έχουν είναι ποιον θα…»

Σταμάτησε να μιλάει και πήγε στην κουπαστή. Η Ρουθ είχε μάτι κουκουβάγιας. Μπορούσε να δει πιο μακριά κι από μονοκυάλι. Καρφώθηκε σε κάτι μακρινό.

«Ο φίλος σου έχει αυτοκίνητο είπες;»
«Ο Δημήτρης; Ναι.»
Γύρισε κι εκείνη προς το μέρος όπου είχαν παρκάρει.
«Άλλο αυτοκίνητο δεν υπάρχει εδώ. Τρώει ξύλο ο φίλος σου.»

Έβαλε τα δυο δάκτυλα στο στόμα και σφύριξε. Φώναξε σε πέντε άντρες να τρέξουν προς το αμάξι γιατί γινόταν καβγάς. Εκείνοι έφυγαν γελώντας. Τους είχε λείψει να ρίξουν ένα καλό βρωμόξυλο.

Η Γιωταλία τους ακολούθησε τρέχοντας και η Ρουθ δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Η μικρή ήξερε πού πήγαινε.

~~~~~~

Ο Σαμπάτ ήταν έτοιμος να σπάσει το θώρακα του Καρόγλου όταν άκουσε το σφύριγμα. Γύρισε προς τα εκεί και είδε τους άντρες που κατέβαιναν κι έτρεχαν κατά πάνω του. Δεν ανησύχησε. Παρατήρησε πίσω του και τη Γιωταλία.

«Το ‘πιασα», είπε στο μισολιπόθυμο Καρόγλου. «Μάγισσα, κοκκινομάλλα.»

Τον άφησε να πέσει κάτω και γύρισε ν’ αντιμετωπίσει τους πειρατές. Σήκωσε το ράσο του για να έχει πιο εύκολες κινήσεις. Περίμενε εκεί, δίπλα στο αυτοκίνητο.

Οι πέντε άντρες νόμιζαν ότι θα τον κυνηγούσαν. Παραξενεύτηκαν με το ράσο, απόρησαν που δεν το έβαλε στα πόδια. Τον πλησίασαν αργά οι δύο πρώτοι, χασκογελώντας σαν ύαινες. Δεν ήξεραν ότι τα έβαζαν με λιοντάρι.

Ο Σαμπάτ έκανε μια περιστροφή και κλώτσησε τον πρώτο στο ηλιακό πλέγμα. Τον πέταξε πίσω δυο μέτρα, ακαριαία νεκρό, αφού τα σπασμένα πλευρά τρύπησαν τα πνευμόνια και την καρδιά. Τον δεύτερο, που δεν είχε καταλάβει τι γινόταν, τον κλώτσησε χαμηλά και τον έριξε κάτω με σπασμένο πόδι. Η πολεμική του τέχνη, το Σαβάτ, τέχνη που ξεκίνησε απ’ τη Γαλλική Λεγεώνα και τους ναύτες στα γαλλικά πλοία, βασιζόταν στα λακτίσματα. Τον άφησε εκεί να σφαδάζει. Άλλη ήταν ο στόχος του –και την έβλεπε να πλησιάζει.

Ο τρίτος που επιτέθηκε ήξερε από μποξ και κατάφερε να του δώσει ένα καλό άπερκατ στην κοιλιά. Ο Σαμπάτ δεν είχε διάθεση να παίξει με κανόνες. Έκανε μερικά βήματα πίσω για να απομακρυνθεί. Ήταν πολύ πιο ψηλός απ’ τον αντίπαλο κι εκείνος έπαιζε περισσότερο με τα πόδια.

Το πρώτο του λάκτισμα το απέκρουσε ο πυγμάχος. Το δεύτερο ήταν κάτω απ’ τη ζώνη. Τ’ αρχίδια του φτάσανε ως το λαρύγγι, γονάτισε, κι ο Σαμπάτ τον κλώτσησε στο πρόσωπο, σπάζοντας την κάτω γνάθο σε τέσσερα κομμάτια.

Οι τελευταίοι δύο κατάλαβαν πόσο σοβαρό ήταν. Ο ένας έβγαλε το ματσακόνι, ένα μυτερό σφυρί. Ο άλλος είχε ματσέτα. Δεν θα παίζανε δίκαια λοιπόν. Του Σαμπάτ του άρεσε. Χαμογέλασε. Έπειτα κοίταξε τη Γιωταλία που είχε πάει πιο κοντά. Το χαμόγελο έφτασε ως τ’ αυτιά. Κι άρχισε να φωνάζει και να βρίζει τους αντιπάλους του, προκαλώντας τους.

~~~~~~~

Η Γιωταλία ήθελε να τους πει να φύγουν απ’ τη μέση για να του ρίξει φωτιά και θάνατο. Όμως πίσω του ήταν και το αμάξι, με τον Καρόγλου κάτω πεσμένο. Ήταν ζωντανός, κουνιόταν.

Όταν είδε το μοναχό να βγάζει απ’ τη μέση τόσο εύκολα τους τρεις άντρες κατάλαβε ότι δεν ήταν κάποιος τυχαίος κακοποιός. Τους είχαν βρει οι άνθρωποι του Καρπόφ.

Έκανε ένα βήμα ακόμα. Το χαμόγελο του μοναχού. Οι φωνές του. Δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Κατάλαβε ότι κοιτούσε κάτι πίσω της. Δεν πρόλαβε να γυρίσει.

Αυτό που έγινε μετά κράτησε ένα δέκατο του δευτερολέπτου, μπορεί και λιγότερο. Με την άκρη του ματιού είδε μια φιγούρα, λίγο πιο κοντή απ’ την ίδια, ακριβώς δίπλα της.

Ήταν η Σκιά. Όση ώρα ο Σαμπάτ τραβούσε την προσοχή όλων πάνω του, εκείνη περπάτησε ήσυχα κι ωραία, έβγαλε το spike-dagger, πήγε δίπλα στην κοκκινομάλλα και της το έχωσε στο στήθος, ακριβώς εκεί όπου βρίσκεται η καρδιά.

~~~~~~~~

Λίγη ώρα πριν, στο μπιστρό Μπελβιού, η Τενερίφη γύρισε και είδε να στέκεται πίσω της ο Θάνος. Φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος. Και ήταν πράγματι, αφού δεν είχε κοιμηθεί, δεν είχε κατέβει απ’ τη σέλα. Πίσω του ήταν η Σιρίν, περισσότερο κουρασμένη εκείνη, που βοσκούσε με τα χορτάρια στις πελούζες.

«Τι λες;» έκανε η Τενερίφη. «Το αγόρι έφυγε και ξαναγύρισε αναγεννημένος με το άσπρο του άλογο.»
Η Νέδα είχε πηδήξει πάνω του και τον έγλυφε, για να τον καλωσορίσει. Ο καταστηματάρχης βγήκε έξω βρίζοντας, για να διώξει το άλογο.

«Πού είναι η Γιωταλία;»
«Ε, καλά, Πάρη, κάτσε να πιεις ένα κρασί και…»
«ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΓΙΩΤΑΛΙΑ;»

Όλοι οι πελάτες, μαζί κι ο ιδιοκτήτης, μαζί κι η Τενερίφη, ξαφνιάστηκαν απ’ τη φωνή του νεοφερμένου. Ο Βρετόνος πήγε κατά πάνω του. Ο Θάνος έβγαλε το περίστροφο και τον σημάδεψε. Του είπε μόνο: «Νο!» Εκείνος σήκωσε τα χέρια κι έκανε δυο βήματα πίσω.

«Κινδυνεύει. Η Γιωταλία. Τους Μολιέ τους σκότωσαν όλους. Ακόμα και το μωρό. Πού είναι;»

Η Τενερίφη σηκώθηκε. Η μαγική πυξίδα στο μυαλό της έδειξε την κατεύθυνση.

«Είναι προς τα εκεί.»
«Πού εκεί;» έκανε ο Θάνος κι ανέβηκε στο άλογο.

Τότε της ήρθε η ιδέα της Τενερίφης. Έσκυψε και μίλησε στη Νέδα.

«Η Γιωταλία κινδυνεύει! Βρες τη Γιωταλία!»

Το σκυλί δεν το σκέφτηκε, δεν χρειαζόταν να σκέφτεται, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Έφυγε τριποδίζοντας προς το σημείο που της είχε δείξει η Τενερίφη, μυρίζοντας τον αέρα.

Ο Θάνος ακολούθησε καλπάζοντας, αλλά όχι όσο γρήγορα μπορούσε να πάει, για ν’ ακολουθεί τη Νέδα. Η Τενερίφη πίσω τους, σε μεγάλη απόσταση, λαχανιάζοντας. Κι ο ιδιοκτήτης του Μπελβιού έβριζε ανάκατα βρετόνικα και γαλλικά, που είχε μείνει ο λογαριασμός απλήρωτος.

~~~~~~~~~

Το δέκατο του δευτερολέπτου μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνηθίζει. Ειδικά σε μια κατάσταση υψηλής έντασης.

Η Γιωταλία είδε μόνο μια σκιά απ’ τη γυναίκα στο πλάι της, αλλά ήξερε ότι είχε πάει να τη σκοτώσει –κι ότι θα το κατάφερνε. Πρόλαβε ν’ αναρωτηθεί, σαν να ήταν μέσα σε όνειρο, πώς φάνηκε τόσο απρόσεχτη, τι χρώμα μαλλιά είχε η δολοφόνος της κι αν θα έβλεπε ξανά τη Λάιλα Λου όταν πέθαινε. Πρόλαβε να δει, πάλι μέσα σε όνειρο, τον εαυτό της να τρέχει στο λιβάδι γύρω απ’ το Φάρο, με τη Νέδα τετράποδη ακόμα. Είδε και το πρόσωπο του Θάνου, πώς κοκκίνισε όταν του έπιασε τα χέρια στο δάσος. Πρόλαβε να σκεφτεί, πάντα μέσα σ’ εκείνο το δέκατο του δευτερολέπτου, ότι δεν μετάνιωνε γι’ αυτά που είχε κάνει, για το ταξίδι της, κι ας είχε χάσει. Γιατί ήταν δική της απόφαση, το είχε επιλέξει, ήταν ελεύθερη. Ακόμα κι αν διαρκεί μόνο μια στιγμή, αξίζει να το κάνεις, για να δεις πώς είναι να είσαι ελεύθερος.

Η Σκιά δεν είχε μιλήσει, οι θύτες δεν προειδοποιούν τα θύματα. Η χρονική ακολουθία απ’ όσα συνέβησαν θα ήταν αδύνατο ν’ αποδοθεί σε πραγματικό χρόνο, γιατί έγιναν σχεδόν ταυτόχρονα, έστω έτσι όπως το λέει ο Προυστ στον πρώτο τόμο του «Χαμένου Χρόνου»: Αστραπιαία διαδοχή.

Μέσα στην ίδια αστραπή η Σκιά έχωσε το στιλέτο στο στήθος της Γιωταλίας. Μέσα στην ίδια αστραπή ακούστηκε ένας πυροβολισμός και το κεφάλι της Σκιάς απέκτησε μια επιπλέον τρύπα, στην πίσω μεριά του κρανίου.

Ο Θάνος είχε τρέξει πίσω απ’ τη Νέδα, που έβρισκε το δρόμο μυρίζοντας, μέχρι που είδε από μακριά τη συμπλοκή στο λιμάνι. Δεν το σκέφτηκε, ήξερε ότι ήταν το μέρος. Μίλησε στη Σιρίν κι έφυγε μπροστά με τριπλάσια ταχύτητα, σπάζοντας κάθε ρεκόρ ιπποδρομίας.

Σαν έφτασε πιο κοντά είδε το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά. Δεν είχε σημασία το χρώμα τους. Ακόμα κι αν δεν είχε μαλλιά θα την αναγνώριζε από μίλια μακριά, τη σιλουέτα της, τον τρόπο που στεκόταν. Ήταν ακριβώς ο έρωτας κι η προσήλωση σ’ εκείνη που δεν άφησε να παρασυρθεί, να κοιτάξει το επίκεντρο της συμπλοκής, τον Σαμπάτ που φώναζε, αυτό που κοιτούσαν όλοι. Ο Θάνος έβλεπε μόνο τη Γιωταλία, ζούσε μόνο για τη Γιωταλία, έτσι είδε και τη Σκιά που την πλησίαζε ύπουλα.

Είδε το στιλέτο-καρφί στο χέρι της, είδε και το περπάτημα της. Ο Θάνος πήδηξε απ’ τη Σιρίν εν κινήσει. Έκανε πράγματα που δεν θα πίστευε ότι μπορούσε να κάνει, όταν ήταν χωροφύλακας στην Πελοπόννησο. Έβγαλε το περίστροφο τρέχοντας. Δεν είχε χρόνο να σημαδέψει, ήταν πολύ μακριά.

«Βόηθα, μάνα, βόηθα», είπε και πυροβόλησε.

Η σφαίρα έσπασε το κρανίο της Σκιάς όταν το στιλέτο της είχε ήδη τρυπήσει το δέρμα της Γιωταλίας. Το τράνταγμα, καθώς έπεφτε μπροστά ακαριαία νεκρή, έκανε ένα μακρύ κόψιμο ανάμεσα στα στήθη, αλλά δεν έφτασε μέχρι την καρδιά της Γιωταλίας.

Έμεινε όρθια. Κατάπληκτη, αλλά όρθια. Κοίταξε τη γυναίκα που ήταν κάτω πεσμένη. Έπιασε το αίμα που είχε ήδη μουλιάσει το φόρεμα στο στήθος της.

Ο Σαμπάτ, είκοσι μέτρα μπροστά της, έσπασε τη λεκάνη του τελευταίου αντιπάλου. Είδε τη Σκιά νεκρή. Απ’ το πειρατικό της Ρουθ έτρεχαν κι άλλοι, πάνω από είκοσι. Σκέφτηκε ότι προλάβαινε να τη σκοτώσει και να φύγει, για να πάρει τα λεφτά, ήταν τρεις δρασκελιές μακριά.

Ο Θάνος πυροβόλησε το μοναχό που έτρεχε πάνω στη Γιωταλία. Δεν τον πέτυχε. Οι κινούμενοι στόχοι είναι πιο δύσκολοι. Πυροβόλησε ξανά. Αστοχία. Φώναξε το όνομα της Γιωταλίας, για να την ξυπνήσει. Στεκόταν σαν υπνωτισμένη, ενώ ο μοναχός την έφτανε. Πυροβόλησε τρίτη φορά. Κοντοστάθηκε. Δεν προλάβαινε.

Ο Σαμπάτ έφτασε σ’ απόσταση ποδιού απ’ τη Γιωταλία. Πάτησε πίσω για να την κλωτσήσει στο λαιμό. Σίγουρος θάνατος. Τότε του όρμησε ένα τρίποδο σκυλί απ’ το πλάι και τον έριξε κάτω.

Η Νέδα είχε πέσει ολόκληρη πάνω του, δαγκώνοντας και γρατζουνώντας. Προσπαθούσε να φτάσει στο λαιμό. Ο Σαμπάτ τη χτύπησε πρώτα στη μουσούδα, μετά σηκώθηκε και της έδωσε μια κάθετη κλωτσιά στη ράχη. Η ραχοκοκαλιά της έσπασε σαν κλαδί, στη μέση.

Ο Θάνος πήρε θάρρος. Πυροβόλησε ξανά. Αυτή τη φορά χτύπησε τον μοναχό στο χέρι. Εκείνος δεν νοιάστηκε, έκανε το τελευταίο βήμα για να κλωτσήσει.

Όμως η Γιωταλία είχε δει πώς σκότωσε το σκύλο της. Κι είχε θυμώσει. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ σε μια μάγισσα.

Καθώς ο Σαμπάτ ύψωνε το πόδι του προς το λαιμό της, η Γιωταλία σκέφτηκε, μόνο σκέφτηκε, ένα ξόρκι αφαίρεσης δικό της, κάτι που δεν είχε διαβάσει πουθενά.

Ο Σαμπάτ έμεινε χωρίς κόκκαλα.

Με την τελευταία λέξη που σκέφτηκε η μάγισσα όλα τα κόκκαλα του μοναχού εξαφανίστηκαν. Το σώμα του κατέρρευσε σαν ένα σακί από μυς, εντόσθια, λίπος, μυαλό, κι ό,τι άλλο υπάρχει σ’ έναν οργανισμό. Ήταν ένα σακί χωρίς κόκκαλα, μέσα σ’ ένα ράσο καλόγερου.

Και το χειρότερο της μαγείας ήταν ότι ο Σαμπάτ είχε τη συνείδηση του για λίγα δευτερόλεπτα, κατάλαβε τι είχε πάθει -κι αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα ήταν έτσι όπως το είπε ο Ρεμπώ: Μια εποχή στην Κόλαση.

58.

Η μάχη είχε τελειώσει. Όλοι οι άντρες της Ρουθ είχαν πάει να βοηθήσουν, αλλά δεν υπήρχε τίποτα να κάνουν, πέρα απ’ το να μαζέψουν τους νεκρούς και να φροντίσουν τους τραυματίες. Κι έπρεπε να το κάνουν γρήγορα, γιατί ακόμα και στο λιμάνι του Σεν Γκενολέ κάποια στιγμή πηγαίνει η αστυνομία.

Ο Θάνος πήγε κοντά στη Γιωταλία που στεκόταν και κοιτούσε τη Νέδα από πάνω. Πήγε να την αγκαλιάσει, αλλά εκείνη δεν τον έβλεπε καν. Μόνο το σκυλί υπήρχε. Και περίμενε ν’ αναστηθεί.

«Χτύπησες» είπε η Ρουθ που έφτασε τρέχοντας κι εκείνη. Της άνοιξε το πουκάμισο να δει.

Ο Θάνος παραλίγο να πέσει κάτω, όχι στη θέα του αίματος, αλλά στη θέαση του στήθους. Ακόμα και το ματωμένο δέρμα της δεν μπορούσε να τον κάνει να πάρει τα μάτια του απ’ τις θηλές της.

«Θέλεις ράψιμο», είπε η Ρουθ. «Πάμε πάνω.»
«Περίμενε» της είπε η Γιωταλία.
«Καλά, δεν παθαίνεις και τίποτα. Μείνε λιγάκι, αλλά ανέβα.»

Γύρισε στους άλλους φωνάζοντας προσταγές. Είπε να τους ανεβάσουν όλους στο πλοίο, όσο πιο γρήγορα, νεκρούς και τραυματίες. Τους νεκρούς θα τους έθαβαν σα ναυτικούς, στον ωκεανό. Τους τραυματίες θα προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν. Όλα θα γίνονταν στο καράβι, στην ανοιχτή θάλασσα. Αυτή είναι η ζωή και ο θάνατος του πειρατή.

Το άλογο του Θάνου πήγε κοντά του και τον έσπρωξε.

«Τη λένε Σιρίν: Σημαίνει γοργόνα», είπε στη Γιωταλία. Εκείνη συνέχισε να περιμένει τη Νέδα ν’ αναστηθεί.

Κάπως έτσι περιμένοντας, κι ενώ οι λαθρέμποροι κουβαλούσαν ανθρώπους και πτώματα στο πλοίο, έφτασε λαχανιασμένη κι η Τενερίφη. Στάθηκε να δει το χαμό. Δεν την ένοιαξαν οι νεκροί. Πήγε κι έκατσε κατάχαμα, δίπλα στη Νέδα.

«Ήταν καλό σκυλί», είπε στη Γιωταλία και στο Θάνο. Δεν παρατήρησε το τραύμα της Γιωταλίας. Ήταν ακόμα θολωμένη. «Όλα τα σκυλιά είναι καλά, όλα τα ζώα είναι σε σχέση με τους ανθρώπους, αλλά αυτή ήταν καλή σε σχέση με τους άλλους σκύλους.»

Τη χάιδεψε.
«Θα ξανασηκωθεί», είπε η Γιωταλία.
«Είχε κουραστεί. Μου το ‘πε. Αλλά δεν την πειράζει ο θάνατος. Γιατί δεν υπάρχει. Αυτή το ‘πε.»
«Θα σηκωθεί.»
«Δεν θα σηκωθεί ξανά. Κλάψε γι’ αυτή.»
«Δεν κλαίω. Θα σηκωθεί. Πες μου το ξόρκι της ανάστασης.»
«Είχε κουραστεί, άστην.»

Ο Θάνος πήγε να πιάσει απ’ τους ώμους τη Γιωταλία, να την παρηγορήσει, εκείνη τον έδιωξε ξανά. Τότε ακούστηκε η φωνή της Ρουθ: «Αυτόν εδώ να τον πάρουμε μαζί ή να τον αφήσουμε στους Γάλλους να τον πάνε σε κάνα νοσοκομείο;»
Στεκόταν πάνω απ’ τον σπασμένο Καρόγλου.

Πρώτος έτρεξε ο Θάνος. Η Τενερίφη σηκώθηκε κι εκείνη. Τελευταία η Γιωταλία ξεκόλλησε και πλησίασε. Ήταν ζωντανός, με κατάγματα σε κάθε άκρο. Δεν τον είχε κλωτσήσει στο θώρακα, γιατί είχε ακούσει το σφύριγμα της Ρουθ. Θα ζούσε.

«Τους νικήσαμε;»
«Κάθαρμα, Καρόγλου, δεν ψοφάς με τίποτα; Θα συνεχίσω να μοιράζομαι τις μπύρες μου μαζί σου;»
«Και τα φαγιά», είπε εκείνος.
«Να τον αφήσουμε για τους γιατρούς;» είπε η Ρουθ.
«Όχι», είπε η Τενερίφη, «θα τον κάνω καινούριο. Δεν έχει τίποτα, σπασιματάκια. Λίγο ξόρκι, λίγη προσοχή.»
«Λίγη μορφίνη», είπε η Ρουθ.

Μόνο τότε η Τενερίφη την πρόσεξε.

«Τι ‘σαι εσύ;» της είπε.
«Καπετάνισσα. Εσύ;»
«Μάγισσα. Μικρή.»
«Κι εγώ μικρή είμαι, αλλά πίνω πολύ.»
«Νομίζω ότι βρήκα καινούρια φίλη», έκανε η Τενερίφη.

Η Γιωταλία πήγε και τράβηξε την Τενερίφη.
«Απ’ τη Μαύρη Δωδεκάτευχο δεν ξέρω τρία ξόρκια», της είπε. «Ούτε της θεραπείας.»
«Καλύτερα. Η δασκάλα σου ήξερε τι έκανε.»
«Δως το μου. Ν’ αναστήσω τη Νέδα.»
«Γι’ αυτό δεν πρέπει να τα ξέρεις τα τρία τελευταία.»
«Τι λες;»
«Είσαι ανώριμη. Δεν μπορείς να διαχειριστείς τέτοια δύναμη. Δεν γίνεται ν’ ανασταίνεις όποιον πεθαίνει. Κι εσύ, έχεις τέτοια δύναμη. Εγώ κάνω μόνο θεραπείες, το πρώτο μέρος, ως εκεί μπορώ ν’ αντέξω και να μην χαθώ. Εσύ ίσως να μπορείς και το τρίτο μέρος. Η Ζήνα σίγουρα θα μπορούσε. Την είχα δει να ρουφάει ολόκληρη πυρκαγιά.»
«Δεν πρέπει να πεθάνει», είπε η Γιωταλία κι έδειξε τη Νέδα, που συνέχιζε να είναι νεκρή.
«Δεν έπρεπε να πεθάνει πριν σε σώσει. Δεν το βλέπεις; Γι’ αυτό αναστήθηκε τόσες φορές. Ο Άργος του Οδυσσέα τον περίμενε είκοσι χρόνια για να πεθάνει. Η Νέδα σ’ ακολούθησε παντού, πέθανε τόσες φορές, πολλές φορές, για σένα. Φτάνει, μην την τυραννάς άλλο, ας τη να φύγει.»
Εκείνη πήγε κι έκατσε δίπλα στο σκυλί. Δεν μπορούσε να κλάψει.

«Σαλπάρουμε τώρα κι έχουμε αργήσει», φώναξε η Ρουθ.

Ο Θάνος ρώτησε για το άλογο του. Το ανέβασαν κι αυτό. Πήρανε και τους αντιπάλους, τη Σκιά ολόκληρη, τον Σαμπάτ σε κουβά. Τελευταία ανέβηκε η Γιωταλία, κουβαλώντας τη Νέδα. Πήγαινε βήμα βήμα σαν να ήταν σε ελληνική τραγωδία.

Η Ρουθ πήγε κοντά στην Τενερίφη.
«Δεν σε ξέρω, αλλά νομίζω έχεις κι εσύ μια εμπειρία από ζωή. Τέτοιες απώλειες, σαν το σκυλάκι της μαγισσούλας, ξέρεις τι το κάνουμε συνήθως;»
«Ψητό;»
«Βραστό, μαλακώνει καλύτερα. Τι πίνεις;»
«Τι έχετε;»

Πήρε κρασί, να χαλαρώσει λιγάκι πριν αρχίσει τις θεραπείες. Ο Θάνος προσπαθούσε να ηρεμήσει τη Σιρίν στο αμπάρι, προσπαθούσε να ξεχάσει τα στήθη της γοργόνας.

Οι ναύτες έλυσαν κάβους, ανέβασαν άγκυρα, άνοιξαν πανιά. Γύρισαν προς τον Ατλαντικό. Είχαν απομακρυνθεί τριακόσια μέτρα όταν στο λιμανάκι σταμάτησε η Harley Davidson. Ο Ναρρ έβαλε ένα «αβγό» στο φορητό όλμο του. Φόρεσε τη μάσκα του. Σημάδεψε κι έριξε. Περίμενε να δει πού θα φτάσει. Έπειτα γύρισε προς το Σεν Γκενολέ για να μαζέψει πληροφορίες.

Το αέριο έσκασε πίσω απ’ το πλοίο που πήγαινε όρτσα, κόντρα στον άνεμο. Εκείνη τη μέρα πέθαναν ανεξήγητα πολλά μωρά και μικρά ζώα στο Σεν Γκενολέ. Και γέμισε η θάλασσα νεκρά ψάρια και πουλιά.

~~

Πρώτα έριξαν τους εχθρούς, τη Σκιά και το σακί που κάποτε ήταν άνθρωπος. Αυτούς δεν τους κηδέψανε, μόνο για να φάνε τα ψάρια άξιζαν. Έπειτα έριξαν τους δικούς τους. Αυτούς τους κηδέψανε σαν πειρατές. Δεν τους έκλαψαν. Έπιναν, χόρευαν, γελούσαν και ορκίζονταν να ξανανταμώσουνε.

Έτσι κήδεψε κι η Γιωταλία τη Νέδα. Πειρατικά. Το πιο παράξενο ήταν ότι το νεκρό σκυλί είχε αρχίσει να μυρίζει κιόλας –κι είχε μυρωδιά από λουλούδι ή κάτι άλλο ευχάριστο.

«Γιασεμί», είπε ένας ναύτης.
«Αγιόκλημα», είπε άλλος.

Κι άρχισαν να τσακώνονται πώς μύριζε. Ήταν σαν μια επιδημία ποίησης και μεταφορών. Άλλοι είπαν ότι μύριζε ανοικτό παράθυρο. Μύριζε σαν τον ήλιο. Όχι, σαν το χώμα μετά τη βροχή.

Ένας Ισλανδός, καινούριος στο πλήρωμα, που δεν ήξερε να λέει πολλά, τους εξήγησε πώς μύριζε το σκυλί χορεύοντας. Ήταν χαρωπός χορός, κεφάτος, με λίγες θλιμμένες φιγούρες.

Αυτό που παρατήρησαν μόνο οι μάγισσες ήταν ότι ο Ισλανδός είχε και κάποια μέρη στο χορό του όπου δεν έκανε τίποτα, στεκόταν ακίνητος, σαν παύση, σαν θάνατος.

Σαν τέλειωσε κι ο χορός η Γιωταλία πήρε τη Νέδα.

«Να περιμένουμε λιγάκι ακόμα;» είπε στην Τενερίφη, αλλά δεν το πίστευε ούτε κι εκείνη πια.
«Πέθανε περισσότερο απ’ όσο άντεχε, ας την να φύγει.»

Και πράγματι την έριξε στο νερό.

~~~
Ο Θάνος βρήκε την ευκαιρία να ξεμοναχιάσει τη γοργόνα του, καθώς εκείνη στεκόταν στην πρύμνη κι έβλεπε τη θάλασσα.

«Μου έλειψες», της είπε επιστρατεύοντας όσο θάρρος είχε.
«Κι εμένα», έκανε εκείνη.
«Ο λόγος που γύρισα ήταν ότι ήθελα…» ξεκίνησε να λέει ο Θάνος αλλά κόλλησε με την απάντηση της. «Αλήθεια;»

Η Γιωταλία, μελαγχολική κι ακόμα πιο όμορφη, του χάιδεψε το μάγουλο και γύρισε πίσω να κοιτάει τα ίχνη που άφηνε το πλοίο στο νερό.

Ο Θάνος ένιωσε σαν να είχε ανοίξει η πόρτα του Παραδείσου.
«Γαμώ τη χωροφυλακή μου», είπε μόλις πήγε λίγο παράμερα.

Ο Καρόγλου εκεί δίπλα ένιωθε ήδη καλύτερα. Οι πειρατές ήξεραν από σπασίματα και τραύματα. Του είχαν βάλει νάρθηκες και του έδωσαν μορφίνη. Η Τενερίφη πήγαινε από τραυματία σε τραυματία κι έκανε το ξόρκι της θεραπείας. Όσοι ήταν του θανατά θα ζούσαν λίγο παραπάνω και θα πέθαναν πιο ήρεμα. Όσοι ήταν να γλιτώσουν θα γίνονταν πιο γρήγορα καλά. Έτσι λειτουργούσε το ξόρκι στο πρώτο στάδιο.

«Πάμε προς Ιρλανδία;» ρώτησε ο Καρόγλου τη Ρουθ.
«Αν βοηθήσει η μαγισσούλα… Ίσως να φτάσουμε.»

Του έδειξε τι εννοούσε. Από μπροστά τους ερχόταν η τέλεια καταιγίδα. Είχε μαυρίσει ο τόπος. Αυτό που είχε ζήσει στη Μεσόγειο με το Έσσεξ η Γιωταλία ήταν βόλτα στο πάρκο.

Η βροχή και ο αέρας σιγά σιγά τους έφτασαν. Οι πειρατές έκαναν το σταυρό τους και κατέβασαν τα πανιά. Το πλοίο πήγαινε ξυλάρμενο, όπου ήθελε να το πάει το νερό. Τα κύματα που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ικανά να καταποντίσουν ήπειρο. Κι ο ήχος που έκαναν καθώς πλησίαζαν ήταν κάτι που αν το ακούσεις δεν το ξεχνάς μέχρι να πεθάνεις –που συνήθως είναι πολύ σύντομα.

Η Ρουθ είπε στη Γιωταλία ότι είχε έρθει η ώρα να κάνει τα κουμάντα της. Στο πρώτο κύμα που θα τους χτυπούσε θα βυθίζονταν. Εκείνη πήγε στην πλώρη. Ο θάνατος της Νέδας είχε τρυπήσει την ψυχή της, αλλά έπρεπε να φτάσει στα Άραν, εκεί όπου την περίμενε το πεπρωμένο της, όποιο κι αν ήταν αυτό.

Είπε το ξόρκι ξανά και ξανά στο κεφάλι της με τόση αποφασιστικότητα που ο Ωκεανός υποκλίθηκε. Το νερό γαλήνεψε, ο ουρανός άδειασε, ο άνεμος έγινε αύρα. Και τα μαλλιά της Γιωταλίας ξανάγιναν λευκά –ίσως και λίγο πιο φωτεινά από πριν.

Όλοι όσοι βρίσκονταν πάνω στο καράβι, ακόμα κι η Τενερίφη, έμειναν άφωνοι με το θαύμα. Κάποιοι άντρες του πληρώματος έβγαλαν τα καπέλα τους, σαν να είχαν άγια μπροστά τους.

«Αυτή δεν πρέπει ποτέ να μάθει τα τρία τελευταία ξόρκια», μονολόγησε η Τενερίφη.

Η Γιωταλία γύρισε να πάει στην καμπίνα της. Η Ρουθ τη σταμάτησε.

«Κοπελιά μάγισσα», δε θα την ξανάλεγε μαγισσούλα, «νομίζω ότι έχεις επισκέψεις.»

Πίσω τους είχε φανεί ένα πλοίο να τους πλησιάζει. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν ποιος το κυβερνούσε. Το Έσσεξ προσέγγιζε σαν να μην ακουμπούσε στο νερό, σαν αερόπλοιο. Είχε όλα τα πανιά ανοιγμένα και μια λευκή σημαία στο κατάρτι.

«Απ’ τ’ αριστερά μας», είπε η Ρουθ.

Πήγανε από κει, να τους δούνε να περνάνε. Πάνω στο κατάστρωμα του Έσσεξ ήταν όλο το πλήρωμα. Γελούσανε και τους χαιρετούσαν. Πιο μπροστά ο Ισμαήλ και ο Κουίγκ. Ο μικρός φώναζε κάτι, μάλλον έλεγε: Δεν με λένε Ισμαήλ. Ο Κουίγκ σκούπιζε τα δάκρυα του.

Τότε άνοιξε η πόρτα της καμπίνας και βγήκε έξω ο κάπτεν Μπαντ, με το βιολί στο χέρι. Ακούμπησε την παλάμη στο στήθος για να εκφράσει ευγνωμοσύνη. Έπειτα έβαλε το βιολί στο μάγουλο και ξεκίνησε να παίζει. Δεν έπαιξε τη Τρίλια του Διαβόλου, έπιασε ένα παραδοσιακό τραγούδι των Γάλλων φαλαινοθηρών, το Pique la baleine.

Κι όλο το πλήρωμα ξεκίνησε να τραγουδάει. Η Ρουθ στάθηκε δίπλα στη Γιωταλία για να της μεταφράζει.

Pour retrouver ma douce amie
Για να ξαναβρώ τη γλυκιά μου φίλη

Oh ! mes bouées ! Ouh ! là, Ouh ! là là là !!
Ω, ήμουνα κι εγώ εκεί! Ούλα! Ούλα, λα, λα!

Pour retrouver ma douce amie,
Για να ξανάβρω τη γλυκιά μου φίλη

Pique la baleine, jolie baleinier
Pique la baleine je vais naviguer
Χτύπα τη φάλαινα, όμορφο φαλαινοθηρικό
Χτύπα τη φάλαινα, θέλω να σαλπάρω.

Aux milles mers jai navigué
 Χίλιες θάλασσες διέσχισα

Des mers du Nord aux mers du Sud
Θάλασσες του Βορρά και θάλασσες του Νότου

Je lai rtrouvée quand jmai neyé
Τη ξαναβρήκα όταν πνίγηκα

Dans les grands fonds, elle mespérait
 Μες στα μεγάλα βάθη εκείνη πάντα με περίμενε

Tous deux ensembles on a pleuré
 Κι οι δυο μαζί αγκαλιά βρεθήκαμε να κλαίμε

En couple à elle je msuis couché
Κι έτσι ζευγάρι ξαπλώσαμε οι δυο μας ενωμένοι

Oh ! mes bouées !
Ouh ! là,
Ouh ! là là là !
Ω, ήμουνα κι εγώ εκεί!
Ούλα!
Ούλα, λα, λα!

Pique la baleine, jolie baleinier
Pique la baleine je vais naviguer
Χτύπα τη φάλαινα, όμορφο φαλαινοθηρικό
Χτύπα τη φάλαινα, θέλω να σαλπάρω.

Σαν τέλειωσε το τραγούδι οι άντρες του Έσσεξ αγκαλιάστηκαν για ν’ αποχαιρετιστούν. Ο κάπτεν Μπαντ έκανε νόημα στη Γιωταλία να περιμένει. Της έδειξε κάτι στα αριστερά του. Ανάμεσα στους πειρατές εμφανίστηκε η Νέδα. Είχε τέσσερα πόδια και χοροπηδούσε όπως όταν ήταν στο Φάρο. Πάτησε στην κουπαστή και γάβγισε στη Γιωταλία που έκλαιγε με λυγμούς. Σκούπιζε τα μάτια της, ρουφούσε τη μύτη της, έγινε ένα απλό έφηβο κορίτσι που είχε χάσει αυτούς που αγαπούσε.

Ο Κουίγκ χτύπησε στον ώμο τον κάπτεν Μπαντ. Έπειτα το Έσσεξ κι όσοι βρίσκονταν πάνω του, άρχιζαν να ξεθωριάζουν. Έσβησαν, χάθηκαν κι έμεινε πίσω τους μόνο μια αίσθηση λύτρωσης κι ένα τελευταίο γάβγισμα.

ΤΕΛΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ευχαριστώ την Ανθή Ανδρεοπούλου και τον Ζαν Νοέλ, για τις πληροφορίες σχετικά με τη Βρετάνη και το Φινιστέρ, καθώς και για τη μετάφραση του Pique la baleine.

Ο κάβουρας είναι φωτογραφία από τον Ζαν Νοέλ