Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω…

0
303

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι AndNowForSomethingCompletelyDifferent-S7t3Zymz-subtitled.jpg(από τον Γελωτοποιό)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ήμουν δεκαοκτώ χρονών όταν είδα την ταινία «Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ». Ο πατέρας του ήρωα είναι ταχυδρόμος. Λέει στον γιο του πόσα χιλιόμετρα έκανε για να τον μεγαλώσει, να τον σπουδάσει.

Κι ο γιος (υπέροχος ο Σίντνεϋ Πουατιέ) απαντάει με θάρρος – ή με θράσος.
«Δεν μ’ ενδιαφέρει. Κι άλλα τόσα έπρεπε να κάνεις. Δεν σου ζήτησα εγώ να με φέρεις στον κόσμο, οπότε ήταν υποχρέωσή σου»
– κι άλλα πολλά, μέχρι που ο πατέρας σκύβει το κεφάλι.

Τότε είχα ενθουσιαστεί με την απάντηση του γιου, είχα ταυτιστεί. Αυτή δεν είναι η υποχρέωση των γονιών; Να κάνουν τα πάντα για τα παιδιά τους, να ζουν για τα παιδιά τους.

Μετά από τριάντα χρόνια βρίσκομαι στην άλλη πλευρά. Δεν μπορώ να ταυτιστώ με τον γιο, αλλά με τον πατέρα. Θα ήθελα να σηκώσει το κεφάλι ο ταχυδρόμος και να πει:
«Δηλαδή οι γονείς υπάρχουν μόνο για να καλύπτουν τις ανάγκες των παιδιών τους; Δεν έχουμε ζωή εμείς, δεν είμαστε άνθρωποι; Κι όσα κι αν κάνω, τα παιδιά μου θα έρθουν να μου πουν ότι δεν έκανα αρκετά για εκείνα; Γιατί δεν μου το είπε κάποιος πριν πατήσω ΑΠΟΔΟΧΗ;»

~~{}~~

Δεν είναι τυχαίο ότι οι συγγραφείς γίνονται καλύτεροι καθώς μεγαλώνουν.
(Η Βιρτζίνια Γουλφ είχε δώσει εντολή: «Να μην εκδώσεις τίποτα πριν τα τριάντα». Η Άννυ Πρου -βραβείο Φώκνερ, βραβείο Πούλιτζερ- έγραψε το πρώτο της βιβλίο στα 53).

Ένας εικοσάχρονος, όπως ήμουν τότε, γνωρίζει μόνο μια οπτική της ζωής, τη δική του. Όταν πάει να γράψει για έναν σαραντάχρονο θα τον παρουσιάσει στερεοτυπικά, απέξω. Όμως ο σαραντάχρονος έχει υπάρξει και έφηβος.

~~{}~~

Φυσικά πολλές φορές ξεχνάμε (ηθελημένα ή αθέλητα) πώς ήμασταν παιδιά, τι θέλαμε, τι μας άρεσε, τι φοβόμασταν, τι ονειρευόμασταν για το μέλλον μας.

Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω…

Κανένα παιδί δεν λέει ένα απ’ τα βαρετά επαγγέλματα. Όλα θέλουν να γίνουν κάτι διασκεδαστικό ή κάτι που θα προσφέρουν στους άλλους.
Μπαλαρίνα, ηθοποιός, ζωγράφος, δασκάλα, κτηνίατρος, εξερευνήτρια…

Θυμάμαι μια εποχή που δούλευα σερβιτόρος σ’ ένα ζαχαροπλαστείο στη Νάξο. Το απολάμβανα, καθώς ήμουν είκοσι χρονών, πρώτη φορά μακριά απ’ το σπίτι, με δικά μου λεφτά, με θάλασσα, μουσική και φίλους.

Ένα κοριτσάκι με είδε που σέρβιρα με χάρη, της άρεσε. Πήρε ένα δίσκο και μ’ ακολουθούσε. Γελούσαμε, μέχρι που την είδε η μητέρα της.

Τη μάλωσε (μπροστά μου): «Άσε τον δίσκο κάτω! Γκαρσόνα θα σε κάνω;»

Τότε μου είχε κακοφανεί. Τώρα την καταλαβαίνω -όχι τον τρόπο της, αλλά το σκεπτικό της.
Κάθε γονιός θέλει το καλύτερο για το παιδί του. Και το σέρβις (αν δεν είσαι εικοσάχρονος σε νησί), δεν είναι το καλύτερο.

Το κοριτσάκι έπαιζε, γιατί έτσι νόμιζε ότι είναι η ζωή των μεγάλων: Ένα παιχνίδι όπου μπορείς να τρως όσα γλυκά θες, χωρίς κανείς να σε βλέπει.
Κανείς δεν θα την εξηγήσει τι στ’ αλήθεια συμβαίνει όταν μεγαλώνεις, θα το μάθει μόνη της.

(Όταν είσαι παιδί δεν σ’ αφήνουν να φας όσα γλυκά θέλεις… οι γονείς σου.
Όταν είσαι πενήντα δεν σ’ αφήνει… ο γιατρός σου).

ΥΓ: Νομίζω ότι έχω ένα απ’ τα καλύτερα «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» Έλεγα, από πέντε χρονών, Πρόεδρος της Δημοκρατίας.