Μια νύχτα πέντε σκύλων με τη Νίνα Σιμόν

0
3020

Ο σκύλος μου είναι άθεος. Δεν πιστεύει πια σε μένα.
François Cavanna

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι Αβορίγινες, οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αυστραλίας, ζούσαν ως κυνηγοί τροφοσυλλέκτες για 40.000 χρόνια στο πιο δύσκολο περιβάλλον. Δεν είχαν εξημερώσει κανένα ζώο -ούτε και φυτό.

Γύρω στο 1.600 π.Χ. τους επισκέφτηκαν Αυστρονήσιοι, που κουβαλούσαν τόξα και βέλη, γουρούνια, εξημερωμένα φυτά, πίπες και σκύλους. Το μόνο που κράτησαν οι Αβορίγινες ήταν οι σκύλοι.

Η πιο όμορφη έκφραση που υπάρχει για τους σκύλους έρχεται απ’ τους Αβορίγινες.

Εκείνοι ζούσαν νομαδικά και πιο συχνά κοιμούνταν στην ύπαιθρο, παρά σε καταλύματα, έστω πρόχειρα. Τους ημιάγριους σκύλους, τα ντίγκο της Αυστραλίας, τα είχαν μαζί τους για συντροφιά, για το κυνήγι και για ζωντανές κουβέρτες.

Στην έρημο (η μισή Αυστραλία είναι έρημος) η θερμοκρασία πέφτει πολύ χαμηλά το βράδυ. Οι Αβορίγινες αγκαλιάζονταν με τους σκύλους τους για να ζεσταθούν -άνθρωποι και σκύλοι.

Έτσι υπάρχει αυτή η έκφραση: “Νύχτα πέντε σκύλων”. Που σημαίνει ότι έκανε τόσο κρύο ώστε χρειαζόταν ν’ αγκαλιαστείς με πέντε σκύλους. Ο σκύλος δεν ήταν απλώς ένα εξημερωμένο ζώο για τον Αβορίγινα. Ήταν αυτός που τον ζέσταινε το βράδυ, αυτός που τον κρατούσε ζωντανό.

Όχι μόνο ο καλύτερος φίλος. Αλλά προϋπόθεση ζωής.

~~

Ως παιδί δεν είχα ποτέ σκύλο για παρέα. Κάποια στιγμή είχαμε ένα καναρίνι σε κλουβί. Προσπάθησα ν’ ανοίξω την πόρτα για να το πιάσω και να το χαϊδέψω. Εκείνο έφυγε και μάλλον θα το έφαγε κάποια γάτα. Ή μπορεί να έφτιαξε μια παροικία ελεύθερων καναρινιών.

Μετά, δωδεκάχρονος πλέον, είχαμε ένα αδέσποτο μαύρο γατί, τον Μαουρίνιο, που ερχόταν κάποιες νύχτες στο σπίτι για να τρώει και να κοιμάται μπρος στη σόμπα υγραερίου. Το σκότωσε ο ψαράς σπιτονοικοκύρης μας.

Με σκύλο δεν έτυχε να συζήσω. Μόνο μ’ έναν αδέσποτο, τον Ιβάν στην Νάξο, που με ακολουθούσε ως το δωμάτιο για να φάει μια φέτα ψωμί. Με τον Ιβάν και την Νίνα έζησα μια νύχτα “πέντε σκύλων”.

~~

Τη Νίνα Σιμόν την ήξερα μόνο για το “My baby just cares for me”, που είχε χρησιμοποιηθεί σε κάποια διαφήμιση κι είχε γίνει επιτυχία.

Στην Νάξο βρήκα έναν φίλο φωτογράφο που μου έμαθε να βλέπω φωτογραφίες και ν’ ακούω μουσική. Αυτός μου έγραψε μια κασέτα (πρωτόγονες εποχές και μέσα) με τα καλύτερα της Σιμόν.

Λάτρευα τη Μπίλι Χόλιντεϊ, την τραγικότητα της φωνής της. Η Νίνα ήταν αλλιώς, πληθωρική, αδάμαστη. Ο φίλος μου την είχε δει στον Λυκαβηττό, νομίζω το 1990.

“Ήταν σαν ιέρεια κάποιας πανάρχαιας θρησκείας”, μου είχε πει. “Καθόταν, έτσι μεγαλόσωμη, στο πιάνο της κι έπαιζε. Ο κόσμος σε κατάνυξη. Την ακούγαμε χωρίς ν’ ανασαίνουμε.”

Το ίδιο έπαθα κι εγώ, ακόμα και με την κασέτα. Άκουσα το Sinnerman, με το μινιμαλιστικό του πιάνο, και τους γκόσπελ στίχους, δεκάδες φορές, σαν να ήταν προσευχή. [I cried, power, power (power, Lord)]

Το Feeling good με τις τρομπέτες του (It’s a new dawn, It’s a new day,it’s a new life for me) όταν ξυπνούσα. Το House of the rising sun, για τις ρημαγμένες ψυχές, πιο παραδοσιακό, πιο folk, από εκείνο των Animals. Και το πιο αγαπημένο μου, τότε, το “Aint got no, i got life” [I’ve got life, I’ve got my freedom, I’ve got the life]

Η Νίνα δεν ήταν γυναίκα, δεν ήταν τραγουδίστρια, δεν ήταν αφροαμερικάνα, δεν ήταν κλασική πιανίστρια, δεν ήταν αγωνίστρια, δεν ήταν πνεύμα που βρέθηκε σε σώμα ανθρώπου, ήταν όνειρο τόσο αληθινό που σ’ έκανε να νομίζεις ότι ο κόσμος γύρω σου είναι ψεύτικος, λες κι εκείνη υπήρχε κι όλα τ’ άλλα -ακόμα κι εσύ- ήσασταν ηχογραφήσεις σε κασέτα.

Οι Αβορίγινες, που πίστευαν ότι ο κόσμος μας κι εμείς είμαστε το όνειρο κάποιων άλλων πλασμάτων, σίγουρα θα λάτρευαν την Νίνα σαν θεά.

~~

Αλλά η ιστορία ξεκινάει μια νύχτα πέντε σκύλων. Γιατί έκανε πολύ κρύο εκείνον τον χειμώνα. Έμενα σ’ ένα δωματιάκι χωρίς θέρμανση. Το παράθυρο της πόρτας είχε σπάσει κι αντί να το φτιάξω είχα καρφώσει μια κουβέρτα.

Όσοι είχαν περάσει απ’ το δωμάτιο αναρωτιόντουσαν πώς άντεχα να ζω εκεί. Μα ήταν υπέροχα. Δεν είχα τίποτα. Ούτε παράθυρο. Πόσο πιο ελεύθερος μπορείς να είσαι;

Όμως εκείνη την νύχτα θα προτιμούσα ένα κανονικό σπίτι. Είχα πυρετό κι έτρεμα. Έπεσα στο κρεβάτι ντυμένος και σκεπάστηκα με δυο κουβέρτες κι ένα παλτό. Αλλά τα ρίγη συνέχιζαν να ‘ρχονται (σημάδι ότι ο πυρετός ανέβαινε). Αντί να πάω σε κάποιο φιλικό σπίτι ή στο κέντρο υγείας, έβαλα την κασέτα της Νίνας.

Νομίζω ότι είχα παραισθήσεις, γιατί ένιωθα το πιάνο της Νίνας να με χτυπάει στα βλέφαρα. Κάποια στιγμή άκουσα και το χαρακτηριστικό ξύσιμο της πόρτας απ’ τον Ιβάν, που είχε έρθει για το βραδινό του.

Του είπα να μπει, αλλά δεν ήξερε ν’ ανοίγει πόρτες. Σηκώθηκα βογκώντας και τον έβαλα μέσα. Στην αρχή κουνούσε την ουρά, μετά φάνηκε να καταλαβαίνει ότι δεν ήμουν καλά.

Όχι, δεν πήγε τρέχοντας στον γιατρό για να τον φέρει στο δωμάτιο. Στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι, ανήμπορος σαν σκύλος.

Του μιλούσα, του ‘λεγα πόσο πολύ τον αγαπώ, ότι είναι ο πιο όμορφος κι άλλα παράξενα που μου ‘βαζε ο πυρετός στα χείλη. Εκείνος έγερνε το κεφάλι στα αριστερά κάθε φορά που άκουγε το όνομα του, αλλά δεν απαντούσε -όπως περίμενα ότι θα κάνει στο παραλήρημα μου.

Κάποια στιγμή σταμάτησα να μιλώ κι έκλεισα τα μάτια. Τότε ένιωσα ένα τράνταγμα και τη ζεστή του ανάσα -μάλλον θα βρομούσε- στα ρουθούνια μου.

Ο Ιβάν είχε κουλουριαστεί στο κρεβάτι δίπλα μου. Αυτό μπορούσε να κάνει. Να μείνει κοντά μου μέχρι να πεθάνω.

Δεν θυμάμαι τι άλλο του είπα, θυμάμαι μόνο ότι ένιωσα ασφάλεια. Είχα δίπλα μου ένα φίλο. Όχι τόσο ιδιοφυή και μελωδικό όσο η Νίνα, αλλά ζεστό και μαλακό -μάλλον και με ψύλλους.

~~

Κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα ήταν μεσημέρι και τα σεντόνια ήταν βρεγμένα απ’ τον ιδρώτα. Η κασέτα είχε σταματήσει, η Νίνα είχε σιωπήσει, αλλά ο σκύλος ήταν εκεί.

Όμως αυτό που μ’ ένοιαζε περισσότερο ήταν να γράψω τ’ όνειρο που ‘χα δει. Πάντα κρατούσα το σημειωματάριο μου δίπλα στο κρεβάτι, για να σημειώνω ιδέες νυχτερινές και όνειρα. Μόνο αν τα γράψεις μόλις ξυπνήσεις μπορείς να τα θυμηθείς.

Το όνειρο μου, όπως ακριβώς το ‘χω γράψει, ήταν το εξής:

“Ο Βασίλης [αυτός ήταν ο φίλος φωτογράφος] σημαδεύει έναν σκύλο. Του λέω να μην τον σκοτώσει. Ο Βασίλης γελάει και μου λέει ότι δεν πεθαίνει [έτσι έχω γράψει, κι είναι παράξενο, έπρεπε να γράψω “δεν σκοτώνει”], μου λέει ότι απαθανατίζει.

Κόκκινο φως. Βάζει το φωτογραφικό χαρτί στη λεκάνη με τα υγρά εμφάνισης. Σαν το βγάζει έχει πάνω ένα μαύρο σκύλο που είναι θεός.

“Γιατί με σκοτώσατε;” λέει ο σκυλοθεός. Η φωνή του βιβλική.

Πέφτουμε στα γόνατα και ζητάμε συγχώρεση. Ο Βασίλης μου λέει ότι φταίω εγώ που δεν πιστεύω. Φωνάζω στον θεό να με συγχωρέσει. Του λέω ότι θα γίνω η σκιά του σκύλου του.
Φωνάζω: Μη με εγκαταλείπεις, θεέ μου!”

~~

Έδωσα στον Ιβάν το ψωμί του, τον χάιδεψα, τον ευχαρίστησα και του άνοιξα την πόρτα για να φύγει. Ένιωθα πολύ καλύτερα, αν και εξαντλημένος. Έφαγα κάτι, έκανα μπάνιο και πήγα για δουλειά. Το βράδυ συνάντησα τον Βασίλη και του είπα για το όνειρο. Γέλασε.

Γύρισα σπίτι κι έβαλα ν’ ακούσω Νίνα πίνοντας κρασί. Τότε άκουσα ένα κομμάτι της, κι έτρεξα να βρω το τετράδιο με το όνειρο.

Εκείνη την εποχή έκανα ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών, καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω για τη Γαλλία, όπως κάθε ρομαντικός συγγραφέας οφείλει να κάνει.

Μες στην κασέτα υπήρχε κι η διασκευή που έκανε η Νίνα για το “Ne me quitte pas” του Ζακ Μπρελ.

Κάπου λέει:
“Laisse-moi devenir
l’ombre de ton ombre
L’ombre de ta main
L’ombre de ton chien”

Άσε με να γίνω, η σκιά της σκιάς σου, η σκιά του χεριού σου, η σκιά του σκυλιού σου.

Ήταν τόσο προφανές, αλλά το κατάλαβα μόλις εκείνη τη στιγμή:
Ne me quitte pas=Μη μ’ εγκαταλείπεις.

Το όνειρο είχε ενώσει την αδυναμία μου, την ανάγκη για κάποιον θεό που θα με βοηθήσει, με τον Ιβάν που κοιμόταν δίπλα μου, το τραγούδι της Σιμόν που είχα ακούσει και τον φωτογράφο φίλο που απαθανάτιζε στιγμές.

~~
ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Τον Ιβάν τον φολάρανε λίγο καιρό μετά, όταν είχα φύγει πια απ’ την Νάξο.

Ο Βασίλης συνεχίζει ν’ απαθανατίζει τον κόσμο.

Εγώ απέκτησα έναν σκύλο, την Πέρλα. Που πιστεύει σε μένα σαν να είμαι ο θεός της και χοροπηδάει όταν γυρίζω σπίτι.

Κι η Νίνα, με τα χοντρά χείλη της και την παχιά φωνή της, με χρυσά σκουλαρίκια σαν αρχαία θεά, με νέγρικα μαλλιά, με σοκολατένιο δέρμα, και με δάκρυα κι ιδρώτα συνεχίζει στην αιωνιότητα να τραγουδά “ne me quitte pas”.

Όταν την ακούω θυμάμαι σε τι πιστεύω, ακόμα κι εγώ που δεν θέλω να πιστεύω.

Πιστεύω στην ομορφιά της τέχνης, της μουσικής, πιστεύω στην εξέγερση του συναισθήματος, πιστεύω σε μια μαύρη γυναίκα τραγουδίστρια που δεν συμβιβάστηκε ποτέ, πιστεύω στα όνειρα, πιστεύω στον έρωτα, πιστεύω σ’ αυτούς που κάναμε φίλους, ακόμα κι αν τους χάσαμε, πιστεύω σ’ έναν σκύλο που περιμένει να τον χαϊδέψω, πιστεύω στο ανείπωτο και στο αδύνατο, πιστεύω στην ελευθερία, ακόμα κι αν είναι χίμαιρα.

Κι αν κάνω λάθος στην πίστη μου, δεν πειράζει. Αρκεί ν’ απαθανατιστώ τραγουδώντας, να ζήσω την αιωνιότητα πριν μ’ εγκαταλείψει η ζωή.