Η Γιωταλία με τ’ άσπρα μαλλιά (4. Στο Χαμένο Μονόκερο)

0
1277

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι white-hair-eyes-ilya-kuvshinov-photo-wallpaper-1024x576.jpg

«Ο Θεός μιλάει όλες τις γλώσσες.
Ο Διάβολος μιλάει μία γλώσσα.»
Μαύρη Δωδεκάτευχος

(το προηγούμενο μέρος https://sanejoker.info/2020/09/giotalia-3-gatzo.html
το πρώτο μέρος https://sanejoker.info/2020/09/giotalia.html)

~{10}~

Το ενεχυροδανειστήριο βρωμοκοπούσε τσιγάρο και χαμένα όνειρα. Πασπαλισμένα με πολλή εκμετάλλευση και λιγάκι αστερόσκονη.

Ο Ναούμ δεν ήταν καλός άνθρωπος και το ήξερε. Τοκογλύφος ήταν, πώς να συμβιβαστεί αυτή η ιδιότητα με την καλοσύνη; Τουλάχιστον δεν είχε αυταπάτες ούτε έλεγε παραμύθια. Τα λεγε όλα νέτα σκέτα.

Αυτό ήταν και το παρατσούκλι του: Ο Νετασκέτα. Το Ναούμ ήταν το βαφτιστικό του και το μισούσε.

Όταν του πήγαιναν χρυσαφικό, ακόμα και βέρα ή σταυρό βάφτισης, όσο κλαμένη κι αν φαινόταν η κυρά, ο Ναούμ την κοιτούσε και της έλεγε:
«Λοιπόν, νέτα σκέτα θα στα πω. Σου δίνω εκατό δραχμές. Δεν μπορώ τα παζάρια. Μη μου πεις ότι αξίζει πεντακόσιες. Δε με νοιάζει. Πάρ’ το και πήγαιν’ το σε κείνον που θα σου δώσει πεντακόσιες. Νέτα σκέτα στα λέω.»

Ακόμα κι αν οι πελάτισσες ήταν ιδιαίτερα όμορφες και νέες, ο Νετασκέτα δεν συγκινιόταν. Γιατί μαζί με τα πόδια του είχε χάσει και τη στύση του.

Μόνο μάζευε χρυσάφι, το έλιωνε να το κάνει βενετικό χρυσό, καθαρό δηλαδή, και το αποθήκευε. Πού; Κανείς δεν ήξερε. Σίγουρα δεν το πήγαινε στην τράπεζα.

Έμενε σ’ ένα σπιτάκι πάνω από το μαγαζί του. Ολιγαρκής και ήσυχος, το μόνο που του άρεσε να κάνει ήταν να ταΐζει τα ψάρια του, αυτή ήταν η μόνη του παρέα. Είχε ένα ενυδρείο εκεί, όχι κανένα μεγάλο, ούτε με παράξενα ψάρια. Χρυσόψαρα, τι άλλο θα μπορούσε να έχει;

Ήσυχη ζωή, στα πρόθυρα του νεκροταφείου και της τρέλας, με την ωχρά σπειροχαίτη να τον ταλαιπωρεί. Τα χρόνια που ήταν ναυτικός τα είχε αφήσει πίσω, μέχρι που μπήκε η Γιωταλία στο μαγαζί και τα ‘φερε μαζί της.

~~

Η Γιωταλία παρατήρησε το βλογιοκομμένο πρόσωπο. Δεν είχε φρύδια ούτε μαλλιά. Τρίχα πουθενά στο σώμα του. Δεν την ένοιαζαν αυτά. Την είχε αναγνωρίσει, αυτό ήταν το σημαντικό. Την είχε αναγνωρίσει και την έβλεπε για πρώτη φορά.

«Από πού με ξέρεις;» του είπε κι άφησε τα πράγματα της στον πάγκο να ξεκουραστεί. Το τζάμι της βιτρίνας έτριξε.

Ο Νετασκέτα δεν μίλησε, ήταν ακόμα μ’ ανοιχτό το στόμα.

«Σίγουρα δεν μ’ έχεις ξαναδεί. Αλλά με ξέρεις.»
«Τα μαλλιά σου», είπε ο Νετασκέτα.
«Μόλις τώρα γίναν έτσι. Τυχαίο.»
«Όχι, όχι, είσαι νέα. Πόσο είσαι;»
«Τι σε νοιάζει;»
«Μόνο άλλη μια γυναίκα τόσο νέα με άσπρα μαλλιά έχω δει. Κι έχω γυρίσει τον κόσμο, έχω δει πολλά, πίστεψε με. Έχω βρεθεί σε κάθε λιμάνι. Έχω πλαγιάσει με κάθε είδους γυναίκας.»
«Ποια ήταν η πρώτη με μαλλιά σαν τα δικά μου;» τον έκοψε η Γιωταλία που δεν είχε όρεξη ν’ ακούει τις υπεραντλαντικές ερωτικές περιπέτειες του.

«Στο είπα ήδη. Η μάνα σου.»

Η Γιωταλία έψαξε μια καρέκλα. Δεν υπήρχε. Ο Ναούμ δεν ήθελε να μπαστακώνονται οι πελάτες του και ν’ αρχίζουν τα παζάρια και τη μίρλα. Γρήγορα, νέτα σκέτα, στα όρθια. Τόσα δίνω. Αν θες παρ’ τα, αν δεν θες φύγε.

«Έχω ένα καφάσι εκεί», της είπε και της έδειξε μια κουρτίνα.
Το πήρε κι έκατσε.

«Λοιπόν», του είπε. «Είμαι η Γιωταλία.»
«Ξέρεις μαγικά;» της είπε εκείνος.

Δεν ήταν η ερώτηση που κάνεις σε κάποιον που μόλις γνώρισες. Δεν ήταν η ερώτηση που κάνεις σε κανέναν. Κι εκείνος δεν την είχε ξανακάνει.

«Ξέρω. Ήξερε κι η μάνα μου;»

Ο Νετασκέτα έπαιξε λίγο τη μύτη του σαν ποντίκι που προσπαθεί να καταλάβει πού είναι η γάτα.

«Καλά, δεν σου είπε για τη μάνα σου;»
«Δεν μου είπε τίποτα. Έφυγε όταν ήμουν μωρό.»
«Και ποιος σε μεγάλωσε;»
«Η Λάιλα Λου.»
«Μάγισσα είναι κι αυτή;»
«Ήτανε.»

Ο Νετασκέτα αναστέναξε κι έσπρωξε το δεξί τροχό της καρέκλας, ενώ κρατούσε ακίνητο τον αριστερό. Η καρέκλα έκανε μερικές περιστροφές. Του άρεσε αυτό. Λίγο ζαλιζόταν, αλλά σκεφτόταν καλύτερα.

Η Νέδα νόμισε ότι ήθελε να παίξουν κι άρχισε να τρέχει γύρω του. Η Γιωταλία δεν έκανε κίνηση να τη σταματήσει. Είχε υπνωτιστεί σχεδόν απ’ την περιστροφή.

Πόσους έκανε κανείς δεν ξέρει. Σταμάτησε απότομα και περίμενε να σταματήσει κι ο κόσμος να γυρίζει. Κοίταξε τη Γιωταλία με ζαλισμένα μάτια.

«Έχουμε πολλά να πούμε», της είπε. «Πάμε στο Χαμένο Μονόκερο.»

Ψαχούλεψε τη τσέπη του κι έβγαλε ένα ζευγάρι στρόγγυλα γυαλιά ηλίου, με μπλε φακούς. Τα φόρεσε κι έδειξε την πόρτα στη Γιωταλία.

~~~

Ήταν σχεδόν βράδυ στο Κατάκολο όταν κλείδωσαν το μαγαζί. Τη Νέδα την αφήσαν μέσα. Δεν το πήρε κατάκαρδα. Ξάπλωσε σ’ ένα χαλάκι που βρήκε και κοιμήθηκε πριν περάσουν τρία σκυλίσια δευτερόλεπτα, που ισούνται με είκοσι ένα ανθρώπινα.

Ο Νετασκέτα έφυγε μπροστά με την καρέκλα του. Η Γιωταλία έκανε να τον σπρώξει. Την κοίταξε άγρια.

«Μπορώ και μόνος μου», της γρύλισε.
«Το ξέρω. Αλλά είναι καλύτερα με παρέα. Δεν είναι;»

Ο Νετασκέτα την παρατήρησε για λίγο. Μετά γέλασε.

«Γαμώτο» της είπε, «έχεις και τα μάτια του Ελισσαίου. Το ίδιο πεισματάρα κι εσύ.»
«Του ποιανού;»
«Του… Πωπω, έχουμε πολλά να πούμε. Δεν ξέρεις ούτε τ’ όνομα του πατέρα σου.»

Έφυγε μπροστά στο πλακόστρωτο του λιμανιού. Η Γιωταλία είπε για πρώτη φορά το όνομα του: «Ελισσαίος.»

Ήταν σαν να ‘χε αποκτήσει πατέρα.

~{11}~

Ο Χαμένος Μονόκερος ήταν ένα απ’ τα καταγώγια του Κατάκολου. Είχε άθλιο φαγητό και χειρότερο ποτό. Μουσική έπαιζε ένας νέγρος πιανίστας, ο Σερζ. Γάλλος στην εθνικότητα, καταγωγή απ’ την Ακτή Ελεφαντοστού. Είχε βραχνή φωνή. Τραγουδούσε στα γαλλικά, αλλά οι ρυθμοί του ήταν αφρικάνικοι. Φορούσε μαύρα γυαλιά, όχι για στυλ, όπως ο Νετασκέτα. Ήταν τυφλός.

Στον κάτω όροφο του Μονόκερου ήταν το μπαρ. Εκεί άκουγες τον νέγρο, έπινες τ’ άθλια ποτά κι έτρωγες τα τρισάθλια φαγητά. Όταν ήσουν έτοιμος καλούσες να σου στείλουν κορίτσι.

Το λιμάνι του Κατάκολου ήταν περιβόητο. Ό,τι παράνομο υπήρχε μπορούσες να το βρεις εκεί σε αφθονία. Πέρα απ’ τα ναρκωτικά, τα όπλα και τα λαθραία, εισάγονταν γυναίκες απ’ όλη την υφήλιο.

Στα μπουρδέλα της Σαλονίκης και της Αθήνας θα έβρισκες μόνο Ελληνίδες και μερικές Τουρκάλες. Στο Κατάκολο μπορούσες να βρεις τα πάντα. Μαύρες, Κινέζες κι υπερβόρειες. Ήταν ο ομφαλός της πορνείας.

Τον Χαμένο Μονόκερο τον διεύθυνε με πυγμή ο Λένος, που θα ήθελε να είναι η Ωραία Ελένη, αλλά έτυχε να γεννηθεί άντρας. Συμπεριφερόταν σαν τον Αγαμέμνονα, ντυνόταν με γυναικεία ρούχα. Είχε μούσια πυκνά, αλλά βαφόταν σαν μαντάμα.

Πρόσεχε τα κορίτσια του πιο πολύ απ’ τους πελάτες του. Όποιος έκανε οτιδήποτε ανεπίτρεπτο, σωματικά ή ψυχολογικά, τον ευνούχιζε. Όχι μεταφορικά. Του έκοβε τ’ αρχίδια με ξυράφι.

Δεν χρειάστηκε να το κάνει πολλές φορές. Μόνο μία. Ένας Σέρβος χτύπησε μια κοπέλα απ’ την Αίγυπτο. Ο Λένος του έκοψε τ’ αρχίδια και τα ‘δωσε στην Κλεοπάτρα. Δεν πήγε φυλακή, ούτε δίκη πέρασε. Ο Σέρβος ήταν ξένος και γνωστός εγκληματίας. Κανείς δεν θα τον έψαχνε. Η χωροφυλακή πήρε ένα καλάθι με φρούτα –κι άλλα καλούδια- απ’ τον Λένο. Φρόντισε να φορτώσει το πτώμα σ’ ένα πλοίο που σάλπαρε εκείνη την νύχτα για Μασσαλία.

Το μήνυμα είχε δοθεί. Χάρη σ’ αυτό το αιματηρό περιστατικό που διαδόθηκε από λιμάνι σε λιμάνι, τα ομορφότερα κορίτσια που είχαν αναγκαστεί να μπουν στη δύσκολη ατραπό της πορνείας ζητούσαν δουλειά και προστασία στο Χαμένο Μονόκερο.

Έτσι το μαγαζί γέμισε νύμφες, πανέμορφες εκδιδόμενες, ιέρειες της Αφροδίτης.

Άντρες –και γυναίκες- απ’ όλη τη Μεσόγειο πήγαιναν στο μαγαζί του Λένου. Όχι για το φαγητό σίγουρα.

~~

Κι ο Νετασκέτα για τον ίδιο λόγο πήγαινε εκεί. Σεξ δεν μπορούσε να κάνει, αλλά πάντα του άρεσε να βλέπει ωραίες γυναίκες. Στύση δεν είχε, αλλά ο εγκέφαλος του συνέχιζε να καυλώνει.

Έτρωγε, έπινε και παρατηρούσε τα υπέροχα σώματα των κοριτσιών, άλλες πάλλευκες κι άλλες εβένινες, άλλες συλφίδες κι άλλες τσουπωτές.

Και χαιρόταν να βλέπει, γιατί ήξερε. Δεν έλεγε ψέματα, είχε κάνει σεξ σε κάθε λιμάνι και γωνιά του κόσμου. Όλα τα χρώματα, όλες οι φυλές, όλες οι ηλικίες, και τα δύο φύλα –μερικές φορές και με ερμαφρόδιτους. Δεν είχε αναστολές τότε. Μετά δεν είχε ικανότητες.

Το προσπάθησε κάποια στιγμή, του το κανόνισε ο Λένος. Είχε μια καινούρια μελαχρινή με πράσινα μάτια, μια κρεολή που έκανε το μυαλό σου να στέκεται σούζα σαν σκύλος. Η Μάιρα του έδωσε κάθε σπιθαμή του σώματος της, να τη φιλήσει, να την αγγίξει, να τη χαϊδέψει. Του άρεσε, αλλά σαν έφυγε το κορίτσι, ο Νετασκέτα έβαλε τα κλάματα. Γιατί το μυαλό του είχε ανατιναχτεί σαν τον Βεζούβιο και το μόριο του τάιζε τις πάπιες στο πάρκο.

~~~

Όταν μπήκαν στο Χαμένο Μονόκερο κανείς δεν στράφηκε να τους κοιτάξει. Όλοι ήταν απασχολημένοι στη δουλειά τους. Για να χάνουν χρόνο κοιτώντας αλλού;

Μόνο ο Λένος τους είδε, πριν προλάβουν να πατήσουν το πόδι τους μέσα στο βασίλειο του. Κατέβηκε πεταρίζοντας προς το μέρος τους.

«Τι μου φέρνεις;» είπε στον Νετασκέτα θαυμάζοντας τη Γιωταλία.

Δεν είχε ποτέ στο μαγαζί του κορίτσι με άσπρα μαλλιά. Κι ενώ σίγουρα είχαν περάσει καλλονές που θα έβαζαν κάτω την Αφροδίτη, η Γιωταλία είχε κάτι παραπάνω. Δεν ήταν μόνο όμορφη ήταν… Ήταν μαγική!

Ο Ναούμ τα είπε νέτα σκέτα, όπως συνήθιζε:
«Είναι η κόρη του Καπετάνιου, του Ελισσαίου.»
«Όοου!» έκανε ο Λένος και τραβήχτηκε πίσω. «Εννοείς πως είναι κόρη της…»
«Ναι, αυτή είχε μάνα.»
«Όοου», ξαναείπε ο Λένος κι έπαιξε νευρικά με το κερωμένο μουστάκι του, που φάνηκε κάπως παράταιρο στη Γιωταλία, παράταιρο κάτω απ’ τα παραβαμμένα μάτια.
«Θέλουμε να κάτσουμε», του είπε ο Νετασκέτα για να τον ξεκολλήσει.
«Ναι, φυσικά, να κάτσετε», είπε ο Λένος, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτάει το κορίτσι.

Τότε η Γιωταλία έκανε κάτι που δεν το σκέφτηκε καθόλου, έτσι της ήρθε, έτσι το έκανε. Έγειρε μπροστά, το στήθος της μόλις που ακούμπησε πάνω στο Λένο, και με μια απαλή κίνηση σαν κύμα έγειρε στο αυτί του, για να του ψιθυρίσει το όνομα της:
«Γιωταλία.»

Ο Λένος χλώμιασε. Το πρώτο που σκέφτηκε σαν την είδε ήταν κάτι το μαγικό. Αλλά υπάρχουν πολλά μαγικά κι ακίνδυνα πράγματα τριγύρω. Αφού την άκουσε βεβαιώθηκε. Ήταν μάγισσα.

~~~*~~~

(Ιντερμέτζο ενός παράλληλου κόσμου)

Όταν η Βασίλισσα υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον Βασιλιά, του παραχώρησε την εξουσία της.

Τότε όλα τα θηλυκά που είχαν περίοδο έπρεπε να παντρευτούν, κι αυτό σήμαινε να υποκύψουν.

Οι μόνες γυναίκες που δεν παντρεύτηκαν ήταν οι λεσβίες, οι πόρνες και οι μάγισσες.

Οι λεσβίες ανέλαβαν το ρόλο των θείων προκειμένου να αποφύγουν το γάμο. Δεν πετύχαινε πάντα. Κάποιες φορές παντρεύονταν άντρες που εξίσου αντιπαθούσαν το αντίθετο φύλο. Ή αυτοκτονούσαν.

Τις πόρνες κανείς δεν ήθελε να τις παντρευτεί.

Όμως το χειρότερο απ’ όλα ήταν οι μάγισσες. Γιατί εκείνες ποτέ δεν υπέκυψαν. Γιατί εκείνες, σ’ αντίθεση με τις πόρνες, έλεγαν το όνομα τους.

Κι αν κάποιος σου λέει το όνομα του χωρίς να φοβάται, είναι επικίνδυνος.

(τέλος του ιντερμέτζου)

~~~~

Έκατσαν στο καλύτερο τραπέζι, λίγο πίσω απ’ τον Σερζ που έπαιζε μια αφρικανική διασκευή της Μασσαλιώτιδας.
(Allons enfant de la patrie…)
και όσο πιο κοντά στην έξοδο κινδύνου. Να είσαι εκεί, αλλά να μπορείς να φύγεις και γρήγορα αν χρειαστεί.

Ο Νετασκέτα ζήτησε το πιο υποφερτό μεζέ που είχαν, τυριά. Ρώτησε τη Γιωταλία τι έπινε. Εκείνη δεν είχε δοκιμάσει αλκοόλ. Του το είπε.

«Στο Κατάκολο δεν σερβίρουν νερό», της είπε και ζήτησε ρούμι κουβανέζικο, λεμόνια, αλάτι.

«Θα πιεις σαν τον πατέρα σου», της είπε γελώντας.
Και δεν ήξερε ότι είχε κάνει το μεγαλύτερο λάθος της τόσο μεγάλης ζωής του.

Η Γιωταλία γλώσσιασε την πρώτη γουλιά και κάηκε. Ήπιε δεύτερη. Στην τρίτη είχε συνηθίσει. Στην τέταρτη άδειασε το ποτήρι μονοκοπανιά και ζήτησε δεύτερο.

Ο Νετασκέτα άδειασε και το δικό του. Έκανε νόημα να τους αφήσουν το μπουκάλι. Καθώς έφτιαχνε τα ποτά τους, της είπε μια κινέζικη παροιμία για το ποτό.

«Ένα είναι λίγο.
Δύο είναι αρκετά.
Τρία είναι πολλά.
Τέσσερα είναι λίγο.»

Η Γιωταλία δεν νοιαζόταν και πολύ για τους Κινέζους εκείνη τη στιγμή, είχε ανακαλύψει κάτι καινούριο. Έπιασε το ποτήρι της, έγλειψε το αλάτι και μετά κατέβασε το ποτό με τη μια. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και είπε κωμικά: «Ααααργκ!»

Ήταν η ώρα του Νετασκέτα να τρομάξει.

«Πού το έχεις ακούσει αυτό;» της είπε.
«Σου ‘χω μια καλύτερη ερώτηση», έκανε κι η Γιωταλία κι έσκυψε μπροστά. «Από πού ξέρεις τον πατέρα μου;»

Ο Σερζ έπαιζε κάτι που έμοιαζε με Σοπέν των Δασών. Η μελωδία ήταν του Πολωνού, ο Σερζ είχε σπουδάσει πολλά χρόνια κλασικό πιάνο, κι οι δάσκαλοι πίστευαν ότι μ’ εκείνα τα τεράστια δάχτυλα θα κατάφερνε να παίξει το Βαλς του Ενός Λεπτού, σε ένα λεπτό, όπως κι ο ίδιος ο Σοπέν.

Όμως ο Σερζ ποτέ δεν μπορούσε να πετύχει στα σαλόνια και στις αίθουσες συναυλιών. Γιατί αυτοσχεδίαζε. Άλλαζε τον ρυθμό, έβαζε αυτά που θυμόταν απ’ την πατρίδα του. Άλλαζε και την τονικότητα, βάζοντας τις νότες σε λάθος σειρά.

Λάθος σειρά; Μερικά χρόνια μετά ο Λούις Άρμστρονγκ ονειρεύτηκε έναν νέγρο που έπαιζε πιάνο στο Κατάκολο. Άκουσε τις λάθος νότες του Σερζ και τις έβαλε στην εισαγωγή του West End Blues, ακριβώς επειδή του θύμισαν την καταγωγή του, την ήπειρο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα.

Αυτή η τρομπέτα, αυτή η εισαγωγή, θεωρείται η Γέννηση της Τζαζ. Ο Λούις συνήθιζε να λέει ότι την είχε δει σε όνειρο. Αλλά ποτέ δεν ανέφερε τον Σερζ.

«Πού τον ξέρω;» είπε ο Νετασκέτα αφού χειροκρότησε τον Σερζ. «Από το πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας», είπε και γέλασε μόνος.

Αποτυχημένο αστείο. Η Γιωταλία δεν ήξερε τι είναι το πανεπιστήμιο, δεν είχε πάει σχολείο καν. Και σίγουρα δεν ήξερε πού βρίσκεται η Σαλαμάνκα.

Ο Νετασκέτα σταμάτησε απότομα να γελάει. Αυτό συμβαίνει όταν κανένας δεν συμμερίζεται τη θυμηδία σου. Έφαγε λίγο αρσενικό Νάξου, ένα τυρί που εκρήγνυται στο στόμα σου. Ήπιε ρούμι. Πάντα του άρεσε αυτή η επίγευση από ζαχαροκάλαμο. Η βραζιλιάνικη κασάσα του φαινόταν βρώμικη. Αλλά το κουβανέζικο ήταν σαν φτιαχνόταν από θάλασσα.

«Ναυτικός είμαι», της είπε. «Ταξιδέψαμε μαζί. Αυτή είναι η βαρετή αλήθεια.»
«Πόσο καιρό;»
«Τρία, τέσσερα χρόνια στο ίδιο πλοίο. Αλλά ξέρεις… Μάλλον δεν ξέρεις.»

Της εξήγησε ότι οι ναυτικοί μετρούσαν τα χρόνια σαν τους σκύλους. Ένας χρόνος στη θάλασσα είναι σαν εφτά στη στεριά. Με τον Ελισσαίο είχαν περάσει πολύ καιρό στη θάλασσα. Και ήταν οι μόνοι στο βαπόρι που μιλούσαν ελληνικά.

Μετά από δέκα μέρες στον Ατλαντικό είχαν εξαντλήσει τα εύκολα θέματα κι είχαν μπει στα πιο προσωπικά. Πάνω στο μήνα έπιασαν τα βαθιά μυστικά, αυτά που δεν είχαν πει ποτέ σε κανέναν.

Μετά το δίμηνο μίλησαν για τα σκοτάδια της ψυχής τους, για τους δαίμονες και για τις εμμονές τους, για όλα εκείνα που θα ήθελαν να κάνουν αν επιτρεπόταν να τα κάνουν, και γελούσαν περιγράφοντας ακρωτηριασμούς, πράξεις κακουργηματικές, όχι απλώς σαδιστικές, αλλά σατανικές, πράξεις που θα τους έστελναν με σιγουριά στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Κι οι υπόλοιποι στο καράβι, άκουγαν τα γέλια τους, άκουγαν τα λόγια τους, χωρίς να καταλαβαίνουν τι έλεγαν, κι έκαναν τον σταυρό τους, προσεύχονταν στον Αλλάχ, στον Κρίσνα, στο Βούδα, στο Μεγάλο Ποτάμι, να τους προστατεύσει.

Γιατί όσα ακούγονταν ήταν ανίερα. Και δεν χρειαζόταν να καταλάβουν τι ακούγανε, ήξεραν.

Όπως λέει μια παροιμία από τη Μαλαισία:
«Ο Θεός μιλάει όλες τις γλώσσες.
Ο Διάβολος μιλάει μία γλώσσα.»

Ο Σερζ έκανε μια ατονική γέφυρα για να καταλήξει σε ενάτη. Θα περνούσαν αρκετά χρόνια μέχρι το Γούντστοκ, όπου ο Χέντριξ θα έκανε παρόμοιες καινοτοπίες.

«Τι σου είπε;» έκανε η Γιωταλία.
«Τα πάντα. Και δεν υπερβάλλω. Τα πάντα εντελώς. Μόνο εγώ ξέρω τόσα για εκείνον. Μόνο εκείνος ξέρει τόσα για εμένα.»
Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Έλεγε αλήθεια. Φαινότανε.
«Πάω για κατούρημα», είπε η Γιωταλία και σηκώθηκε, τρικλίζοντας ελαφρά.

~~~~~

Ένιωθε κάτι μέσα της να καίγεται. Παρατήρησε τον χώρο γύρω της, ενώ έψαχνε μια ένδειξη για την έξοδο. Θα κατουρούσε στο χωράφι και θα γυρνούσε. Κάτι την καθυστέρησε, την έκανε να σταθεί. Ο Μονόκερος έμοιαζε με το όνειρο ενός άντρα. Οι νύμφες-πόρνες γυροφέρνανε ανάμεσα στους πελάτες και πουλούσαν τα κάλλη τους, καθόντουσαν στα γόνατα, έκαναν πως γελούσαν. Όλες ήταν όμορφες, ενώ κάθε άντρας ήταν αηδιαστικός. Γιατί το έκαναν αυτό οι γυναίκες; Γιατί έπρεπε να υποκύπτουν;

Οι γυναίκες έλαμπαν, έτσι τις ένιωθε. Αλλά οι άντρες τις αγόραζαν, τις έκλειναν σε βάζα.
Κι αν αυτές, οι πόρνες, ήταν πιο ελεύθερες, τότε τι ρόλο έπαιζαν οι κανονικές γυναίκες;

Η Γιωταλία ένιωσε να βράζει μέσα της. Ήταν έφηβη. Έπρεπε να καρατομήσει τους γονείς της για να προχωρήσει.

Γονείς δεν είχε, οπότε θα καρατομούσε τους πάντες.
Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Ο κόσμος είχε βρει τον δήμιο του.
Κι ήταν γυναίκα.

~~~~~~

«Τι ήταν η μάνα μου;» ρώτησε τον Νετασκέτα όταν γύρισε

Εκείνος είχε ξεχαστεί κοιτώντας την κρεολή Μάιρα να χορεύει έναν ρυθμό σάλσα. Η Γιωταλία τον κλώτσησε για να επανέλθει, επανέλαβε την ερώτηση.

«Τι ήταν η μάνα μου;»
«Δεν ρωτάς ποια ήταν.»
«Δεν ήταν κανονική. Τότε θα ρωτούσα ποια ήταν. Αλλά ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν κανονική.»
«Πού το ξέρεις;»
«Κοίτα», είπε η Γιωταλία και η ομορφιά της, μαζί με την αλαζονεία της εφηβείας, και την παραδοξότητα της καταγωγής της, θα ήταν αρκετή.

Αλλά δεν ήταν.

Η Γιωταλία σηκώθηκε και προχώρησε αργά προς την πίστα. Υπήρχε ένα σημείο στο μαγαζί όπου δεν είχαν βάλει τραπέζια, ώστε να μπορούν να χορεύουν οι πελάτες, όποτε έκαναν κέφι. Αυτό δεν γινόταν συχνά, αλλά κάποιες φορές ο Σερζ έπαιζε ταγκό ή βαλς ή νησιώτικα ή ζεμπέκικα, πάντα περασμένα απ’ το νέγρικο του φίλτρο.
Κι όταν υπάρχει καλή μουσική πάντα θα βρεθεί κάποιος να χορέψει.

Η Γιωταλία στάθηκε στη μέση της πίστας. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν. Έγινε ησυχία στο Χαμένο Μονόκερο.
Ο Σερζ το άκουσε. Ποτέ δεν σταματούσαν για ν’ ακούσουν τη μουσική του. Κάτι συνέβαινε. Άφησε τα χέρια του να πέσουν πάνω σ’ ένα αμφίβολο ακόρντο. Ήταν τυφλός, αλλά περίμενε να δει τι γινόταν. Όλα σταμάτησαν για λίγο. Ακουγόταν κάποιος να ξύνει το κεφάλι του. Ένας βήχας κρυμμένος σε μαντήλι. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε θέατρο κι οι θεατές περίμεναν ν’ αρχίσει η παράσταση.

«Παίξε. Κάτι αργό», του είπε μια φωνή απ’ τη μέση της πίστας.

Ήταν νεανική φωνή, μπορούσε να τις διαχωρίζει μετά από τόσα χρόνια τυφλότητας. Αλλά είχε εξουσία. Είχε δύναμη. Είχε κάτι που δεν μπορούσες να προσεγγίσεις.

Ο Σερζ ξεκίνησε να παίζει ένα αργεντίνικο τάγκο. Έτσι ξεκίνησε η καταστροφή.

~~~~~~~

Η Γιωταλία δεν είχε ξανακούσει τέτοιο ρυθμό, δεν ήξερε πώς χορεύεται, αλλά μπήκε αμέσως στο νόημα ακολουθώντας το σώμα της.

Ξεκίνησε να κάνει βήματα στην πίστα, κρατώντας κάποιον αόρατο παρτενέρ απ’ τους ώμους. Κι όσο χόρευε μιλούσε, έλεγε λόγια που κανείς θνητός δεν μπορούσε να καταλάβει.

Όσο καιρό περπατούσαν με τη Νέδα προς το Κατάκολο εκείνη διάβαζε. Η Γιωταλία είχε απομνημονεύσει τους εννιά δρόμους και τους τρεις τρόπους κάθε μαγείας –τους τρεις τελευταίους δρόμους δεν τους είχε.

Καθώς χόρευε μίλησε το ξόρκι της ψευδαίσθησης. Όλοι όσοι βρίσκονταν στο μαγαζί είδαν γκαούτσος να χορεύουν τάνγκο, ενώ την ίδια τη Γιωταλία την κρατούσε απ’ τη μέση ένας ψηλός τύπος, θεόρατος, ίσως να ήταν ο διάβολος.

Οι πόρνες-νύμφες παρακολουθούσαν σαν να έβλεπαν όνειρο, οι πελάτες με τις κόρες διεσταλμένες λικνίζονταν στο ρυθμό. Ο Λένος σκεφτόταν ότι θα έδινε τα πάντα για εκείνη, ενώ την ίδια στιγμή έβηχε αλλεργικά: Μάγισσα, μάγισσα. Κι ο Νετασκέτα ένιωσε να του σηκώνεται.

Κι ίσως όλα να ήταν πιο εύκολα, να τέλειωναν εκεί, αν η Γιωταλία σταματούσε. Αλλά καθώς χόρευε είπε και το τρίτο ξόρκι της ψευδαίσθησης.

Τότε όλοι οι παρευρισκόμενοι μεταφέρθηκαν αλλού, ο καθένας στο δικό του μέρος, φτιαγμένο από αναμνήσεις, φόβους κι όνειρα.

Μια πόρνη απ’ την Ιάβα είδε ότι βρισκόταν πίσω στο χωριό της, παιδί, να παίζει θέατρο σκιών με τ’ αδέλφια της.

Ένας Κρητικός φαντάστηκε τον εαυτό του δίπλα στον Βενιζέλο, μιλούσε στον πολιτικό και του έλεγε πώς να κάνει την Επανάσταση του Θερίσου.

Ο Γιώργης ο Παριανός, ένας σερβιτόρος του Μονόκερου, είδε να χορεύει τον Αγέρανο χορό, αντικρυστά κι αγκαλιαστά με τη Σταμάτα, ενώ έπαιζε το λαούτο ο Χατζόπουλος.

Ο Λένος βρέθηκε στις Βερσαλλίες –κι ήταν γυναίκα. Είχε ωραία βυζιά που τα ‘σφιγγε ο κορσές και τα ‘βγαζε προς τα πάνω. Η Έλεν χόρευε πριγκηπικούς χορούς στην αίθουσα των κατόπτρων και ήταν πιο χαρούμενη από ποτέ.

Ο Νετασκέτα ένα πράγμα είδε. Ότι σηκώθηκε, περπάτησε κι είχε και στύση. Οπότε ξεκίνησε να τρέχει γύρω γύρω στην αίθουσα γελώντας. Κυνηγούσε μια συλφίδα σαν να ‘ταν σάτυρος.

Κι ήταν όλοι στον Χαμένο Μονόκερο χαμένοι στην ψευδαίσθηση που είχε δημιουργήσει η Γιωταλία, ο καθένας στην απόλυτα προσωπική του οπτασία.

Σχεδόν όλοι. Γιατί ο Σερζ ήταν χωμένος σε μια διαφορετική φαντασία, στη μουσική του. Εκείνον δεν τον άγγιξαν τα μάγια της Γιωταλίας. Έπαιξε προσπαθώντας να ταιριάξει αρμονικά το ρυθμό από τα τζέμπε, τα ξύλινα κρουστά της Αφρικής, με το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του Μπαχ και κάποιες σκόρπιες νότες που του έρχονταν σαν επιφοίτηση στο ταγκό που έπαιζε.

Ώσπου ολοκλήρωσε τον αυτοσχεδιασμό του, ένιωσε ότι δεν είχε τίποτα άλλο να παίξει πάνω σ’ εκείνον, οπότε κατέβηκε τη μιξολύδια σκάλα, ανέβηκε την πεντατονική των μπλουζ και κατέληξε σε μια δραματική ενάτη.

Τα δάκτυλα του έμειναν κολλημένα στα πλήκτρα. Η Γιωταλία γύρισε να τον δει, με άγριο μάτι. Ο Σερζ είχε κρατήσει μια όμορφη μινόρε για το τέλος. Την άφησε να περιπλανηθεί στο Χαμένο Μονόκερο κι η Γιωταλία κούνησε αργά την παλάμη της στον αέρα, σαν να καθάριζε κάτι.

Ακούστηκε ένας ήχος σαν να έσπαζε μια χορδή κι η ψευδαίσθηση διαλύθηκε για όλους.

Τους πήρε λίγα δευτερόλεπτα να επανέλθουν, όσο χρόνο χρειάστηκε η Γιωταλία να επιστρέψει στο τραπέζι της.

Έκατσε ανάμεσα σε δύο ισχυρούς άντρες. Ο Λένος ήταν ο πιο πλούσιος ιδιοκτήτης μπουρδέλου στη δυτική Ελλάδα, με πολιτική επιρροή. Ο Νετασκέτα είχε ζήσει τόσες ναυτικές περιπέτειες και πλέον έκρυβε κιλά χρυσού.

Όμως κι οι δυο τους τραβήχτηκαν για να κάτσει πιο άνετα η μικρή. Είχαν βεβαιωθεί πια ότι δεν συνομιλούσαν με άνθρωπο.

~{12}~

Ο Θάνος βρισκόταν στον Πύργο εκείνο το βράδυ. Είχα μαζί του τον Νίτση κι ένα τσουβαλάκι γεμάτο χρυσές λίρες.

Ο Καρπώφ είχε επικυρήξει τη δολοφόνο του γιου του. Όχι ζωντανή ή νεκρή, μόνο νεκρή την ήθελε. Μαζί με τον σκύλο της.

Οι δύο κυνηγοί πήγαιναν από μαγαζί σε μαγαζί κι άφηναν το νέο: Καταζητείται ένα πανέμορφο κορίτσι με το σκύλο της. Αμοιβή; Αρκετά για να ζήσεις την υπόλοιπη ζωή χωρίς να δουλέψεις.

Ο συνεργός του, ο Νίτσης, ήταν πολύ παράξενο άτομο. Είχε τεράστιο μουστάκι και φαρδύ μέτωπο. Δεν μίλησε σ’ όλη τη διαδρομή απ’ την Πάτρα ως τον Πύργο.

Μόνο εκεί, στο τρίτο μαγαζί που μπήκαν έγινε κάτι που θύμισε στον Θάνο τι του είχε πει ο Πρωτονοτάριος: Ο Νίτσης είναι η τρέλα.

~~

Μπήκανε σε μια ταβέρνα, να πουν τα νέα της επικήρυξης και γύρισαν να φύγουν. Στην πόρτα ήταν ένα τσιγγανάκι που παρακαλούσε για ψιλά. Κι έκανε το λάθος να σταθεί στο δρόμο του Νίτση που έβγαινε.

Εκείνος χωρίς καθόλου να το σκεφτεί το κλώτσησε στο στήθος και το πέταξε τρία μέτρα πίσω. Χωρίς καν να κάνει ένα μορφασμό, το πρόσωπο του ήταν πέτρα.

Ο Θάνος πήγε να δει τον μικρό. Η μάνα που περίμενε στη γωνία έτρεξε ουρλιάζοντας, λέγοντας πως θα φωνάξει την αστυνομία. Ο Θάνος της έδωσε ένα χρυσό για να το βουλώσει κι έτρεξε να προλάβει τον Νίτση.

~~~

«Δεν ήταν σωστό αυτό», του είπε.
«Γιατί;» έκανε ο Νίτσης.

Η φωνή του ήταν πολύ πιο κανονική απ’ ό,τι περίμενε ο Θάνος.

«Άνθρωπος είναι κι αυτός», είπε ο Θάνος περιμένοντας ν’ ακούσει τα συνηθισμένα περί κατωτερότητας.
«Δεν αμφιβάλλω. Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν δεν κλωτσάμε τους ανθρώπους. Υπάρχουν νόμοι, κανόνες.»
«Ποιους κλωτσάμε;»|
«Ξέρω ‘γω… Τα κοπρόσκυλα.»
«Γιατί;» του είπε ο Νίτσης.
«Γιατί είναι σκυλιά, δεν είναι ανθρώποι.»
«Περίμενε», του είπε ο Νίτσης και σταμάτησαν στη μέση της πλατείας.

«Θα στο πω μια φορά, δεν μ’ αρέσει να επαναλαμβάνομαι. Δεν. Πιστεύω. Σε τίποτα. Η ηθική είναι για τα πανηγύρια. Κάπου τρώνε γουρούνια, αλλού απαγορεύεται. Κάπου τρώνε κι ανθρώπους, οι κανίβαλοι στην Αφρική. Είναι κακό; Εμείς λέμε τι είναι κακό και τι καλό. Οπότε δεν έχει καμιά διαφορά το σκυλί και το παιδί. Κλωτσάω όποιον θέλω.»

Έτσι μίλησε ο Νίτσης και συνέχισε το δρόμο του.

«Αυτά που λες είναι τρελά», του φώναξε ο Θάνος.

Ο Νίτσης γύρισε απότομα και προχώρησε κατά πάνω του με φόρα. Ο Θάνος τρόμαξε. Έκανε να πιάσει το όπλο του. Ο Νίτσης του έπιασε το χέρι. Ήταν σαν μέγγενη. Τον κοίταξε από πέντε εκατοστά απόσταση, τα μούτρα του Νίτση μέσα στα δικά του, σχεδόν τον άγγιζε με τα μουστάκια, και του είπε:
«Τρελός είναι μόνο εκείνος που νομίζει ότι ζούμε σ’ έναν λογικό κόσμο.»

Και μετά του χαμογέλασε! Ναι, κούνησε τους μυς στο μάγουλο και σχημάτισε κάτι σαν χαμόγελο. Κάτι σαν, γιατί ο Θάνος αντιλήφθηκε ότι ήταν μίμηση πράξης.

Μάλλον ο Νίτσης είχε δει τους ανθρώπους να χαμογελάνε ο ένας στον άλλο και σκέφτηκε ότι θα ήταν χρήσιμο. Έτσι έμαθε να το κάνει κι εκείνος, με πολλή προπόνηση στον καθρέφτη.

Και το ‘χε μάθει τόσο καλά που μπορούσε να σχηματίσει και το πάτημα-της-χήνας δίπλα στα μάτια του, τις ρυτίδες των σαράντα.

~~~~

Το επόμενο μαγαζί που μπήκαν ήταν ένα Καφέ Αμάν. Ήταν τρεις αμανετζήδες εκείνη την ώρα κι ο ένας τραγουδούσε:
«Ήμουνα μόρτης μια φορά λεβέντης της Αθήνας
Με λέγανε παλικαρά μα ψόφαγα της πείνας.»

Ο Θάνος πήγε γραμμή στο αφεντικό, έναν ξερακιανό Αρβανίτη, σκληρό σαν τα βουνά. Του είπε για το κορίτσι, την επικήρυξη.

«Για κάτσε», είπε εκείνος κι έκανε ένα νόημα πίσω του. Τον πλησίασε ο βοηθός, ένα παλικαράκι της φακής.

«Γιαννάκη, δεν είπες ότι είδες τον Νετασκέτα με μια μορφονιά;”
«Τι μορφονιά; Αυτή ήταν κόμματος, γοργόνα Παναγιά.»

Το γοργόνα άκουσε ο Νίτσης και πήγε κοντά τους. Του Αρβανίτη δεν του άρεσε η μούρη του, ακούμπησε με νόημα το μαχαίρι που κρατούσε στο ζωνάρι.
Ο αμανετζής συνέχιζε:
«Μα τώρα πού΄χω τον παρά και είμαι μεγαλείο
Βουτάω σ΄ όλες μια χαρά, είμαι ερωτοπωλείο.»

«Τι ‘ν’ αυτός ο Νετασκέτας;» είπε ο Θάνος.
«Ένας παράλυτος τοκογλύφος. Πρώην ναυτικός. Τώρα έχει χρήμα.»

Ο Θάνος δεν χρειαζόταν περισσότερα. Φάρος. Καπετάνιος. Ναυτικός. Η φόνισσα είχε πάει να βρει κάποιον γνωστό του πατέρα της, για να τη βοηθήσει να το σκάσει. Στοιχειώδες.

«Και που συχνάζει τα βράδια ο Νετασκέτας;»
«Τι θα κερδίσω αν σου πω;» έκανε ο Αρβανίτης που θυμήθηκε την αμοιβή της επικήρυξης.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ο Νίτσης τον είχε αρπάξει απ’ τον λαιμό, τον είχε σηκώσει στον αέρα κι είχε πάρει το μαχαίρι του.

«Αν μας πεις θα ζήσεις», του είπε κρατώντας τον ψηλά σαν να ‘τανε αρνί. «Δεν θα μυρίζεις καλά, αλλά θα ζήσεις.»

Και του ‘κοψε τη μύτη απ’ τη ρίζα.

Μια κοπέλα που ήταν μέσα ούρλιαξε. Οι αμανετζήδες το βούλωσαν. Δύο του μαγαζιού κινήθηκαν εναντίον του Νίτση. Του πρώτου του έσπασε το γόνατο με μια κλωτσιά. Τον δεύτερο τον πέταξε απ’ το παράθυρο.

Κοίταξε τους θαμώνες. Κάποιοι πήγαν να σηκωθούν. Δεν τους έδειξε όπλο, και το είχε πάνω του. Τους είπε μόνο:
«Είμαι του Καρπώφ.»

Όλοι έκατσαν. Ο Καρπώφ ήταν πιο πάνω, πολύ πιο πάνω απ’ τη χωροφυλακή και κάθε δίκαιο και σωστό.

Ο Θάνος θαύμασε τον συνεργάτη του. Μετά άκουσε τον Αρβανίτη να βογκάει. Κοίταξε κάτω τη λίμνη αίματος και σταμάτησε να θαυμάζει.

Ο Νίτσης γύρισε. Τράβηξε ένα τραπεζομάντηλο και το έβαλε στη μύτη του Αρβανίτη. Εκείνος ούρλιαξε.

«Κράτα το δυνατά για να ζήσεις», του είπε ο Νίτσης.

Σηκώθηκε και σκούπισε τα χέρια του σε μια πετσέτα. Κοίταξε το κουστούμι του. Ευτυχώς δεν το είχε λερώσει.

«Πού πάει ο σακάτης;»
«Στο Κατάκολο. Χαμένος Μονόκερος», είπε ο Αρβανίτης με τις λέξεις πνιγμένες στο αίμα.

Ο Νίτσης έπιασε απ’ το μαλλί τον Γιαννάκη.

«Πόση ώρα είναι το Κατάκολο;»
«Δέκα λεπτά.»

Ο Νίτσης πήγε προς τα έξω. Φώναξε τον Θάνο που κοιτούσε σαν χαϊβάνι.

«Τη βρήκαμε τη γοργόνα σου», είπε ο Νίτσης και βγήκε να πάρει το άλογο του. Σε λίγο κάλπαζαν για τον Χαμένο Μονόκερο.

~{13}~

Εκείνη τη βραδιά θα τη θυμούνται όλοι όσοι ήταν στο Χαμένο Μονόκερο. Όσοι επέζησαν τουλάχιστον.

Η Γιωταλία γλεντούσε με τον Ναούμ και το Λένο. Έπινε ρούμι, αλλά κάθε τόσο έκανε ένα απ’ τα ξόρκια του αμέθυστου κι επανερχόταν.

Ο κόσμος χόρευε, όλα ήταν ωραία. Κάποιοι την παρακαλούσαν να ξανακάνει το κόλπο με τις ψευδαισθήσεις. Τους το υποσχέθηκε. Αλλά πρώτα ήθελε να μάθει περισσότερα για την οικογένεια της.

«Την είχες δει τη μάνα μου;» ρώτησε κάποια στιγμή τον Νετασκέτα.
«Ναι», είπε ο Ναούμ. «Νομίζω ότι ήταν απ’ τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Τι ομορφιά!»
«Πιο πολλή απ’ αυτή;» ρώτησε ο Λένος κι έδειξε τη Γιωταλία.
«Αυτή είναι κοριτσάκι ακόμα.»
«Δεκάξι είμαι», διαμαρτυρήθηκε η μικρή.
Ο Λένος γέλασε. Δεκάξι, μυθική ηλικία.

«Φαντάσου», είπε ο Ναούμ στο Λένο, «ότι αυτή είναι μια πράσινη ντομάτα.»
«Αυτή;»
«Ναι. Και σκέψου τη να ωριμάσει, να κοκκινίσει.»
«Πωπώ!»
«Ναι, πωπώ δεν λες τίποτα.»

Η Γιωταλία δοκίμασε λίγο καπνιστό κρέας. Ήταν λίγο πιο μαλακό από σόλα παπουτσιού. Το έφτυσε κάτω κι επέστρεψε στο τυρί. Ο Λένος σηκώθηκε να τους φέρει κάτι καλύτερο.

«Πού την είδες;» ρώτησε τον Νετασκέτα.
«Στο Πέρασμα», είπε εκείνος. «Δεν γλιτώνουν πολλοί από κει. Δεν φταίνε τα νερά. Αλλά έχει τρύπα.»
«Τρύπα;»
«Ναι, πέρασμα για τους Άλλους Κόσμους.»
«Άλλοι Κόσμοι;»
«Δεν σου έχει πει τίποτα ο Ελισσαίος. Και καλά έκανε. Δεν είναι για όλων τα αυτιά.»
«Πού είναι το Πέρασμα;»
«Τραβάς δυτικά και μετά νότια. Αυτό ξέρω. Δεν ήμουν καπετάνιος. Πρέπει να ‘χεις χάρτη για να το βρεις.»

Η Γιωταλία αναταράχτηκε. Στο μπαουλάκι που της είχε αφήσει ο Καπετάνιος υπήρχε ένας χάρτης. Κι ήταν βέβαιη ότι δεν έδειχνε την πορεία για τη Βηθλεέμ.

«Και τι ακριβώς έκανε ο πατέρας μου;»
«Τι εννοείς;» κόμπιασε ο Νετασκέτα.
«Ανήκει σε κάποια μυστική εταιρεία, έτσι δεν είναι;»
«Γαμώτο. Απ’ όσα έπρεπε να σου πει δεν σου είπε τίποτα. Και το μόνο που δεν έπρεπε να σου πει…»
«Δεν μου το είπε.»

Ο Νετασκέτα σήκωσε το μανίκι του και της έδειξε το τατουάζ που είχε στο αριστερό  του χέρι. Ένα τετράγωνο και μέσα το γράμμα άλφα κεφαλαίο.

Ο Λένος έφερε φρούτα κι έκατσε μαζί τους. Η Γιωταλία έπιασε το χέρι του Ναούμ.
«Άντρας;» τον ρώτησε.

Όμως εκείνος δεν την άκουσε. Κοιτούσε τον Λένο, που κοιτούσε την πόρτα με ένταση.

~~

Ο Θάνος με τον Νίτση είχαν μπει στο Χαμένο Μονόκερο και κοιτούσαν τριγύρω. Είχε πολύ κόσμο κι ήταν μεγάλο μαγαζί.

«Τράβα δεξιά, εγώ αριστερά», είπε ο Νίτσης.
«Περίμενε, περίμενε, έχει κόσμο εδώ μέσα.»

Ο Νίτσης τον κοίταξε.

«Και;»
«Δεν θέλουμε θύματα.»
«Γιατί;»

Δεν του είπε πάλι ότι ήταν άνθρωποι. Αυτό δεν τον ένοιαζε τον συνεργάτη του, το είχε καταλάβει.

«Είναι παράνομο να σκοτώνεις», είπε ο Θάνος.
«Ποιος το λέει;»
«Ο νόμος»

Ο Νίτσης τον έπιασε απ’ το γιακά.

«Νόμος είναι ο νόμος του ισχυρού. Νόμος είναι ο Καρπώφ. Κι αν δεν κάνεις τη δουλειά σου δεν σε σώζει ούτε ο βασιλιάς. Τράβα δεξιά.»

Ο Θάνος κατάλαβε ότι θα είχαν άσχημα ξεμπερδέματα.

~~~

«Μην κουνηθείτε», είπε ο Λένος στην παρέα του.
Παρακολουθούσε τους δυο ξένους.

«Τι ‘ναι; Χωροφύλακες;» είπε ο Νετασκέτα.
«Ο μικρός μοιάζει. Ο άλλος…», είπε ο Λένος και γύρισε στη Γιωταλία: «Σκότωσες ή έκλεψες;»
«Σκότωσα», είπε εκείνη χωρίς να φαίνεται στεναχωρημένη.

Ο Νετασκέτα ξεφύσησε.
«Άμυνα ήταν. Αυτοί επιτέθηκαν.»
«Αυτοί; Αυτοί; Πόσους σκότωσες;»
«Εφτά οκτώ.»

Ο Ναούμ έχωσε το μέτωπο του στην παλάμη του. Ο Λένος έκανε σήμα σ’ έναν απ’ τους μπράβους του μαγαζιού. Του έδειξε με το κεφάλι τον Νίτση. Πήγε να τον σταματήσει.

«Δεν είναι μόνο αυτό», είπε ο Λένος. «Ο τύπος δεν είναι χωροφύλακας ούτε απ’ την Αστυνομία Πάτρας. Τον ξέρω. Είναι κυνηγός. Φονιάς.»

Γύρισε πάλι στη Γιωταλία που δεν συμμεριζόταν την ανησυχία τους. Παρακολουθούσε τον Σερζ να παίζει σάλσα κι ετοιμαζόταν να σηκωθεί πάλι.

«Σκότωσες τη γυναίκα κανενός μεγάλου;»
«Μόνο άντρες.»
«Όνομα είχαν;»
«Ο ένας.»
«Πώς;»
«Καρπώφ.»

Του Ναούμ του ‘πεσε το τσιγάρο απ’ το στόμα. Ο Λένος έβαλε το χέρι κάτω απ’ τη μασχάλη και τράβηξε κάτι μέσα στη χούφτα του, κι είπε μόνο: «Πωπω!»

~~~~

Ο Θάνος προχωρούσε παράλληλα με τον Νίτση. Κοιτούσε τις κοπέλες και τα μάτια του είχαν βγει απ’ τις κόγχες. Οι νύμφες-πόρνες ήταν όλες ημίγυμνες και τα σώματα τους θα έκαναν κάθε άντρα κάτω των εκατό χρόνων να χάσει τον έλεγχο.

Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχαν τέτοιες γυναίκες. Η Αργυρώ ήταν σαν αγοράκι μπροστά σ’ αυτές. Σώματα φιδίσια, μαλλιά που έπεφταν ως τη μέση, επιδερμίδα που έλαμπε σε κάθε χρώμα κι απόχρωση.

Τότε είδε τον Νίτση που του έκανε νόημα. Του έδειχνε κάτι, ένα τραπέζι.

Εκεί καθόταν ο γέρος με την αναπηρική καρέκλα. Στην άλλη μεριά μια γυναίκα με μούσια. Και στη μέση… Έκανε ένα ακόμα βήμα για να μπορέσει να τη δει. Και πάγωσε. Ήταν σίγουρα αυτή.

Γιατί μέσα σε μια τέτοια συνάθροιση γυναικών εκείνη ξεχώριζε. Ήταν σίγουρα η γοργόνα. Ο στόχος τους. Νεκρή, μόνο νεκρή.

~~~~~

Ο Λένος είδε ότι τους είχαν δει. Ο Νίτσης στράφηκε προς το τραπέζι τους. Ο πρώτος μπράβος κι άλλοι δύο τον έφταναν. Ένας ακόμα πήγαινε προς το Θάνο.

Ο Νίτσης δεν έβγαλε όπλο. Έριξε μια αγκωνιά στο λαιμό του πρώτου, που ήταν ένα γομάρι εκατόν πενήντα κιλά. Μετά άρπαξε ένα μπουκάλι απ’ το κοντινό τραπέζι. Το έσπασε και το έχωσε στα μούτρα του μπράβου ως τη μέση.

Το γομάρι κατέρρευσε κι ακούστηκε το σώμα του να πέφτει. Οι πελάτες στα πιο κοντινά τραπέζια σηκώθηκαν να φύγουν.

Ο Λένος, που είχε δει την εκτέλεση του Ζώρζη, του μπράβου του. Έπιασε τη Γιωταλία και την τράβηξε.

«Γρήγορα, πάμε πίσω», τους φώναξε για ν’ ακολουθήσουν.

Ο Θάνος τους είδε που σηκώθηκαν. Έτρεξε πίσω τους. Κι ο Νίτσης τους είδε. Εκείνος δεν έτρεξε. Έβγαλε το περίστροφο να ρίξει. Τον πρόλαβε ο δεύτερος μπράβος, ο Τσονγκ. Τον χτύπησε με κουνγκ φου κλωτσιά και πέταξε μακριά το πιστόλι.

Ο Νίτσης χαμογέλασε. Αλλά εκείνο ήταν αληθινό χαμόγελο. Πήδηξε μπροστά, έπεσε πάνω στον Κινέζο με όλο του το βάρος και του δάγκωσε το λαρύγγι. Τον άφησε να πεθαίνει και μάζεψε το όπλο του.

Ο Θάνος στην άλλη μεριά βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ έναν κοντούλη.

«Χωροφυλακή», του φώναξε, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να ταράζεται. Έβγαλε σουγιά.

Ο Θάνος του πέταξε ό,τι βρήκε μπροστά του. Μια καρέκλα, ένα μπουκάλι, μια παγονιέρα. Ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί, ίσα που ξεχώρισαν μες στο πανδαιμόνιο. Με τον δεύτερο ο κοντούλης έπεσε.

Ο Νίτσης είχε πυροβολήσει. Σκότωσε πρώτα τον τρίτο μπράβο που πήγαινε κατά πάνω του, μετά τον αντίπαλο του Θάνου.

Οι φωνές και οι στριγκλιές καλά κρατούσαν. Ο Θάνος έδειξε μια πόρτα στο πίσω μέρος. Από εκεί είχαν φύγει. Έτρεξαν πίσω τους.

~~~~~~

Πιο γρήγορα πήγαινε ο Ναούμ με την καρέκλα του. Οι άλλες δυο ακολουθούσαν. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος. Δεξιά κι αριστερά είχε δωμάτια. Ίσα που χωράγανε ένα κρεβάτι και μια λεκάνη με νερό για πλύσιμο.

Κάποια κορίτσια, κάποιοι πελάτες, είχαν τραβήξει την κουρτίνα τους και κοιτούσαν τρομαγμένοι.

«Μπείτε μέσα!» τους φώναζε ο Λένος.

Τότε ακούστηκε ένας ακόμα πυροβολισμός. Η κλειδαριά διαλύθηκε. Φάνηκε ο Νίτσης με το όπλο στο χέρι. Ήταν αρκετά κοντά για να τους πετύχει με την πρώτη.

«Φωτιά!» φώναξε τότε ο Λένος. «Τρέξτε να σωθείτε!»

Την ώρα που ο Νίτσης σήκωνε το όπλο βγήκαν όλοι απ’ τους γαμιστρώνες. Κάποιοι γυμνοί, άλλοι καλυμμένοι με σεντόνι. Και μπήκαν ανάμεσα στον κυνηγό και το θύμα.

Ο Νίτσης ξεκίνησε να σπρώχνει. Οι τρεις απομακρύνονταν. Τότε πυροβόλησε στον αέρα δυο φορές και φώναξε να πέσουν κάτω. Το έκαναν. Όλοι εκτός απ’ τους τρεις.

Ο Λένος κοντοστάθηκε, καθώς ο Νίτσης κι ο Θάνος πλησίαζαν.

«Προχωρήστε», είπε στους δικούς του ο Λένος. «Εκεί έξω έχω τον αραμπά. Πάρτε τον κι εξαφανιστείτε.»

Γύρισε ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό.

«Αυτό είναι το μαγαζί μου, καριόλη», του είπε ο Λένος.
«Δεν είσαι ήρωας, κουκλίτσα», της είπε ο Νίτσης.
«Επειδή δεν φοράω παντελόνια; Έλα να με δοκιμάσεις.»

Ο Νίτσης δεν φάνηκε να συγκινείται. Θα την πυροβολούσε, αλλά του είχε μείνει μια σφαίρα στο πεντάσφαιρο Κολτ. Αν σταματούσε να γεμίσει θα χανόταν χρόνος. Η τελευταία σφαίρα ήταν για τη γοργόνα.

Έφτασε τον Λένο και πήγε να τον πιάσει απ’ το μαλλί για να τον πετάξει στην άκρη. Εκείνος έβγαλε απ’ το μανίκι το ξυράφι μπαρμπέρη, το ίδιο που είχε χρησιμοποιήσει για να κόψει τ’ αρχίδια του βιαστή. Χαράκωσε το φρύδι του Νίτση. Λίγο πιο χαμηλά και θα του είχε βγάλει το μάτι, όπως στόχευε, αλλά εκείνος πρόλαβε να κάνει μισό βήμα πίσω.

Αίμα ξεπήδησε και τον τύφλωσε. Παραπάτησε σε κάποιον από εκείνους που βρίσκονταν κάτω. Έπεσε πίσω. Τον κράτησε ο Θάνος με το δεξί, ενώ με το αριστερό σημάδευε τον Λένο.

«Είμαστε χωροφυλακή», του είπε.
«Σιγά μην είστε και ιεραπόστολοι», έκανε ο Λένος.

Ο Θάνος κατάλαβε ότι έπρεπε να βρει καλύτερη ατάκα. Δεν έπειθε κανέναν έτσι. Άφησε κάτω τον Νίτση που προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα. Κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του Λένου. Η Γιωταλία είχε σταματήσει να τρέχει. Ο Ναούμ την τραβούσε.

«Θέλουμε το κορίτσι. Είναι φόνισσα», είπε ο Θάνος.
«Κι εγώ είμαι», είπε ο Λένος.
«Τότε θα πρέπει να σε πυροβολήσω.»
«Κάν’ το.»

Ο Λένος άνοιξε τα χέρια στο σχήμα του σταυρού. Ήταν καλός να καταλαβαίνει τους ανθρώπους, τόσα χρόνια ήξερε τα πάθη και τα λάθη τους. Κι ο μικρός απέναντι της δεν είχε πυροβολήσει ποτέ. Δεν είχε σκοτώσει. Το έβλεπε στα μάτια του. Ήταν παιδικά ακόμα. Αν σκοτώσεις σταματάς να είσαι παιδί.

Ο Θάνος προσπάθησε, αλλά δεν μπορούσε. Αν έκανε μια κίνηση εναντίον του, εντάξει. Αλλά δεν μπορούσε να σκοτώσει έναν άντρα ή γυναίκα ή ό,τι ήταν αυτό απέναντι εν ψυχρώ. Δεν ήταν δολοφόνος. Κατέβασε το όπλο.

Τότε ακούστηκε μουγκρητό πίσω του. Ο Νίτσης, μισότυφλος ακόμα, καφέ απ’ το αίμα, έσπρωξε τον Θάνο στην άκρη, πετώντας τον σ’ έναν απ’ τους γαμιστρώνες.

Χίμηξε στον Λένο. Εκείνος του πρόλαβε ένα ακόμα κόψιμο στο χέρι, ως το κόκκαλο. Ο Νίτσης δεν φάνηκε να νιώθει τίποτα πια. Έπιασε το χέρι του ξυραφιού, το έκανε στην άκρη, και με το άλλο έχωσε το περίστροφο στο στόμα του Λένου, σπάζοντας του τα δόντια.

Ο πυροβολισμός τρύπησε το κρανίο του. Ο Λένος έπεσε πίσω, απαλά. Είδε ότι βρισκόταν στις Βερσαλλίες κι όλοι του έλεγαν πόσο όμορφη είναι.

~~~~~~~

Ο Νίτσης έσκισε το φόρεμα του Λένου και σκουπίστηκε για να μπορέσει να δει καλύτερα. Η γοργόνα στεκόταν εκεί απέναντι, δέκα μέτρα μακριά. Δεν έτρεχε, τον περίμενε. Της χαμογέλασε. Δεν είχε σφαίρες, θα της έσπαζε το λαιμό.

Στο δεύτερο βήμα είδε τη γοργόνα να κινεί τα χείλη της, την άκουσε να λέει λέξεις. Ο Θάνος είχε βγει στα τέσσερα πίσω του, μόνο το κεφάλι έξω απ’ τον γαμιστρώνα. Κατάλαβε ότι εκείνες δεν ήταν λέξεις ανθρώπινες. Κατάλαβε ότι θα γινόταν μεγάλο κακό. Πήδηξε πίσω φωνάζοντας στον Νίτση:
«Κρύψου! Μαγεία!»

Ακριβώς τη στιγμή που η Γιωταλία είπε την τελευταία λέξη και τίναξε τα χέρια της μπροστά, ο Νίτσης πήδηξε στο πλάι, στο δωμάτιο που ήταν κοντά του.

Η Γιωταλία δεν ήθελε να πει το ξόρκι του θανάτου, γιατί έτσι θα σκότωνε και τον Νετασκέτα πίσω της. Έτσι είπε το δεύτερο ξόρκι της Φωτιάς: Η Φωτιά Σφαίρα.

Μια πύρινη σφαίρα, με διάμετρο πάνω από δύο μέτρα, έφυγε απ’ τα χέρια της και χτύπησε τον τοίχο απέναντι διαλύοντας τον.

Ανάμεσα έκαψε όσους πελάτες και πόρνες ήταν στο πάτωμα. Το ωστικό κύμα κόλλησε τον Θάνο και τον Νίτση στον τοίχο, ρίχνοντας τους λιπόθυμους.

Ο Ναούμ κύλησε πέντε μέτρα πίσω, ως την πόρτα.
«Πάμε!» φώναξε η Γιωταλία κι άνοιξε να βγουν.

 Ο Ναούμ άργησε να την ακολουθήσει. Κοιτούσε τα πτώματα και την καταστροφή. Η γοργόνα ήταν κακά μαντάτα.

~{14}~

Έφτασαν γρήγορα στο ενεχυροδανειστήριο. Η Νέδα έκανε τούμπες μόλις τους είδε.

«Και τώρα τι;» είπε ο Νετασκέτα.
«Πάω δυτικά και μετά νότια. Το Πέρασμα.»

Έβγαλε το χρυσό που είχε μαζί της και του τον έδειξε.

«Πόσα θα μου δώσεις γι’ αυτό;»
«Κράτα τον.»

Την πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη.

«Τα έχεις διαβάσει όλ’ αυτά;»
«Η γνώση είναι χρυσός», της είπε.

Τράβηξε ένα και το άνοιξε. Ήταν σαν κουτί. Μέσα είχε δυο πλάκες χρυσού. Της έδωσε στη Γιωταλία. Εκείνη κοίταξε τους τόμους στη βιβλιοθήκη. Ήταν πολλοί.

«Και ο χρόνος είναι χρήμα», είπε μετά ο Νετασκέτα.

Πήγε σ’ ένα ρολόι με εκκρεμές που στεκόταν πίσω της. Η Γιωταλία το αναγνώρισε. Ήταν ίδιο μ’ εκείνο που είχαν στον Φάρο.

Ο Ναούμ έβαλε τους δείχτες να δείχνουν δώδεκα. Άνοιξε μια κρύπτη. Έβγαλε από εκεί ένα μασούρι χαρτονομίσματα.

«Είναι από κάθε χώρα», της είπε. «Σου φτάνουν να πας μέχρι και τη Γέφυρα του Αδάμ αν θες.»
«Εσύ τι θα κάνεις;»
«Δεν μπορώ να τρέξω.»
«Θα σε σπρώχνω εγώ.»

Της έριξε το ίδιο βλέμμα με πριν. Αλλά τώρα, μερικές ώρες μετά, ήταν διαφορετικό. Η Γιωταλία ένιωσε ότι εκείνος ήταν ο πιο κοντινός άνθρωπος στη ζωή της πλέον. Και θα τον άφηνε πίσω.

«Αυτό είναι το δικό σου ταξίδι», της είπε. «Εγώ σε νερό δεν ξαναμπαίνω.»

«Θα σε βρουν.»
«Θα κρυφτώ.»

Η Γιωταλία πήρε το σάκο της και φώναξε τη Νέδα.

«Ποιον να ζητήσω στο λιμάνι;»
«Πήγαινε στον Πατακέλα. Έχει ένα δικάταρτο ιστιοφόρο, τη Νέλλη. Φαίνεται μικρό, αλλά δεν το πιάνει ούτε πολεμικό. Πες του ότι σε στέλνω εγώ. Αλλά δώσ’ του και λίγο απ’ το χρυσάφι σου. Όχι τις πλάκες. Πες του να σε πάει στη Μασσαλία.»
«Και μετά;»
«Ψάξε για τον Κούκο.»
«Τον Κούκο; Το πουλί;»
«Σχεδόν. Ρώτα για τον Κούκο, αυτός θα σε πάει όπου θες.»

Η Γιωταλία πήγε στην πόρτα.
«Σε κατέστρεψα», είπε στον Νετασκέτα.
«Μ’ έκανες να ξανανιώσω.»
«Τι πράγμα;»
«Ό,τι μπορώ να δώσω. Τόσο καιρό έπαιρνα μόνο. Κι άδειασα.»

Η Γιωταλία τον πλησίασε και τον φίλησε. Μετά γύρισε και βγήκε έξω. Η Νέδα δεν συμφωνούσε. Στάθηκε δίπλα στον Ναούμ και γάβγισε προς τη Γιωταλία σαν να έλεγε: «Δεν αφήνουμε κανέναν της αγέλης πίσω.»

Εκείνη έκανε ότι δεν άκουσε, προχώρησε προς το λιμάνι. Η Νέδα γάβγισε ξανά. Ο Ναούμ τη χάιδεψε.

«Άντε, πήγαινε να την προσέχεις. Είσαι παράξενος σκύλος κι εσύ, το βλέπω.»

Η Νέδα τον έγλειψε. Μετά έφυγε τρέχοντας να προλάβει τη Γιωταλία.

~~

Είχε πια χαράξει όταν συνήλθε ο Θάνος. Κάθε τρίχα στο κεφάλι του ήταν καμένη. Ένιωθε σαν τσουρουφλισμένο κοτόπουλο. Η πύρινη μπάλα τράβηξε ευθεία, δεν μπήκε στα δωμάτια. Αλλά είχε ανεβάσει πολύ τη θερμοκρασία.

 Κοίταξε στο διάδρομο. Όσοι δεν είχαν φύγει ήταν νεκροί, όχι μόνο καμένοι, ήταν σαν τα απολιθώματα της Πομπηίας, αγάλματα. Δεν ήταν μια συνηθισμένη φωτιά.

Κι ο τοίχος απέναντι είχε ολόκληρος διαλυθεί. Σίγουρα ο ελληνικός στρατός θα πλήρωνε πολλά για μια τέτοια δύναμη πυρός. Κάθε στρατός.

Ο Θάνος πήγε στο απέναντι δωμάτιο. Βρήκε τον Νίτση κόκκινο και μαύρο μαζί. Είχε ψηθεί λίγο παραπάνω. Ήταν αναίσθητος και με εγκαύματα, αλλά ανέπνεε. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.

Για μια στιγμή σκέφτηκε να τον αφήσει εκεί και να φύγει. Δεν μπορούσε να το κάνει. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε το συμβόλαιο με τον Καρπώφ, δεν μπορούσε να φύγει.

Ήταν χωροφύλακας, εκείνος πίστευε στο νόμο. Κι η γοργόνα είχε αφήσει πίσω της οκτώ συν πόσα; Συν είκοσι πτώματα ακόμα; Έπρεπε να τη σταματήσει πάση θυσία.

Μετά θυμήθηκε πόσο όμορφη ήταν. Τι θα έκανε αν την έπιανε; Θα μπορούσε να την παραδώσει;

Χρειαζόταν τον Νίτση. Και τον φοβόταν. Εκείνος ήταν η τρέλα. Ο ίδιος ήταν η λογική. Κι η λογική είναι πιο δυνατή απ’ την τρέλα.

Αλλά δεν ήξερε ότι ο έρωτας είναι η χειρότερη μορφή παράνοιας.

ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ