Η πόλη μέσα στην πόλη μέσα στην πόλη ή Patlican Karniyarik

0
800

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Karniyarik-Stuffed-Eggplants-010-1024x768.jpg

Την παρακάτω ιστορία μου την διηγήθηκε, ο Στέργιος Σαραφιανός, φίλος του πατέρα μου, ένα φθινοπωρινό βράδυ του 2003, που τριγυρνούσαμε στην Άνω Πόλη. Ψάχναμε για υπολείμματα της Οθωμανικής περιόδου της πόλης και είχαμε φτάσει στην πλατεία Τερψιθέας με το χαρακτηριστικό οκταγωνικό κτίριο. Θα ήθελα να είναι αλήθεια, αλλά μάλλον δεν την πιστεύω. Αν μου την είχε πει οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα της έδινα την παραμικρή σημασία.

~~~~~

Είχε μόλις πεθάνει η γιαγιά μου. Και δεν την είχα προλάβει. Η πτήση μου είχε καθυστέρηση και σαν να μην έφτανε αυτό, όλη η Θεσσαλονίκη ήταν καλυμμένη από εκείνη την πυκνή ομίχλη που την χαρακτήριζε μέχρι, περίπου, τα τέλη της δεκαετίας του 80 και προσγειωθήκαμε στο Βελιγράδι. Δεν την πρόλαβα ζωντανή. Ίσως καλύτερα έτσι, δεν θα έχω την εικόνα της κατάκοιτη και διασωληνωμένη.

Ήταν νύχτα όταν έφτασα και βγήκα να περπατήσω στην πόλη. Ανέβηκα προς τα κάστρα από το Διοικητήριο. Ήθελα να βγω στο ναό του οσίου Δαυίδ που με πήγαινε όταν ήμουν μικρός η γιαγιά. Να πηδήξω τη μάντρα, να κάτσω σε ένα παγκάκι, να πιώ ένα τσιγάρο και να κλάψω. Όμως μέσα στην ομίχλη και τις σκέψεις μου, κάπως μπερδεύτηκα και βρέθηκα για τρίτη φορά στην πλατεία Τερψιθέας. Δεν πειράζει και εδώ ερχόμουνα με τη γιαγιά σκέφτηκα και έκατσα σε ένα πεζούλι.

Το είχα έτοιμο στριμμένο το τσιγάρο, το άναψα και τράβηξα μια χορταστική τζούρα. Οι τύψεις ήρθαν χορεύοντας. Τύψεις γιατί έφυγα, τύψεις γιατί ήμουν πάντα βιαστικός, όποτε ερχόμουν στην πόλη, τύψεις γιατί δεν έφαγα τις μελιτζάνες παπουτσάκια την τελευταία φορά που ήμουν στο σπίτι της, τύψεις γιατί το καλοκαίρι είχα επιλέξει να μην έρθω στην Ελλάδα. Θα ήταν η τελευταία φορά που θα μπορούσα να την χαρώ, η τελευταία φορά που θα μπορούσα να πάρω έναν υπνάκο στον καναπέ του σαλονιού της.

Το τσιγάρο είχε σχεδόν τελειώσει, όταν μέσα από την ομίχλη, εμφανίστηκε ένας, μάλλον νεαρός, άνδρας, ντυμένος με ένα μακρύ παλτό και ένα περίεργο κόκκινο σκουφάκι, σαν φέσι. Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και με ρώτησε, αν ήξερα τι είναι αυτό το κτίριο στην γωνία της πλατείας. Του είπα ότι ήξερα. Με ξαναρώτησε, κάπως επιτακτικά, να του πω τι ήταν, σαν να έλεγχε ότι όντως ήξερα. Του απάντησα ότι είναι ο Τουρμπές του Μουσά-Μπαμπά.

“Gel”, μου είπε στα τούρκικα και μου γύρισε την πλάτη. Τον ακολούθησα στην ξύλινη πόρτα του κτιρίου. Ξεκλείδωσε και μπήκαμε μέσα.

Το μέρος φαινόταν πολύ μεγαλύτερο από μέσα. Ένα λυχνάρι με τρεις φλόγες κρεμόταν από την οροφή και έριχνε το φως του στον χώρο, που ήταν στρωμένος με μαξιλάρια και χαλιά. Δύο ακόμα δερβίσηδες κάθονταν στα μαξιλάρια και μας έκαναν νόημα να καθίσουμε. Ναργιλέδες βρίσκονταν αναμμένοι παραδίπλα και αρχίσαμε να καπνίζουμε. Παρά τη στενότητα του χώρου, οι τρεις τους, αφού προσευχήθηκαν, ξεκίνησαν τον υπνωτιστικό χορό τους. Φαίνονταν σαν να πετούσαν ή μάλλον σαν να αιωρούνταν από ένα αόρατο σχοινί ακριβώς στο ίδιο σημείο, στροβιλιζόμενοι συνέχεια. Χωρίς να μπορώ να υπολογίσω το χρόνο, κάποτε τελείωσαν.

“Gel”, ξαναείπε ο νεότερος και περνώντας από μια καταπακτή κατεβήκαμε μια στενή σκάλα. Βρεθήκαμε σε ένα διάδρομο που κατηφόριζε βαθιά κάτω από τα σπίτια της πόλης. Όλα μου φαίνονταν τελείως φυσιολογικά και δεν σκέφτηκα να ρωτήσω οτιδήποτε.

Φτάσαμε σε ένα άνοιγμα και μου έδειξε κάτι σκουριασμένα σκαλοπάτια μπηγμένα στον κάθετο τοίχο.

“Από εδώ και πέρα πρέπει να συνεχίσεις μόνος σου, ανέβα μην φοβάσαι” μου είπε χαμογελώντας και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Σκαρφάλωσα τη σκάλα. Φως ερχόταν από πάνω και όταν έφτασα στην κορυφή, κατάλαβα ότι έβγαινα από ένα πηγάδι σε μια αυλή. Κάθε λογής λουλούδια βρίσκονταν φυτεμένα τριγύρω, από τα οποία αναγνώριζα μόνο τις μολόχες και τους βασιλικούς. Ένας ωραίος ήλιος φώτιζε τα πάντα και μια κυρία καθόταν σε μια καρέκλα και έπινε τον καφέ της.

Πήγα να φωνάξω γιαγιά, όμως δεν ήταν αυτή. Της έμοιαζε πολύ, αλλά δεν ήταν αυτή. Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και οι μυρωδιές του κήπου έγιναν πιο έντονες. Με κάλεσε με το όνομά μου να κάτσω να πιώ τον καφέ μου, προτού κρυώσει και είπε ότι το ήξεραν ότι θα ερχόμουν και με περιμένανε.

“Πώς το ξέρατε ότι θα έρθω και ποιοι με περιμένατε” ρώτησα.
“Εγώ και η εγγονή μου, η γιαγιά σου δηλαδή ” είπε.

Πνίγηκα με τον καφέ και ζήτησα να την δω. Μου απάντησε, μαλακά ότι ξαπλώνει μέσα, γιατί έφτασε από μακριά, πριν μερικές ώρες και είναι κουρασμένη

“Τι είναι αυτό το μέρος;”
“Α, αυτό είναι το σπίτι μου” είπε.
“Και τι κάνεις εδώ;”
“Ό,τι έκανα πάντα. Φροντίζω τα λουλούδια και τις γάτες μου, μαγειρεύω, διαβάζω. Επισκέπτομαι τους φίλους μου στη γειτονιά. Και φυσικά, περιμένω όποιον βρει το δρόμο για την αυλή μου”.

Μετά μου θύμισε τις ιστορίες που μου έλεγε η γιαγιά μου. Για το πόσες πολλές πόλεις κρύβονται, η μία μέσα στην άλλη, στον κόρφο της Θεσσαλονίκης. Τουλάχιστον μία για κάθε άνθρωπο που έχει νιώσει αυτόν τον τόπο σπίτι του.

“Υπάρχουν μέσα στην πόλη, κάποια μέρη κρυφά” είπε. “Που όταν οι Σαλονικιοί βαρεθούν την καθημερινότητα, με τη φθορά και το άγχος της, πηγαίνουν εκεί, ανοίγουν τις πόρτες που βρίσκονται στο βάθος τους και φεύγουν για άλλους τόπους και άλλες μαγευτικές ιστορίες. Ένα τέτοιο μέρος είναι ο Τουρμπές του Μουσά-Μπαμπά, απ’ όπου ήρθες εσύ, ένα άλλο είναι ο Αι-Γιάννης ο Υπόγειος και η οδός Μαύρης Πέτρας, απ’ όπου ήρθε η γιαγιά σου. Και υπάρχουν κι άλλοι, όπως οι κήποι του Πασά και τα υπόγεια της συναγωγής Ταλμούδ Τορά, που πλέον είναι η αγορά Μοδιάνο”.

“Έχω πάει πολλές φορές σ’ αυτά τα μέρη, δεν έχω βρεθεί ποτέ ξανά στο σπίτι σου όμως”.
“Μάλλον τώρα το ήθελες περισσότερο” είπε και πρόσθεσε ανέμελα, “πεινάς, τι θέλεις να σου μαγειρέψω”;
“Μελιτζάνες παπουτσάκια” απάντησα αμέσως. “Χωρίς μπεσαμέλ, με τομάτα, αν γίνεται”. Φάνηκε να μπερδεύεται λίγο.

“Patlican karniyarik εννοείς, θα έπρεπε να το έχω μαντέψει“ απάντησε και πρόσθεσε αυστηρά “δεν μπαίνει μπεσαμέλ στο karniyarik, μόνο τομάτα και πιπεριά”.

“Ναι, φταίει ο Τσελεμεντές που προσπάθησε να εξευρωπαΐσει την ελληνική κουζίνα, βάζοντας παντού άσχετες γαλλικές προσθήκες”

“Τον θυμάμαι τον νεαρό Σιφνιό μάγειρα” είπε και σκοτείνιασε. “Ακόμα πιο πολύ θυμάμαι πόσο μου είχε κακοφανεί το πρώτο του βιβλίο, όταν το διάβασα. Είχε βγάλει όλα τα μπαχάρια από τις συνταγές, ακόμα και το ελαιόλαδο”. Μουρμούρισε και κάτι στα τούρκικα που δεν το κατάλαβα.

Τότε βγήκε από την πόρτα του σπιτιού η γιαγιά μου, λαμπερή και αέρινη. Έπεσα στην αγκαλιά της και περίμενα ότι θα σπάραζα στο κλάμα. Όμως όχι, δεν υπήρχε χώρος για δάκρυα εκεί, μόνο για κατανόηση. Καθίσαμε στις μεταλλικές καρέκλες του τραπεζιού και τα είπαμε όλα με τα μάτια. Κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια και κάθε σοβαρό θέμα. Όλα χωρίς να βγάλουμε λέξη.

Σε λίγο ήρθε και η προγιαγιά μου με το ταψί. Αρχίσαμε να τρώμε. Θεέ μου, τι μελιτζάνες με κιμά, ήταν αυτές. Κάθε μπουκιά, κάθε συστατικό του φαγητού, ήταν μια ιστορία από μόνο του. Μόλις η τρυφερή μελιτζάνα ακουμπούσε τη γλώσσα μου, εικόνες ολόκληρες σχηματίζονταν στο μυαλό μου και παράπονα, ενοχές ή παρεξηγήσεις χρόνων λύνονταν μεμιάς. Όταν, δε, ερχόταν και ο κιμάς, με τα μπαχάρια, το σκόρδο και κρεμμύδι του, ένιωθα σαν να μην είχε, τίποτα άλλο σημασία. Σαν επισφράγιση, των όσων είπαμε χωρίς να μιλήσουμε, μαζέψαμε τη σάλτσα από το πιάτο με μια μπουκιά ψωμί και πλέον ήμουν σίγουρος ότι όλα στον κόσμο θα πάνε καλά.

Η γιαγιά μου, είπε ότι θα πάει πάλι να ξαπλώσει, γιατί ήταν ακόμα πολύ κουρασμένη. Μου ζήτησε να ξαναέρθω, όποτε νιώσω ότι με καταβάλλει ο κόσμος και να τον νικήσουμε τρώγοντας. Χαμογέλασα και συμφώνησα.

“Πάρε και αυτό πριν φύγεις” είπε και μου έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί. “Είναι η συνταγή της τυρόπιτάς μου. Όλοι σας την καταβροχθίζατε, ένας δεν βρέθηκε να μου ζητήσει την συνταγή”. Αγκαλιαστήκαμε. Την κοιτούσα να απομακρύνεται και να μπαίνει μέσα στο σπίτι και κάπως σαν να θόλωσε η εικόνα. Γύρω μου ο κήπος άρχισε να χάνεται.

Ξύπνησα στο πεζούλι, στην πλατεία Τερψιθέας, παγωμένος ως το κόκκαλο. Η ομίχλη είχε αρχίσει να διαλύεται και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτιζαν το παρκάκι. Σηκώθηκα ζαλισμένος, κοίταξα τριγύρω. Ήταν όμορφα. Ξαφνικά θυμήθηκα αυτά που είχα ζήσει τη νύχτα. Έτρεξα στο οκταγωνικό κτίριο, δεν μπορεί να τα ονειρεύτηκα. Η πόρτα του δεν κουνιόταν και μάλιστα ήταν διαφορετική από χθες το βράδυ. Ήταν μια σιδερένια καγκελόπορτα και μπορούσα να δω στο εσωτερικό του παλιά στοιβαγμένα έπιπλα, σκεπασμένα με μουσαμά. Τίποτα δεν μαρτυρούσε αυτά που έζησα πριν μερικές ώρες.

“Όνειρο ήταν τελικά” μουρμούρισα θλιμμένα. Πήρα να κατηφορίζω το δρόμο προς το σπίτι των γονιών μου. Σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να γράψω το όνειρό μου, για να μην το ξεχάσω και -τι περίεργο- ένιωθα την επίγευση από μελιτζάνες παπουτσάκια στο στόμα μου. Χάρηκα με αυτή τη σκέψη και έψαξα τα τσιγάρα μου. Στην αριστερή τσέπη του παλτού μου βρήκα ένα διπλωμένο χαρτί. Το ξετύλιξα με χέρια που έτρεμαν. Ήταν η συνταγή της πίτας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Chris Otis, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Εδώ άλλες δύο ιστορίες αστικών θρύλων

Το καταραμένο σπίτι του Πηλίου

Η πολυκατοικία της Ιπποδρομίου

Οι Σειρήνες δεν τραγουδούσαν Μάλαμα